user preferences

New Events

Ιταλία / Ελβετία

no event posted in the last week
Search author name words: Ada

Ταξικός πόλεμος - αντίδραση

category Ιταλία / Ελβετία | Αναρχική Ιστορία | Γνώμη / Ανάλυση author Tuesday April 01, 2008 21:02author by Adriana Dada - FdCA Report this post to the editors

…και οι Ιταλοί αναρχικοί

Μια μελέτη του ιταλικού αναρχικού κινήματος στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Μέρος Δ’.

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ

Η καθημερινή εφημερίδα ήταν μόνο ένας από τους τρόπους που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή των αναρχικών. «Σε όλο το Biennio Rosso οι αναρχικοί ήταν σε θέση να συμμετέχουν με όλες τους τις δυνάμεις στα λαϊκά και εργατικά κινήματα, πρώτα αναμειγνυόμενοι σε αυτά και έπειτα στοχεύοντας σε μια πιο χαρακτηριστική διάκριση». (70) Όπως παρατηρήθηκε

«δεν είναι κάτι το εξωτερικό από την εργατική τάξη, αλλά αντιπροσωπεύει ένα ακριβές τμήμα της, τον πιο ασταθή τομέα, που διαμορφώθηκε πρόσφατα και που δεν συνδέεται με τη μεταρρυθμιστική παράδοση. Αντλούν τη μέγιστη υποστήριξή τους από τη νέα, τη νεαρή εργατική τάξη, ανάμεσα στην προλεταριοποιημένη μεσαία τάξη των εργαζομένων στα γραφεία, τους ταχυδρομικούς και τους τηλεγραφιστές και επίσης μεταξύ των παλαιών νησίδων της παραδοσιακής αναρχικής υποστήριξης (τους εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους, το ανεξάρτητο εμπόριο κ.λπ....)». (71)

Στην ουσία, οι αναρχικοί ήταν επίσης παρόντες και σε άλλους τομείς όπως οι μεταλλουργοί. Είχαν ήδη την πλειοψηφία στην USI, αλλά σε μερικές περιοχές συγκροτούσαν ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις και ήταν συχνά υπεύθυνοι ή αντιπροσωπεύονταν επαρκώς σε αυτόνομες εργατικές λέσχες σε μέρη όπως Sestri Ponente, Sampierdarena, Savona-Vado, Livorno, στα διάφορα μέρη της Emilia-Romagna και Marches. Διέθεταν αγωνιστές στο Sindacato Ferrovieri, τη Federazione dei Lavoratori del Mare και άλλες οργανώσεις. Σε μέρη όπου δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν ανεξάρτητες ενώσεις ή όπου η δημιουργία τους προκαλούσε τεχνητούς διαχωρισμούς, οι αναρχικοί συμμετείχαν στις Εργατικές Λέσχες και στα επαγγελματικά συνδικάτα της CGdL, όπως για παράδειγμα στο Τορίνο, όπου αποτελούσαν ευδιάκριτο και ενεργό συστατικό του σημαντικού μεταλλουργικού τομέα. Οι αναρχικοί στην πρωτεύουσα του Piedmonte έδωσαν, στην πραγματικότητα, υψηλή σημασία στη δράση στην ομοσπονδιακή αυτή μαζική οργάνωση. Σύμφωνα με τον αναρχικό Pietro Ferrero, γραμματέα του τοπικού συνδικάτου μεταλλουργών:

«Στο Τορίνο δεν υπήρχε κανένας κλάδος της Unione Sindacale Italiana αυτή την εποχή και οι αναρχικοί, με εξαίρεση τους αντι-οργανωτικούς, ήταν μέλη του κλάδου FIOM και, ως πεπεισμένοι αγωνιστές της προλεταριακής ενότητας, συμμετείχαν ενεργά σε αυτό το νέο κίνημα [τα εργοστασιακά συμβούλια], με την ελπίδα ότι θα φέρουν αποτελέσματα». (72)

Ο αναρχισμός στάθηκε ικανός να καθιερωθεί «στην καρδιά της ταξικής πάλης στην πόλη του Τορίνο κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων μετά από το τέλος του πολέμου και παρείχε έναν από τους καλύτερους μαχητές κατά τη διάρκεια της αντίστασης στο πρόσωπο του Pietro Ferrero, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους φασίστες στις 18 Δεκεμβρίου 1922». (73) Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επιρροή που ασκούσαν ήταν οι αναρχικοί στις θεωρίες που εκφράζονταν από την Ordine Nuovo (Νέα Τάξη – εφημερίδα του Gramsci), χάρη ειδικά στους Maurizio Garino και Pietro Mosso, βοηθού καθηγητή Θεωρητικής Φιλοσοφίας στο τοπικό πανεπιστήμιο και με το ψευδώνυμο Carlo Petri συγγραφέα του βιβλίου «IL Sistema Taylor ed I consigli dei Produttori» (Tο σύστημα Τέιλορ και τα συμβούλια των παραγωγών). (74) Δεν αποτελεί καμία έκπληξη σε μας ότι το Gruppo Libertario Torinese (Ελευθεριακή Ομάδα Τορίνο) ήταν από τους δύο υπογράφοντες το Μανιφέστο «Per il congreso dei consigli di fabbrica. Agli operai e ai contadini di tutta Italia» (Για το Συνέδριο των Εργοστασιακών Συμβουλίων. Προς τους εργάτες και αγρότες όλης της Ιταλίας), που δημοσιεύτηκε τον Μάρτη του 1920 στην Ordine Nuovo ώστε να προωθηθεί η χρήση των συμβουλίων. (75) Ακόμη και στη συνάντηση της Εργατικής Λέσχης τον Δεκέμβρη του 1919, ο Garino και οι αναρχικοί ήταν αποφασισμένοι για τη νίκη του ρεύματος υπέρ των συμβουλίων. Όπως έγραψε ο Gramsci:

«Όταν ο Garino, ο αναρχικός συνδικαλιστής, μίλησε [...] για το θέμα - και μίλησε με μεγάλη διαλεκτική αποτελεσματικότητα και ζεστασιά - εμείς (αντίθετα από το σύντροφο Tasca) αισθανθήκαμε μια ευχάριστη έκπληξη και μια βαθιά συγκίνηση [...] Η τοποθέτηση του συντρόφου Garino, ενός ελευθεριακού, ενός συνδικαλιστή, ήταν απόδειξη της βαθιάς μας πεποίθησης που είχαμε πάντα ότι σ’ αυτή την πραγματική επαναστατική διαδικασία ολόκληρη η εργατική τάξη θα ανακαλύψει αυθόρμητα τη θεωρητική και πρακτική της ενότητα». (76)

Ο αγώνας των εργατών μετάλλου άρχισε το Φλεβάρη του 1920 στο Sestri Ponente και έφθασε στην αιχμή του με το «lancette sciopero delle» (σειρά απεργιών ως διαμαρτυρία για την εισαγωγή της θερινής ώρας) το Μάρτη στο Τορίνο. Οι αναρχικοί αφιέρωναν συνεχώς τις προσπάθειές τους στην επέκταση των συμβουλίων, σε μια προσπάθεια να μετατραπεί η εργατική σε εξεγερτική δράση. Αναμφισβήτητα, η αντίληψη για το νέο αυτό όργανο (το εργοστασιακό συμβούλιο) αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των αναρχικών κύκλων, κατάφερε να ξεπεράσει αξιοπρόσεκτες διαφορές εκ μέρους των υποστηρικτών της Ordine Nuovo και καθορίστηκε από την πρόταση που παρουσιάστηκε από τους Ferrero και Garino στη συνδιάσκεψη των Εργατικών Λεσχών στο Τορίνο τον Ιούνη και η οποία εκτέθηκε λεπτομερώς κατά τη διάρκεια του αναρχικού εθνικού συνεδρίου τον Ιούλη του ίδιου χρόνου στην Μπολόνια. Στο συνέδριο αυτό, ο Garino επιβεβαίωσε την ανάγκη της προώθησης της δημιουργίας των εργοστασιακών συμβουλίων καθώς «φέρνουν την ταξική πάλη στη φυσική της έκταση, προικίζοντάς την με μια κατακτητική δύναμη». Έθεσε τους πρωταρχικούς τους στόχους «πρώτον, άμεση δράση, δεύτερον, εγγύηση της συνέχισης της παραγωγής στην επαναστατική περίοδο, τρίτον, να αποτελέσει ίσως τη βάση για την κομμουνιστική διαχείριση». Βασικά, για τους αναρχικούς η σημασία των συμβουλίων βρισκόταν στο γεγονός ότι εξασφάλιζαν τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων «χωρίς διάκριση [...] οργανωμένων ή όχι, βάσει των διαφόρων τομέων τους» καθώς και ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενωτικά όργανα αγώνα και διαχείρισης: «το Συμβούλιο ως αντικρατικό όργανο και το Συμβούλιο ως όργανο εξουσίας». (77)

Το κοινό σημείο μεταξύ των αναρχικών και της Ordine Nuovo ήταν η αξίωσή τους ότι κάθε εργαζόμενος, είτε ανήκει σε κάποιο συνδικάτο είτε όχι, είχε μια ίση φωνή μέσα στα συμβούλια. Εντούτοις, διέφεραν στο ότι οι πρώτοι αρνούνταν να θεωρήσουν τα συμβούλια ως βάση για ένα νέο Κράτος, ένα σοβιετικό Κράτος. Άλλες διαφορές βρίσκονταν στο ότι έδιναν έμφαση στα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τα συμβούλια μόνο στην επαναστατική φάση θα μπορούσαν να ενεργήσουν ως αποτελεσματικά όργανα της ταξικής πάλης (και, επομένως, όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής) και επισήμαιναν τους κινδύνους εκφυλισμού τους σε κοινούς διοικητικούς οργανισμούς ενός μη κομμουνιστικού συστήματος. Επικυρώνοντας αυτά τα σημεία, το αναρχικό συνέδριο της Μπολόνια ενέκρινε μια απόφαση που ήταν (εν μέρει) η ακόλουθη:

«Ενώ σημειώνουμε ότι τα εργοστασιακά συμβούλια είναι σημαντικά, προπάντων λαμβάνοντας υπόψη την εγγύτητα της επανάστασης και το γεγονός ότι μπορεί να είναι τα τεχνικά όργανα της απαλλοτρίωσης και της απαραίτητης, άμεσης συνέχισης της παραγωγής, αλλά ότι με το να συνεχίζουν να υπάρχουν στο εσωτερικό της παρούσας κοινωνίας θα μπορούσαν να πέσουν θύμα της συντηρητικής και προσαρμοστικής επιρροής αυτής της κοινωνίας, πιστεύουμε ότι τα εργοστασιακά συμβούλια και τα κατάλληλα όργανα συσπείρωσης όλων των χειρωνακτικών και διανοητικών εργατών στους εργασιακούς τους χώρους, για κομμουνιστικούς και αναρχικούς λόγους, είναι απολύτως αντικρατικά όργανα και πιθανοί πυρήνες της μελλοντικής διαχείρισης της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής. Είναι χρήσιμα για την ανάπτυξη της συνείδησης του παραγωγού και, επίσης, για τους σκοπούς της επανάστασης, για τη βοήθεια στην προσπάθεια μετατροπής της δυσαρέσκειας των βιομηχανικών και γεωργικών εργατών σε μια σαφή επιθυμία για την απαλλοτρίωση. Επομένως, προσκαλούμε τους συντρόφους να υποστηρίξουν το σχηματισμό εργοστασιακών συμβουλίων και να συμμετέχουμε ενεργά στην ανάπτυξή τους προκειμένου να διατηρηθούν η οργανική δομή και οι λειτουργίες τους όπως περιγράφονται εδώ, για να αντιπαλέψουμε οποιαδήποτε τάση παρέκκλισης σε μια ταξική συνεργασία και για να εξασφαλίσουμε ότι όταν διαμορφώνονται συμμετέχουν σε αυτά όλοι οι εργαζόμενοι σε κάθε εργοστάσιο, είτε είναι οργανωμένοι είτε όχι». (78)

Όσον αφορούσε τα Σοβιέτ (συμβούλια), το συνέδριο στηρίχθηκε στην έκθεση του Sandro Molinari, ο οποίος, στην πραγματικότητα, επανέλαβε τι ειπώθηκε σχετικά με τα συμβούλια. Θεωρήθηκαν σημαντικοί οργανισμοί κατά τη διάρκεια της φάσης της επανάστασης, αλλά έγινε αναφορά και στους κινδύνους εξουσιαστικών αποκλίσεων ή κρατικής συνεργασίας (79). Η εισαγωγή σχετικά με την οργάνωση των εργατών έγινε από τον Fabbri, ο οποίος τόνισε την ανάγκη «να αφήσουμε τις εργατικές και τις πολιτικές οργανώσεις να παραμείνουν ανεξάρτητες η μια από την άλλη» και «να ασχοληθούν με την εργασία των συντρόφων αναρχικών [που βρίσκονται μέσα στα συνδικάτα] ώστε να εξασφαλιστεί ότι προωθούν όλο και περισσότερο τους επαναστατικούς και ελευθεριακούς στόχους» (80). Ο Fabbri είχε ασχοληθεί ήδη με το θέμα αυτό στην Umanita Nova κατά τη διάρκεια των παραμονών του συνεδρίου, προτείνοντας η απόφαση για το θέμα που εγκρίθηκε στο συνέδριο της Φλωρεντίας τον προηγούμενο χρόνο να παρουσιαστεί και πάλι και πρότεινε «να προστεθεί μια δήλωση υπέρ της προλεταριακής ενότητας». Υπενθυμίζοντας αυτή την αρχή, επέκρινε τη διάσπαση μεταξύ της Unione Sindacale και της CGdL που, είπε ο ίδιος, αν και «προκλήθηκε από τα κακά σχέδια των ρεφορμιστών [...], ήταν λάθος», καθώς δεν είχε οδηγήσει στα αποτελέσματα που επιδιώχθηκαν από τους ρεφορμιστές, δεδομένου ότι «σε πολλά μέρη οι αναρχικοί παρέμεναν μέλη της συνομοσπονδίας» λόγω «της επιθυμίας τους για ενότητα». Μίλησε επίσης αρνητικά για τη ροπή της USI προς την ενθάρρυνση άλλων να εγκαταλείψουν την CGdL:

«Εάν έπρεπε να δώσω μια συμβουλή, θα ζητούσα από τους συντρόφους να αποφύγουν τις διασπάσεις μέσα στα συνδικάτα, τις Εργατικές Λέσχες κ.λπ., στις οποίες ανήκουν [...] Η οργάνωση των εργατών, η οποία είναι βασισμένη στα ενδιαφέροντά τους, τείνει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της προκειμένου να επιτευχθούν τα καλύτερα αποτελέσματα για τα μέλη της. Δεν είναι, όπως ειπώθηκε κάποια φορά, αυτόματα επαναστατική ή ελευθεριακή».

Το πραγματικό ζήτημα βρίσκεται, αντίθετα, στη στρατηγική που πρέπει να έχουν οι αναρχικοί μέσα στα συνδικάτα: μια στρατηγική εναντίον της συνεργασίας και του ρεφορμισμού, ικανή να συμπεριλάβει τους μη αναρχικούς εργάτες ώστε να δημιουργηθεί «εκείνη η επαναστατική μειονότητα λειτουργία της οποίας είναι να ακουστεί το πρώτο χτύπημα στις κλειστές πόρτες του μέλλοντος» και να συντονιστούν μεταξύ τους μέσα στις δομές του κόμματος (81). Αλλά υπήρξαν άλλες θέσεις που υποστηρίχθηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, όπως του Fantozzi, που υποστήριξε ότι ήταν «ατιμωτικό το γεγονός ότι οι αναρχικοί εργαζόμενοι ήταν ακόμα μέλη της Συνομοσπονδίας Εργασίας», η άποψη του Borghi που εξέθεσε τις αρετές της USI, χωρίς όμως να απαιτήσει να γίνουν μέλη της οι εργάτες, ή η μεσοβέζικη θέση του Binazzi (που είχε ελάχιστη υποστήριξη) η οποία δεν έβλεπε κανένα πρόβλημα στο να γίνονται οι εργάτες μέλη όποιου συνδικάτου θέλουν. Κατόπιν εκτέθηκε η θέση της ομάδας του Τορίνο, η οποία επέμεινε στη σημασία της δράσης μέσα στη συνομοσπονδία, εάν ήταν δυνατόν να συγκροτηθούν «αναρχικές αντιπολιτευτικές ομάδες, συνδικαλιστών και επαναστατών κομμουνιστών». Ο Garino υποστήριξε αυτή τη θέση επειδή «δεν ήταν η στιγμή αυτή για να προωθήσουμε μια διάσπαση εκεί όπου υπήρχε προλεταριακή ενότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες στιγμές». Στο τέλος, επικράτησε μια απόφαση (με την υποστήριξη του Malatesta) χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη το εύρος της συζήτησης, υιοθετώντας ουσιαστικά μια εύκολη γραμμή αποκλειστικής υποστήριξης της USI.

«Αυτό το Συνέδριο [...], λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση όπου υπάρχουν διάφορες εργατικές οργανώσεις, θεωρεί για μια ακόμα φορά ότι η Unione Sindacale Italiana είναι αυτή που ενσωματώνει καλύτερα σήμερα τα επαναστατικά και ελευθεριακά ιδανικά. Η αλληλεγγύη μας πηγαίνει στους συντρόφους εκείνους που αφιερώνουν τη δραστηριότητά τους σε αυτήν με πνεύμα αυταπάρνησης. Συμβουλεύουμε τους συντρόφους να προωθήσουν τη δράση της USI εφόσον αυτή παραμένει στο επίπεδο της επαναστατικής, αντικρατικής δράσης, με να γίνουν μέλη και να βοηθήσουν στη συγκρότηση νέων τμημάτων και (όπου αυτό δεν είναι δυνατό λόγω των τοπικών συνθηκών και για να μην προκληθούν καταστρεπτικές διασπάσεις) να ενοποιήσουν μέσω της άμεσης δράσης ομάδες ή επιτροπές δράσης ώστε να αντιτάξουμε στο ρεφορμισμό όλα εκείνα τα επαναστατικά στοιχεία που (ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αναγκών) είναι ακόμα μέλη άλλων οργανώσεων και εξασφαλίζοντας το ότι αυτές οι ομάδες ή επιτροπές αυτές θα δρουν μαζί με την USI». (82).

Με πιο γενικούς όρους, αν και μετά από ζωηρή και σύνθετη συζήτηση, το συνέδριο της Μπολόνια ήταν ένας δείκτης των εσωτερικών δυσκολιών στην ανάπτυξη του μεταπολεμικού κινήματος όπου επιχειρήθηκε συμβιβασμός μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Στην πραγματικότητα, το «σύμφωνο της συμμαχίας» που εγκρίθηκε στο συνέδριο ήταν μια προσπάθεια να έρθουν μαζί ομοσπονδίες, ομάδες και άτομα με διαφορετικές ιδέες, ενοποιώντας τους μέσω ενός «προγράμματος», το οποίο όμως ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί λόγω της συνολικής τοπικής και μεμονωμένης αυτονομίας που εγγυούταν το ίδιο το σύμφωνο. Η συζήτηση σχετικά με το θέμα έφερε στην επιφάνεια δύο τουλάχιστον καλά αποσαφηνισμένες θέσεις. Η πρώτη θέση ήταν εχθρική σε οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης, προσδεμένη στην εγγύηση της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου ή της ομάδας.

author by Adriana Dada - FdCApublication date Tue Apr 01, 2008 21:04author address author phone Report this post to the editors

Η δεύτερη θέση ήταν ότι προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Unione Anarchica Italiana (UAI - Ιταλική Αναρχική Ένωση - το νέο όνομα της UCAdI) θα μπορούσε να λειτουργήσει καλά μόνο από εκείνους που δέχτηκαν μια τέτοια οργάνωση, η οποία, εντούτοις όντας μη συγκεντρωτική, θα λειτουργούσε στη βάση μιας ομοσπονδίας σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που θα έπρεπε να είναι δεσμευτικό για όλους από τη στιγμή που θα εγκριθεί.

«Οι αντιφάσεις ανάμεσα στη δράση της UAI και στο σύμφωνο που εγκρίθηκε είναι εμφανείς και είναι προφανώς η συνέπεια της οργανωτικής λειτουργίας που επρόκειτο να έχει η UAI σε εκείνη την ιδιαίτερη πολιτική στιγμή. Κατά συνέπεια, προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των θεμελιωδών αρχών του αναρχισμού και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι, με το να υπερνικηθούν τεχνητά οι αντιπαραβαλλόμενες μέθοδοι και στρατηγικές των αγωνιστών της. Υπενθυμίζεται στα μέλη της η ηθική υποχρέωση που συνδέεται με τις αποφάσεις που πάρθηκαν, αλλά αναγνωρίζεται, από την άλλη πλευρά, το δικαίωμα πλήρους αυτονομίας. Παρείχε στα μέλη της μια σειρά πρακτικών αποφάσεων σχετικά με τη δράση σε μια ομάδα, την πληρωμή των συνδρομών, τη διαδικασία σύγκλησης συνελεύσεων, την αποβολή (μελών) κ.λπ., ενώ επιβεβαιώνει, από την άλλη πλευρά, ότι κάθε ομάδα ή κύκλος που είναι μέλος της UAI μπορεί να έχει έναν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και να αποφασίζει για τη δραστηριότητά του με οποιοδήποτε τρόπο αυτός επιλέγει μέσω της πλήρους αυτονομίας. Με τον τρόπο αυτό επιτρέπεται αυτόματα στις διάφορες ομάδες να δημιουργήσουν τους δικούς τους κανονισμός ακόμα και αν αυτοί διαφέρουν από εκείνους που καθορίστηκαν από το «Σύμφωνο». (83)

Επιπλέον, το ίδιο το Πρόγραμμα, που έπρεπε να παρέχει τη συνοχή όλων των συστατικών του κινήματος, περιορίστηκε στην περιγραφή του έργου για μια μελλοντική αναρχική κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς να καθορίσει την τακτική και στρατηγική που απαιτούνται προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, βασιζόμενο σχεδόν αποκλειστικά στην επαναστατική στιγμή, για την οποία ήταν απαραίτητο «να προετοιμαστεί διανοητικά και υλικά έτσι ώστε το ξέσπασμα του βίαιου αγώνα να οδηγήσει σε νίκη του λαού». (84) Αντί για μια οργανική γραμμή, το συνέδριο δημιούργησε μια άσχημα συνδεμένη μεταξύ τους σειρά στρατηγικών και απέτυχε να δημιουργήσει τους επαρκείς αυτούς μηχανισμούς για την κύρια πρόταση, δηλαδή το Fronte Unico Rivoluzionario (FUR – Ενιαίο Επαναστατικό Μέτωπο). Σύμφωνα με τα λόγια του Fabbri, που εγκρίθηκαν από το συνέδριο:

«δεν είναι ένα ενιαίο μέτωπο των επαναστατικών κομμάτων, αλλά μεταξύ των επαναστατικών στοιχείων σε διάφορα μέρη, ακόμη και σε αντίθεση στη θέληση των ηγετών και χωρίς την ευλογία των διαφόρων οργανώσεων, συμπεριλαμβανόμενης και της UAI. Είναι θέμα τοπικών συμφωνιών που πραγματοποιούνται με βάση τη συγγένεια της πρόθεσης, ειδικά όσον αφορά τη δράση». (85)

Λαμβάνοντας υπόψη μια τέτοια διαδικασία, εάν επρόκειτο να είναι εφαρμόσιμη θα έπρεπε να υπάρχει θεωρητική, αντικειμενική και οργανωτική ενότητα μαζί με ένα καλό επίπεδο αποτελεσματικότητας, εκ μέρους ολόκληρου του κινήματος. Αλλά στο εσωτερικό της Unione Anarchica Italiana η ενότητα αυτή ήταν μόνο προφανής και όχι πραγματική.

Παράλληλα με τις επίσημες δηλώσεις, στο συνέδριο διεξήχθη επίσης και μια μυστική συνεδρίαση προκειμένου να συμφωνηθεί (από ό,τι φαινόταν) ένα σχέδιο δράσης στο φως της αναμενόμενης εξέγερσης. (86) Σε αυτό το ζήτημα, οι αναρχικοί παρουσιάστηκαν πλήρεις πρωτοβουλιών και ικανοί να δράσουν ως οι προωθημένοι πυρήνες της επίθεσης και της υπεράσπισης εν μέσω των κυμάτων λαϊκής και εργατικής εξέγερσης και στην ακραία αντίσταση στο φασισμό με μια επίδραση που ήταν ανώτερη από της αριθμητική τους δύναμη. Η ομάδα του La Spezia είχε δημιουργήσει σχέσεις με ναύτες και στρατιώτες και το Μάη του 1920 έκανε μια επίθεση στο οχυρό Monte Albano στο Migliarino και, σε συνεννόηση με μερικούς φρουρούς, προσπάθησε μάταια να θέσει υπό την κατοχή της μια αποθήκη όπλων. Είναι σημαντικό να ειπωθεί, ότι η αστυνομία δεν προχώρησε σε οποιεσδήποτε συλλήψεις αν και γνώριζε καλά το γεγονός, από φόβο μήπως προκληθεί «μια γενική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας». (87) Το Fascio Libertario Torinese (Ελευθεριακή Ομάδα Τορίνο) δημιούργησε στενούς δεσμούς με στρατιώτες (ακόμα και με ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς) που σύχναζαν κρυφά στην Εργατική Λέσχη. «Οι αναρχικοί κομμουνιστές του Τορίνο», σύμφωνα με μια έκθεση του στρατηγού Scipioni τον Ιούνη του 1919, «έχουν καθορισμένους και με σαφήνεια στόχους δράσης: να ανατινάξουν τις γέφυρες των σιδηροδρόμων, να αποκόψουν τις τηλεγραφικές και τηλεφωνικές επικοινωνίες και να απομονώσουν τις τοπικές αρχές από οποιαδήποτε εξωτερική επαφή». (88) Τον Απρίλη του 1920, οι αναρχικοί από το Piombino, το Livorno και την Genoa, παρεμπόδισαν κονβόι στρατευμάτων που στάλθηκε στο Τορίνο, κατά τη διάρκεια του «lancette sciopero delle». Για να μην αναφέρουμε και το ρόλο των αναρχικών της Ancona που επαναστάτησαν τον επόμενο Ιούνη όπου «οι στρατιώτες εξόπλισαν τους εργάτες και οι εργαζόμενοι υπεράσπισαν τους στρατιώτες», όπως αναφέρει ο Borghi. (89).

Το FUR προετοιμάστηκε να θέσει σε εφαρμογή προσωρινές, τοπικές συμφωνίες που επιβλήθηκαν συχνά από τα γεγονότα, με σοσιαλιστές, δημοκράτες και ανατρεπτικούς. Οι καλύτερες προοπτικές του FUR φάνηκαν να βρίσκονται στις εθνικές πρωτοβουλίες και τις συνδιασκέψεις που συγκλήθηκαν από κοινού από τις μαζικές οργανώσεις υπεράσπισηw των πολιτικών θυμάτων και της Ρωσικής Επανάστασης, η οποία ενθάρρυνε φλογερές ελπίδες. Εντούτοις, ούτε η συνδιάσκεψη στην Μπολόνια τον Αύγουστο του 1920 που συγκλήθηκε από το συνδικάτο των σιδηροδρομικών, που είχε μαζική συμμετοχή, δεν οδήγησε στη δημιουργία της ενότητας. Βεβαίως, μεγάλο μέρος της αποτυχίας αυτής οφειλόταν στην απροθυμία του PSI (Σοσιαλιστικού Κόμματος), αλλά εν μέρει και στην τοποθέτηση του Malatesta που ήταν απρόθυμος να δεχτεί μια μόνιμη επιτροπή από φόβο για την εξουσία που θα μπορούσε να έχει συγκεντρώσει. (90) Για άλλη μια φορά, βλέπουμε την αβεβαιότητα της θέσης του Malatesta (που ήταν την ίδια εποχή και θέση μεγάλου μέρους του κινήματος) οι ρίζες της οποίας βρίσκονταν στην επιπόλαια εμπιστοσύνη στον αυθορμητισμό, στο επικείμενο της επανάστασης και στην πρόθεση να αφήσουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα από μόνοι τους.

Πάνω από όλα, ήταν οι αγώνες των εργατών και αγροτών (που ενίσχυσαν την πεποίθηση του ότι οδηγούν αυτόματα σε μια επανάσταση στην κοινωνία) που παρείχαν στους αναρχικούς το εύφορο έδαφος που ώθησε στην άμεση λειτουργία του FUR. Η επίδραση ήταν η μετατροπή της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής στη μόνη στρατηγική και η απώλεια κατανόησης της ανάγκης για μια αναρχική οργάνωση που θα λειτουργούσε ως κέντρο συντονισμού και σημείο αναφοράς για τις μάζες. Εντούτοις, η εργασία τους ξεπέρασε την έντονη λειτουργική τους δραστηριότητα, που συμπεριλαμβάνει μια καλά στοχευμένη ανάλυση της κατάστασης και στοχεύοντας τις ρεφορμιστικές προσπάθειες περιορισμού της πρωτοβουλίας του προλεταριάτου με τους συνηθισμένους κανόνες και διακανονισμούς. Ακόμα και μετά από το τέλος της περίπτωσης Mazzonis (ένα συμπέρασμα που ρυθμίστηκε σταδιακά και αποτελεσματικά από την κυβέρνηση, όπου τα επανακατειλημμένα εργοστάσια καταλήφθηκαν από τους εργαζομένους προκειμένου να δοθούν πίσω στους ιδιοκτήτες τους μετά από τη συμφωνία νέων συμβάσεων με τους εργάτες), η Umanita Nova έγραψε:

«Λυπούμαστε για το ότι όσοι θεωρούμαστε ειλικρινείς επαναστάτες έχουμε συνενοχή σε αυτήν την υπόθεση. Τι έχουν να πουν οι φίλοι μας της Ordine Nuovo γι’ αυτήν την παρωδία του κομμουνισμού των Εργοστασιακών Συμβουλίων, τα οποία υποστηρίζουν τόσο θερμά; Ή για την κραυγαλέα αυτήν προσπάθεια κομμουνισμού σε ένα αστικό καθεστώς με την ευλογία ενός υπουργού του βασιλιά; Και τι γίνεται με τους απέχοντες κομμουνιστές του Partito Socialista;» (91)

Πρέπει να τονιστεί ότι η καταγγελία αυτή προεξόφλησε (και ίσως οδήγησε) στη δημιουργία της θέση της Ordine Nuovo που παρουσιάστηκαν στο άρθρο του Togliatti «Νέα Τακτική». (92) Με γενικότερους όρους, έχει σημειωθεί, όσον αφορά τις απόψεις των άλλων δυνάμεων της αριστεράς, ότι

«η θέση των αναρχικών κατά τη διάρκεια της περιόδου των καταλήψεων των εργοστασίων ήταν πάντα υπέρ της επαναστατικής παρέμβασης και επέκτασης καi συγχρόνως της σύγκρουσης όσον αφορά την παρέμβαση στις πρακτικές. Δεν είναι μια βιαστικά παρμένη πολιτική θέση, μόνο ένα βήμα στην ανάπτυξη μιας ανάλυσης και τακτικής που έχει τις ρίζες του σε ένα ευρύτερο υπόβαθρο και στις αποφάσεις και τις επιλογές που αναφέρονται ιδιαίτερα στην περίοδο μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Στην πραγματικότητα, από την ίδια την έναρξη της δράσης των εργατών μετάλλου, ήταν μια θέση που παρακολουθήθηκε στενά και σχολιάστηκε, που εξετάστηκε η ανάπτυξή της, η θέση όσον αφορά τους ρεφορμιστές εξετάστηκε και έγιναν προσπάθειες να επεκταθεί ο αγώνας και να συνδεθεί με άλλες κατηγορίες της βιομηχανίας και της γεωργίας. (94) Εξίσου, η προσοχή στράφηκε στις νέες προλεταριακές οργανώσεις σε επίπεδο βάσης που είχαν αναπτυχθεί από την ανάγκη οργάνωσης και ρύθμισης της παραγωγής ώστε να μπορέσει να αρχίσει η επαναστατική μετάβαση. (95) Όταν η δράση κατέληξε στις καταλήψεις των εργοστασίων, οι αναρχικοί παρουσιάστηκαν να είναι πολύ καλά ενημερωμένοι για το ότι δεν υπήρχαν πλέον σαφή οικονομικά περιθώρια για διαπραγμάτευση και ότι η διαφωνία με την αστική τάξη είχε μετατοπιστεί στην πολιτική σφαίρα. Κατανόησαν την ιδιαίτερη φύση της συγκεκριμένης στιγμής όταν οι μάζες ξεπέρασαν τις παραδοσιακές επαναστατικές μεθόδους, αρχίζοντας να κατέχουν τα μέσα παραγωγής, θέτοντας πραγματικά σε εφαρμογή την επαναστατική απαλλοτρίωση (στις 7 Σεπτεμβρίου, μετά το κάλεσμά της να μην εγκαταλειφθούν τα εργοστάσια, η Umanita Nova ανακοίνωσε ότι «ποτέ ξανά δεν θα παρουσιαστεί μια τέτοια ευνοϊκή περίπτωση κάνοντας τους καπιταλιστές να χάσουν αυτό το… αίμα». (96) Βλέποντας τον κίνδυνο απομόνωσης, πρότειναν την επέκταση του κινήματος σε άλλους τομείς μέχρι το επίπεδο της τοπικής διοίκησης. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν καλέστηκε μια συνάντηση από την USI τις 7 Σεπτεμβρίου στη Sampierdarena, με τη συμμετοχή των εργατών σιδηροδρόμων, των ναυτεργατών και των λιμενεργατών, των παντοπωλών και εκπροσώπων της CGdL. «Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι», έγραψε ο Borghi (97), «είναι υπέρ μιας θαρραλέας απόφασης: να προχωρήσουμε στην πράξη, να καταλάβουμε αμέσως το μεγαλύτερο λιμένα της Ιταλίας, τη Γένοβα, τους άλλους λιμένες της Liguria καθώς και άλλους βιομηχανικούς κλάδους». Εξίσου διορατική ήταν η πρόβλεψη ότι η εγκατάλειψη των εργοστασίων θα προκαλούσε αναπόφευκτα τη μανία της αντίδρασης. (98)

 
This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]