user preferences

Recent articles by Σ.Κ.
This author has not submitted any other articles.
Recent Articles about Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος Λαϊκοί Αγώνες

Η εκλογική συ&#... May 27 23 by Αργύρης Αργυριάδης

Ρομά και επαν&#... Dec 12 22 by Γιάννης Βολιάτης

Ιανός: Ο διπρό&... Feb 20 22 by Αργύρης Αργυριάδης

Η οικονομική και πολιτική επικαιρότητα

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Λαϊκοί Αγώνες | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday February 12, 2015 19:27author by Σ.Κ. Report this post to the editors

Η παγκόσμια κινητοποίηση των εξουσιαστικών μηχανισμών έχει ως κύριο στόχο την εντατικότερο μετασχηματισμό των κοινωνιών και την πλήρη αποικιοποίηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων από την μηχανή της κυριαρχίας. Η οικονομική διάσταση της κρίσης δεν είναι αποτέλεσμα λάθος υπολογισμών ή παρεκκλίσεων. Είναι προϊόν της συνολικής κρίσης ενός συστήματος που ενώ βρίσκεται σε σήψη επιχειρεί να καταλάβει κάθε πτυχή του κοινωνικού προκειμένου να μπορέσει να αναπαράγει αέναα τον εαυτό του.
dsc07208.sized_3.jpg

Κείμενο για την οικονομική και πολιτική επικαιρότητα

Εισαγωγή

Η παγκόσμια κινητοποίηση των εξουσιαστικών μηχανισμών έχει ως κύριο στόχο την εντατικότερο μετασχηματισμό των κοινωνιών και την πλήρη αποικιοποίηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων από την μηχανή της κυριαρχίας. Η οικονομική διάσταση της κρίσης δεν είναι αποτέλεσμα λάθος υπολογισμών ή παρεκκλίσεων. Είναι προϊόν της συνολικής κρίσης ενός συστήματος που ενώ βρίσκεται σε σήψη επιχειρεί να καταλάβει κάθε πτυχή του κοινωνικού προκειμένου να μπορέσει να αναπαράγει αέναα τον εαυτό του. Η αντίληψη της έκτασης της κρίσης προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης του κράτους και του κεφαλαίου ως κυρίαρχων και ρυθμιστών των κοινωνικών σχέσεων . Η παραγωγή και η κατανάλωση , η κοινωνική ζωή , οι νοοτροπίες και οι αντιλήψεις για το υπάρχον απορρέουν από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και οι επιμέρους δυσλειτουργίες (στο επίπεδο της οικονομίας για παράδειγμα) αποτελούν εκφράσεις και σημεία ενός ευρύτερου σχεδίου καθορισμού της κοινωνικής ύπαρξης με βάση ένα συγκεκριμένο σκοπό , την διαιώνιση της επιβολής της κοινωνικής και ταξικής ανισότητας.

Η καπιταλιστική κρίση είναι πρώτα και κύρια κρίση των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων .Είναι το αποτέλεσμα των συνθηκών που επιβάλλονται από την πρωταρχική διάκριση μεταξύ διευθυντών και διευθυνόμενων , εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Η ύφεση και η ανάπτυξη είναι οι προδιαγεγραμμένες τροχιές μίας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που επιβάλλει σε κάθε περίπτωση τον κανόνα της δυστυχίας των πολλών προς όφελος της υλικής ευημερίας των λίγων εξαιρέσεων. Καθώς το κρατικό καπιταλιστικό σύστημα τεμαχίζει την κοινωνική ολότητα μέσω των αντιτιθέμενων παρατάξεων συμφερόντων οδηγεί στην αποκοπή της κοινωνίας από την υλική αιτία της ύπαρξής της -και γενεσιουργό αιτία της-, την σχέση της αλληλοβοήθειας[1] .Το ζητούμενο για την κυριαρχία είναι η διαμόρφωση νέων ορίων ώστε να βρει χώρο επέκτασης , ξεπερνώντας προσωρινά τα όρια της αντίθεσής της με την κοινωνική υλική αναγκαιότητα του ξεπεράσματός της.

Αυτή η βασική αρχή προσδιορίζει και την επιμέρους ανάλυση των εργαλείων της κυριαρχίας . Η αντίφαση των σχέσεων που ενώ είναι κοινωνικά προϊόντα αποτελούν παράγοντα καταστροφής και αποσύνθεσης των πραγματικών κοινωνικών δυνατοτήτων δίνει και το μέτρο όλων των επιμέρους αντιφάσεων. Με λίγα λόγια «Η επέκταση-ανάπτυξη της κοινωνικής σχέσης του κεφαλαίου σημαίνει και την επέκταση της βασικής του αντίθεσης ως τα όριά της.» [2].Αυτή η κρίση όχι μόνο δεν βρίσκεται στο τέλος της αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δυνάμεων που -σε ιστορικά πλαίσια- έως τώρα έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε μικρό βαθμό. Από τη μία πλευρά την δύναμη των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών, που έχουν αποδείξει στο παρελθόν και δεν θα διστάσουν να αποδείξουν και στο μέλλον πως δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο –μηδέ του πολέμου εξαιρουμένου- για να εμβαθύνουν την εξουσία τους. Από την άλλη πλευρά η δύναμη των κοινωνικά και ταξικά καταπιεσμένων που αυξάνονται διαρκώς τόσο στο εσωτερικό της ανεπτυγμένης Δύσης όσο και στην καπιταλιστική περιφέρεια. Αυτές οι δύο δυνάμεις είναι αντικειμενικά συγκρουσιακές παρόλο που η μία υποτάσσεται σε διαφορετικές εκδοχές της άλλης.

Οι ενδοσυστημικές τάσεις, η κυρίαρχη στην Ε.Ε. και το συμπλήρωμά της

Η επανανοηματοδότηση της συνολικής συστημικής κρίσης ως ‘κρίσης του ελληνικής οικονομίας’ ή ως ‘κρίσης χρέους’ αποτελούν δύο παράλληλες- ως προς το πλαίσιο στο οποίο κινούνται, ιδεολογικοπολιτικές προτάσεις διαχείρισης του υπάρχοντος κόσμου. Ιδεολογικοπολιτικές προτάσεις που φέρουν και τα αντίστοιχα οικονομικά εργαλεία. Στην διεθνή πολιτική σκηνή τις τάσεις αυτές μπορούμε να τις ορίσουμε αντίστοιχα ως την ‘νεοφιλελεύθερη’ και την ‘νέα σοσιαλδημοκρατία’[3]. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή οι δύο αυτές τάσεις έχουν συμπτυχθεί λιγότερο ή περισσότερο στα ‘μνημονιακά’ και ‘αντιμνημονιακά’ πολιτικά πλαίσια. Σε τι συνίστανται όμως αυτές οι προτάσεις και ποιος είναι ο σκοπός τους;

Σημαντικό σκοπούμενο και των δύο προτάσεων είναι η επαναφορά της ομαλότητας. Το προσωρινό ξεπέρασμα των αντιφάσεων της κεφαλαιακής σχέσης που οδήγησε στην κρίση και η επάνοδος στο δρόμο της ανάπτυξης. Η επάνοδος σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας είναι το κεντρικό μέτωπο στο οποίο απαντούν οι παγκόσμιες ελίτ καθώς η κεφαλαιακή σχέση που βρίσκεται σε κρίση, είναι κοινωνική, πολιτική και οικονομική σχέση. Η εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και του φυσικού περιβάλλοντος. η αποικιοποίηση κάθε κοινωνικού χώρου από τις εμπορευματικές σχέσεις, η λεηλασία της καπιταλιστικής περιφέρειας από την ‘ανεπτυγμένη δύση’ αποτελούν βασικά σκοπούμενα και των δύο ενδοσυστημικών τάσεων. Η διαιώνιση της κυριαρχίας των ελίτ, είναι εξίσου αδιαμφισβήτητη στο νεοφιλελεύθερο και στο νέο-σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Για να επιτευχθεί η εμβάθυνση και η διαιώνιση αυτής της κυριαρχίας η κοινωνική και ταξική συναίνεση και παράδοση στους σχεδιασμούς των κυρίαρχων είναι βασικό προαπαιτούμενο.

Οι διαφορές των δύο τάσεων βρίσκονται σε επιμέρους διαδρομές οι οποίες προτείνονται για την επίτευξη αυτών των στόχων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο επιδιώκει την όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης μέσω ενός μοντέλου που ακολουθεί αυστηρά πλαίσια και κανονισμούς χωρίς ιδιαίτερη ευελιξία. Ένα μοντέλο που όντας στραμμένο περισσότερο σε μία μίξη στοιχείων του νεοφιλελεύθερου μονεταρισμού[4] και ordoliberalism[5], είναι προσαρμοσμένο στις επιδιώξεις της κεντρικής-δυτικής ευρωπαϊκής ελίτ η οποία επιδιώκει την αναβάθμισή της στον παγκόσμιο χάρτη των συσχετισμών δύναμης μέσω της επέκτασής της κυριαρχίας της στο εσωτερικό της Ε.Ε.Ο συνδυασμός στοιχείων αυτών των δύο σχολών σκέψης είναι εμφανής αφενός στη ‘θεωρία του σοκ’[6] και της άρνησης προσφοράς χρήματος προκειμένου να εκκαθαριστεί η οικονομία από τα βαρίδια Μέσω της δημιουργίας μίας ‘καπιταλιστικής περιφέρειας’, αυτή του Ευρωπαϊκού Νότου αλλά και των χωρών της Βαλτικής μέσα στην ευρωζώνη η σύνθεση αυτή, αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του Γερμανικού κράτους εδώ και δεκαετίες. Αυτό το μοντέλο ανταποκρίνεται λιγότερο ή περισσότερο τόσο στην πολιτικο-κοινωνική κατάσταση (σταθερότητα-κοινωνική συναίνεση) όσο και στα οικονομικά δεδομένα που διαμορφώνονται εδώ και 30 χρόνια στην συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη την οποία επιχειρεί να ελέγξει το κεφάλαιο που εδράζεται στην κεντρική-δυτική Ευρώπη. Ανταποκρίνεται στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις του Γερμανικού κράτους που από τη δεκαετία του 90 διεκδικεί την αναβάθμιση του ρόλου του στην παγκόσμια σκακιέρα των συσχετισμών δύναμης .

Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η ιδεολογική εκστρατεία που εμφανίζει τους λαούς που βρίσκονται έρμαια της επίθεσης των κυρίαρχων ως ‘τεμπέληδες’ και ‘ανίκανους’,(ως ‘ασθενείς’ τελικά με βάση και τον θεωρητικό πυρήνα της αντίληψής τους για την οικονομία).Μία ιδεολογική εκστρατεία που έχει προχωρήσει αρκετά στο εσωτερικό των κρατών που αποτελούν τον πυρήνα της Ευρωζώνης. (Γερμανία και Ολλανδία κατά κύριο λόγο).Με βάση αυτή την υποβολιμαία θεώρηση ενός ιδιότυπου οικονομικού ρατσισμού, η οποία έχει ακόμα και θρησκειολογικές ιδεολογικές βάσεις(προτεσταντισμός και ατομική ευθύνη),η διαρκής επίθεση που δέχονται οι κοινωνικά και ταξικά ασθενέστεροι δικαιώνεται στη βάση της ‘τιμώρησης για τα ατοπήματά τους’. Τα δημοσιονομικά προγράμματα και τα ‘προγράμματα διάσωσης΄’ τα οποία έχουν εκπονηθεί από Ε.Ε.,ΔΝΤ και ΕΚΤ με τη σφραγίδα του Γερμανικού κράτους είναι έως σήμερα απόλυτα προσαρμοσμένα στις φιλοδοξίες του, στην ηγεμονική του θέση εντός της Ε.Ε. και στην ιδεολογική βάση αυτής της ηγεμονίας.

Αυτή η κίνησή δεν είναι προφανώς απρόσκοπτη, λόγω της κοινωνικής και ταξικής δυσαρέσκειας που δημιουργεί στην δομούμενη περιφέρεια μέσα στην Ε.Ε. (με χαρακτηριστικότερο το ελληνικό παράδειγμα).Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση ο ασθενής είναι έτοιμος να διαολοστείλει τον γιατρό και την θεραπεία του πριν αποβιώσει. Αυτή ακριβώς την αντίδραση, το ανάχωμα στην ασκούμενη πολιτική επιχειρούν να εκμεταλλευθούν άλλα τμήματά της διεθνούς ελίτ που εδράζονται ιδεολογικοπολιτικά αλλά και γεωγραφικά στην δυτική Ευρώπη και στο κράτος των Η.Π.Α.(Ο ανταγωνισμός και των δύο με το Ρωσικό κράτος παρόλο που σχετίζεται με το ζήτημα και αποτελεί κομβικό σημείο στη διεθνή πραγματικότητα απαιτεί αναλυτική δουλειά που δεν μπορεί να γίνει στο παρόν κείμενο). Η κοινωνική και ταξική δυσαρέσκεια που ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα στον ελλαδικό χώρο, γίνεται το έδαφος επάνω στο οποίο πατάει τόσο η νέα πολιτική ελίτ του Ελληνικού κράτους όσο και οι σύμμαχοί της προκειμένου να αλλάξουν το μίγμα πολιτικής και κυρίως σε ότι αφορά τους δεύτερους, να αμφισβητήσουν την ηγεμονική θέση της Γερμανίας εντός της Ε.Ε. Το πραγματικό διακύβευμα για το Γερμανικό κράτος δεν είναι στην πραγματικότητα η x ή y δέσμη μέτρων. Είναι τελείως δευτερεύοντες οι οικονομικοί οι λόγοι, για παράδειγμα η ‘έκθεσή’ του στην αγορά ελληνικού χρέους[7] και πρώτιστα η δυνατότητά του να συνεχίσει να καθορίζει την συμμαχία των ευρωπαϊκών ελίτ, δηλαδή να κατοχυρώσει την ηγεμονία του εν μέσω αμφισβήτησης της. Η άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι ζήτημα εξουσίας και το Γερμανικό κράτος διαβλέπει στην άρνηση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής την άρνηση της ηγεμονίας του στον ευρωπαϊκό χώρο, από τους ανταγωνιστές του. Η επιμονή λοιπόν από την πλευρά του Γερμανικού κράτους έγκειται πρώτιστα στην πανάρχαια διαπίστωση πως οι υπερδυνάμεις δεν χτίζονται με υποχωρήσεις και όχι στην επί της ουσίας διαφωνία για τα πλαίσια των προγραμμάτων τα οποία δεν αμφισβητούνται άλλωστε από την πλευρά του Ελληνικού κράτους[8] ούτε και με τη νέα κυβέρνηση. Για την παλαιότερη αρκεί να πούμε πως υπήρξε τόσο πιστός εκφραστής και τοποτηρητής της σαρωτικής επίθεσης των ελίτ, σε τέτοιο βαθμό που να τίθεται ζήτημα πολιτικών συνδρόμων που εδράζονται ιστορικά στον ταγματασφαλιτισμό[9]. Είναι επίσης πολιτικά και ιστορικά καταγεγραμμένο ότι οι μαζικοί και μαχητικοί αγώνες των τελευταίων χρόνων αντιμετωπίστηκαν από το ελληνικό κράτος με την αναβίωση μετεμφυλιακών ιδεολογικών και κατασταλτικών δογμάτων. Ή μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη’[10]

Ο άλλος δρόμος για την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι εξαιρετικά όμοιος με τον προηγούμενο εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τις δηλώσεις των εκφραστών των δύο τάσεων. Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις δεν αμφισβητούνται. Η λεηλασία του κοινωνικού πλούτου και η ενίσχυση των δυνατοτήτων των αφεντικών να παράγουν κέρδος μέσω της εκμετάλλευση των προλετάριων παρουσιάζονται ως μονόδρομος. Η διαφορά έγκειται στο μείγμα ποσότητας/ποιότητας της επίθεσης σε ότι αφορά την οικονομία και την πολιτική διαχείριση. Η νέο-σοσιαλδημοκρατική ιδεολογικό-πολιτική πρόταση θέτει ένα διαφοροποιημένο ρόλο στο κράτος από εκείνο του ‘τιμωρού’, σε ότι αφορά την παραγωγική-οικονομική διαδικασία με βάση τον νέο-κευνσιανισμό, αλλά και στην κοινωνική ζωή ευρύτερα. Στο οικονομικό πεδίο θέλει να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του στην προσφορά χρήματος μέσω των κεντρικών τραπεζών προκειμένου να χρηματοδοτήσει εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που θεωρεί ότι μπορούν να αποδειχθούν είτε η ατμομηχανή του στο μέλλον και κυρίως να αποσυμπιέσει της κοινωνική και ταξική οργή. Θέλει να αντικαταστήσει ορισμένα ποσοτικά στοιχεία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου σε ότι αφορά την ταχύτητα και τον αριθμό των εφαρμοζόμενων αλλαγών με την ποιότητα της εμβαθυμένης εκμετάλλευσης και της μακροχρόνιας αποδοχής αυτών των αλλαγών,ως αποτέλεσμα της κοινωνικής και ταξικής συναίνεσης.

Στην τιμωρητική νεοφιλελεύθερη εκδοχή αντιπαραβάλλεται το στοιχείο ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, μίας επανέναρξης της σχέσης κεφαλαίου-κοινωνικού. Μέσω του πιο ευέλικτου προγράμματος που προτείνουν οι νέο-κευνσιανοί επιχειρείται η ανταπόδοση (πολιτική και οικονομική) από την επανέναρξη αυτής της σχέσης. Ο ικανοποιημένος από την κατάστασή του εργαζόμενος παράγει περισσότερο και δεν σαμποτάρει την κρατική-καπιταλιστική ομαλότητα. Πρόκειται για το αναβαπτισμένο ψευδεπίγραφο κοινωνικό όραμα της καταναλωτικής ευμάρειας σε μια εκδοχή με λιγότερα λιπαρά, περισσότερη δουλειά και ανανεωμένη πίστη στον ανύπαρκτο κοινό σκοπό εργατικής και αστικής τάξης. Με αυτό τον τρόπο η νέα σοσιαλδημοκρατία θεωρεί ότι μπορεί να επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο που είναι αυτός ενός φαινομενικού συμβιβασμού, μίας παραλλαγής της επίθεσης των κυρίαρχων σε μία δήθεν αμοιβαία επωφελή συμφωνία στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος. Ταυτόχρονα η ευρωσκεπτικιστική-ακροδεξιά τάση περιμένει στη γωνία τη σειρά της εφόσον η σοσιαλδημοκρατική δεν καταφέρει να επιτύχει συνολικά. Αν μη τι άλλο δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το καθεστώς πώς έχει έλλειμμα σε εφεδρείες. Κι αυτός ο εχθρός ο οποίος επιδιώκεται να υποταχθεί χωρίς μάχη δεν είναι άλλος από τους κοινωνικά και ταξικά αδύναμους που καλούνται να συναινέσουν με βεβαιότητα για το δικό τους καλό στις επιταγές των υπερεθνικών και ντόπιων ελίτ.

Το κεντρικό ζήτημα των ημερών είναι η περιώνυμη ‘διαπραγμάτευση’ ανάμεσα στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους και τους υπερεθνικούς σχηματισμούς της κυριαρχίας στους οποίους συμμετέχει. Τα φαινόμενα δείχνουν από τη μία πλευρά τον ‘σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης’ με προεξάρχουσα δύναμη το γερμανικό κράτος κι από την άλλη πλευρά το ελληνικό κράτος με τις τρέχουσες συμβολικές αλλά και πραγματικές συμμαχίες του. Η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση είναι απόληξη τόσο του διεθνούς ανταγωνισμού για το μοίρασμα της παγκόσμιας πίτας ανάμεσα στις διεθνείς ελίτ όσο και πεδίο όπου οι δύο προτάσεις για την διαχείριση της συστημικής κρίσης συνθέτονται. Είναι επίσης αποτέλεσμα της αυξανόμενης κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας στις χώρες του Νότου λόγω των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια και αποτελούν πλέον έναν παράγοντα προς διαχείριση. Είναι αυτός ακριβώς ο παράγοντας που αποτελεί διαπραγματευτικό ατού για εκείνα τα τμήματα της διεθνούς και εγχώριας ελίτ που τελικά προσβλέπουν στην μίξη των δύο πολιτικών (νεοφιλελεύθερης και νέοσοσιαλδημοκρατικής) και επιχειρούν να στείλουν ένα μήνυμα στην ηγεμονία του Γερμανικού κράτους. Είναι αυτός ακριβώς ο τόσο σημαντικός παράγοντας, το απρόβλεπτο που γεννάει η αντίσταση, που εκχωρήθηκε εν μέρει(και μένει να αποδειχθεί για πόσο) δια της ψήφου στην νέα κυβέρνηση προκειμένου να διαμορφώσει τους νέους όρους εκμετάλλευσης και υποταγής των ανέργων και των εργαζόμενων, τόσο τοπικά όσο και διεθνώς.

Στο εσωτερικό μέτωπο η επιχείρηση επανακατάκτησης του χαμένου εδάφους από την ανανεωμένη πολιτική διαχείριση είναι αρχικά εντυπωσιακή. Η διάχυτη οργή που λόγω της έλλειψης ταξικής συνείδησης και οργάνωσης στράφηκε κυρίως κατά της πολιτικής διαχείρισης και μόνο στοιχειακά κατά του κρατικού-καπιταλιστικού συστήματος, αντικαθίσταται από pop εκδηλώσεις θαυμασμού για το νέο πολιτικό προσωπικό. Η κατασταλτική λαίλαπα και τα σημειολογικά της οχυρά απομακρύνονται προσωρινά, προκειμένου να αντικατασταθούν από το φαντασιακό της εθνικής προσπάθειας για έξοδο από την κρίση. Η απελπισία από τα συνεχή μέτρα αφαίμαξης της εργατικής τάξης αντικαθίσταται από την ελπίδα για παραχωρήσεις που θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο. Η χρήση του θυμικού και της επικοινωνίας είναι ένα τακτικό μέσο που αποβλέπει σε ένα στρατηγικό σκοπό. Στην αποδοχή της πραγματικότητας της κρατικής και καπιταλιστική επιθετικότητας ως συμφέρουσας τόσο για εκείνους που την υφίστανται όσο και για αυτούς που την οργανώνουν. Και οι βελτιώσεις;

Η ραχοκοκαλιά της κοινωνικής διεισδυτικότητας της νέας σοσιαλδημοκρατίας είναι το πρόγραμμα βελτιώσεων το οποίο υπόσχεται. Ένα πρόγραμμα που δημιουργεί προσδοκίες στον πληθυσμό και που πείθει ως ΄μοναδική εναλλακτική’[11], μία εναλλακτική που είναι ικανή να κερδίσει από τους διεθνείς ανταγωνισμούς οφέλη-για λογαριασμό μας. Το κράτος-φιλάνθρωπος είναι εδώ προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση(sic),να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης να κάνει τις αμυγδαλιές να ανθίσουν και άλλα χαρωπά βγαλμένα από σελίδες παιδικού βιβλίου. Επί της ουσίας αυτό που δεν αμφισβητείται στο πρόγραμμα είναι ότι ‘για να βγούμε από την κρίση’ (όλοι μαζί-μια παρέα πλούσιοι και φτωχοί) θα πρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί, πιο ανταγωνιστικοί. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να δουλέψουν πιο εντατικά για να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους προκειμένου να κερδίζουν περισσότερα τα αφεντικά τους. Ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν πληβείοι και αποκλεισμένοι, κάτοχοι του πλούτου που θα τον αυξάνουν και σύγχρονοι σκλάβοι που θα τον παράγουν για λογαριασμό τους. Σημαίνει ακόμα ότι τις όποιες βελτιώσεις δεν μας τις χαρίζουν. Παράγουμε ως εργαζόμενοι στο πολλαπλάσιο για να μας επιστραφεί κάποια στιγμή ένα μικρό κομμάτι τους εν είδη φιλανθρωπίας.

Καθώς η ανισοκατανομή του παραγόμενου πλούτου δεν αμφισβητείται, όχι μόνο η μείωση(ύφεση) αλλά και η αύξηση της παραγωγής (ανάπτυξη) εφόσον επιτευχθεί οδηγεί και αυτή με τη σειρά της στην αύξηση της ‘ψαλίδας’ πλουσίων-φτωχών. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προτάσεις έγκειται στον ρυθμό και στον τρόπο επίτευξης αυτής της αύξησης. Η σοσιαλδημοκρατική πρόταση διαχείρισης στηρίζει και ευελπιστεί στην κοινωνική της αποδοχή χάρις στην αδυναμία διαπίστωσης της σχετικής φύσης του πλούτου. Παρόλο που οι ανισότητες οξύνονται διαχρονικά, η σχετική άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε βάθος δεκαετιών τείνει να επισκιάζει αυτό το γεγονός, καθώς η επισήμανση πως η αύξηση της παραγωγικότητας διαμοιράστηκε εξίσου άνισα, θάβεται κάτω από την προφάνεια της παραχώρησης σε αυτούς που δούλεψαν για αυτή, ενός ελάχιστου μέρους της.

Το παράδειγμα της νέας σοσιαλδημοκρατίας στις Η.Π.Α.

Το παράδειγμα των Η.Π.Α. στο οποίο αναφέρονται οι θιασώτες της νέας σοσιαλδημοκρατίας που χρησιμοποιούν μίξεις του παλαιού και νέο-κευνσιανισμού[12] είναι ενδεικτικό. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού των Η.Π.Α.(αλλά και πολλοί σοσιαλδημοκράτες διεθνώς) επένδυσε στην παρουσία του ‘δικού τους ανθρώπου’ του πρώτου έγχρωμου προέδρου, ο οποίος θα έδινε τέλος στην αυξανόμενη φτώχεια και στους ταξικούς αποκλεισμούς και θα έβαζε φρένο στην ακραία ρατσιστική κατασταλτική πολιτική. Το πρόσφατο μπαράζ κρατικών δολοφονιών με θύματα έγχρωμους φτωχούς και η αντιμετώπιση των διαδηλώσεων και των εξεγέρσεων που ακολούθησαν με τη συμμετοχή πλήρως στρατιωτικοποιημένων μονάδων καταστολής καθώς και η απουσία οποιασδήποτε δίωξης ακόμα και απέναντι στους φυσικούς δράστες των κρατικών δολοφονιών, διαψεύδει εμφατικά αυτές τις προσδοκίες .

Σε ότι αφορά το οικονομικό επίπεδο, μετά την παροχή ρευστότητας και τις πολιτικές ‘στήριξης’ και παροχής χρήματος από τη FED(κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ),και παρά τα προγράμματα τύπου “obamacare”[13] το πλουσιότερο 10% των κατοίκων των ΗΠΑ είδε το εισόδημά του να αυξάνει κατά 10% την ίδια στιγμή που το φτωχότερο 40% είδε το εισόδημά του να μειώνεται εκ νέου.[14] Αναμφίβολα μεγάλη επιτυχία που εορτάστηκε πρόσφατα με την ‘έξοδο των ΗΠΑ από την κρίση’ σύμφωνα με τον Μπ.Ομπάμα. [15]..Η συγκεκριμένη πολιτική προοπτική αποθεώθηκε[16] από την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, το 2014 πήραν προσωρινά απόσταση οι εν ελλάδι θιασώτες της και να διαπιστώσουν ότι ‘η ελπίδα χάνεται’ τουλάχιστον σε ότι αφορά της Η.Π.Α.[17] ,ενώ το 2015 αυτή επανέκαμψε για το Ελληνικό κράτος με σύμμαχο μάλιστα αυτόν που ναι μεν χάνει την ελπίδα(Η.Π.Α.)σύμφωνα με τον έλληνα ΥΠ.ΟΙΚ. αλλά την ξαναβρίσκει για λογαριασμό μας, καθώς συμφωνεί στην περίφημη ‘έξοδο από τη λιτότητα’.[18]Κι αν φαίνεται μπερδεμένη η παραπάνω πρόταση είναι γιατί αποτελεί μία αντανάκλαση των παλινδρομήσεων στις οποίες προχωρά το νέο πολιτικό προσωπικό εγκλωβισμένο στα ιδεολογικά σχήματά του και στην ανάγκη του να παρουσιάσει ένα πολιτικο-κοινωνικό όραμα που να ελκύει τους καταπιεσμένους.

Παρά την αναγνώριση από την πλευρά των Η.Π.Α. της δυνατότητας του Γερμανικού κράτος να έχει (προς το παρόν;) τον κύριο λόγο στα ‘του οίκου του’(δηλ.την ευρωζώνη), δεν μπορεί να αφαιρεθεί η σημασία της χαράς της νέας κυβέρνησης για την συμβολική υποστήριξη από την παγκόσμια υπερδύναμη. Είναι η ελπίδα για επανένταξη στην κυρίαρχη αγέλη των λύκων-κρατών που μοιράζουν την παγκόσμια λεία. Το γεγονός ότι το νέο-σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα δεν θα εφαρμοστεί στο σύνολό του, καθώς κυρίαρχη τάση στην Ε.Ε. είναι η η νεοφιλελεύθερη διαχείριση παραμένει η ισχυρότερη ως τάση δεν αφαιρεί σε τίποτα από την ουσία του τους σκοπούς του και τα αποτελέσματά του.

Αν μάλιστα προσθέσει κανείς στο αμερικανικό παράδειγμα της σοσιαλδημοκρατίας, την ανισοκατανομή ισχύος εξουσίας και πόρων σε ότι αφορά τη θέση στην ‘τροφική αλυσίδα’ των κρατών διεθνώς και των τεράστιων συγκριτικά υλικών δυνατοτήτων που έχει το Αμερικανικό κράτος λόγω ακριβώς της κυριαρχικής θέσης τους στην παγκόσμια πυραμίδα, μπορεί να πει κανείς με σιγουριά πως το αρχικό πρόγραμμα βελτιώσεων ως σύνολο είναι όντως φανταστικό, είναι αποκύημα δηλαδή μιας φαντασίας που αγνοεί ηθελημένα την ιεραρχική και εκμεταλλευτική φύση των διεθνών συμμαχιών, σχέσεων και θεσμών. Την αγνοεί ηθελημένα γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ακύρωνε τη δική του φύση που όχι μόνο δεν είναι συγκρουσιακή απέναντι στις επιταγές των κυρίαρχων αλλά αντίθετα επιδιώκει μία πιο ‘εξανθρωπισμένη’και κατά συνέπεια πιο εύπεπτη, πιο σταθερή μακροπρόθεσμα εκδοχή τους.

Η νέα πολιτική διαχείριση

Στο ‘εσωτερικό μέτωπο’ ότι αφαιρείται σημειολογικά σήμερα από την καταστολή(η οποία επί της προηγούμενης διαχείρισης υπήρξε χωρίς υπερβολές με μία λέξη, δολοφονική) επενδύεται στην ενσωμάτωση και τον κοινωνικό έλεγχο. Η πολιτική και κοινωνική έκφραση θα παραμείνει εξίσου ή και περισσότερο εγκλωβισμένη σε μηντιακές παραστάσεις αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας όπου το ρόλο των κλασσικών media και της περιορισμένης τους επίδρασης θα συμπληρώνουν τα ‘social media’ με τις αυξημένες δυνατότητες επιρροής στο νέο κοινό. Η κοινωνική αλληλεπίδραση και η συλλογική ταυτότητα που χτίζουμε μέσα στους αγώνες πρέπει να αντικατασταθεί και πάλι από την εξατομικευμένη μάχη για επιβίωση και πρόοδο που παραμένει ιστορικά αδικαίωτη με βάση τα αποκτηνωτικά αποτελέσματά της, αλλά και αδιαμφισβήτητα παρούσα σε κάθε κύρια και δευτερεύουσα ενδοσυστημική προοπτική. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός συνίσταται στην διαρκή προσπάθεια ταύτισης του κοινωνικού με τις άρχουσες ελίτ και σε ότι αφορά την επίτευξή του η ακροδεξιά-νεοφιλελεύθερη προσέγγιση δεν είναι η μόνη. Η πίστη στους επίδοξους σωτήρες σφυρηλατεί την αποπολιτικοποίηση και οι δημόσιες εκδηλώσεις της δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για το στρατόπεδο των καταπιεσμένων. Αν υπάρχει ένα αντάλλαγμα άλλωστε το οποίο μπορούν να δώσουν για να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους στους διακανονισμούς της διεθνούς ελίτ, δεν είναι φυσικά οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, αυτοί ήταν δεσμευτικοί και για την προηγούμενη διακυβέρνηση. Είναι η κοινωνική και ταξική απονεύρωση το ισχυρό χαρτί και από εκεί προκύπτει η υπενθύμιση ότι η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μαξιλαράκι που θέλει να αποτρέψει μελλοντικές καταστάσεις ‘εκτός ελέγχου’, καθώς αυξάνονται οι φόβοι για την δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειρίζεται επί μακρόν την αυξανόμενη εξαθλίωση[19] .Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται η ρητορική της ‘εθνικής προσπάθειας’ και της ‘κοινωνικής σωτηρίας’. Με αυτή τη ρητορική αθωώνονται οι ντόπιες ελίτ για την εκμετάλλευση και την καταπίεση που ασκούν και ισχυροποιείται το ιδεολόγημα της διαταξικής συνεργασίας. Ο στόχος της καπιταλιστικής ανάπτυξης αναβαπτίζεται στην αριστερή κολυμπήθρα του Σιλωάμ και η εξουσία των πολιτικών ελίτ ανακτά το χαμένο της κύρος. Ότι μικρό προσφέρει το ένα χέρι της εξουσίας θα παίρνεται πίσω από το άλλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζεται η σημασία των προβλημάτων επιβίωσης που αντιμετωπίζουμε ως τάξη, ως καταπιεσμένοι ή ότι αρνούμαστε τη σημασία των μερικών διεκδικήσεων στο βαθμό που οργανώνονται από τα κάτω ώστε να μπορούν να μετατραπούν σε γέφυρες με το συνολικό επαναστατικό πρόταγμα αλλά και με βάση την αδήριτη ανάγκη για μικρές νίκες της τάξης μας που θα συνεισφέρουν στην εξάπλωση και την όξυνση των αντιστάσεων. Οι αγωνιζόμενοι δεν θα βρουν παρά εναλλακτικά lifestyle και τα αδιέξοδά τους, στις ελιτίστικες λογικές άρνησης της σημασίας της κοινωνικής και ταξικής διεισδυτικότητας των επαναστατικών προταγμάτων . Η επισήμανση ότι οι όποιες παραχωρήσεις όταν έρθουν δεν θα είναι χωρίς αντάλλαγμα στο πεδίο του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, όπως και η επισήμανση ότι και η προσδοκία για βελτιώσεις μας έχει ήδη κοστίσει πολλά ως τάξη, δεν είναι χαιρέκακη για τις μελλοντικές ματαιωμένες προσδοκίες των κοινωνικών και ταξικών αδερφών μας, αλλά υποστηρικτική της κοινότητάς μας και των κοινών μας αναγκών. Η ανάλυση ότι κάθε αναμονή για προσωρινή βελτίωση με ή χωρίς εισαγωγικά, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και μία πρόταση αποδοχής του κράτους και των αφεντικών ως των μόνων ικανών να διαχειρίζονται και να κατανέμουν τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο, ως των μόνων ικανών να αποφασίζουν, πρέπει να γίνει κοινωνικά κατανοητή προκειμένου να κερδίσει έδαφος και όχι να διαπιστώσει με πίκρα την επιβεβαίωσή της.

Το ότι κάθε επιμέρους παραχώρηση θα είναι η βάση για ένα βήμα για την αστική δημοκρατία προκειμένου να αποκαταστήσει την ισχύ της στις συνειδήσεις, δεν αποτελεί παρά δείγμα του πόσο σημαντική είναι η δύναμη που κατέχει η κοινωνική και ταξική πλειοψηφία, δύναμη που δεν χρησιμοποιεί λόγω του αποπροσανατολισμού αλλά και του φόβου. Η τάξη μας καλείται να παραιτηθεί από αυτή της τη δύναμη, από αυτό που πρέπει να της ανήκει, τον πλούτο που παράγει και την δυνατότητά της να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό της. Οι χθεσινοί υποστηρικτές των δίκαιων αιτημάτων του λαού είναι ήδη έτοιμοι να γίνουν οι μελλοντικοί κριτές της παράλογης ‘πλεονεξίας’ του. Οι χθεσινοί καταγγέλοντες την κρατική καταστολή απέναντι σε όσους αγωνίζονται είναι ήδη έτοιμοι να τους γραφικοποιήσουν και να επιχειρήσουν να τους απομονώσουν.

Απέναντι σε αυτό το κάλεσμα για κοινωνική και ταξική συναίνεση, έχει μεγάλη σημασία να μπορέσει να αρθρωθεί δημόσιος κινηματικός αντίλογος από τους αναρχικούς. Αντίλογος προσαρμοσμένος στα νέα δεδομένα, που θα επισημαίνει για τις υποσχέσεις και τις όποιες παραχωρήσεις ότι είναι ένα ελάχιστο κομμάτι από όσα μας ανήκουν. Αντίλογος που θα θέτει το συνολικό ζήτημα της ανατροπής του κράτους και των αφεντικών τοπικά και διεθνώς, ως τη μόνη ρεαλιστική λύση απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει αέναα το θάνατο, την εκμετάλλευση και την καταστροφή του φυσικού κόσμου. Ένας αντίλογος που θα μιλάει συγκεκριμένα για τα κοινωνικά και ταξικά προβλήματα, αλλά θα ξεπερνάει τον στείρο αμυντισμό και τον οικονομισμό για να εστιάσει στην ουσία: Στην εξάντληση μας ως εργαζόμενων για να ωφελούνται τα αφεντικά μας, στην περιθωριοποίησή μας ως ανέργων για να υπάρχει πλεονάζον εργατικό δυναμικό, στον μέσω της ανάθεσής ακρωτηριασμό μας ως συνειδητών ανθρώπων ικανών να αποφασίζουν για της ζωή τους, στην άρνηση μας να αποδεχτούμε την αποκτήνωση και κανιβαλισμό της καπιταλιστικής περιφέρειας από τις παγκόσμιες ελίτ.

Αυτός ο αντίλογος θα αποκτήσει την πραγματική του προοπτική μέσω της κατάθεσης στην κοινωνία ενός επαναστατικού προγράμματος που θα τοποθετείται συγκεκριμένα στα κεντρικά ζητήματα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, θέτοντας τα λαϊκά-εργατικά συμβούλια ως τα μόνα ικανά να το πραγματώσουν.

Θέτοντας τον αναρχοκομμουνισμό ως ένα συνολικό και αναγκαίο κοινωνικό όραμα που θα αναδείξει τις καθεστωτικές εναλλακτικές ως αυτό που είναι. Ως ξεπερασμένα δεσμά από τα οποία πρέπει να απαλλαγούμε, ως φραγμούς στις δυνατότητες απόλαυσης των καρπών της κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης. Για την διάχυση αυτών των θέσεων είναι απαραίτητη η οργανωτική συγκρότηση με σαφή πολιτικό, ταξικό και κοινωνικό προσδιορισμό.

Η αναρχοκομμουνιστική οργάνωση, η ταξική ομοσπονδία και τα συμβούλια των γειτονιών

Αντί επιλόγου

Μολονότι το κείμενο τελειώνει με μία προβολή για την αντιμετώπιση της ρεφορμιστής διαχείρισης δεν υπάρχει καμία αυταπάτη για το μείγμα των πολιτικών που στην πράξη θα ακολουθηθούν. Δεν υπάρχει κυρίως καμία αυταπάτη για το τι είναι η Ε.Ε. παρά τις κούφιες μεγαλοστομίες που θέλουν να παρουσιάσουν την προμετωπίδα των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων ως δυνητικό πεδίο συνεννόησης για ‘το καλό’ των λαών. Ο συνδυασμός διαφορετικών κομματιών από σχέδια που έχουν χρησιμοποιηθεί πολλάκις από τους κυρίαρχους αποτελεί δοκιμασμένη λύση. Η τακτική των ‘δύο νικητών’ προκειμένου να ικανοποιηθούν συμβολικά όλες πλευρές είναι πιθανή ,ωστόσο το κύριο σώμα την νέας θα είναι σε κάθε περίπτωση αυτό της έως τώρα ασκούμενης πολιτικής. Πρόκειται για μία σύνθεση που θα δυσκολέψει αλλά δεν θα ακυρώσει την κοινωνική διεισδυτικότητα της ρεφορμιστικής διαχείρισης η οποία εκτός των άλλων είναι και δέσμια των πολιτικών συμμαχιών που έχει συνάψει προκειμένου να κατακτήσει την πολιτική εκπροσώπηση και να μπει στη θέση του διαχειριστή. Με την κατάλληλη επικοινωνιακή διαχείριση υπάρχει η δυνατότητα να μετακινηθούν για το μέλλον σημεία του ρεφορμιστικού προγράμματος χωρίς να ακυρώνεται η προσμονή για αυτά.

Η θέση που εκφράζεται σε σχέση με το ρεφορμιστικό πρόγραμμα, λαμβάνει υπόψη όχι τα πιθανά αποτελέσματα της ‘διαπραγμάτευσης’ αλλά κυρίως την ταύτιση των κοινωνικών ‘θέλω’ έτσι όπως εκφράζονται αυτή τη στιγμή με το σχέδιο-πρόταση της μίας τάσης, ανεξάρτητα ή μάλλον παρά το βαθμό που αυτά θα πραγματοποιηθούν τελικά. Κι αυτό γιατί η μικρή η μεγαλύτερη ματαίωση της προσμονής για βελτιώσεις δεν συνεπάγεται και διάψευση του περιεχομένου τους. Ενός περιεχομένου που στην ολότητά του αντικειμενικά αποτελεί ένα πρόγραμμα αναπαλαίωσης του κρατικού-καπιταλιστικού κόσμου και της εμπιστοσύνης σε αυτόν. Ενός προγράμματος που όχι μόνο δεν θίγει τον πυρήνα του προβλήματος, το κρατικό-καπιταλιστικό καθεστώς αλλά επιχειρεί να τον διατηρήσει ακέραιο και σταθερό.

Σημειώνεται επίσης ότι η διάψευση αυτής της προσμονής από τα πάνω επιφυλάσσει την ισχυροποίηση των άλλων ενδοσυστημικών τάσεων, τόσο της νεοφιλελεύθερης(στην περίπτωση μίας αδυναμίας συνθετικής λύσης ΄δύο νικητών’ για την Ε.Ε.) όσο και της ακροδεξιάς-‘ευρωσκεπτικιστικής’(στην περίπτωση της συνθετικής λύσης). Χρέος μας είναι να ισχυροποιήσουμε τις κοινωνικές και ταξικές αντιστάσεις προκειμένου να μπορούν να αμυνθούν απέναντι στις διαφοροποιημένες εκφράσεις της ίδιας επίθεσης. Ειδικότερα στην περίπτωση που υποχωρήσουν σύντομα οι προσδοκίες είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί να αντιπαρατεθούμε και με την αυξανόμενη επιρροή εθνικιστικών θέσεων ως αποτέλεσμα του κλίματος που καλλιεργούν σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες προκειμένου να ενισχύσουν την πρόταση κοινωνικής ειρήνευσης. Ότι δεν μπορέσουν να αξιοποιήσουν οι ίδιοι, θα αξιοποιηθεί από άλλες καθεστωτικές δυνάμεις εξίσου ικανές ή και ικανότερες να αξιοποιούν το πληγωμένο εθνικό θυμικό προς όφελος του καθεστώτος.

Και μια υπενθύμιση για το πώς φτάσαμε στο σήμερα. Μέσα από μια πορεία γεμάτη από μικρές και μεγάλες μάχες που έβαλαν σε κρίση τους τοπικούς επιτελάρχες μιας πολύ σκληρής επίθεσης. Μία πορεία στην οποία συναντηθήκαμε με εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους οδηγώντας το παραδοσιακό πολιτικό μέτωπο και τις παραλλαγές του σε προσωρινή εξάντληση. Μέσα σε αυτή την πορεία έλειψε η ανάδειξη της ταξικής διαίρεσης και της πολιτικής υποταγής της κοινωνίας ως των κύριων αιτιών για την κοινωνική δυστοπία, έλειψε η διάχυση της συνείδησης πως κράτος και καπιταλισμός μπορούν και πρέπει να ανατραπούν, έλειψαν τα οργανωτικά σχήματα που θα μας επέτρεπαν δυναμώσουμε τον αντικρατικό-αντικαπιταλιστικό αγώνα. Μένει να επιχειρήσουμε ξανά και καλύτερα και ξανά κι ακόμα καλύτερα, μέχρι να πραγματωθεί το μοναδικό ρεαλιστικό πρόγραμμα πραγματικής αλλαγής των υφιστάμενων συνθηκών της φτώχειας και της υποταγής. Μέχρι να πραγματώσουμε την κοινωνική επανάσταση
Απέναντι στις ντόπιες και υπερεθνικές ελίτ Να αντιτάξουμε τα λαϊκά και εργατικά συμβούλια Ενάντια σε κάθε διαχείριση του καπιταλισμού Να προτάξουμε την Αναρχία και τον Κομμουνισμό

Φεβρουάριος 2015

Σ.Κ.

Σημειώσεις
[1] Ε.Μαλατέστα,Αναρχία.’Πολλές και διάφορες είναι οι θεωρίες με τις οποίες ορισμένοι άνθρωποι έχουν επιδιώξει να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της κυβέρνησης. Βασίζονται, όμως, όλες, παραδεδεγμένα ή όχι, στην υπόθεση ότι τα άτομα μιας κοινωνίας έχουν αντίθετα συμφέροντα’
[2] Κ.Μαρξ,Το Κεφάλαιο,τόμος 3ος
[3] Η κουραστική χρήση των προθεμάτων ‘νέο’ και στη συνέχεια του κειμένου δεν σημαίνει την αναγνώριση κάτι πραγματικά καινούριου στις βασικές αυτές τάσεις της διεθνούς πολιτικής, Σημαίνει πως και οι δύο εφαρμόζονται πλέον με πλείστες παραλλαγές του αρχικού πλάνου τους ακριβώς λόγω της παταγώδους αποτυχίας τους να αποτελέσουν μία βάσιμη κ συνεχή πολιτικο-οικονομική και ιδεολογική σταθερά στο παρελθόν.
[4] Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε μια οικονομία έχει μακροχρόνια αρνητικές επιδράσεις. Διατυπώθηκε από τον θεωρητικό του νεοφιλελευθερισμού M.Friedmann και μολονότι ως σύνολο θεωρείται έως και ξεπερασμένη λόγω της κρίσης του 08, βασικές πτυχές της όπως η ‘ανωτερότητα’ της αγοράς, η προεξάρχουσα σημασία των ιδιωτικοποιήσεων και της περικοπής των κοινωνικών δαπανών αποτελούν βασικά σημεία της ατζέντας όλων των υπερεθνικών ελίτ
[5] Οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από οικονομολόγους της Σχολής της Φραγκφούρτης. Δίνει έμφαση στην επιτήρηση του ‘υγιούς πλαισίου για λογαριασμό της αγοράς’ από την πλευρά του κράτους σε κανονικές συνθήκες, μέσω της ανάπτυξης της ‘κοινωνίας της αγοράς’. Σε συνθήκες ύφεσης προτάσσει ‘την εκκαθάριση της οικονομίας από τα άρρωστα στοιχεία’, παίρνοντας αποστάσεις από τους μονεταριστές-νεοφιλελεύθερους καθώς αρνείται ακόμα και την μερική χαλάρωση στην προσφορά χρήματος σε περιόδους ύφεσης και χαμηλού πληθωρισμού
[6] Διατυπώθηκε επίσης από τον M.Friedmann και συνίσταται στην αντιμετώπιση της κρίσης ως ευκαιρίας για σαρωτικές πολιτικο-οικονομικές αλλαγές που θα θεραπεύσουν την οικονομία-ασθενή
[7] Η ιδέα ότι το Γερμανικό και το Ολλανδικό κράτος αρνούνται σθεναρά την επιμέρους μετατροπή της διαχείρισης και των μέτρων λόγω ‘της έκθεσής τους στο χρέος του Ελληνικού κράτους’ μέσω των ομολόγων που έχουν δοθεί από την ΕΚΤ προσκρούει στην πραγματικότητα της στάσης του του Γαλλικού και του Ιταλικού κράτους που είναι εξίσου ‘εκτεθειμένα’ στα ομόλογα δανεισμού. Γαλλικό κ το Ιταλικό κράτος τηρούν διαφορετική στάση, ’κατανόησης’, παρόλο που δεν διαφοροποιούνται ως προς την ουσία, ακριβώς λόγω των επιδιώξεων τους για επαναφορά ενός μέρους της διακρατικής ευρωπαϊκής ισορροπίας που έχει γείρει υπέρ του γερμανικού ηγεμονισμού .
[8] ‘Αυτό που θα πω στους εταίρους μας είναι ότι θα συνδυάσουμε πρωτογενή πλεονάσματα με μία ατζέντα μεταρρυθμίσεων.’ Υπουργός Οικονομικών του Ελληνικού κράτους,Financial Times,1/2/2015
[9] Η αναφορά στον ταγματασφαλιτισμό δεν σημαίνει αποδοχή ‘εθνικών’ δίπολων. Ένα σημαντικό μέρος της ντόπιας ελίτ επιδίωξε την εφαρμογή και αξιοποίησε με μεγάλη ικανοποίηση τα μέτρα που σχεδίασε μαζί με τους διεθνείς σύμμαχους της.
[10] Σουν Τζου,Η Τέχνη του Πολέμου
[11] ‘Κάθε σκέψη που ξεπερνά πρακτικά τον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση, μια ουτοπία, για το ρεβιζιονισμό’. Γ.Λούκατς, Η ουσία του ρεβιζιονισμού
[12] P.Crougman,Presidents and the Economy Ιανουάριος 2015
[13] Πρόγραμμα αύξησης της ασφαλιστικής κάλυψης του πληθυσμού
[14] Έκθεση της FED,Federal Reserve Bulletin,Σεπτέμβρης 2014
[15] The shadow of crisis has passed, and the State of the Union is strong Β.Obama,21 Ιανουαρίου 2015
[16] Πρωτοσέλιδο εφημερίδας Αυγή 5Νοεμβρίου 2014,Προσδοκίες από τη νίκη Ομπάμα για να μην πληρώσουν οι φτωχοί την παγκόσμια κρίση
[17] Γ.Βαρουφάκης ‘Η ουσία των Αμερικανικών εκλογών’ Νοέμβριος 2014
[18]Α.Τσίπρας για δηλώσεις Ομπάμα¨Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν περίμενα και εγώ ότι θα υπήρχαν τόσο ισχυρές δυνάμεις που θα συνδράμουν στο έργο της νέας ελληνικής κυβέρνησης’’
[19] Μπ.Ομπάμα 1-2-2015.’Είναι δύσκολο να κάνεις μεταρρυθμίσεις, αν το βιοτικό επίπεδο πέφτει διαρκώς.Με τον καιρό,το πολιτικό σύστημα,η κοινωνία δεν μπορεί να το αντέξει’

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]