user preferences

Προυντόν, Μαρξ και Αναρχική Κοινωνική Ανάλυση

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday January 04, 2014 19:08author by Dmitri (republishing) - MACG (personal capacity) Report this post to the editors

Μέρος Δ'

Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Μαύρη Φλόγα», το οποίο έχει γραφτεί από τους Νοτιοαφρικάνους συντρόφους Lucien van der Walt και Michael Schmidt. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εργασία που απαντά τόσο σε ζητήματα του παρελθόντος όσο και σε ζητήματα του σήμερα και δίνει μια παραπέρα προοπτική εξέλιξης της αναρχικής σκέψης και δράσης. Έχει δημοσιευτεί και ένα πρώτο μέρος του βιβλίου και βρίσκεται εδώ: http://eleftheriakos.gr/node/566 και εδώ: https://gutneffntqonah7l.
460_0___30_0_0_0_0_0_5423_popup_3.jpg

Οικονομικός Ντετερμινισμός και Ευρύτερη Αναρχική Παράδοση

Αναφέραμε νωρίτερα ότι η «δημόσια περσόνα» του Μαρξ επικεντρωνόταν στην επιστημονική Μαρξιστική διάσταση της σκέψης του. Μέσω αυτής της περσόνας, ο Μαρξ παρουσίαζε «τον κοινωνικό κόσμο να επιβάλλεται στα άτομα, αντί να αποτελεί ένα ρευστό μέσο που είναι ανοικτό στην ανθρώπινη παρέμβαση» κι έβλεπε τον καπιταλισμό ως ένα «στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης προορισμένο να αναδείξει μια άλλη, υψηλότερη κοινωνία – τον σοσιαλισμό»131. Αυτή η τοποθέτηση ερχόταν σε αντίθεση με τις πτυχές του κριτικού Μαρξισμού που υπήρχε εντός της σκέψης του Μαρξ. Αρκετοί Μαρξιστές ανέπτυξαν τις θεωρίες του Μαρξ δίνοντάς τους πιο ανθρωπιστικές κατευθύνσεις. Εντούτοις, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Μαρξ είχε πολλές ομολογουμένως αιτιοκρατικές αντιλήψεις και η πολεμική που ανέπτυξε απέναντι στους αναρχικούς και τους σοσιαλιστές βασιζόταν ακριβώς σε αυτές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μαρξ έβλεπε την ιστορία να καθοδηγείται κυρίως από την οικονομική εξέλιξη. Από τη μία, οι παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις αποτελούσαν τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν το εποικοδόμημα του πολιτισμού, της νομοθεσίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής – συμπεριλαμβανόμενου και του κράτους. Αυτό το εποικοδόμημα θεωρούσε πως καθοριζόταν από τις ανάγκες της βάσης και χρησιμοποιούταν για την αναπαραγωγή της. Από την άλλη, ο Μαρξ έτεινε να δίνει προτεραιότητα στις παραγωγικές δυνάμεις έναντι των παραγωγικών σχέσεων, υποστηρίζοντας πως η αέναη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας, ο παράγοντας που καθιστά αναγκαίες τις συνεχείς επαναστάσεις στις παραγωγικές σχέσεις, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις να επιλέγονται βάσει της ικανότητάς τους να διευκολύνουν την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι:

Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή – πράγμα που αποτελεί μόνο τη νομική έκφραση γι' αυτό – με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργά ή γρήγορα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα132.

Ομοίως, σύμφωνα με τον Ένγκελς:

oλόκληρη η μέχρι τώρα ιστορία ... είναι ιστορία ταξικών αγώνων· ... οι αντιμαχόμενες αυτές κοινωνικές τάξεις αποτελούν κάθε φορά το προϊόν των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής, με μια λέξη των οικονομικών σχέσεων κάθε εποχής. Κατά συνέπεια, η οικονομική δομή της κοινωνίας αποτελεί κάθε φορά την πραγματική βάση, από την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε ολόκληρο το εποικοδόμημα από τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και τις διάφορες άλλες ιδέες της δεδομένης ιστορικής περιόδου ... η τελική αιτία όλων των κοινωνικών μεταβολών πρέπει να αναζητηθεί ... στις μεταβολές που συντελούνται στον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Δεν πρέπει να αναζητηθεί στη φιλοσοφία της εκάστοτε εποχής, μα στην οικονομία. Όλες οι ηθικές θεωρίες είναι σε τελική ανάλυση παράγωγα του οικονομικού σταδίου στο οποίο έχει φτάσει η κοινωνία τη συγκεκριμένη εποχη133.

Ο ενθρονισμός της «οικονομικής δομής της κοινωνίας» στη θέση της «πραγματικής βάσης» της κοινωνίας διαπνέει το σύνολο του κλασικού Μαρξισμού και μπορεί να εντοπιστεί, μεταξύ άλλων, στον ορισμό της τάξης με βάση την ιδιοκτησία (ή μη) των μέσων παραγωγής, στην περιγραφή των ταξικών συστημάτων ως σχέσεων παραγωγής που αναδύονται σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στην αντίληψη του κράτους ως οργάνου της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, στην υπόθεση ότι η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί τη βάση του σοσιαλισμού, καθώς και στην κριτική προς τον Μπακούνιν ότι αγνοεί τις οικονομικές προϋποθέσεις της κοινωνικής επανάστασης. Ο Μαρξ αποκαλούσε το μοντέλο του «υλιστική» αντίληψη της ιστορίας.

Αμφότεροι οι Μαρξ και Ένγκελς τροποποιούσαν ελαφρά την αντίληψή τους, εφιστώντας την προσοχή απέναντι σε χοντροκομμένες ερμηνείες του εποικοδομήματος στηριγμένες τη βάση – ο Ένγκελς αναφέρεται στη βάση λέγοντας πως από αυτή «μπορούμε να εξηγήσουμε ολόκληρο το εποικοδόμημα», πως αποτελεί «σε τελική ανάλυση» την «τελική αιτία» – άλλα αυτό δεν τους έφερε σε θεμελιώδη ρήξη με τον οικονομικό ντετερμινισμό του όλου μοντέλου. Αφήνει χώρο για την παραδοχή της δυνατότητας μιας μερικώς αυτόνομης ανάπτυξης του εποικοδομήματος αλλά δεν δέχεται τη δυνατότητα του εποικοδομήματος να προκαλέσει θεμελιώδεις και ανεξάρτητες μεταβολές τη βάση, η οποία παραμένει η «τελική αιτία» και η «πραγματική βάση» της κοινωνίας. Η αντίληψη ότι η βάση αποτελεί την «απόλυτη εξήγηση» είναι μη επαληθεύσιμη, συνεπώς η πραγματική» αιτία τοποθετείται εκτός της αμιγώς επιστημονικής μεθοδολογίας για την οποία περηφανευόνταν ο Μαρξ και βάσει της οποίας ανακήρυξε τη θεωρία του ως τη μοναδική που μπορεί να εκπροσωπήσει την εργατική τάξη.

Η «υλιστική» αντίληψη της ιστορίας του Μαρξ αποτελεί ένα βαθύ κι εξαιρετικά ελκυστικό ερμηνευτικό πλαίσιο, ικανό να καλλιεργήσει εκπληκτική διορατικότητα. Δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η ευρύτερη αναρχική παράδοση ανταποκρίθηκε με διάφορους τρόπους στη θεώρηση αυτή. Ένα τμήμα της παράδοσης ενστερνίστηκε άκριτα το μοντέλο αυτό. Οι αγωνιστές της I.W.W. Χέιγουντ και Φράνκ Μπομ, για παράδειγμα, πίστευαν πως «τα σπουδαία γεγονότα της ιστορίας ... δημιουργούνται από μια βαθύτερη κοινωνική δύναμη ... την οικονομική ή υλική δύναμη»134. Γεννημένος το 1869 στις Η.Π.Α., ο Χέιγουντ δούλευε από πολύ νεαρή ηλικία, ριζοσπαστικοποιήθηκε κατά την περίοδο της εκτέλεσης των μαρτύρων του Σικάγο, έγινε ηγετική φυσιογνωμία της αγωνιστικής Ομοσπονδίας Ανθρακωρύχων της Δύσης και βοήθησε στο σχηματισμό της I.W.W. το 1905135. Στους Γούμπλις ανέλαβε μια σειρά ηγετικών ρόλων, ακόμα και μετά την αποχώρηση των ανθρακωρύχων από την I.W.W. Οι αντιλήψεις του μετατοπίστηκαν προς τον συνδικαλισμό και το 1913 ήταν ανάμεσα στους συνδικαλιστές που εκδιώχθηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής (S.P.A.) αλλά «δεν θα μπορούσε να τον νοιάζει λιγότερο»136. Το 1917 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Η.Π.Α. κατέστειλε την I.W.W. στα πλαίσια του Κόκκινου Τρόμου και ο Χέιγουντ αντιμετώπισε διώξεις. Κρίθηκε ένοχος και διέφυγε στην Ε.Σ.Σ.Δ. το 1921. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνεισέφερε στην οργάνωση ενός ασυνήθιστου (και κρατικά υποστηριζόμενου) πειράματος αυτοδιαχείρισης στα Ουράλια και τη Σιβηρία που λεγόταν Αυτόνομη Βιομηχανική Αποικία. Πέθανε το 1928 και ο Στάλιν έκλεισε την Αποικία την ίδια χρονιά.

Μια εναλλακτική προσέγγιση της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης είναι η επίσημη υιοθέτηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και η χρήση της με κριτικό και διαφοροποιημένο τρόπο. Για παράδειγμα, μια σύχρονη ιταλική πλατφορμιστική ομάδα, η Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών (FdCA), είναι «σταθερή» υποστηρίκτρια του «ιστορικού υλισμού» αλλά απορρίπτει την τελεολογική αντίληψη της ιστορίας και αρνείται τη θέση ότι μπορεί να οριστεί ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα137. Αυτό αποτελεί τεράστια τροποποίηση της θεωρίας αυτής και έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την υλιστική αντίληψη της πρωτοκαθεδρίας του οικονομικού παράγοντα.

Το παραπάνω είναι κοντινό στην προσέγγιση που υιοθέτησε ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν και άλλοι, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι οικονομικοί παράγοντες είναι κεντρικοί αλλά όχι απαραίτητα πρωταρχικοί. Οι οικονομική παράγοντες σχηματοποιούν σε βάθος την κοινωνία με ποικίλους τρόπους, αλλά δεν μπορούν να εκληφθούν ως πρωταρχικοί και καθοριστικοί κάθε κατάστασης. Ο Μπακούνιν είναι γνωστό ότι αυτοαποκαλούταν «υλιστής» αλλά συνέχιζε λέγοντας πως ο Μαρξ αγνοούσε «άλλους παράγοντες της ιστορίας, όπως η φανερή συνεχής αντίδραση των οικονομικών, νομικών και θρησκευτικών θεσμών πάνω στην οικονομική κατάσταση»138.

Αυτοί οι «παράγοντες» καθορίζονται από την «οικονομική κατάσταση» αλλά έχουν και ανεξάρτητα αποτελέσματα στην οικονομία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την οπτική του Μπακούνιν, οι πολιτική κουλτούρα παίζει σημαντικό ρόλο: «Εκτός και ανεξάρτητα από τις οικονομικής συνθήκες κάθε χώρας», «η ιδιοσυγκρασία και ο ξεχωριστός χαρακτήρας κάθε φυλής και κάθε λαού», που απορρέει από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, επηρεάζει «την ένταση του πνεύματος της εξέγερσης»319. Ο Μπακούνιν αναφέρθηκε επίσης σε ιστορικά γεγονότα που δεν είχαν οικονομική βάση και υπονόμευσαν τις παραγωγικές δυνάμεις, όπως η καταστροφή των βιβλιοθηκών της αρχαιότητας από τους πρώτους Χριστιανούς, η οποία δεν προέκυψε από οικονομικές αιτίες και τα αποτελέσματά της ήταν οικονομικά οπισθοδρομικά140. Επιπρόσθετα, σημείωνε ο Μπακούνιν, η στρατηγική του κλασικού Μαρξισμού για το επαναστατικό κράτος που θα λειτουργούσε ως μαία ενός νέου τρόπου παραγωγής ήταν ασυνεπής με την ίδια την υλιστική θεωρία του Μαρξ για την ιστορία, καθώς σήμαινε πως το εποικοδόμημα, το οποίο ο Μαρξ μεταχειριζόταν σαν αντανάκλαση της βάσης, θα μπορούσε να επαναστατικοποιήσει τη βάση και να αλλάξει εκ θεμελίων την κοινωνία141.

Ο Ρόκερ αναγνώριζε ότι «οι οικονομικές συνθήκες και οι ιδιαίτερες μορφές της κοινωνικής παραγωγής» έχουν διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο «στην εξέλιξη της ανθρωπότητας», προσθέτοντας ότι η αναγνώριση «της σπουδαιότητας και της επίδρασης των οικονομικών συνθηκών πάνω στη δομή της κοινωνικής ζωής» βρίσκεται στην ίδια τη φύση του σοσιαλισμού. Όμως ο Μαρξ έκανε λάθος όταν υποστήριζε ότι «κάθε ιστορικό γεγονός» μπορεί να αναχθεί και να εξηγηθεί στη βάση «των επικρατουσών συνθηκών παραγωγής» και ότι, ως αποτέλεσμα, υπάρχουν καθολικοί νόμοι που καθορίζουν την κοινωνία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων142.

Πολλές «χιλιάδες γεγονότα μέσα στην ιστορία ... δεν μπορούν να εξηγηθούν με καθαρά οικονομικές αιτίες ή αποκλειστικά και μόνο μέσω αυτών», παρατηρούσε ο Ρόκερ, και αυτό το γεγονός κατευθύνει την προσοχή σε παράγοντες όπως η θέληση για εξουσία, ο πολιτισμός και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών. Για παράδειγμα, η καταστροφή των αιρέσεων από τη μεσαιωνική Καθολική Εκκλησία στην Ευρώπη, ήταν μια προσπάθεια για την «ενοποίηση της πίστης», η οποία αποτελούσε θεμέλιο «των προσπαθειών της για πολιτική επικράτηση»143. Το κράτος δεν είναι μια απλή μαριονέτα των οικονομικών δυνάμεων αλλά μπορεί να δράσει (και το κάνει) με τρόπους που έρχονται σε αντίθεση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων· ακόμη και όπου προωθεί τις παραγωγικές δυνάμεις, δεν είναι απαραίτητο ότι αυτό συμβαίνει κατ' εντολή των δυνάμεων αυτών.

Ένα παράδειγμα είναι η μακρόχρονη οικονομική ύφεση της Χριστιανικής Ισπανίας από τον δέκατο έκτο αιώνα και μετά, που ξεκίνησε με τις απελάσεις των Μαυριτανών και των Εβραίων144. Οι άρχοντες του κράτους σε αυτή την περίσταση καθοδηγήθηκαν από τον θρησκευτικό φανατισμό, την επιθυμία για εδραίωση της εξουσίας τους και τις επιταγές της συμμαχίας κράτους κι εκκλησίας. Η άρχουσα τάξη ασχολήθηκε επίσης συχνά με τους τρόπους διατήρησης κι επέκτασης της κρατικής εξουσίας, όπως στην περίπτωση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο αγώνας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για την κυριαρχία στην Ευρώπη ήταν ίσης σημασίας με τα οικονομικά οφέλη145. Επιπλέον είναι υπερβολικά επιφανειακό να θεωρείται πως το μοναδικό κίνητρο των καπιταλιστών είναι αναζήτηση της οικονομικής επέκτασης. «Η νοσηρή επιθυμία για υποταγή εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια απόλυτη θέληση», υποστήριζε ο Ρόκερ, «είναι συχνά περισσότερο έκδηλη στους τυπικούς εκπροσώπους του σύγχρονου καπιταλισμού απ' ό,τι είναι οι οικονομικοί σχεδιασμοί ή η προοπτική για μεγαλύτερα υλικά οφέλη». «Η κατοχή μεγάλου πλούτου» συχνά επιδιώκεται κυρίως ως μέσο απόκτησης «τερατώδους εξουσίας»146.

Η Αναρχική Αντίληψη για την Ταξικότητα

Ο κλασικός Μαρξισμός και η ευρύτερη αναρχική παράδοση αποτελούν μοντέλα στα οποία η ταξικότητα είναι απολύτως θεμελιώδης. Παρόλα αυτά, θα ήταν σοβαρό λάθος να υποτεθεί ότι η αντίληψή τους για την ταξικότητα είναι κοινή. Όπως έχουμε δει, σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς η τάξη αποτελεί μια σχέση παραγωγής που θεμελιώνεται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής: «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν.»147 Με αυτή την έννοια, το κράτος είναι ένα όργανο ταξικής εξουσίας, αλλά νοούμενο μόνο ως όργανο μιας οικονομικά κυρίαρχης τάξης· είναι το εποικοδόμημα που αναδύεται από την οικονομική βάση και συνεπώς αντανακλά τις επιταγές της βάσης αυτής.

Από την άλλη, ο μόνος τρόπος να κατανοηθεί η αναρχική και συνδικαλιστική θέση ότι το κράτος γεννά αναγκαστικά μια νέα κυρίαρχη τάξη και ότι οι κρατικοί διαχειριστές είναι από μόνοι τους τμήμα της κυρίαρχης τάξης είναι μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η ευρύτερη αναρχική παράδοση θεωρεί πως η ταξικότητα θεμελιώνεται στον έλεγχο ενός συνόλου πόρων και όχι μόνο στην οικονομική ιδιοκτησία. Αγγίξαμε αυτό το ζήτημα στο προηγούμενο κεφάλαιο, στο οποίο είδαμε ότι ο Μπακούνιν μιλούσε για τους Σέρβους πατριώτες που μετατράπηκαν σε κυρίαρχη τάξη, σε μια χώρα που δεν υπήρχαν «ούτε ευγενείς, ούτε μεγάλοι γαιοκτήμονες, ούτε βιομήχανοι ούτε πολύ πλούσιοι έμποροι» μετά την ανεξαρτητοποίηση148. Η αντίληψή του ότι η πατριώτες που απέκτησαν τον έλεγχο του πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένου κράτους αποτέλεσαν μια «νέα γραφειοκρατική αριστοκρατία» δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να σημειωθεί ότι, στη σκέψη του Μπακούνιν, η τάξη δεν έχει να κάνει μόνο με τις παραγωγικές σχέσεις αλλά και με τις σχέσεις κυριαρχίας, όχι μόνο με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και με την ιδιοκτησία των μέσων καταναγκασμού – τη δυνατότητα να επιβάλλονται οι αποφάσεις με τη βία – και των μέσων διοίκησης – των οργάνων που κυβερνούν την κοινωνία.

Με αυτή την έννοια, η ανισομερής ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι αναγκαία άλλα όχι ικανή συνθήκη για την περιγραφή του ταξικού συστήματος. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής μπορεί κατά κύριο λόγο να χρησιμοποιηθεί για την εκμετάλλευση, μόνο αν ενισχύεται από τις σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των τάξεων. Αν, όπως έλεγε ο Μαρξ, οι εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη για αξία μικρότερη από αυτήν της πραγματικής τους εργασίας, τότε η διαδικασία της εκμετάλλευσης απαιτεί την ανάπτυξη μέσων, τόσο καταναγκασμού όσο και διοίκησης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι πληρώνονται λιγότερο απ' όσο εργάζονται. Σύμφωνα με των Μπακούνιν, το «εμπόρευμα» το οποίο ο εργάτης «πουλά στον εργοδότη» είναι «η εργασία του, οι ατομικές του υπηρεσίες, οι παραγωγικές δυνάμεις του σώματός, του μυαλού και του πνεύματός του και είναι αδιαχώριστα απ' αυτόν - είναι ο ίδιος του ο εαυτός». Ο εξαναγκασμός κάποιου να δουλεύει για κάποιον άλλο, σύμφωνα με το συμφέρον κάποιου άλλου, απαιτεί «ο εργοδότης ... (να) τον παρακολουθεί, είτε άμεσα είτε μέσω ελεγκτών· κάθε μέρα κατά τις ώρες της δουλειάς και κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, ο εργοδότης θα είναι ο κύριος των πράξεων και των κινήσεών του.»149

Συνεπώς, ακόμα και στους χώρους δουλειάς, όπου οι σχέσεις παραγωγής είναι κεντρικές, συνυφαίνονται αναγκαστικά με τις σχέσεις καταναγκασμού και οι διαδικασίες εκμετάλλευσης και κυριαρχίας διασυνδέονται. Ωστόσο, δεδομένης της απόρριψης του οικονομικού ντετερμινισμού, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Αν το κράτος είναι ο απόλυτος εγγυητής της κυριαρχίας στους χώρους δουλειάς, ασκεί επίσης την κυριαρχία του και έξω απ' αυτούς και όχι μόνο για λόγους εξασφάλισης της εκμετάλλευσης: το κράτος ελέγχει άτομα και περιοχές μέσα από τη συγκέντρωση πολλών μέσων καταναγκασμού και διοίκησης στα χέρια του, προκειμένου να πραγματώσει την εξουσία του. Στην περίπτωση της πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένης Σερβίας, οι σχέσεις κυριαρχίας προηγήθηκαν της δημιουργίας σχέσεων παραγωγής που επέτρεπαν την εκμετάλλευση· η εκμετάλλευση που προέκυψε, βοήθησε με τη σειρά της στην ενίσχυση της κυριαρχίας. «Κράτος ... και καπιταλισμός είναι αλληλένδετα» έλεγε ο Κροπότκιν, «και συνδέονται μεταξύ τους ... με το δεσμό του αιτίου και του αποτελέσματος, του αποτελέσματος και του αιτίου.»150

Σύμφωνα με μια αυστηρή Μαρξιστική οπτική, ο πρόεδρος μιας χώρας θα πρέπει να θεωρείται μισθωτός εργάτης, να βρίσκεται στην ίδια θέση με την εργατική τάξη γενικότερα· σύμφωνα με μια αναρχική προοπτική, ο πρόεδρος μιας χώρας είναι εξ ορισμού τμήμα της άρχουσας τάξης. Αν ο μεγάλος πλούτος αποτελεί μέσο κατάκτησης της κρατικής εξουσίας, τότε και η κρατική εξουσία αποτελεί επίσης μέσο κατάκτησης μεγάλου πλούτου. Έτσι πρόεδροι, βασιλείς, στρατηγοί, βουλευτές, δήμαρχοι, υπουργοί και κρατικοί αξιωματούχοι αποτελούν τμήματα της κυρίαρχης τάξης όσο ακριβώς και οι μεγιστάνες των ορυχείων και οι εργοστασιάρχες.

Από αυτό προκύπτει πως όταν ο Μπακούνιν ή ο Κροπότκιν μιλά για κυρίαρχη τάξη, δεν εννοεί απλώς την αστική τάξη, τους καπιταλιστές, όπως ο Μαρξ, αλλά συμπεριλαμβάνει επίσης τους γαιοκτήμονες και τους κρατικούς διαχειριστές. Αυτή η τάξη έχει κοινά συμφέροντα, παρόλο που δεν αποτελεί αναγκαστικά μια μονολιθική ομάδα με κοινή σκέψη. Αν και οι σχέσεις παραγωγής και κυριαρχίας συνδέονται βαθύτατα μεταξύ τους και σχηματίζουν τα διάφορα και αλληλοτροφοδοτούμενα στοιχεία ενός ταξικού συστήματος, μπορεί και να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να επιζητά έναν πόλεμο που διαταράσσει τη διαδικασία της εκμετάλλευσης· παρόμοια, η ανάγκη θεσμοποίησης ενός μεγαλύτερου ταξικού συστήματος και συνακόλουθη ενίσχυση της αναπαραγωγής των σχέσεων κυριαρχίας μπορεί να οδηγήσει σε μετασχηματισμούς που περιορίζουν το βαθμό της εκμετάλλευσης.

Είναι επίσης δυνατό να διακρίνουμε μια αντίληψη της αναρχικής παράδοσης για τις σχέσεις παραγωγής που έχει κάπως μεγαλύτερη εμβέλεια από την αντίστοιχη δύσκαμπτη αντίληψη των μορφών του κλασικού Μαρξισμού. Αυτή η αντίληψη αποκαλύπτεται μέσα από την επανεξέταση του ζητήματος του κρατικού καπιταλισμού. Ο εξόριστος Τρότσκι επέμενε ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν μια προλεταριακή δικτατορία διότι τα μέσα παραγωγής δεν κατέχονταν από «ιδιώτες» με τη μορφή κληρονομικής ιδιοκτησίας151. Πίστευε πως η νίκη του Στάλιν αντιπροσώπευε τη νίκη μιας «γραφειοκρατίας» που δεν είχε συγκροτηθεί ακόμα ως τάξη, της οποίας η ανάδυση σηματοδοτούσε την παρακμή της Ε.Σ.Σ.Δ. αλλά δεν αποτελούσε ρήξη με τον εγγενώς μετακαπιταλιστικό της χαρακτήρα. Όπως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία νοθεύει ένα σωματείο αλλά δεν αφαιρεί τον προλεταριακό του χαρακτήρα, έτσι και η Σταλινική γραφειοκρατία νόθευσε την Ε.Σ.Σ.Δ. αλλά αυτή παρέμεινε ένα (παρηκμασμένο) εργατικό κράτος.

Αν αφήσουμε στην άκρη την αντίληψη του Τρόσκι ότι τα αρνητικά στοιχεία της Ε.Σ.Σ.Δ. προέκυψαν με την άνοδο του Στάλιν και το ευφυολόγημα ότι ο ίδιος δεν υπήρξε μέρος της εξουσιαστικής γραφειοκρατίας, θα φτάσουμε σε ένα ενδιαφέρον σημείο. Αυτό που επιτρέπει στον Τρότσκι να ισχυρίζεται ότι ένας διευθυντής εταιρίας που δεν έχει δικό του μερίδιο δεν είναι στην πραγματικότητα καπιταλιστής και ότι η «εθνικοποιημένη» κρατική ιδιοκτησία δεν είναι εξ ορισμού «ιδιωτική», είναι η στενή αντίληψη περί ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Επιχειρηματολογώντας πάνω στο ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν κρατικοκαπιταλιστική, οι αναρχικοί αποκάλυψαν μια διαφορετική οπτική του ζητήματος: υπήρχε ένας μοναδικός ιδιοκτήτης, «ο οποίος υπηρετείται από ένα ολόκληρο γραφειοκρατικό σύστημα και μία νέα “κρατικοποιημένη” ηθική», χειριζόμενος ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού· το άτομο-καπιταλιστής του παρελθόντος είχε αντικατασταθεί από μια «νέα τάξη»· το κράτος κατέχει όλες «τις δουλειές, τα εργοστάσια, (και) τα ορυχεία» και διαχειριζόταν τον «πλήρη κρατικό καπιταλισμό»· το σύστημα αυτό ήταν «η τελευταία λέξη του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού που χρησιμοποιεί την οικονομική δικτατορία των τραστ και των καρτέλ για το σκοπό της εξολόθρευσης κάθε ανεπιθύμητου ανταγωνιστή»152.

Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι λογικοί μόνο στην περίπτωση που η ευρύτερη αναρχική παράδοση κατανοεί την ιδιοκτησία με ευρύτερο τρόπο απ' ό,τι ο Τρότσκι. Η άρχουσα τάξη μπορεί να κατέχει συλλογικά την ιδιοκτησία μέσω του κράτους αποστερώντας την από τις άλλες τάξεις. Αυτή η ιδιοκτησία έχει νομική μορφή – στο βαθμό που οι διορισμοί σε πόστα, τα δικαιώματα, οι εξουσίες που συνόδευαν συγκεκριμένα γραφεία και οι διαδικασίες που διέπουν τις αποφάσεις ορίζονται νομικά – αλλά δεν είναι η εξατομικευμένη νομική μορφή ιδιοκτησίας που είχε στο μυαλό του ο Τρότσκι. Είναι μια θεσμική μορφή ιδιοκτησίας, στην οποία η άρχουσα τάση κατέχει συλλογικά τα μέσα παραγωγής μέσω του κρατικού μηχανισμού αντί των πιστοποιητικών κυριότητας. Παράλληλα, η ιδιοκτησία αφορά σαφώς περισσότερα πράγματα από το απλό δικαίωμα να μεταβιβάζει κανείς τα υπάρχοντά του στους κληρονόμους του. Εμπεριέχει επίσης τον έλεγχο πάνω στις χρήσεις των μέσων παραγωγής – δηλαδή την αποφασιστική εξουσία για ζητήματα που αφορούν μεγάλες επενδύσεις και την καθημερινότητα. Συνεπώς, στον κρατικό καπιταλισμό η εκμετάλλευση και η κυριαρχία είναι ακόμη περισσότερο συνδεδεμένες μεταξύ τους απ' ό,τι στον ιδιωτικό καπιταλισμό, συγκεντρώνοντας την ταξική εξουσία σε τρομερό βαθμό, αντιπροσωπευτικό των εικόνων του «στρατώνα» και της «απολυταρχίας», που είχαν χρησιμοποιήσει ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν αντίστοιχα, προκειμένου να περιγράψουν τέτοια καθεστώτα153.

Τέλος, είναι απαραίτητο να ερευνήσουμε το ερώτημα γιατί η ταξικότητα είναι κεντρικό σημείο για τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές. Άλλωστε στην κοινωνία υπάρχουν αμέτρητες μορφές ιεραρχίας και ανισότητας και τα θύματά τους σε κάθε περίπτωση έχουν συμφέρον να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις που τα καταπιέζουν. Επιπλέον, οι αναρχικοί προτάσσουν την κατάργηση όλων των μορφών οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας και αντιλαμβάνονται την επανάσταση τους ως χειραφετητική για όλη την ανθρωπότητα. Άρα, γιατί οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές προκρίνουν την ταξικά βασισμένη στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή και εντάσσουν τη γυναικεία χειραφέτηση και την εθνική απελευθέρωση σε ταξικά πλαίσια, αντί να προωθούν μια αποκεντρωμένη πολλαπλότητα χειραφετητικών αγώνων ή γιατί δεν εντάσσουν το ταξικό ζήτημα σε φεμινιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές δραστηριότητες;

Η απάντηση βρίσκεται στον μοναδικό χαρακτήρα των ταξικών ανισοτήτων. Απ' όλες τις κοινωνικές σχέσεις, μόνο οι ταξικές περιλαμβάνουν ταυτόχρονα την κυριαρχία και την εκμετάλλευση· μόνο οι λαϊκές τάξεις δέχονται τη εκμετάλλευση και μόνο οι εκμεταλλευόμενες τάξεις μπορούν να δημιουργήσουν μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, καθώς είναι οι μόνες που δεν έχουν συμφέροντα που στηρίζονται στην εκμετάλλευση. Αν η εκμετάλλευση είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας και η ανθρώπινη απελευθέρωση προϋποθέτει την κατάργηση της εκμετάλλευσης, τότε μόνο η ταξική πάλη μπορεί να χειραφετήσει την ανθρωπότητα. Από αυτήν τη σκοπιά, οι μορφές καταπίεσης που δεν ανάγονται αυστηρά στο ταξικό – όπως το φύλο και η φυλή – θα πρέπει να προσεγγίζονται μέσα σε ταξικά πλαίσια, καθώς αυτά παρέχουν τη μοναδική βάση της γενικευμένης χειραφέτησης· και αντίστροφα, η ταξική επανάσταση, που είναι η μόνη που μπορεί να χειραφετήσει την ανθρωπότητα, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την αντίθεση στις διαιρέσεις της εργατικής τάξης – διαιρέσεις που βασίζονται στην προκατάληψη και τις μεροληπτικές διακρίσεις. Όπως το έθεσε ο Μπακούνιν: «Δουλεύετε για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας. ... Η εργατική τάξη (και οι αγρότες) είναι σήμερα οι μόνοι εκπρόσωποι της σπουδαίας και ιερής υπόθεσης της ανθρωπότητας. Το μέλλον ανήκει πλέον στους εργάτες: και αυτούς στα χωράφια και αυτούς στα εργοστάσια και τις πόλεις»154.

Αυτή η θέση μας επαναφέρει στο ζήτημα της προώθησης από μεριάς της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης της αντιεξουσίας και της αντικουλτούρας. Αν και η κοινωνική δομή είναι σημαντική, η παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας και οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές προωθούν την κεντρικότητα της αυτοοργάνωσης και των ιδεών στο σχηματισμό της κοινωνίας. Αν η ταξική θέση κάποιου καθορίζει τα βασικά πλαίσια των ταξικών του συμφερόντων, τα οποία σχηματοποιούνται από τη θέση του στο ευρύτερο σύστημα ταξικής κυριαρχίας – και ορίζουν τις ευρύτερες παραμέτρους της ατομικής συνείδησης και των επιλογών – τα άτομα στην πραγματική ζωή ερμηνεύουν αυτά τα συμφέροντα και οργανώνουν τη δράση τους με μια πληθώρα τρόπων, ακόμα και με τρόπους που αντιτίθενται στα βασικά τους ταξικά συμφέροντα.

Αν υπάρχει ένας βαθμός αντιστοιχίας ανάμεσα στην κοινωνική θέση και την ατομική συνείδηση, υπάρχει επίσης χώρος για αντιφάσεις μεταξύ αυτών των δύο. Ο Μπακούνιν, για παράδειγμα, υποστήριζε πως η διαφορά ανάμεσα στις ανορθολογικές προκαταλήψεις των λαϊκών τάξεων και αυτές των κυρίαρχων τάξεων είναι ότι οι «προκαταλήψεις των μαζών βασίζονται μόνο στην άγνοιά τους και αντιτίθενται εντελώς στα πραγματικά τους συμφέροντα, ενώ αυτές της αστικής τάξης βασίζονται ακριβώς στα ταξικά της συμφέροντα και αντιτίθεται στην εξουδετέρωσή τους από την ίδια την αστική επιστήμη»155. Εδώ βλέπουμε τη θέση ότι οι ιδέες έχουν τη δική τους εσωτερική λογική, συνεπώς δεν μπορεί να υποτεθεί ότι οι τάξεις λειτουργούν πάντοτε ως σύνολο, καθώς και ότι η ενότητα των λαϊκών τάξεων είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της πάλης των ιδεών και όχι αναπόφευκτο παράγωγο της ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Έτσι, σύμφωνα με τον Ρόκερ, οι ταξικές διαιρέσεις και τα ταξικά συμφέροντα είναι πραγματικά. Κάθε «χώρα παρουσιάζει διαφορές κλιματικής, πολιτισμικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής φύσης», «ανάμεσα στις μεγάλες της πόλεις, τις υψηλά ανεπτυγμένες βιομηχανικές της περιοχές, τα απομακρυσμένα της χωριά και στα οροπέδια της, στα οποία δεν έχει διεισδύσει σχεδόν καθόλου ο σύγχρονος τρόπος ζωής». Αυτό αντιστοιχεί εν μέρει στην ταξικότητα, καθώς «οι διαφορές στα οικονομικά συμφέροντα και τις διανοητικές προσπάθειες στο εσωτερικό του έθνους έχουν αναδείξει συγκεκριμένες συνήθειες και τρόπους ζωής στα μέλη των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων». «Κάθε κοινωνικό στρώμα αναπτύσσει τις δικές του συνήθειες ζωής, στις οποίες ένας ξένος με δυσκολία μπορεί να διεισδύσει»156.

Ποια «εθνικά ήθη και έθιμα», αναρωτιέται ο Ρόκερ, μοιράζεται «ένας σύγχρονος μεγιστάνας της βιομηχανίας κι ένας κοινός εργάτης», «μια κυρία της υψηλής κοινωνίας που ζει μέσα στις ανέσεις και μια νοικοκυρά σε κάποια αγροικία των βουνών της Σιλεσίας», «ένα από τα μέλη της “συνοικίας των εκατομμυριούχων” του Βερολίνου κι ένας ανθρακωρύχος στο Ρουρ»; Οι τάξεις δεν έχουν σχεδόν κανένα σημείο «διανοητικής επαφής»: οι εργάτες δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι υπάρχει μια «καθαρά ανθρώπινη» διάσταση του καπιταλιστή, ενώ ο καπιταλιστής βλέπει τον εργάτη σαν «εντελώς ξένο», συχνά με «εμφανή περιφρόνηση»157.

Όμως υπάρχουν επίσης βαθιές διαιρέσεις ανάμεσα στους αγρότες και τους εργάτες, ένας «δριμύς ανταγωνισμός ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο», καθώς κι ένα χάσμα ανάμεσα στους «πνευματικούς ηγέτες του έθνους και τις μεγάλες μάζες των εργαζόμενων ανθρώπων», που επηρεάζει ακόμα και τους διανοούμενους που συμμετέχουν στα λαϊκά κινήματα158. Υπάρχουν επίσης διαιρέσεις στο εσωτερικό κάθε τάξης και μια ευρεία γκάμα πιθανών αντιλήψεων· ένας εργάτης που ζει υπό τις ίδιες ακριβώς αντικειμενικές συνθήκες μπορεί να είναι Χριστιανός, Μουσουλμάνος ή Εβραίος159. Παρόμοια, αν «η ψυχική και πνευματική κατάσταση» της διοίκησης και «το κτηνώδες πνεύμα της κυριαρχίας» χαρακτηρίζουν πολλούς καπιταλιστές, υπάρχουν και άλλοι που υποστηρίζουν μεταρρυθμιστικά κινήματα που δεν «καθορίζονται κατά κανέναν τρόπο» από τα οικονομικά τους συμφέροντα, όπως τα κινήματα υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας160.

Αν αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσω της απλής αναγωγής στην ταξική θέση, τότε οι ιδέες αποτελούν ανεξάρτητες μεταβλητές, ακόμα κι αν υποστηριχθεί ότι το ταξικό σύστημα καθορίζει τα ευρύτερα όρια της υποκειμενικότητας. Προκύπτει λοιπόν ότι οι εξουσιαστικές τάξεις δεν αποτελούν μια μονολιθική ολότητα με έναν μοναδικό τρόπο σκέψης, δεν αντιλαμβάνονται αναγκαστικά τα ταξικά τους συμφέροντα εξ ολοκλήρου και δεν δρουν απαραίτητα με ορθολογικό τρόπο για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα αυτά με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Είναι πιθανόν οι πλούσιοι και ισχυροί να έρθουν σε μεταξύ τους ρήξη πάνω σε ζητήματα εθνικά, πολιτικά ή σε ζητήματα μελλοντικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και να βρεθούν σε εμφύλιες συρράξεις. Επίσης είναι εξίσου πιθανό να κάνουν σοβαρά λάθη. Δεν υπάρχει λόγος να αντιλαμβανόμαστε τις λαϊκές τάξεις σαν κάτι διαφορετικό από τις κυρίαρχες σε ό,τι έχει να κάνει μ' αυτά τα ζητήματα.

Έτσι, αναρχικοί όπως ο Μπακούνιν και ο Ρόκερ έθεσαν τις βάσεις για την απόρριψη του λειτουργιστικού τρόπου σκέψης ο οποίος, όταν συνδέεται με μια χοντροκομμένη ταξική ανάλυση, εκκινεί από τη θέση ότι οι τάξεις λειτουργούν σύμφωνα με τα βέλτιστα γι' αυτές συμφέροντα και θεωρεί ότι οι πράξεις τους κατευθύνονται με κάποιον τρόπο προς την ικανοποίηση των συμφερόντων αυτών. Το παραπάνω αποτελεί μια μορφή κυκλικού συλλογισμού – για παράδειγμα, αν οι καπιταλιστές λειτουργούν πάντα με βάση τα βέλτιστα συμφέροντά τους, τότε είναι δύσκολο να βρεθεί μια πράξη που να μπορεί να νοηθεί ως μη λειτουργική ως προς τα απόλυτά τους συμφέροντα – και προκύπτει από μια στρουκτουραλιστική θέαση του ταξικού συστήματος ως αυτοματοποιημένης κοινωνικής μηχανής και όχι ως κοινωνίας ανθρώπων με όλες τις τάσεις, τις πολυπλοκότητες και τις ατέλειές τους.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]