preferenze utente

cerca nell'archivio del sito Cerca cerca nell'archivio del sito


Search comments

ricerca avanzata

Προυντόν, Μαρξ και Αναρχική Κοινωνική Ανάλυση

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Wednesday January 01, 2014 17:50author by Dmitri (republishing) - MACG (personal capacity) Segnalare questo messaggio alla redazione

Μέρος Α'

Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Μαύρη Φλόγα», το οποίο έχει γραφτεί από τους Νοτιοαφρικάνους συντρόφους Lucien van der Walt και Michael Schmidt. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εργασία που απαντά τόσο σε ζητήματα του παρελθόντος όσο και σε ζητήματα του σήμερα και δίνει μια παραπέρα προοπτική εξέλιξης της αναρχικής σκέψης και δράσης. Έχει δημοσιευτεί και ένα πρώτο μέρος του βιβλίου και βρίσκεται εδώ: http://eleftheriakos.gr/node/566 και εδώ: https://gutneffntqonah7l.
460_0___30_0_0_0_0_0_5423_popup.jpg

Προυντόν, Μαρξ και Αναρχική Κοινωνική Ανάλυση

Στα προηγούμενα κεφάλαια παρουσιάσαμε κάποια από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της αναρχικής θεωρίας. Σε αυτό εδώ, ανοίγουμε έναν διάλογο ανάμεσα στον αναρχισμό, τον κλασικό Μαρξισμό και σε μικρότερο βαθμό τον μουτουαλισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Όπως συνέβη με όλες τις σημαντικές ταξικές ιδεολογίες. ο κλασικός Μαρξισμός επηρέασε τον αναρχισμό και αποτέλεσε τη βασική ιδεολογία απέναντι στην οποία προσδιορίστηκε. Μέσα από τη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ κλασικού Μαρξισμού και αναρχισμού και συγκρίνοντας τον αναρχισμό με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, θα μπορέσουμε να εξάγουμε πολλά θεμελιώδη χαρακτηριστικά του αναρχισμού – κάποια από τα οποία υπονοούνται και άρα δεν αναγνωρίζονται συχνά – και να αποδείξουμε ότι οι διαφορές ανάμεσα στον αναρχισμό και τον Μαρξισμό ξεπερνούν κατά πολύ το ζήτημα του ρόλου του κράτους εντός της επαναστατικής στρατηγικής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αναρχισμός είναι βαθιά εμποτισμένος με στοιχεία του κλασικού Μαρξισμού – ιδιαίτερα της Μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Ταυτόχρονα, απορρίπτει εν γένει πολλές από τις άλλες ιδέες του Μαρξ και ενσωματώνει πολλές από τις αντιλήψεις του Προυντόν. Ο αναρχισμός περιλαμβάνει ταυτόχρονα «την Προυντονική πολιτική και τη Μαρξική οικονομική θεωρία»1. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να συμφωνήσουμε απόλυτα με την άποψη του Γκερέν ότι ο κλασικός Μαρξισμός και ο αναρχισμός ανήκουν στην ίδια οικογένεια ιδεών και πίνουν νερό «απ' την ίδια προλεταριακή πηγή»2. Η σχέση ανάμεσα στον κλασικό Μαρξισμό και την ευρύτερη αναρχική παράδοση δεν είναι αναγκαστικά τόσο άκαμπτη ή πολωμένη, όπως θεωρείται μερικές φορές· εμπλέκονται μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό.

Παρόλα αυτά, θεωρούμε πως οι διαφορές μεταξύ κλασικού Μαρξισμού και αναρχισμού είναι υπερβολικά βαθιές ώστε να χρήζουν «σύνθεσης»3. Οι δύο τους έχουν διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στη φύση της ιστορίας και της προόδου, τη δομή της κοινωνίας, τον ρόλο της ατομικότητας, τους στόχους του σοσιαλισμού, ακόμη και στον ίδιο τον ορισμό της τάξης. Ταυτόχρονα, ο αναρχισμός διαφοροποιείται από βασικά στοιχεία της Προυντονικής πολιτικής. Συνεπώς ο αναρχισμός, έχει επηρεαστεί και από τον Προυντόν και από τον Μαρξ αλλά δεν μπορεί να υποβαθμιστεί θεωρούμενος ως κράμα αυτών των δύο στοιχείων.

Κοοπερατίβες, Προυντόν και Ειρηνική Αλλαγή

Ενώ είναι αδύνατον να προσδιοριστούν σύνδεσμοι ανάμεσα στους Γκόντγουιν, Στίρνερ, Τολστόι και την αναρχική παράδοση, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τον Προυντόν. Οι αναρχικοί αναγνωρίζουν τον Προυντόν ως πρόδρομο και τους μουτουαλιστές ως ευγενή πνεύματα. Αλλά ο αναρχισμός δεν είναι Προυντονισμός, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία στη μουτουαλιστική παράδοση που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τους αναρχικούς. Ο αναρχισμός, υποστήριζε ο Μπακούνιν, είναι «Προυντονισμός που αναπτύχθηκε στο μέγιστο βαθμό και οδηγήθηκε στις τελικές του συνέπειες»4. Οι αναρχικοί υιοθέτησαν από τον Προυντόν την ιδέα της αυτοδιαχείρισης των μέσων παραγωγής, την ιδέα της ελεύθερης ομοσπονδιοποίησης, το μίσος για τον καπιταλισμό και τη γαιοκτησία και την βαθιά επιφυλακτικότητα προς το κράτος. Σε ό,τι έχει να κάνει με το «ένστικτο» της ελευθερίας, σχολίαζε ο Μπακούνιν, ο Προυντόν ήταν «ο σπουδαιότερος απ΄ όλους μας» και ασύγκριτα ανώτερος από τον Μαρξ5.
Όμως οι αναρχικοί διαφωνούν με τη μουτουαλιστική θέση ότι ένας μη καπιταλιστικός τομέας θα μπορούσε να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση σταδιακά και ειρηνικά. Ο Μπακούνιν επέμενε ότι οι κοοπερατίβες δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν με «τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους βιομηχανικούς κι εμπορικούς τραπεζίτες, οι οποίοι συνιστούν ένα δεσποτικό, ολιγαρχικό μονοπώλιο». Συνεπώς, ένας μη καπιταλιστικός τομέας δεν μπορέσει να μετασχηματίσει την κοινωνία νικώντας τον καπιταλισμό στο ίδιο του το παιχνίδι. Αντίθετα, ο καπιταλισμός θα μπορούσε να τον ενσωματώσει: οι οικονομικές πιέσεις θα ανάγκαζαν τις κοοπερατίβες να προσφύγουν στη μισθωτή εργασία, με αποτέλεσμα την εκμετάλλευση και την «αστική νοοτροπία»6.

Επιπλέον, η λύση που πρότειναν οι Προυντονιστές δεν είχε να προσφέρει πολλά στην πλειοψηφία των αγροτών, για να μην αναφέρουμε την εργατική τάξη. Οι περισσότεροι αγρότες ζούσαν σε υπενοικιασμένη γη ή είχαν τεράστια χρέη· δεν ήταν σε θέση να αρχίσουν να λειτουργούν έναν βιώσιμο μη καπιταλιστικό τομέα, ακόμη κι αν αυτός μπορούσε να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Σύμφωνα με τους αναρχικούς, οι αγρότες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη γη τους μόνο μέσα από άμεσες συγκρούσεις, οι οποίες βέβαια θα ήταν δραματικές και βίαιες· η υπεράσπιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η προώθηση του σοσιαλισμού της αγοράς δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους. Για πολλούς από τους εργάτες, οι οποίοι βασίζονταν στο μισθό τους, το όνειρο της δημιουργίας μικρών επιχειρήσεων – που θα τους μετέτρεπαν σε αφεντικά του εαυτού τους – ήταν πολύ ελκυστικό αλλά ήταν απλώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, καθώς η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είχε τα απαραίτητα εισοδήματα ή τους πόρους για να επενδύσει σε μια Λαϊκή Τράπεζα. Τα σωματεία και οι τοπικές κοινότητες που ένωναν τους εργάτες στους άμεσους αγώνες ήταν πιο κοντινά σε αυτούς και πιο αποτελεσματικά.

Υπάρχουν άλλες τρεις βασικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στον μουτουαλισμό και τον αναρχισμό. Πρώτα απ' όλα, οι αναρχικοί απέρριπταν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ως ανίκανη να ανταποκριθεί στις ανάγκες των αγροτών και της εργατικής τάξης ενώ οι μουτουαλιστές υποστήριζαν τη μικρή ιδιοκτησία και οραματίζονταν ιδιωτικά κέρδη και ιδιωτική ιδιοκτησία την ουτοπική αγορά τους. Ο Μπακούνιν υποστήριζε ότι αν και οι κοοπερατίβες παρέχουν μια πολύτιμη πρακτική εμπειρία αυτοδιεύθυνσης, δεν αποτελούσαν ουσιαστικό τρόπο αντιμετώπισης του στάτους κβο. Επιπλέον, οι λαϊκές τάξεις θα μπορούν να φτάσουν στη «μέγιστη δυναμική» τους μονάχα μέσα σε μια κοινωνία βασισμένη στη συλλογική ιδιοκτησία των «βιομηχανικών εργατών και των εργατών της υπαίθρου»7. Έτσι οι αναρχικοί, συντασσόμενοι με τους Μαρξιστές, αντιτάχθηκαν στους μουτουαλιστές στην Πρώτη Διεθνή το 1869, πάνω σε διαφωνίες που είχαν να κάνουν με τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην έκλειψη του μουτουαλισμού και τη γενικευμένη αποδοχή της κοινοτικής ιδιοκτησίας ως βασικής απαίτησης των λαϊκών τάξεων.

Δεύτερον, οι αναρχικοί επέμεναν στην ανάγκη επαναστατικής αλλαγής, ενώ οι μουτουαλιστές την αρνούνταν. Αν η ανάπτυξη του μη καπιταλιστικού τομέα δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον καπιταλισμό, θα έπρεπε να βρεθούν άλλα μέσα· αν επιπλέον το κοινοβούλιο και η επαναστατική δικτατορία δεν είναι επιθυμητές, απομένουν μόνο τα όργανα της αντιεξουσίας, της άμεσης δράσης, των ριζοσπαστικών ιδεών και τελικά της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, στον Προυντόν είτε δεν άρεσε η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας είτε δεν την κατανοούσε, με συνέπεια να είναι εχθρικός προς τις απεργίες, πράγμα που τον απομόνωσε από το αναδυόμενο εργατικό κίνημα8. Σύμφωνα με τη μουτουαλιστική του αντίληψη, οι απεργίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανούσιες και στη χειρότερη πιθανή απειλή· δεν θεωρούνταν βιώσιμο μέσο αγώνα στην κατεύθυνση της ίδρυσης μικρών κοινοτήτων παραγωγών. Επιπλέον, αν γίνονταν απεργίες εντός του μη καπιταλιστικού συνεργατικού τομέα, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές.

Αυτό μας οδηγεί στην τρίτη μεγάλη διαφορά: η μουτουαλιστική παράδοση προσανατολιζόταν ιστορικά στις ανάγκες των μικρών ανεξάρτητων αγροτών και των βιοτεχνών. Αυτές οι ομάδες ήταν πολύ συχνά απαντώμενες στη Γαλλία της εποχής του Προυντόν. Κατά την εποχή του Τάκερ, στις Η.Π.Α. των τελών του δεκάτου ένατου αιώνα, αυτές οι ομάδες βρίσκονταν υπό τεράστια πίεση λόγω της ανάδειξης της σύγχρονης βιομηχανίας και του αγροτικού καπιταλισμού μεγάλης κλίμακας. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, οι ιδέες του Προυντόν πήραν νέα ανάσα ζωής στο εξωτερικό. Αντίθετα, ο αναρχισμός του Μπακούνιν και του Κροπότκιν είχε διαφορετικό ταξικό χαρακτήρα και συντάχθηκε με τους αγρότες και την αναπτυσσόμενη εργατική τάξη, προωθώντας τους ριζοσπαστικούς αγώνες. Ο Μπακούνιν έβλεπε σίγουρα με συμπάθεια τους μικρούς παραγωγούς, αλλά ήταν πεποισμένος ότι οι λύσεις που πρότεινε ο Προυντόν δεν ήταν πλέον βιώσιμες.

Σύμφωνα με την οπτική του Μπακούνιν, η θεμελιώδης αδυναμία του έργου του Προυντόν είναι η απουσία μιας επαρκώς αυστηρής ανάλυσης του καπιταλισμού, η οποία αποδυνάμωνε τη στρατηγική του για κοινωνική αλλαγή. Ήταν ένας «αδιόρθωτος» ιδεαλιστής που δεν είχε μια αρκούντως «επιστημονική» ανάλυση των διεργασιών της κοινωνίας9. Αυτό το στοιχείο μπορούσε να βρεθεί στις οικονομικές αναλύσεις του Μαρξ και ο Μπακούνιν επαινούσε την οικονομική θεωρία του Μαρξ, λέγοντας πως είναι «μια ανάλυση τόσο βαθιά, τόσο φωτεινή, τόσο επιστημονική, τόσο αποφασιστική ... ένα τόσο ανελέητο ξεμπρόστιασμα του σχηματισμού του αστικού κεφαλαίου», ώστε κανένας απολογητής του καπιταλισμού δεν είχε κατορθώσει μέχρι στιγμής να αντικρούσει10.

Η Κριτική Οικειοποίηση της Μαρξιστικής Οικονομικής Θεωρίας

Η ανάλυση του Μαρξ πάνω στα θεμελιώδη στοιχεία του καπιταλισμού είχε εντυπωσιάσει πολύ τους πρώτους αναρχικούς. Εκκινούσε από τη θέση ότι η παραγωγή αποτελεί τη βάση όλων των κοινωνιών και ότι ο πραγματικός χαρακτήρας μιας δεδομένης κοινωνίας βρίσκεται στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής11. Η ιστορία αποτελεί μια αλληλουχία διαφορετικών τρόπων παραγωγής, καθένας από τους οποίος έχει τη δική του εσωτερική λογική. Κάθε τρόπος παραγωγής είναι μια συγκεκριμένη διάρθρωση των «παραγωγικών δυνάμεων» (της εργασίας και των μέσων παραγωγής, όπως είναι ο εξοπλισμός και οι πρώτες ύλες) και των «παραγωγικών σχέσεων» (του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι οργανώνουν την παραγωγή) κι έχει τη δική του ιδιάζουσα δυναμική και τους δικούς του νόμους κίνησης.

Ταξική κοινωνία είναι αυτή στην οποία τα μέσα παραγωγής βρίσκονται υπό την κατοχή μιας τάξης. Αυτή η τάξη είναι η κυρίαρχη δύναμη της κοινωνίας. Οι περισσότεροι τρόποι παραγωγής αποτελούν ταξικά συστήματα και βασίζονται στην εκμετάλλευση. Αυτό σημαίνει το οικονομικό πλεόνασμα, που παράγεται από την παραγωγική τάξη των μη ιδιοκτητών, μεταφέρεται στην μη παραγωγική τάξη, λόγω της κατοχής από μέρους της των μέσων παραγωγής. Κάθε τρόπος παραγωγής έχει με τη σειρά του εσωτερικές αντιφάσεις, από τις οποίες αναδύεται η αναγκαιότητα για έναν νέο τρόπο παραγωγής. Γενικότερα, υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην τάση των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου και στις παραγωγικές σχέσεις στις οποίες βασίζονται οι δυνάμεις αυτές· σε ένα άλλο επίπεδο, υπάρχει μια ενδογενής πάλη των τάξεων. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν στην αντικατάσταση του παλιού τρόπου παραγωγής από έναν καινούριο, ο οποίος επιτρέπει την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο Μαρξ έλεγε ότι ο υπάρχων τρόπος παραγωγής είναι ο καπιταλισμός. Σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής, οι καπιταλιστές κατέχουν τα μέσα παραγωγής αλλά αυτοί που τα λειτουργούν είναι οι μισθωτοί εργάτες. Η παραγωγή κατευθύνεται προς το κέρδος και οι καπιταλιστές ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω της επένδυσης των κερδών τους στην αύξηση των μέσων παραγωγής που έχουν υπό τον έλεγχό τους. Σε όλους τους τρόπους παραγωγής η εκμετάλλευση πραγματοποιείται εντός της παραγωγικής διαδικασίας και όχι της διανομής· στον καπιταλισμό οι εργάτες δεν υφίστανται την εκμετάλλευση εντός της αγοράς, όπως πίστευε ο Προυντόν, αλλά στους χώρους δουλειάς. Οι εργάτες πουλάνε την εργατική τους δύναμη, ή αλλιώς τη δυνατότητά τους για εργασία, με αντάλλαγμα το μισθό, όμως η αξία που προσθέτουν στα αγαθά μέσω της εργασίας τους, η πραγματική αξία της εργασίας τους, είναι μεγαλύτερη από την αξία του μισθού τους. Με άλλα λόγια, οι εργάτες, παράγουν περισσότερη αξία από αυτή των μισθών τους. Οι καπιταλιστές καρπώνονται τα προϊόντα της εργασίας των εργατών και τα πουλούν με σκοπό το κέρδος, το οποίο προέρχεται από την απλήρωτη υπεραξία που παράγουν οι εργάτες.

Οι καπιταλιστές επενδύουν μεγάλο μέρος της υπεραξίας που αποσπούν πίσω στις παραγωγικές δυνάμεις, αυξάνοντας κατά βούληση την ποσότητα του μεταβλητού κεφαλαίου (δηλαδή της εργατικής δύναμης) και του σταθερού κεφαλαίου (δηλαδή των μέσων παραγωγής). Ο Μαρξ, όπως και ο Προυντόν, χρησιμοποιεί εδώ την εργασιακή θεωρία της αξίας· υποστηρίζει ότι μόνο η ζωντανή εργασία παράγει καινούρια αξία και αυτή η αξία καθορίζει την τιμή. Όλα τα εμπορεύματα μετατρέπονται σε ισοδύναμα και δεδομένης της λειτουργίας του συστήματος της ανταγωνιστικής αγοράς, η τιμή ενός εμπορεύματος πρέπει να αντιστοιχεί στον «κοινωνικά αναγκαίο» (ή μέσο) χρόνο εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί. Η τιμή μιας Ρολς-Ρόις είναι υψηλότερη από αυτήν μιας φραντζόλας ψωμιού διότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή μιας Ρολς-Ρόις είναι περισσότερος.

Πιο συγκεκριμένα, ο Μαρξ υποστήριζε ότι η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, η οποία ορίζεται εντός της παραγωγής από το χρόνο εργασίας, καθορίζει την τιμή μους. Η αξία χρήσης ή χρησιμότητα ενός αγαθού δεν παρέχει καμία εξήγηση για την τιμή του, καθώς οι αξίες χρήσης ποικίλουν από άτομο σε άτομο κι επίσης πολλά προϊόντα με μεγάλη αξία χρήσης (όπως το νερό) έχουν χαμηλή τιμή ενώ προϊόντα με μικρή αξία χρήσης (όπως τα διαμάντια) έχουν υψηλή τιμή. Από αυτά προκύπτει ότι υπάρχει ένας «νόμος της αξίας», ο οποίος ισχύει στον καπιταλισμό: δεδομένου ότι όλα τα εμπορεύματα έχουν ανταλλακτικές αξίς που προκύπτουν από το χρόνο εργασίας, θα πρέπει να ανταλλάσσονται σε συγκεκριμένες αναλογίες το ένα με το άλλο. Καθώς οι καπιταλιστές ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη βάση των τιμών, το χαμήλωμα των τελευταίων απαιτεί την ταυτόχρονη μείωση της ποσότητας του αναγκαίου χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω της αναδίαρθρωσης της εργασίας ή της ανάπτυξης νέων μέσων παραγωγής, με τη μηχανοποίηση να αποτελεί το σημαντικότερο μέσο μείωσης των τιμών. Συνεπώς, ο καπιταλισμός παρουσιάζει μια τάση προς την «αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου», δηλαδή την αύξηση της αναλογίας του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο.

Οι σπουδαίες τεχνολογικές εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου βασίστηκαν στην εκμηχάνιση κι επέτρεψαν στον καπιταλισμό να παραμερίσει τους αγρότες και τους ανεξάρτητους παραγωγούς μέσω της καπιταλιστικής παραγωγής μεγάλης κλίμακας. Αυτές οι εξελίξεις των παραγωγικών δυνάμεων δεν ήταν όμως προς όφελος της εργατικής τάξης. Οι νέες τεχνολογίες ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν για να αυξήσουν την εκμετάλλευση (καθώς οι εργάτες μπορούσαν να παράγουν πολύ περισσότερη υπεραξία με τον ίδιο μισθό), πράγμα που οδήγησε σε μείωση των θέσεων εργασίας, η οποία με τη σειρά της διόγκωσε την αγορά εργασίας και άσκησε πιέσεις στους μισθούς προς τα κάτω. Δεδομένης της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης και της απουσίας συνολικού σχεδιασμού της οικονομίας, η διάθεση των αγαθών έτεινε να υπερβεί τις διαθέσιμες αγορές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο καπιταλισμός να τείνει να εισέρχεται σε επαναλαμβανόμενες – και, σύμφωνα με τον Μαρξ, ολοένα και αυξανόμενες – περιόδους κρίσης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έντονη αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους καπιταλιστές, τις επιθέσεις στην εργατική τάξη με σκοπό τη μείωση του εργατικού κόστους, την αναζήτηση νέων αγορών και την άμεση καταστροφή του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού.

Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν εκφράσεις της αντίφασης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις εντός καπιταλισμού. Η δεύτερη αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η πάλη των τάξεων. Οι Μαρξ και Ένγκελς υποστήριζαν πως η καπιταλιστική τάξη θα συρρικνωθεί αριθμητικά ως αποτέλεσμα του διαρκούς ανταγωνισμού, ενώ η εργατική τάξη θα μεγεθύνεται διαρκώς, καθώς οι άλλες τάξεις θα ενσωματωθούν στις γραμμές της εξαιτίας του καπιταλισμού12. Επιπλέον, θεωρούσαν πως η εργατική τάξη θα συγκεντρωθεί σε μεγάλες εγκαταστάσεις, θα ενοποιείται ολοένα και περισσότερο καθώς η μηχανοποίηση διαβρώνει τις διαιρέσεις βάσει εξειδίκευσης και θα οργανώνεται συνεχώς περισσότερο. Εγκλωβισμένοι μαζικά μέσα σε συστήματα παραγωγής μεγάλης κλίμακας και υπάρχοντας ως «κοινωνική» και όχι ως ατομική εργασία, οι εργάτες θα πρέπει να συνεργαστούν για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Οι αγώνες τους θα οδηγήσουν αρχικά σε σωματεία, έπειτα σε επαναστατικά Μαρξιστικά κόμματα και τελικά στη δικτατορία του προλεταριάτου. Αντίθετα με τις αντιλήψεις φιλελεύθερων οικονομολόγων όπως ο Σμιθ, ο καπιταλισμός δεν αποτελεί φυσιολογική και μοιραία ανθρώπινη κατάσταση, αλλά απλώς είναι ο πιο πρόσφατος από μια σειρά τρόπων παραγωγής, ο οποίος μοιραία θα αντικατασταθεί από έναν καινούριο σοσιαλιστικό τρόπο.
Αυτό που έκανε ο Μαρξ, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, το γαλλικό σοσιαλισμό και τη γερμανική φιλοσοφία, ήταν να αναπτύξει μια νέα θεωρία του καπιταλισμού – μια θεωρία με πρωτοφανή αναλυτική αξία, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Το αποτύπωμα της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ μπορεί να εντοπιστεί ξεκάθαρα στη σκέψη των αναρχικών. Η μόνη ένσταση του Μπακούνιν για το Κεφάλαιο του Μαρξ ήταν ότι είχε γραφτεί σε μια γλώσσα που ήταν δυσνόητη για τον μέσο εργάτη. Ο Μπακούνιν ξεκίνησε τη μετάφραση του βιβλίου στα Ρώσικα13. Ο Κροπότκιν περιφρονούσε τον Μαρξ, αλλά η αντίληψή του για την ταξική πάλη, την εκμετάλλευση και την καπιταλιστική κρίση ήταν βαθιά επηρεασμένη από τη Μαρξιστική οικονομική θεωρία14.

Ο Μαλατέστα, ο οποίος διαμαρτυρόταν ότι ο αναρχισμός είναι υπερβολικά «επηρεασμένος απ' τον Μαρξισμό», δεν ανέπτυξε μια διαφορετική οικονομική ανάλυση και χρησιμοποιούσε εμφανώς τις Μαρξιστικές κατηγορίες και μοντέλα. Μάλιστα ο στενός του σύντροφος, Κάρλο Καφιέρο (1846-1892), εξέδωσε μια σύνοψη του Κεφαλαίου του Μαρξ15. Ο Μαλατέστα, ίσως ο αναρχικός με τη μεγαλύτερη επιρροή μετά τους Μπακούνιν και Κροπότκιν, γεννήθηκε σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια γαιοκτητών στην Ιταλία16. Άρχισε να συμμετέχει ως φοιτητής στο ιταλικό ριζοσπαστικό κίνημα, συνδέθηκε με τους αναρχικούς της Πρώτης Διεθνούς και εντάχθηκε στη Συμμαχία, συμμετείχε σε εξεγερσιακές δραστηριότητας κατά τη δεκαετία του 1870, μετά το τέλος της οποίας έγινε αναρχικός των μαζών. Ο Μαλατέστα πέρασε εξόριστος ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κι επέστρεψε στην Ιταλία το 1914 και ξανά το 1919. Έζησε τα τελευταία του χρόνια σε κατ' οίκον περιορισμό από το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι.

Μαρξιστική Οικονομική Θεωρία και Αναρχικός Κομμουνισμός

Παρόλα αυτά, οι αναρχικοί δεν υιοθέτησαν άκριτα και άνευ προϋποθέσεων τις ιδέες του Μαρξ· ανέπτυξαν σημαντικά τη Μαρξιστική οικονομική θεωρία με διάφορους τρόπους. Πρώτον, έτειναν, μάλλον άδικα, να υποβαθμίζουν τα επιτεύγματα και τις καινοτομίες του Μαρξ. Δεύτερον, άσκησαν κριτική στον τρόπο χρήσης της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τον Μαρξ. Τρίτον, επιχείρησαν να αποσυνδέσουν την Μαρξιστική οικονομική θεωρία από τη Μαρξιστική πολιτική. Στο τμήμα που ακολουθεί, μελετάμε το πώς η αναρχική παράδοση οικειοποιήθηκε κριτικά την οικονομική θεωρία του Μαρξ, καθιστώντας την κομμάτι της διαδικασίας παραγωγής μίας δικής της αντίληψης για την οικονομία17.

Οι αναρχικοί έδιναν έμφαση στο γεγονός ότι ο Μαρξ δέχτηκε μεγάλη επιρροή, την οποία ο ίδιος δεν αναγνώριζε, απ' τους παλιότερους Άγγλους και Γάλλους σοσιαλιστές και ειδικά τον Φουριέ, τον Ρόμπερτ Όουεν και τον Προυντόν. Σύμφωνα με τον Ρόκερ, οι ιδέες του Προυτόν έπαιξαν βασικό ρόλο στη μετακίνηση του Μαρξ προς τον σοσιαλισμό στις αρχές τις δεκαετίας του 1830. Επίσης, η ανάλυση του Προυντόν αποτέλεσε θεμελιώδη επιρροή της Μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας18. Ο Ρόκερ σημείωνε ότι αρχικά ο Μαρξ επαινούσε τον Προυντόν λέγοντας πως ο ίδιος είναι «ο συνεπέστερος και σοφότερος από τους σοσιαλιστές συγγραφείς» και τα γραπτά του «η πρώτη αποφαστική, αμείλικτη και ταυτόχρονα επιστημονική μελέτη της βάσης της πολιτικής οικονομίας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας», σημαντικότατο βήμα που για πρώτη φορά «καθιστά δυνατή μια πραγματική επιστήμη της πολιτικής οικονομίας». Οι πρώιμοι Μαρξ και Ένγκελς έλεγαν πως ο Προυντόν ήταν «ένας προλετάριος, ένας εργάτης», ένας υπέρμαχος του «συμφέροντος του προλεταριάτου», ο συγγραφέας του πρώτου «επιστημονικού μανιφέστου του γαλλικού προλεταριάτου».

Ο Μαρξ απέρριψε αργότερα τον Προυντόν, αρχίζοντας ξαφνικά να τον αποκαλεί αντιπρόσωπο του «αστικού σοσιαλισμού» και λογοκλόπο, και να λέει πως οι ιδέες του «μόλις και μετά βίας» αξίζουν «αναφοράς» σε μια «αυστηρά επιστημονική ιστορία της πολιτικής οικονομίας». Ο Ρόκερ υποστήριζε πως αυτό ήταν άδικο και υποκριτικό, καθώς ο Μαρξ παρέμενε πάντοτε θεμελιωδώς επηρεασμένος από τις ιδέες του Προυντόν. Η έννοια της υπεραξίας του Μαρξ, «αυτή η μεγάλη “επιστημονική ανακάλυψη” για την οποία οι Μαρξιστές μας είναι τόσο περήφανοι», προέκυψε άμεσα από την παλαιότερη χρήση της εργασιακής θεωρίας της αξίας στη θεωρία της εκμετάλλευσης από τον Προυντόν, όπως και από τις ιδέες των πρώιμων Άγγλων σοσιαλιστών. Συνεπώς ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι αντιπροσωπεύει έναν επιστημονικό σοσιαλισμό, που είναι εντελώς αντίθετος με τον παλιότερο ουτοπικό σοσιαλισμό, είναι παραπλανητικός και ανειλικρινής19. Ο όρος επιστημονικός σοσιαλισμός είχε επινοηθεί στην πραγματικότητα από τον Προυντόν20. Μεταγενέστεροι αναρχικοί σημείωναν επίσης ότι ο Μαρξ είχε επηρεαστεί και από τον Μπακούνιν21.
Παρόλα τα παραπάνω, ο Ρόκερ δεν σταμάτησε την επιχειρηματολογία του σε αυτά τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα αλλά συνέχισε παραθέτοντας αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς ότι τα βασικά κείμενα του Μαρξ ήταν προϊόν λογοκλοπής παλαιότερων συγγραφέων. Αυτοί οι ισχυρισμοί προωθήθηκαν από τον αναρχικό Βαρλαάμ Τσερκέζοφ (1846-1925). Ο Τσερκέζοφ, αρχικά συμμετείχε σε εξτρεμιστικές ναροτνικές ομάδες στη Ρωσία, διώχθηκε το 1871 και στάλθηκε στη Σιβηρία, απέδρασε το 1876 και μετακινήθηκε μέσω γαλλικών κι ελβετικών αναρχικών κύκλων στο Λονδίνο, όπου έγινε στενός φίλος του Κροπότκιν και του Μαλατέστα. Σύμφωνα με τον Τσερκέζοφ, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο έχει αντιγραφεί από το Μανιφέστο της Δημοκρατίας, ένα έργο που έγραψε το 1841 ο οπαδός του Φουριέ, Κονσιντεράν22. Αυτός ο ισχυρισμός κυκλοφορούσε ευρέως: για παράδειγμα, στην Κίνα «απέκτησε πολύ σύντομα σχεδόν στερεοτυπικό χαρακτήρα»23.

Αυτές οι κατηγορίες περί λογοκλοπής δεν είναι καθόλου πειστικές και μυρίζουν σεκταρισμό. Ο Νεττλώ είχε τη θέση ότι ο Κονσιντεράν και ο Μαρξ αποτελούσαν τμήματα της ίδιας ριζοσπαστικής κουλτούρας και ήταν γνώστες των ίδιων «γενικών γεγονότων»· επομένως κανένας δεν χρειαζόταν να αντιγράψει τον άλλο. Επιπλέον, ο καθένας ερμήνευε αυτά τα γενικά γεγονότα με τον δικό του τρόπο, σύμφωνα με τις πολιτικές του αντιλήψεις24. Αξίζει να προστεθεί ότι οι αντιλήψεις του Κονσιντεράν ήταν αρκετά διαφορετικές από αυτές του Μαρξ: τασσόταν υπέρ των ειρηνικών μεταρρυθμίσεων και όχι της επανάστασης, της εθελοντικής επαναδιοργάνωσης της οικονομίας και όχι της εθνικοποίησης και τέλος της ταξικής συνεργασίας και όχι της δικτατορίας του προλεταριάτου25.

Οι αναρχικοί έκαναν κριτική στον Μαρξ για τον τρόπο που χρησιμοποίησε την εργασιακή θεωρία της αξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η ακριβής συνεισφορά κάθε ατόμου στην παραγωγή και την δημιουργία νέων αξιών, όμως η μέση αξία που προστίθεται σε ένα δεδομένο εμπόρευμα είναι προσδιορίσιμη. Ο Μαρξ πίστευε ότι ο νόμος της αξίας θα ισχύει και μετά την «κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»26. Αργότερα ο Στάλιν υποστήριξε ότι ο νόμος της αξίας ισχύει στην Ε.Σ.Σ.Δ27. Αυτό σήμαινε, πρώτον και κύριον, ότι στα πλαίσια της δικτατορίας του προλεταριάτου θα λειτουργούσε ένα μη εκμεταλλευτικό μισθωτικό σύστημα, στο οποίο οι εργάτες θα πληρώνονταν από το κράτος βάσει της απόδοσής τους. Δεύτερον, σήμαινε ότι η διανομή των καταναλωτικών αγαθών στο σοσιαλισμό θα οργανωνόταν μέσω των χρηματικών συναλλαγών – δηλαδή μέσω των αγορών.

Η θέση του Κροπότκιν ότι μια αναρχική κοινωνία θα πρέπει να είναι επίσης και κομμουνιστική – κομμουνιστική με την έννοια της διανομής βάσει αναγκών – θα πρέπει να γίνει αντιληπτή σε αυτά τα πλαίσια. Οι αναρχικοί της Πρώτης Διεθνούς έκλειναν προς τη Μαρξιστική αντίληψη ότι σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία θα μπορούσε να υπάρχει ένα δίκαιο μισθωτικό σύστημα που θα βασίζεται στην αμοιβή σύμφωνα με την απόδοση. Αυτός ο «αναρχικός κολλεκτιβισμός» (όπως έγινε αργότερα γνωστός) αποτελούσε εν μέρει μια συνέχεια των μουτουαλιστικών ιδεών, σύμφωνα με τις οποίες οι εργάτες θα λαμβάνουν το σύνολο των καρπών της εργασίας τους. Οι ιδέες αυτές ενισχύθηκαν από τη Μαρξιστική αντίληψη για τη μετακαπιταλιστική κοινωνία.
Ο Κροπότκιν αντιπαρατέθηκε σε αυτές τις θέσεις σε μια σειρά έργων28. Αρχικά επιχειρηματολόγησε βασιζόμενος στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Η παραγωγή είναι, υποστήριζε, μια συλλογική διαδικασία , βασισμένη στη γνώση, την εμπειρία και τους πόρους που έχουν αναπτυχθεί στο παρελθόν. Πραγματοποιείται στο σήμερα από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, σε μια κατάσταση περίπλοκης διαίρεσης της εργασίας. Συνεπώς, η ατομική συνεισφορά δεν μπορεί να απομονωθεί ή να υπολογιστεί επακριβώς, όπως δεν μπορεί να μετρηθεί και η συνεισφορά μια συγκεκριμένης ομάδας εργατών σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού. Η εργασία του μεταλλεργάτη δεν είναι διαχωρισμένη από αυτήν του μεταλλωρύχου που εξορύσσει το μετάλλευμα, του μεταφορέα που το μεταφέρει και του εργάτη που φτιάχνει το σιδηρόδρομο, κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στα κεφαλαιακά αποθέματα και τα καταναλωτικά αγαθά.
Ο Λουίτζι Γκαλεάνι (1861-1931), για τον οποίο θα συζητήσουμε εκτενέστερα στο κεφάλαιο 4, πρόσεθεσε ότι η αξία των λιγότερο απτών αγαθών, όπως «το θεώρημα του Πασκάλ ... ο νόμος του Νεύτωνα για τη βαρύτητα, ή ... η ασύρματη τηλεγραφία του Μαρκόνι», δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί και ότι δεν μπορούν οι καινοτομίες αυτών των ανθρώπων να διαχωριστούν από τις ιδέες και τις ανακαλύψεις των άλλων29. Επομένως, μπορεί ο Μαρξ να είχε δίκιο όταν υποστήριζε πως οι εργάτες, λόγω της θέσης τους στην παραγωγή ως κοινωνική εργασία, θα έπρεπε να συνεργαστούν για να αλλάξουν την κοινωνία, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και με την άποψή του ότι η αμοιβή μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια σε διαφορετικούς τομείς.

Σ' αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το ζήτημα του καθορισμού των τιμών στον καπιταλισμό. Η χρήση της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τον Μαρξ, η ιδέα του για την ανταλλακτική αξία και ο νόμος της αξίας ήταν τα θεμέλια της αντίληψής του ότι οι τιμές είναι αντικειμενικές και καθορίζονται από το μέσο χρόνο εργασίας στην παραγωγή. Η ίδια αντίληψη εμφανιζόταν και στους φιλελεύθερους οικονομολόγους πριν από τα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο έργο του Σμιθ, στο οποίο συνυπήρχε αμήχανα με την οπτική ότι οι τιμές καθορίζονται και από υποκειμενικούς παράγοντες μέσα από το «νόμο» της προσφοράς και της ζήτησης. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αμέτρητα άτομα εντός της αγοράς, ο οποίος μεγιστοποιεί την κατανάλωση αγαθών που ικανοποιούν προσωπικές προτιμήσεις, καθορίζει τις τιμές. Υψηλή προσφορά και χαμηλή ζήτηση οδηγεί στην μείωση των τιμών ενώ χαμηλή προσφορά και υψηλή ζήτηση οδηγεί στην αύξηση των τιμών.
Ο Μαρξ δεχόταν ότι οι τιμές μπορεί να ποικίλουν σε κάποιο βαθμό εξαιτίας της προσφοράς και της ζήτησης αλλά αντέτασσε ότι οι καθορίζονται θεμελιωδώς από το χρόνο εργασίας πριν από την πώληση. Μέχρι τα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα – και όχι ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μουτουαλιστές, οι Μαρξιστές και οι αναρχικοί την εργασιακή θεωρία της αξίας προκειμένου να υποστηρίξουν την ταξική εκμετάλλευση – οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι προσπάθησαν να αναπτύξουν μια απολύτως υποκειμενική θεωρία των τιμών. Η θεωρία της οριακής χρησιμότητας, που αναπτύχθηκε από τον Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς και τους επιγόνους του, υποστηρίζει ότι, εντός της ελεύθερης αγοράς όλες οι τιμές, συμπεριλαμβανόμενων και των παραγωγικών τιμών, καθορίζονται απολύτως από τις ατομικές προτιμήσεις.

Ποιά η θέση των αναρχικών σ' αυτές τις διαμάχες; Είναι χρήσιμο σε αυτό το σημείο να δούμε τις απόψεις του Κροπότκιν για τον μισθό εντός καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική δύναμη αποτελεί εμπόρευμα και, όπως ισχύει για κάθε εμπόρευμα, η τιμή της καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της – το χρόνο εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν και να αναπαραχθούν οι εργάτες που κατέχουν την εργατική δύναμη. Όμως, σύμφωνα με τον Κροπότκιν, τα επίπεδα των μισθών είναι συχνά αρκετά αυθαίρετα και καθορίζονται από ένα μεγάλο σύνολο παραγόντων, όπως οι άνισες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των τάξεων, οι κυβερνητικές πολιτικές, η σχετική κερδοφορία συγκεκριμένων τομέων της παραγωγής και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, τη δυνατότητα των εξειδικευμένων κι επιστημονικά καταρτισμένων εργοδοτών να καθιερώνουν μονοπώλια σε συγκεκριμένους κλάδους30.

Άρα ο Κροπότκιν, όπως και ο Σμιθ, πίστευε ότι οι τιμές καθορίζονται ταυτόχρονα και από την υποκειμενική χρησιμότητα και από την ανταλλακτική αξία, όμως προσέθετε ότι οι σχέσεις εξουσίας παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Ο Μπέργκμαν ανέπτυξε αυτή τη θέση υποστηρίζοντας ότι η τιμή δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση των υποκειμενικών ατομικών επιλογών ή των αντικειμενικών ανταλλακτικών αξιών31 και επηρεάζεται από το χρόνο εργασίας, τα επίπεδα προσφοράς και ζήτησης αλλά και από τα ισχυρά μονοπώλια και το κράτος32. Ο Μπέργκμαν γεννήθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια στη Λιθουανία, έγινε αγωνιστής και εγκατέλειψε τη Ρωσία για τις Η.Π.Α., όπου συντάχθηκε με τους αναρχικούς33. Το 1892 επιχείρησε να εκτελέσει τον βιομήχανο Χένρι Κλέι Φρικ και φυλακίστηκε για δεκατέσσερα χρόνια. Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται ξανά, περνώντας δύο χρόνια ασχολούμενος με αντιμιλιταριστικές δραστηριότητες. Το 1919 εξορίζεται στη Ρωσία, στα πλαίσια του Κόκκινου Τρόμου – της μαζικής καταστολής της Αριστεράς που ξεκίνησε το 1917 – όπου απογοητεύτηκε πικρά απ' τους Μπολσεβίκους. Έφυγε από εκεί το 1921 και κατέληξε στο Παρίσι, όπου αυτοκτόνησε το 1936.

Από επιχειρήματα όπως αυτά του Κροπότκιν και του Μπέργκμαν προκύπτει ότι είναι αδύνατο να λειτουργήσει ένα δίκαιο μετακαπιταλιστικό σύστημα μισθωτής εργασίας. Πράγματι, αν οι μισθοί – όπως και οι άλλες αξίες – καθορίζονται και από την εξουσία και από τις ταξικές σχέσεις και αν – όπως πίστευε ο Κροπότκιν – η δικτατορία του προλεταριάτου ήταν ένα νέο ταξικό σύστημα, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναμένει κανείς ότι οι μισθοί που θα δίνονταν από το επαναστατικό κράτος θα ήταν δικαιότεροι από αυτούς των καθαρά καπιταλιστικών κρατών. Αντίθετα, θα οδηγούσαν στην περαιτέρω ταξική διαίρεση.
Το δεύτερο επιχείρημα του Κροπότκιν ενάντια στο μετακαπιταλιστικό σύστημα μισθωτής εργασίας επικεντρωνόταν στο ζήτημα της αδικίας. Ακόμη και αν οι μισθοί ήταν ένας δίκαιος αντικατοπτρισμός της προσφοράς του καθενός στην παραγωγή, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το σύστημα μισθωτής εργασίας ήταν επιθυμητό. Αμοιβή στη βάση της παραγωγής σημαίνει αναδιανομή βάσει του επαγγέλματος και των ικανοτήτων και όχι των αναγκών και των προσπαθειών. Η αμοιβή ενός ανειδίκευτου εργάτη σε μια ανειδίκευτη εργασία χαμηλής παραγωγικότητας, όπως το καθάρισμα, θα ήταν μικρότερη από αυτήν ενός ειδικευμένου εργάτη σε μια εξειδικευμένη εργασία, όπως αυτή του μηχανικού, ακόμη και αν η πραγματική του προσπάθεια ήταν λιγότερη. Επιπλέον η αμοιβή με βάση την παραγωγή δεν παρέχει κάποιον μηχανισμό που να συνδέει το εισόδημα με τις ανάγκες· αν ο προαναφερθείς μηχανικός ζούσε μόνος του χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις και ήταν υγιής ενώ ο καθαριστής ανέτρεφε αρκετά παιδιά και είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, πάλι ο μηχανικός θα είχε υψηλότερο μισθό από τον καθαριστή. Αυτή η συνθήκη θα ήταν άδικη και «θα διατηρούσε όλες τις ανισότητες της υπάρχουσας κοινωνίας», ειδικά το χάσμα ανάμεσα στην ειδικευμένη και την ανειδίκευτη εργασία34.

Συνεπώς, διακήρυττε ο Κροπότκιν, αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι η κομμουνιστική διανομή. Ο καθένας θα πρέπει να συνεισφέρει στην κοινωνία με το μέγιστο των δυνατοτήτων του και η κοινωνία με τη σειρά της θα πρέπει να καλύπτει τις συγκεκριμένες ανάγκες του καθενός κατά το δυνατόν περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κροπότκιν δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι που αρνούνται να συνεισφέρουν στην κοινωνία, ενώ μπορούν να το κάνουν, θα πρέπει να ανταμείβονται· σύμφωνα με την ιδέα ότι τα δικαιώματα απορρέουν απ' τις ευθύνες, έλεγε πως «όλοι όσοι συμμετέχουν στην παραγωγή έχουν πρώτα απ' όλα δικαίωμα στη ζωή κι έπειτα δικαίωμα στις ανέσεις της ζωής»35.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η παραγωγή δεν θα πρέπει να κατευθύνεται προς το κέρδος, όπως στον καπιταλισμό, αλλά προς τις ανθρώπινες ανάγκες: «Το μεγάλο κακό που προκαλεί η αστική κοινωνία δεν έγκειται μόνο στο ότι οι καπιταλιστές οικειοποιούνται ένα μεγάλο μερίδιο των κερδών, αλλά στο ότι ολόκληρη η διαδικασία παραγωγής ακολουθεί λανθασμένη κατεύθυνση, αφού δεν πραγματοποιείται με σκοπό την εξασφάλιση της καθολικής ευημερίας.»36. Τα αγαθά θα πρέπει να διανέμονται από μια «κοινή αποθήκη», δημιουργημένη από τους εργάτες. Όταν κάποιο συγκεκριμένο αγαθό σπανίζει, θα διανέμεται σε λογικές ποσότητες σε αυτούς που το έχουν περισσότερη ανάγκη. Όταν ο Κροπότκιν μιλούσε για ανάγκες, δεν αναφερόταν μόνο στα βασικά αγαθά, όπως το φαγητό και η στέγη, καθώς πίστευε πως οι ανάγκες έχουν τεράστιο εύρος και αλλάζουν διαρκώς. Σύμφωνα με την οπτική του, υπάρχει η «ανάγκη για πολυτέλεια», που περιλαμβάνει την «ξεκούραση», τις οδούς ανάπτυξης των «διανοητικών ικανοτήτων του καθενός» και την «τέχνη, και ειδικότερα ... την καλλιτεχνική δημιουργία»37. Τα παραπάνω προκύπτουν από την έμφαση που δίνουν οι αναρχικοί στην ατομική ελευθερία και την ατομικότητα, καθώς και από την βαθύτατη πίστη στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και τη μάθηση.

Η κομμουνιστική προσέγγιση του Κροπότκιν απαιτούσε την κατάργηση της αγοράς ως μέσου τόσο διανομής όσο και καθορισμού τιμών. Η πληροφορία που εμπεριέχεται στις τιμές που προκύπτουν από τις αγορές – είτε καθορίζονται από την υποκειμενική χρησιμότητα είτε από την αντικειμενική ανταλλακτική αξία – είναι πάντοτε ανεπαρκής, αν θέλουμε να μιλάμε για ένα δίκαιο σύστημα διανομής και γενικότερα έναν κοινωνικά επιθυμητό συντονισμό της οικονομικής ζωής. Αν και κάποιοι πρόσφατοι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι οι τιμές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το συντονισμό της οικονομικής ζωής σε μια αναρχική κοινωνία, δέχονται τη θέση του Κροπότκιν ότι δεν αντανακλούν απλώς την ανταλλακτική αξία ή την αξία χρήσης, αλλά έχουν να κάνουν επίσης με τα κόστη και τα οφέλη που έχουν συγκεκριμένα αγαθά για την κοινωνία ως σύνολο και δεν θα πρέπει να καθορίζονται μέσα από την αγορά, αλλά μέσα από μια διαδικασία συμμετοχικού σχεδιασμού38.

Η σημασία των επιχειρημάτων του Κροπότκιν υπέρ του αναρχισμού αναγνωρίστηκε ευρέως και η έννοια του «αναρχικού κομμουνισμού» υιοθετήθηκε από την ευρύτερη αναρχική παράδοση αντικαθιστώντας τον «αναρχικό κολλεκτιβισμό». Ο Κροπότκιν δεν ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τον αναρχισμό με τον κομμουνισμό, αλλά ήταν αυτός που έπαιξε βασικότατο ρόλο στην επικράτηση του κομμουνισμού στις ζυμώσεις των αναρχικών και των συνδικαλιστικών κύκλων από τη δεκαετία του 188039. Υπάρχουν ψήγματα κομμουνιστικών θέσεων σε κάποια από τα έργα του Μπακούνιν, ενώ ο Γκιγιώμ, στενός του σύντροφος, προέτασσε την κομμουνιστική διανομή από το 187640. Την ίδια περίπου περίοδο κινήθηκαν προς την υιοθέτηση του κομμουνισμού και οι Ιταλοί που βρίσκονταν γύρω από τον Μαλατέστα, ενώ ο όρος «αναρχικός κομμουνισμός» φαίνεται να επινοήθηκε από τον Γάλλο αναρχικό Ελιζέ Ρεκλύ (1830-1905). Γεωγράφος, όπως και ο Κροπότκιν, ο Ρεκλύ ήταν αρχικά οπαδός του Φουριέ αλλά σύντομα εντάχθηκε, μαζί με τον αδερφό του Έλι, στην Αδελφότητα του Μπακούνιν. Από το 1871 κι έπειτα, οι δύο αδελφοί έγιναν αναρχικοί αγωνιστές. Ο Ρεκλύ εξέδιδε την εφημερίδα Le Révolté («Ο Εξεγερμένος») και παρήγαγε συνεχώς αναρχικό προπαγανδιστικό υλικό, έχοντας παράλληλα μια επιτυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα. Όπως και ο Κροπότκιν, έκλεινε προς την αντίληψη ότι «ο αναρχισμός είναι η αλήθεια» και ότι «η επιστήμη μπορεί να το αποδείξει»41.

Είναι λοιπόν σημαντικό να μην αντιλαμβανόμαστε τις θέσεις του Κροπότκιν για τους μισθούς, τις τιμές και τις αγορές σαν ένα απλό τμήμα μιας διαμάχης στις τάξεις των αναρχικών αναφορικά με τη λειτουργία μιας μελλοντικής κοινωνίας, αλλά και ως τμήμα μιας ευρύτερης σχέσης του αναρχισμού με τον φιλελευθερισμό και τη Μαρξιστική οικονομική θεωρία ταυτόχρονα. Αυτή η οπτική είναι χρήσιμη τόσο για να μελετήσουμε τον Κροπότκιν όσο και για να αναστοχαστούμε πάνω στη σχέση του με τα σύγχρονα ζητήματα της οικονομίας και της ανάπτυξης. Εγείροντας ζητήματα σχετικά με την πληροφορία που παρέχουν οι τιμές, ταυτόχρονα ο Κροπότκιν εγείρει ζητήματα σχετικά με το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος βασίζεται στις οριακές θεωρίες της αξίας.

Σύμφωνα με τον Λούντβιχ φον Μίζες και τον Φρίντριχ φον Χάγιεκ, μια σύγχρονη οικονομία μπορεί να συντονιστεί μόνο μέσα από τις πληροφορίες που παρέχονται από το σύστημα τιμολόγησης της ελεύθερης αγοράς. Αυτό είναι που παρέχει περιθώρια ατομικής επιλογής κι ελευθερίας· η μόνη εναλλακτική είναι η οικονομική καταστροφή λόγω των αυθαίρετων υπολογισμών των συμφεροντολόγων κρατικών σχεδιαστών και της διαρκούς διεύρυνσης της κρατικής εξουσίας πάνω στη δημόσια και ιδιωτική ζωή42. Όμως, αυτό που επισήμαινε ο Κροπότκιν είναι ότι οι τιμές στον καπιταλισμό παρέχουν στην καλύτερη περίπτωση μερική και ατελή πληροφορία, η οποία αποκρύπτει τα έργα και τις ημέρες του καπιταλισμού και γεννά κι αναπαράγει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Αγνοώντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της οικονομίας λόγω του μεθοδολογικού ατομικισμού τους, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι αγνοούν επίσης και τις κοινωνικές επιπτώσεις συγκεκριμένων επιλογών, όπως και το ζήτημα των εξωγενών παραγόντων: «Παραμένει προς εξακρίβωση το αν ένας εύρωστος εργάτης δεν κοστίζει περισσότερο στην κοινωνία απ’ ότι ένας εξειδικευμένος τεχνίτης, αν έχουμε λάβει υπόψη μας την παιδική θνησιμότητα στις τάξεις των εργατών, την αναιμία που τους θερίζει καθώς και τους πρόωρους θανάτους»43. Ενώ ο Μίζες κι ο Χάγιεκ υποστηρίζουν την ελεύθερη αγορά και βλέπουν στον ανταγωνισμό την έκφραση της ανθρώπινης φύσης και τα μέσα για την προώθηση της ατομικής ελευθερίας, ο Κροπότκιν έβλεπε τη συνεργασία και όχι τον ανταγωνισμό ως βάση της πραγματικής ατομικότητας και απαιτούσε την υποταγή της οικονομίας στις κοινωνικές ανάγκες και όχι την απελευθέρωση της αγοράς από τον κοινωνικό έλεγχο.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2001-2024 Anarkismo.net. Salvo indicazioni diversi da parte dell'autore di un articolo, tutto il contenuto del sito può essere liberamente utilizzato per fini non commerciali sulla rete ed altrove. Le opinioni espresse negli articoli sono quelle dei contributori degli articoli e non sono necessariamente condivise da Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]