preferenze utente

cerca nell'archivio del sito Cerca cerca nell'archivio del sito


Search comments

ricerca avanzata

Ο ρατσισμός του 1900-1940

category Ινδονησία / Φιλιππίνες / Αυστραλία | Ιστορία (γενική) | Γνώμη / Ανάλυση author Tuesday July 15, 2008 21:27author by Dimitrti (MACG) - Anarkismoauthor email ngnm55 at gmail dot com Segnalare questo messaggio alla redazione

Η παρουσία των Ελλήνων στην Αυστραλία Α'

Η παρουσία των Ελλήνων στην Αυστραλία και ο ρατσισμός του 1900-1940

Η λήθη ήταν πάντα το όπλο της εξουσίας ενώ η μνήμη των κοινωνικών γεγονότων αντιμετωπιζόταν πάντα σαν ύποπτη ή περιθωριακή. Στην εικόνα της ισχυρής Ελλάδας, της απάνθρωπης εκμετάλλευσης των μεταναστών και του φανερού ή κρυφού ρατσισμού, ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι θεμελιακός. Οι Έλληνες εργοδότες του σήμερα μπορούν να δακρύζουν με λίγο Καζαντζίδη για τον αθάνατο Έλληνα μετανάστη, το νομιμόφρονα και εργατικό, παίρνοντας δύναμη να συνεχίσουν την εκμετάλλευση του «βρωμιάρη» αλβανού ή τούρκου μετανάστη. Οι Έλληνες που τώρα δέχονται μετανάστες μπορούν αλλά και πρέπει να φαντασιώνονται συλλογικά μια μακρινή εικόνα που καθαροί, νομιμόφρονες και αξιοπρεπείς ξεκίνησαν ως μετανάστες σε άλλες πολιτείες για ένα κομμάτι ψωμί σεβόμενοι πάντα τη χώρα φιλοξενίας. Πρέπει να ξεχάσουν οι Έλληνες που τώρα έχουν τους «βρωμοαλβανούς» ότι κάποτε στην Αμερική (έως το 1940) θεωρούσαν οι επίσημες αρχές ότι ανήκαν στη μαύρη φυλή και ότι ήταν η εθνικότητα με τους περισσότερους φυλακισμένους.

Η Ευρωπαϊκή πορεία πρέπει να σβήσει τις βρισιές της δεκαετίας του 60 στη Γερμανία και τη Σουηδία. Τώρα προκόψαμε θα σου πουν. Αυτοί, όμως, οι ξένοι, ήρθαν για να κλέψουν ενώ εμείς τους δώσαμε δουλειές, ήρθαν για να σκοτώσουν ενώ εμείς τους συμπεριφερθήκαμε άψογα. Το κείμενο που ακολουθεί θέλει να μας θυμίσει την αντιμετώπιση που είχαν οι «βρωμοέλληνες» στην Αυστραλία.

Έχουν περάσει σχεδόν 180 χρόνια από τότε που οι Έλληνες έκαναν την εμφάνισή τους στην αυστραλιανή ήπειρο. Οι πρώτοι, ιστορικά καταγραμμένοι, Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία ήσαν 7 ναυτικοί, τους οποίους οι Άγγλοι είχαν κατηγορήσει και καταδικάσει για «πειρατεία». Την υπόθεση της άφιξης, έστω και αναγκαστικής, αυτών των Ελλήνων στην Αυστραλία την έχει ερευνήσει διεξοδικά - όπως και τη γενικότερη ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην ήπειρο αυτή - ο Hugh Gilchrist, ο οποίος υπήρξε πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια και ο οποίος επί δεκαετίες εργάστηκε μεθοδικά πάνω στο αντικείμενο αυτό, δίνοντάς μας συνταρακτικές και αποκαλυπτικές πτυχές του ζητήματος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Hugh Gilchrist, τον Ιούλιο του 1827 – καθ’ όσον στην Ελλάδα συνεχίζεται ο αγώνας ενάντια στην τουρκική και ντόπια εξουσία των τσιφλικάδων, των κοτζαμπάσηδων και των προυχόντων - στο Λιβυκό Πέλαγος, το υδραίικο σκάφος «Ηρακλής», με εννεαμελές πλήρωμα, σταματά το αγγλικό πλοίο «Alceste» - που κατευθύνεται στην Αλεξάνδρεια – απ’ όπου αφαιρεί μέρος του φορτίου του. Κοντά στην Κρήτη, όμως, το «Ηρακλής» καταδιώχτηκε από άλλο αγγλικό, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Μάλτα, που τότε ήταν υπό αγγλική κυριαρχία. Εκεί το πλήρωμα παραπέμφθηκε σε δικαστήριο του οποίου πρόεδρος ήταν ο ναύαρχος Gordington. Στη δίκη αυτή οι Έλληνες ναυτικοί υποστήριξαν ότι επιτέθηκαν στο «Alceste», επειδή μετέφερε εφόδια για τους Τούρκους που ήσαν εχθροί τους. Τελικά, οι 7 από το πλήρωμα καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι 2 αθωώθηκαν.

Ακολούθησαν έντονες παρασκηνιακές διαδικασίες αμφισβήτησης του αποτελέσματος της δίκης και έτσι οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές εξορίας στην Αυστραλία. Έτσι, οι Έλληνες κατάδικοι πλέον, Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανόλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρομπόλης, έφτασαν στο Σίδνεϊ στις 28 Αυγούστου 1829. Μετά από διπλωματικές και άλλες κυβερνητικές ενέργειες, πήραν χάρη το 1834 και οι πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα, εκτός των Γκίκα Βούλγαρη και Αντώνη Μανόλη που έμειναν στην Αυστραλία ως ελεύθεροι άποικοι.

Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχαν αφιχθεί στην Αυστραλία άλλοι Έλληνες νωρίτερα από τους επτά αυτούς, από το 1818 ή νωρίτερα το 1802. Κι αυτό γιατί είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι εκείνη την εποχή σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της Μεσογείου υπήρχαν σημαντικές ελληνικές παροικίες και αρκετοί Έλληνες εργάζονταν στα πληρώματα διαφόρων πλοίων, συμπεριλαμβανομένων και αγγλικών. Είναι πιθανό, λοιπόν, κάποιοι να αφίχθηκαν στην Αυστραλία και να έμειναν για ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα.

Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό της Αυστραλίας και καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αδελαΐδας, Μιχάλη Τσούνη, μπορούμε να χωρίσουμε την ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο σταματά το 1900, το δεύτερο καλύπτει την περίοδο 1900-τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το τρίτο καλύπτει την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης και το τέταρτο έχει να κάνει, πλέον, με τους αυστραλογεννημένους Έλληνες, οι οποίοι σήμερα έχουν ήδη αρχίσει να αποτελούν την πλειοψηφία των Ελλήνων στην Αυστραλία του σήμερα.

Το πρώτο στάδιο, λοιπόν, σηματοδοτείται από την άφιξη των κατάδικων. (Βέβαια, κατάδικοι τότε ήσαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Αυστραλίας που προέρχονταν από διαφορετικές και αρκετές χώρες, ειδικά τις αγγλόφωνες χώρες). Την περίοδο αυτή, πάντως, σημειώνεται και η παρουσία και διαφόρων άλλων Ελλήνων, οι οποίοι αφίχθηκαν στην αυστραλιανή ήπειρο ως χρυσοθήρες, επειδή η ανακάλυψη χρυσού στις αρχές της δεκαετίας του 1850 επέφερε τεράστιες αλλαγές σε ολόκληρη τη χώρα. Οι Έλληνες αυτοί προέρχονταν κυρίως από νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα. Σύμφωνα με αυστραλιανές στατιστικές της εποχής, το 1871 υπήρχαν στην Αυστραλία 305 Έλληνες οι οποίοι έγιναν 515 το 1881, 736 το 1891 και 997 το 1901. Όμως, οι στατιστικές αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται ακριβείς, αφού τότε οι Έλληνες έπρεπε να δηλώνουν και τον τόπο γέννησής τους που συχνά δεν βρισκόταν στα όρια της τότε ελλαδικής επικράτειας και έτσι, μέχρι κάποια εποχή, οι Κρητικοί, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί και άλλοι δεν θεωρούνταν Έλληνες.

Ο Μιχάλης Τσούνης, βασιζόμενος σε πηγές της εποχής, υπολογίζει ότι ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων της Αυστραλίας εκείνης της εποχής πρέπει να ήταν κατά 100-200 άτομα παραπάνω από τον «επίσημο». Η πλειοψηφία των Ελλήνων αυτών έμεναν σε επαρχιακά κέντρα και εργάζονταν ως χρυσοθήρες και σε άλλα επαγγέλματα - που δεν ήσαν πάντα προσοδοφόρα - και έτσι άρχισαν να συγκεντρώνονται στις πόλεις αναζητώντας καλύτερη τύχη. Λίγο πριν το 1900 ιδρύθηκαν Ελληνικές Κοινότητες πρώτα στη Μελβούρνη και ύστερα στο Σίδνεϊ (οι οποίες υπάρχουν και δρουν μέχρι σήμερα).

Το δεύτερο στάδιο καλύπτει, όπως είπαμε, την περίοδο 1900-1945 και χαρακτηρίζεται από την άφιξη μεγαλύτερου αριθμού Ελλήνων στην Αυστραλία, αλλά και από τους κανόνες της κυρίαρχης εθνικιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας που ήθελε την Αυστραλία «λευκό προκεχωρημένο φυλάκιο στους πρόποδες της Ασίας, απαλλαγμένης από άλλες προσμίξεις και κατώτερες κάστες», όπως γράφει ο Μ. Τσούνης.

Οι Ελληνικές Κοινότητες, στο μεταξύ, συνεχίζουν τη δράση τους και αναπτύσσονται με την άφιξη νέων μεταναστών. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες της Αυστραλίας το 1911 ήσαν 1.900, το 1921 3.704, το 1931 8.840 και 12.973 με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν αρχίσει η μαζική μετανάστευση. Αλλά στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία. Η στατιστική του 1921, για παράδειγμα, έδειξε ότι υπήρχαν 5.773 παιδιά των οποίων ο πατέρας γεννήθηκε στην Ελλάδα, οπότε ο αριθμός των Ελλήνων πρέπει να είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι δείχνουν οι επίσημες στατιστικές.

Να σημειώσουμε, επίσης, ότι, σύμφωνα με τον Αυστραλό πανεπιστημιακό, C. Price, μέχρι το 1947 το 42% των Ελλήνων προερχόταν μόνο από τρία νησιά, Ιθάκη, Κύθηρα και Καστελόριζο. Στο διάστημα αυτό αρχίζουν να εκδίδονται και οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες και ελάχιστα βιβλία. Η προπολεμική Αυστραλία (πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), όπως λεει ο ιστορικός Μιχάλης Τσούνης, δεν ήταν φιλόξενη χώρα. Υπήρχε μια στασιμότητα της οικονομίας από το 1890 και έπειτα, τα δημόσια χρέη στους Άγγλους τοκογλύφους έπνιγαν τη χώρα, υπήρχε μεγάλη ανεργία και στυγνή εκμετάλλευση των εργατών, μεσολάβησε και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεγάλη κρίση του 1929-1932 και έτσι το να ορθοποδήσουν οι Έλληνες και οι μετανάστες άλλων εθνικοτήτων ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και το ρατσισμό και τις κάθε είδους διακρίσεις, που αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα όπλα της αυστραλιανής άρχουσας τάξης και των διαφόρων κυβερνήσεών της. Και ενάντια στο κλίμα αυτό και το ρατσισμό, τόσο οι ελληνικές και άλλες μεταναστευτικές οργανώσεις και το τότε συνδικαλιστικό κίνημα όσο και η περίφημη αυστραλιανή συντροφικότητα (mateship) στάθηκαν αρκετά ανίσχυρα μέσα αγώνα. Η συντροφικότητα αυτή ήταν προνόμιο μόνο των λευκών καθώς το όλο αυστραλιανό οικοδόμημα βασίστηκε ευθύς εξαρχής πάνω στο ρατσισμό απέναντι σε κάθε τι το μη λευκό, ή, μάλλον, το μη αγγλικό. Οι Έλληνες (αλλά και άλλοι μετανάστες) στάθηκαν, επίσης, αδύναμοι να καταπολεμήσουν το ρατσισμό, κυρίως επειδ, με την άφιξή τους, καταπιάστηκαν με τομείς που δεν ελέγχονταν από τις τότε οργανωμένες κοινωνικές ομάδες και τάξεις του ντόπιου λευκού πληθυσμού, όπως ψαράδικα, εστιατόρια, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία και διάφορα μικρομάγαζα, ενώ ένας αριθμός ήσαν πλανόδιοι πωλητές ή πλανόδιοι εργάτες, που γύριζαν από μέρος σε μέρος στην επαρχία, κάνοντας διάφορες δουλειές.

Η πρώτη μαζική απόλυση Ελλήνων εργατών έγινε στα χυτήρια του Port Pirie της Νότιας Αυστραλίας. Η πόλη αυτή αριθμούσε περίπου 700 Έλληνες το 1924, από τους οποίους οι περισσότεροι το 1929 έμειναν άνεργοι και τράβηξαν για άλλα μέρη, κυρίως για την κοντινή Αδελαΐδα, όπου ζούσαν ομαδικά σε παλιόσπιτα, πάμφτωχοι και κουρελήδες, ενώ αρκετοί το έριξαν στον τζόγο και το ποτό. Όταν τύχαινε να δουλέψουν το έκαναν στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί. Σύμφωνα με την απογραφή του 1933 το 35% των Ελλήνων της Αυστραλίας ήταν άνεργοι και οι περισσότεροι ζούσαν στην ύπαιθρο, σε σπίτια σαν τσαντίρια που τα έφτιαχναν με παλιές λαμαρίνες, τσουβάλια και ξύλα.

Ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή να βλέπεις ομάδες μεταναστών να περπατούν εκατοντάδες μίλια για να πάνε να δουλέψουν σε κάποια φυτεία. Μερικοί μετανάστες παγιδεύτηκαν από τους εργοδότες και την άσχημη οικονομική κατάσταση και έγιναν απεργοσπάστες (scabs) και έτσι η μεγάλη απεργία των λιμενεργατών το 1928 εξελίχθηκε με απρόβλεπτες και δραματικές συνέπειες. Ένα από τα επακόλουθα της απεργίας αυτής ήταν και η έκρηξη βόμβας στο ελληνικό καφενείο «Ακρόπολις» στη Μελβούρνη, όπου τραυματίστηκαν 15 μετανάστες. Για την έκρηξη αυτή δύο Αυστραλοί συνδικαλιστές κατηγορήθηκαν χωρίς στοιχεία και κάθισαν αρκετά χρόνια στη φυλακή. Αλλά το στίγμα του απεργοσπάστη δυνάμωσε τις ρατσιστικές προκαταλήψεις ενάντια στους μετανάστες εργάτες.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2001-2024 Anarkismo.net. Salvo indicazioni diversi da parte dell'autore di un articolo, tutto il contenuto del sito puň essere liberamente utilizzato per fini non commerciali sulla rete ed altrove. Le opinioni espresse negli articoli sono quelle dei contributori degli articoli e non sono necessariamente condivise da Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]