user preferences

Ο ρατσισμός και η κριτική του

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Μετανάστευση / Ρατσισμός | Γνώμη / Ανάλυση author Tuesday March 28, 2006 14:32author by Γ.Σ. Report this post to the editors

O ρατσισμός είναι κραυγαλέα μορφή ιδεολογίας

Η ρατσιστική στρατολογεί τα υποκείμενά της κατ’ εξοχήν από το χώρο των κατώτερων και ασθενέστερων στρωμάτων και τάξεων.

Ο λόγος για τον οποίο η πεπατημένη αντιρατσιστική ρητορεία αγγίζει τη γελοιότητα είναι ότι, προκειμένου να διασώσει τα δικά της ιδεολογικά στερεότυπα, καταλαβαίνει ως ρατσισμό μόνο ό,τι δεν έχει να κάνει με αυτήν την ίδια.

Το ότι ο ρατσισμός είναι κραυγαλέα μορφή ιδεολογίας, το ότι πίσω από την ιδεολογία αυτή κρύβονται τόσο συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα όσο και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας είναι τόσο φανερό, ώστε κάθε συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα περιττεύει. Από τον ειδικευμένο ανθρωπολόγο μέχρι τον τελευταίο καθηγητή λυκείου και από τον σοβαροφανή δημοσιογράφο μέχρι τον προοδευτικό πολιτικό (ελαχίστων γραφικών περιπτώσεων εξαιρουμένων), οι πάντες, αν τουλάχιστον πιστέψουμε στα λόγια τους, μοιάζουν να γνωρίζουν καλά το παράλογο των ρατσιστικών αντιλήψεων καθώς τη σχέση τους με ακραίες μορφές κοινωνικού και πολιτικού ολοκληρωτισμού.

Παρ’ όλο όμως που στις περισσότερες κοινωνίες σήμερα ο αντιρατσισμός αποτελεί φαινομενικά κυρίαρχη ιδεολογία, τα ρατσιστικά κρούσματα παραμένουν, με αυξομειούμενη πιθανόν ένταση και έκταση, σταθερό χαρακτηριστικό των ίδιων αυτών κοινωνιών οι οποίες τα καταχωρούν στις σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος. Έως και στο Χόλυγουντ η προπαγάνδα υπέρ του καλού λευκού χριστιανού και η καταδίκη του άγριου ιθαγενούς έχει από πολύ καιρό πάψει να είναι της μόδας και κάθε έμπορος θεάματος που ξέρει τη δουλειά και το συμφέρον του καταγγέλλει με βδελυγμία της «παλιές» διακρίσεις έναντι ανθρώπινων όντων και αποκαλύπτει τη βάρβαρη πλευρά του ευρωπαϊκής αλαζονείας. Οι εκπρόσωποι ωστόσο τις θεσμικής πολιτικής δεν πτοούνται από τέτοιες αντιφάσεις και μιμούνται στην επιχειρηματολογία τα αφεντικά τους.

Αυτό που διαφέρει είναι η χρέωση των ευθυνών. Οι ιεροκήρυκες του φιλελευθερισμού, ξεχνώντας με ελαφριά συνείδηση τόσο την άμεση καταγωγή τους από τους κατ’ εξοχήν εισηγητές της ρατσιστικής ιδεολογίας όσο και το ότι οι θύτες των ρατσιστικών εγκλημάτων προέρχονται από τις ίδιες της «ανοιχτές» κοινωνίες για τις οποί-ες καυχιούνται, αποδίδουν τα φυλετικά στερεότυπα στο ζοφερό παρελθόν, που οι ανοιχτές κοινωνίες ήρθαν για να αντικαταστήσουν μια για πάντα. Οι στρατευμένοι της αριστεράς από την άλλη, για τους οποίους, για παράδειγμα, ο σοβιετικός αντισημιτισμός μπορεί να εξηγηθεί μέσα από κάποια ατυχήματα στην εναλλαγή της επαναστατικής εξουσίας, γνωρίζουν κάθε φορά να ξεμπερδεύουν με τα γνωστά κλισέ όπως «ο καπιταλισμός γεννά τη μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία» ή «η επικράτηση ρατσιστικών αντιλήψεων είναι ζήτημα ταξικών συσχετισμών και δυναμικής του κινήματος» - απαντήσεις που ασφαλώς θα έδιναν και για κάθε άλλο ζήτημα.

Ο καθένας έχει κάνει το καθήκον του και έχει το μέτωπό του καθαρό. Οι μεν περιμένουν από τη μοντέρνα εποχή και από την σύγχρονη αστική κοινωνική πραγματικότητα την οριστική επίλυση του προβλήματος, οι δε το ίδιο ακριβώς αλλά από την αλλαγή αυτής της πραγματικότητας, ενώ οι πιο πονηρεμένοι ανάμεσα στους τελευταίους συμπληρώνουν την κριτική με από τη ρομαντική εικόνα της υγιούς, αδιαβλήτως πρωτόγονης ζωής, πριν από την μοντέρνα πολιτιστική «αλλοτρίωση». Στη δυτική Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια οι εφημερίδες κατακλύζονται από λευκές γυναίκες που αναζητούν την ευτυχία στο πρόσωπο κάποιου έγχρωμου εραστή. Οι ράτσες κάνουν θραύση την ίδια ώρα που οι νεοναζί προκαλούν άλλου είδους θραύσεις στα άσυλα και τα κεφάλια των προσφύγων. Αληθινά ανοιχτές, πολυπολιτισμικές κοινωνίες!

Ο λόγος για τον οποίο η πεπατημένη αντιρατσιστική ρητορεία αγγίζει τη γελοιότητα είναι ότι, προκειμένου να διασώσει τα δικά της ιδεολογικά στερεότυπα, καταλαβαίνει ως ρατσισμό μόνο ότι δεν έχει να κάνει με αυτήν την ίδια. Αλλά η ιδιαιτερότητα του ρατσισμού ως κοινωνικού και ψυχολογικού φαινομένου, δεν έγκειται ούτε στην παραδοσιακή ολοκληρωτική, ούτε στην μοντέρνα βαρβαρότητα, αλλά στην επιστροφή της πρώτης μέσα στη δεύτερη, και μάλιστα επιστροφή που είναι αναγκαία για την ύπαρξη της τελευταίας. Είναι βεβαίως σωστό ότι οι ρατσιστικές αντιλήψεις χρωστούν την ανάπτυξή τους στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, η οποία χρειαζόταν κάποιο άλλοθι για την φρικαλέα καταλήστευση και εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών και την διεθνοποίηση του εμπορίου όπως και συνολικά του οικονομικού συστήματος. Όμως η απλή αναγωγή στην οικονομία ή στο πνεύμα του ορθού λόγου του κέρδους δεν εξηγεί την χαρακτηριστικά ανορθολογική μορφή των ρατσιστικών εκδηλώσεων, τον ανοιχτά θρησκευτικό τους χαρακτήρα. Από τη Κου Κλουξ Κλαν μέχρι το ναζισμό η οργάνωση των ρατσιστικών ομάδων έχει αυστηρά μυητικό χαρακτήρα ενώ η εξόντωση των θυμάτων λαμβάνει χώρα ως τελετουργική πράξη. Συστηματικά, εκείνοι που διακηρύσσουν την ανωτερότητα τους έναντι των βαρβάρων χρησιμοποιούν, ακόμη και χωρίς εμφανή πρακτικό σκοπό, την πλέον βάρβαρη πρακτική της τελετουργικής θυσίας. Ακόμη και η ίδια η ρατσιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι διαφορές ανάγονται σε γυμνά φυσικά χαρακτηριστικά, την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζει τους εχθρούς της ως ζώα, εξηγεί τα πάντα μέσο της ζωικής φύσης.

Ο παραλογισμός του ρατσισμού δεν έγκειται τόσο στη λανθασμένη γενίκευση, όπου τα μέλη μιας φυλετικής ομάδας φορτώνονται όλα με τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες, όσο στην εξομοίωση των θυτών με τη φανταστική εικόνα των υποψηφίων θυμάτων τους. Γι’ αυτό οι ανθρωπιστικών κινήτρων στατιστικές που καταδεικνύουν εμπειρικά το ψεύτικο των ρατσιστικών αντιλήψεων έχουν να πουν πολύ λίγα τόσο στον ρατσιστή όσο και για την κριτική του. Κατορθώνουν να δείξουν ότι οι άλλες φυλές μπορούν να συμμετάσχουν ισάξια στον κυρίαρχο πολιτισμό, αθωώνοντας τον πολιτισμό αυτό και την κυριαρχία του εκ των προτέρων. Όμως το κίνητρο της ρατσιστικής τελετουργικής βίας είναι ακριβώς αυτή η αθώωση. Αντίθετα με την ιδεολογία των έλλογων μορφών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η ρατσιστική στρατολογεί τα υποκείμενα της κατ’ εξοχήν από το χώρο τον κατώτερων και ασθενέστερων στρωμάτων και τάξεων. Αυτές περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο βιώνουν την καθολική κοινωνική περιστολή, όχι μόνο οικονομικά αλλά στο σύνολο της ύπαρξής τους, και αυτές λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο μπορούν να αντιδράσουν. Η μη συμμόρφωση τους θα σήμαινε την απόλυτη τους καταστροφή, αρχίζοντας από την κρατική πολιτική και φτάνοντας στην τελευταία λεπτομέρεια της προσωπικής τους ζωής: τις σχέσεις τους, τη δια-σκέδαση, τα όνειρα τους.

Γι’ αυτούς ισχύει το γνωστό γνωμικό πως αφού δεν μπορούν να το αποφύγουν, τουλάχιστον ας το απολαύσουν. Τη βία που έτσι κι αλλιώς θα υποστούν είναι προτιμότερο να την ασκήσουν από μόνοι τους στον εαυτό τους. Όπου όμως αυτό δεν είναι δυνατό - και σε συνθήκες ολοκληρωτικής διεύθυνσης η σφαίρα αυτή επεκτείνεται στο μέγιστο -, έχουν τη δυνατότητα να την προβάλλουν στους άλλους. Δέρνουν το μικρό αδελφό τους (από τον οποίο τους χωρίζουν κάποια βιολογικά έτη), μιμούμενοι τον πατέρα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να δείρει τους ίδιους. Επειδή ζουν σε συνθήκες καταδίωξης μέχρι τα μύχια της ύπαρξης τους, καταδιώκουν τους φυλετικά κατώτερους μέχρι τον τάφο για να μην ησυχάσουν ποτέ, όπως και οι ίδιοι. Δεν ξεγελιούνται απλώς από την προπαγάνδα κατά των θυμάτων τους, αλλά είναι όλο και πιο πρόθυμοι να δεχτούν τον όποιο παραλογισμό της, όσο πιο παράλογη είναι η εξουσία που απειλεί τους ίδιους. Γιορτάζουν τον τρόμο τους με την τελετή της τρομοκρατίας των άλλων.

Η ηδονή του ρατσιστή δολοφόνου είναι ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας της πράξης του. Αν έκρινε πρώτα το θύμα του δεν θα το ευχαριστιόταν. Η ρατσιστική πράξη είναι η γιορτή της γυμνής εξουσίας, ανεξαρτήτως σκοπιμότητας. Το ανέκδοτο: «οι ξένοι μας έφεραν όλα τα κακά: την ανεργία, την εγκληματικότητα, τον ρατσισμό» λέει περισσότερα από τις μισθολογικές αναλύσεις, ακόμη κι αν χωρίς τον καπιταλισμό ο ρατσισμός θα ήταν αδιανόητος, γιατί πιο πολύ από το να σώσει τη θέση εργασίας του, ο ρατσιστής θέλει να τιμωρήσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Οι καλοπροαίρετοι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ματαιοπονούν μιλώντας για τη αγαθότητα και τα προβλήματα των αλλοφύλων. Η φαντασίωση της αδυναμίας ερεθίζει τη σαδιστική όρεξη. Χάρη στις πα-ρεμβάσεις τους κατορθώνουν ασφαλώς να εξασφαλίσουν, νομικά ή πρακτικά, καλύτερες συνθήκες ή και να αποτρέψουν κάποια κρούσματα, κάτι που σε καμιά περίπτωση βεβαίως δεν είναι αδιάφορο. Επειδή όμως διακατέχονται από την ψευδαίσθηση της κοινωνικής συμφιλίωσης, όπως σε μια αγαπημένη οικογένεια, αφήνουν στη ησυχία του τον πάτερ φαμίλιας και μαθαίνουν καλούς τρόπους στα αδελφάκια. Συμπαραστέκονται κατασυγκινημένοι στο δράμα της αλβανίδας μαθήτριας που δεν την άφηναν να σηκώσει την ελληνική σημαία, γοητευμένοι από την επίδειξη ταύτισης της με τον ισχυρό. Ο ρατσισμός δεν μπορεί να νικηθεί ούτε με την οικονομική ενίσχυση των αδελφών, ούτε με την ένταξη του νόθου στην πατρική φροντίδα, αλλά με την διάλυση της «οικογενειακής» επιβολής και κυριαρχίας.

Γ.Σ.

* Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2 (Ιούλης 2001) του περιοδικού «Contact».

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]