user preferences

Το Νόημα του Αναρχισμού

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday May 16, 2013 22:08author by Lucien van der Walt - Michael Schmidt Report this post to the editors

Συζητώντας τη βιβλιογραφία* - Μέρος 2ο

Το Νόημα του Αναρχισμού: Συζητώντας τη βιβλιογραφία* - Ελληνική μετάφραση του Πρώτου Κεφαλαίου του βιβλίου των Lucien van der Walt και Michael Schmidt “Black Flame – The Revolutionary Class Politics of Anarchism and Syndicalism”
parismayday.jpg

Η Ανάγκη για μια Νέα Προσέγγιση

Έχοντας σκιαγραφήσει τους τρόπους με τους οποίους απαντάται ο αναρχισμός στη βιβλιογραφία, θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή μας σε κάποια από τα προβλήματα που σχετίζονται με τις προσεγγίσεις αυτές. Σε αυτό το σημείο, η συζήτηση που προηγήθηκε για την προσέγγιση των επτά σοφών έχει ιδιαίτερη σημασία. Η περιγραφή προσωπικοτήτων όπως οι Γκόντγουιν, Προυντόν, Στίρνερ, Μπακούνιν, Τάκερ, Κροπότκιν και Τολστόι δείχνει ξεκάθαρα πως οι παραπάνω δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόσωποι της ίδιας θεώρησης, εκτός αν η θεώρηση αυτή ορίζεται με έναν γενικόλογο τρόπο, που συσκοτίζει τις ριζικές διαφορές μεταξύ των στοχαστών αυτών.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αρκετοί συγγραφείς να μην διακρίνουν τίποτα το παράξενο στην συμπερίληψη ακραίων ατομικιστών, όπως ο Στίρνερ, ριζοσπαστών φιλελεύθερων, όπως ο Ρόθμπαρντ, κι επαναστατών σοσιαλιστών, όπως οι Μπακούνιν και Κροπότκιν, στην παράδοση ενός συγκεκριμένου κινήματος. Ωστόσο, αν αυτές οι προσωπικότητες αποτελούν εκπροσώπους μίας και μοναδικής παράδοσης, τότε αυτή η παράδοση θα πρέπει να πάσχει από την έλλειψη συνεκτικού θεωρητικού πλαισίου κι από τεράστιες εσωτερικές αντιφάσεις. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει αποδεδειγμένη προγραμματική αδυναμία εύρεσης κοινών τόπων, όσον αφορά το πώς νοηματοδοτεί την ατομική ελευθερία και τον αντικρατισμό, όπως επίσης και όσον αφορά το σκεπτικό βάσει του οποίου καταλήγει να προτάσσει τα παραπάνω.

Ένα από τα προβλήματα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι το γεγονός ότι αποτυγχάνει να παράσχει έναν αποτελεσματικό ορισμό. Οι ορισμοί θα πρέπει να προσδιορίζουν τα κοινά χαρακτηριστικά του ζητήματος για το οποίο δημιουργούνται· αυτή η προσέγγιση αποτυγχάνει να το κάνει κι επιπλέον πάσχει από έλλειψη εσωτερικής συνοχής. Επιπροσθέτως, οι ορισμοί θα πρέπει να μπορούν να οριοθετούν την οριζόμενη έννοια και να την διαφοροποιούν από άλλες· και σε αυτό το σημείο, ο θολός ορισμός του αναρχισμού ως αντικρατισμού, αποτυγχάνει. Με βάση αυτό τον ορισμό, είναι απόλυτα συνεπές να συμπεριλάβουμε τον κλασικό Μαρξισμό στις κατηγορίες του αναρχισμού, δεδομένου του γεγονότος ότι τελικός στόχος της θεωρίας αυτής είναι η ακρατική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταναγκασμούς.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι το τελικό στάδιο της ιστορίας, η κομμουνιστική κοινωνία, θα είναι ακρατική -«η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα»- και θα βασίζεται στην ατομική ελευθερία - «θα υπάρξει μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός ξεχωριστά θα συνιστά όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων»55. Για την παράδοση του κλασικού Μαρξισμού, η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελικό στάδιο της ιστορίας. Σύμφωνα με τον Λένιν, «η δικτατορία του προλεταριάτου ... θα αρχίσει να μαραίνεται αμέσως μετά τη νίκη του»· «Δεν διαφέρουμε από του αναρχικούς στο ζήτημα της κατάργησης του κράτους ως σκοπού»56. Παρόμοια, ο Νικολάι Μπουχάριν υποστήριζε ότι «Το κράτος θα σβήσει .... η προλεταριακή κρατική εξουσία θα σβήσει κι αυτή»57.

Αν ο αναρχισμός μπορεί να εγκολπώσει φιλελύθερους, Μαρξιστές, ριζοσπάστες Χριστιανούς, τον Ταοισμό και άλλα πολλά, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα βασικά έργα για τον αναρχισμό τον περιγράφουν ως «μη συνεκτικό». Αυτή η προσέγγιση δεν είναι χρήσιμη. Δεδομένου ότι δεν είναι λίγες οι πνευματικές παραδόσεις που έχουν τουλάχιστον μερικά αρνητικά σχόλια για το κράτος και μερικά θετικά για την ατομικότητα, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί ένα ανώτατο όριο στις παραδόσεις που μπορούν να συμπεριληφθούν, με κάποιο τρόπο, στην κατηγορία του αναρχισμού. Ο Ελτζμπάχερ έκανε μόλις επτά επιλογές. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσουμε εκεί: από τη στιγμή που γίνεται αποδεκτός ο ορισμός του Ελτζμπάχερ, δεν μένει μεγάλη απόσταση να διανύσουμε από την προσέγγιση του Μάρσαλ, η οποία συμπεριλαμβάνει στο κάδρο του «αναρχισμού» τον Βούδα, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Χέρμπερτ Σπένσερ, τον Γκάντι, τον Τσε Γκεβάρα και τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Και εάν η έννοια του αναρχισμού μπορεί να καλύψει ένα τόσο ευρύ πεδίο - ας μην ξεχνάμε πως με τα ίδια επιχειρήματα μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τον Μαρξ με τους επιγόνους του, τότε ο ορισμός αυτός είναι τόσο διασταλτικός που καταλήγει να μην έχει στην ουσία κανένα νόημα.

Επιπλέον, έχει μεγάλη σημασία να παρατηρήσουμε ότι ο κλασικός Μαρξισμός είναι σταθερά απών από αυτές τις μελέτες για τον αναρχισμό. Αν είναι λογικό να συμπεριληφθούν οι Στίρνερ και Ρόθμπαρντ, είναι προφανώς το ίδιο λογικό να συμβεί το ίδιο και με τους Μαρξ, Ένγκελς και τους διαδόχους τους. Αν δεχτούμε τον ορισμό του Ελτζμπάχερ και τον εφαρμόσουμε με συνέπεια, τότε ο Στάλιν και ο Μάο έχουν κάθε δικαίωμα να συμπεριληφθούν ανάμεσα στους σοφούς· είναι αναπόφευκτο καθώς, σύμφωνα με αυτή τη λογική, αμφότεροι «αρνούνται το Κράτος ως μελλοντική προοπτική»58. Μέχρι στιγμής δεν τους έχει συμπεριλάβει κανένα από τα βασικά έργα που ασχολείται με τον αναρχισμό· αντίθετα, ο κλασσικός Μαρξισμός παρουσιάζεται πάντα σαν το απολύτως αντίθετο του αναρχισμού. Αυτό σημείο είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό.

Ο προφανής λόγος για την μη συμπερίληψη του κλασικού Μαρξισμού - και για την παρουσίασή του σαν το αντίθετό του αναρχισμού - είναι η στρατηγική της δικτατορίας του προλεταριάτου. Φυσικά, κάποιοι συγγραφείς προσπαθούν να υπαινιχθούν ότι αυτή η στρατηγική βοηθά στο να οριστεί ο αναρχισμός, με τον Μάρσαλ να παρατηρεί ότι «οι περισσότεροι αναρχικοί» πιστεύουν πως τα μέσα της αλλαγής πρέπει να προεικονίζουν τον επιθυμητό σκοπό59. Ωστόσο, βρισκόμαστε ξανά, και μάλιστα πολύ γρήγορα, μπροστά σε δυσκολίες.

Η στρατηγική ως τέτοια έχει εξαιρεθεί από τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά του αναρχισμού στα βασικότερα έργα και παρουσιάζεται σαν το σημείο στο οποίο υπάρχουν οι μεγαλύτερες διαφωνίες ανάμεσα στους αναρχικούς. Σύμφωνα με τον Ελτζμπάχερ, «οι επτά διδασκαλίες που παρουσιάστηκαν δεν έχουν τίποτα κοινό» όσον αφορά τα μέσα για την «άρνηση του Κράτους»60. Ο Χόφμαν λέει ότι οι αναρχικοί «δεν έχουν συμφωνίες αναφορικά με τις αρχές και το πρόγραμμα, στοιχεία που ενώνουν εν γένει τους ανθρώπους σε αντίστοιχα κινήματα», ενώ ο Ντέρι Νόβακ υποστηρίζει πως η έλλειψη ενός «γενικού προγράμματος» και μιας συνεκτικής θεωρίας είναι «στη φύση του αναρχισμού»61. Ακόμα και ο Μάρσαλ επισημαίνει με προσοχή πως δεν αναφέρεται σε όλους τους αναρχικούς στη βάση της συμφωνίας μέσων και σκοπών και πως και η ανάλυσή του εντάσσει στους αναρχικούς αρκετές προσωπικότητες που τάσσονταν υπέρ ενός μεταβατικού κράτους· κυρίως τους Γκόντγουιν και Γκάντι62. Αυτό δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τον κλασικό Μαρξισμό.

Ακόμη και στην περίπτωση που το επιχείρημα περί συνοχής μέσων και σκοπών γινόταν αποδεκτό ως κριτήριο για την ένταξη στην κατηγορία του αναρχισμού, υπάρχουν και άλλες εκκωφαντικές και ανεξήγητες απουσίες από αυτήν, όπως τουλάχιστον αυτή κατασκευάστηκε από τον Ελτζμπάχερ, τον Νεττλώ και άλλους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απουσία του συμβουλιακού κομμουνισμού, μιας ελευθεριακής τάσης του Μαρξισμού που απορρίπτει το κράτος ως εργαλείο για την επανάσταση και προτάσσει τη διεθνή και αυτοδιευθυνόμενη εργατική επανάσταση από τα κάτω. Γιατί λοιπόν δεν μπαίνει ο συμβουλιακός κομμουνισμός κάτω από την ομπρέλλα του αναρχισμού; Δεν μπορεί να φταίει απλά το ότι οι συμβουλιακοί κομμουνιστές δεν αποδέχονταν αυτόν τον προσδιορισμό, καθώς οι βασικότερες μελέτες του αναρχισμού συμπεριλαμβάνουν φιγούρες που επίσης δεν το έκαναν. Ανάμεσα σε αυτούς είναι οι Γκόντγουιν, Στίρνερ και Τολστόι.

Είπαμε παραπάνω πως η εξαίρεση του κλασικού Μαρξισμού από τις βασικές μελέτες για τον αναρχισμό είναι αποκαλυπτική. Πιστεύουμε πρώτον, η γενική εξαίρεση του κλασικού Μαρξισμού έχει λογική μόνο στην περίπτωση που οι συγγραφείς των βασικότερων μελετών εφαρμόζουν εμμέσως το κριτήριο της στρατηγικής για να ορίσουν τον αναρχισμό. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι αυτές οι μελέτες παραδέχονται πως υπαρχουν σοβαρές δυσκολίες στον ορισμό του αναρχισμού με βάση απλώς την αντίθεση προς το κράτος. Δεύτερον, η τάση των βασικότερων μελετών να επεκτείνουν το πεδίο που καλύπτει ο όρος «αναρχισμός» σε τόσο μεγάλο βαθμό ενώ παράλληλα εξαιρούν των κλασικό μαρξισμό αλλά και ελευθεριακά ρεύματα όπως τον συμβουλιακό κομμουνισμό, αποδεικνεί ότι ο ορισμός τους είναι ασαφής, ανεπαρκής δεν εφαρμόζεται με συνέπεια. Η θεώρηση του Μάρσαλ φωτίζει πολύ καλά αυτό το σημείο: επιμένοντας πως ο αναρχισμός «είναι αντιδογματικός» και «δεν προσφέρει ένα συμπαγές σώμα αρχών που να βασίζονται σε μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου», καταλήγει να υποστηρίζει πως οι αυτοαποκαλούμενοι «αναρχοκαπιταλιστές» δεν είναι πραγματικά αναρχικοί διότι δεν τους αφορά η αναρχική «ανησυχία για την οικονομική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη», παρακάμπτοντας το γεγονός ότι αυτή η «ανησυχία» απουσιάζει από τον ορισμό που δίνει ο ίδιος για τον αναρχισμό63.

Με λίγα λόγια, ο δημοφιλής ορισμός του αναρχισμού αποτυγχάνει σε κάποιες από τις βασικότερες προϋποθέσεις που χρειάζονται για να αποτελεί ένα πράγμα ορισμό· αποτυγχάνει να εξαιρέσει από την κατηγορία φαινόμενα που θεωρούνται εξωτερικά σε σχέση με αυτό που μελετάται. Παράλληλα, το μοτίβο των συνεχών αλλά έμμεσων τροποποιήσεών του από συγγραφείς που ορίζουν τον αναρχισμό σαν αντικρατισμό δείχνει πώς ακόμη και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται την περιορισμένη αξία αυτού του ορισμού. Μάλιστα, το αποτέλεσμα αυτών των τροποποιήσεων είναι το περαιτέρω θόλωμα των νερών.

Καλός ορισμός είναι αυτός που επικεντρώνεται στα διακριτικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, το κάνει με συνεκτικό τρόπο κι μπορεί να τη διαφοροποιήσει από άλλες, οργανώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη γνώση και διευκολύνοντας την αποτελεσματική ανάλυση και έρευνα. Ο συνήθης ορισμός του αναρχισμού αποτυγχάνει σε όλα τα παραπάνω. Μέχρι στιγμής έχουμε υποστηρίξει ότι τα κριτήριά του είναι απλώς υπερβολικά χαλαρά όσον αφορά τη διάκριση του αναρχισμού από άλλα συστήματα σκέψης και δράσης, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο το τι μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτόν και τι όχι, καθώς και το γιατί κάποια πράγματα συμπεριλαμβάνονται ενώ άλλα όχι.

Ωστόσο, οι ορισμοί εξυπηρετούν άλλον ένα σημαντικό σκοπό πέρα από την απλή ταξινόμηση δεδομένων. Παρέχουν τη βάση για ανάλυση και έρευνα. Ο συνήθης ορισμός του αναρχισμού δεν είναι αποτελεσματικός και σε αυτό το επίπεδο. Δεύτερον υπάρχει πρόβλημα εξήγησης. Η παρουσίαση του αναρχισμού ως καθολικού χαρακτηριστικού της κοινωνίας καθιστά βέβαια δύσκολη την εξήγηση των λόγων για τους οποίους αυτός αναδύεται σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, την οριοθέτησή του, καθώς και την ανάλυση του ταξικού χαρακτήρα και του ρόλου του σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Τελικά τι κοινό έχει ο Ταοϊσμός με τους αναρχικούς της Πρώτης Διεθνούς; Αν συμπυκνώσουμε τόσο ριζικά διαφορετικές στιγμές και κινήματα κάτω από την ταμπέλα του αναρχισμού, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για τον προσδιορισμό της κοινωνικής του βάσης ή των αιτίων της ανάπτυξης και παρακμής του σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

Η τάση να προβάλλεται ο αναρχισμός πάνω σε ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών ιστορικών προσωπικοτήτων προκαλεί επίσης σοβαρά προβλήματα στη θεωρητική του ανάλυση. Αν στους αναρχικούς περιλαμβάνονται φιγούρες τόσο διαφορετικές όσο οι επτά σοφοί (ουσιαστικά κάθε ιστορική φιγούρα που μπορεί να ερμηνευθεί ως εχθρική προς το κράτος ή υπέρ της ατομικής ελευθερίας), τότε ο αναρχισμός είναι αναγκαστικά μη συνεκτικός και ως εκ τούτου δεν επιδέχεται καμίας θεωρητικής εξέτασης. Αυτό το πρόβλημα αντιμετώπισε ο Ελτζμπάχερ και παραμένει υπαρκτό ακόμα και σήμερα.

Ας εξετάσουμε το έργο Η Πολιτική Θεωρία του Αναρχισμού της Έιπριλ Κάρτερ, το οποίο στέκεται περισσότερο στις διαφωνίες των υποτιθέμενων σοφών πάνω σε βασικά ζητήματα, όπως η φύση της κοινωνίας, η βία, η ταξική πάλη, η εκβιομηχάνιση, η αστικοποίηση και η δημοκρατία, παρά στην παρουσίαση κάποιου είδους αναρχικής πολιτικής θεωρίας64.

Εν τέλει, το βιβλίο αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα μια σειρά μονογραφιών πάνω σε διάφορα ζητήματα (τον φεντεραλισμό, την ατομικότητα κ.ο.κ.), καθένα από τα οποία εξετάζεται αποκλειστικά από τη σκοπιά ενός θεωρητικού, χωρίς καμία εξήγηση των λόγων για τους οποίους θα πρέπει όλοι αυτοί οι θεωρητικοί να λογίζονται ως φορείς ενός κοινού πλαισίου ιδεών65. Αν θέλουμε να εξετάσουμε τον αναρχισμό ως ένα πλαίσιο ιδεών που μπορεί να προσαρμοστεί στους σύγχρονους προοδευτικούς αγώνες ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, θα πρέπει να κατανοήσουμε ποιές είναι οι ιδέες που εννοούμε λέγοντας τη λέξη «αναρχισμός».

Πιάνοντας το Νήμα απ' την Αρχή: Σοσιαλισμός, Μπακούνιν και Πρώτη Διεθνής

Θεωρούμε πως ο φαινομενικά ανιστορικός και μη συνεκτικός χαρακτήρας του αναρχισμού είναι απότοκο του τρόπου με τον οποίο αυτός μελετήθηκε και όχι έμφυτο στοιχείο του. Χρησιμοποιώντας την παραγωγική μέθοδο, αλλά επιλέγοντας με μεγαλύτερη προσοχή τους εκπροσώπους του αναρχισμού, μπορούμε να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό, πιο ακριβή, αλλά και πιο χρήσιμό τρόπο κατανόησης του αναρχισμού.

Λοιπόν, από που ξεκινάμε και πώς θα επιλέξουμε τους αναρχικούς; Είναι μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι ο οδηγός μας σε αυτό είναι η προσέγγιση του Ελτζμπάχερ. Το ενδιαφέρον του Ελτζμπάχερ για τον αναρχισμό προέκυψε μέσα στα ιστορικά πλαίσια της ανάδυσης ενός κινήματος που αυτοπροσδιοριζόταν ως αναρχικό, στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα.«Δεν υπήρχε γενική γνώση των “αναρχικών” θέσεων μέχρι την εμφάνιση των εκπροσώπων του στα τέλη της δεκαετίας του 1870» κι ο αναρχισμός «αρχικά εμφανίστηκε στους συγχρόνους του σαν ένα νέο φαινόμενο»66.

Ακριβώς αυτή η ανάπτυξη, αυτό το «νέο φαινόμενο», ήταν που οδήγησε στις πρώτες μελέτες του αναρχισμού. Όταν το κίνημα άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν μια ακίνδυνη αναβίωση παλαιότερων ουτοπικών ιδεών, γινόταν αντιληπτό όλο και περισσότερο σαν μια μοχθηρή και ανατρεπτική δύναμη και ερμηνευόταν με εγκληματολογικούς και ψυχολογικούς όρους· η αναρχική ιδεολογία ως τέτοια έγινε σοβαρό αντικείμενο μελέτης μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα, με τον Ελτζμπάχερ να χαράζει το δρόμο και να ορίζει το πλαίσιο των εκθέσεων του εικοστού αιώνα67. Αυτό με τη σειρά του άνοιξε τις πόρτες σε μια σειρά ιστορικών απολογισμών του αναρχισμού, τόσο από ακαδημαϊκούς όσο κι από αναρχικούς ιδεολόγους68.

Το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα αναδείχθηκε ως διακριτό και αυτοπροσδιοριζόμενο ρεύμα και πολιτική δύναμη μόλις από τέλη της δεκαετίας του 1860 κι έπειτα δεν επιδέχεται σοβαρής αμφισβήτησης. Ο ίδιος ο Ελτζμπάχερ υποστήριζε ότι ο αναρχισμός ήταν ένα νέο φαινόμενο69. Παρά τους ισχυρισμούς τους ότι ο αναρχισμός μπορεί να εντοπιστεί σε ολόκληρη την πορεία της ιστορίας (και προφανώς μη αντιλαμβανόμενοι πως αντιφάσκουν), τόσο οι συγγραφείς των βασικών μελετών του αντικειμένου, όσο και ορισμένοι αναρχικοί που παρήγαγαν μυθολογικές ιστορίες, χρονολογούν τον αναρχισμό στην Πρώτη Διεθνή, τον Μπακούνιν και τη Συμμαχία.

Ο Τζολ δήλωνε πως ήταν μόλις μετά το 1848 πού «εμφανίζεται το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα» και πως μόλις «κατά τη δεκαετία το 1860 που το αναρχικό κίνημα άρχισε να γίνεται υπαρκτή πολιτική δύναμη»70. Ο Κέντγουορντ μιλούσε για τη «χρυσή εποχή των αναρχικών στην Ευρώπη και την Αμερική ... ανάμεσα στο 1880 και το 1914»71. Ο Μίλλερ αναφερόταν στις «εξάρσεις αναρχικής δραστηριότητας που συνέβαιναν σε ολόκληρη την Ευρώπη από τη δεκαετία το 1860» κι εντόπιζε τις «ρίζες του αναρχισμού ως οργανωμένης πολιτικής δύναμης» στις διασπάσεις της Πρώτης Διεθνούς72. Ο Γούντκοκ έγραφε πως το «αναρχικό κίνημα» αναδύθηκε εντός της Πρώτης Διεθνούς και αποτέλεσε «δημιούργημα» του Μπακούνιν73.

Στην Πρώτη Διεθνή διεξήχθησαν για πρώτη φορά «οι σημαντικές συγκρούσεις Μαρξιστών-Μπακουνινιστών πάνω στα ζητήματα της πολιτικής δράσης και του κράτους» και πραγματοποιήθηκε το «μεγάλο σχίσμα» ανάμεσα στον κλασικό Μαρξισμό και τον αναρχισμό74. Ακόμα κι ο Μάρσαλ, που χρησιμοποιούσε έναν τρομερά χαλαρό ορισμό για τον αναρχισμό, θεωρούσε πώς ο Μπακούνιν ήταν αυτός που «μετέτρεψε τον αναρχισμό σε θεωρία πολιτικής δράσης και βοήθησε στην ανάδειξη του αναρχικού κινήματος» σε δημοφιλή δύναμη75.

Το ίδιο σημείο εκκίνησης απαντάται και σε έργα που προωθούν τον νομιμοποιητικό μύθο του οικομενικού αναρχισμού. Αν και ο Κροπότκιν υποστηρίζει αυτό το μύθο, ταυτόχρονα παρατηρεί ότι ο αναρχισμός ήταν γέννημα των σοσιαλιστικών και δημοκρατικών κινημάτων του δεκάτου ένατου αιώνα και αποτελούσε «το σύστημα του σοσιαλισμού που αντιτίθεται στην κυβέρνηση»76. Στην Πρώτη Διεθνή ο σοσιαλισμός μετακινήθηκε από τον «Κυβερνητισμό» προς μια νέα αντίληψη, η οποία «σχηματοποιούταν λίγο λίγο στα Συνέδρια της μεγάλης Ένωσης κι έπειτα μέσα από τους επιγόνους της»· έτσι γεννήθηκε ο «σύγχρονος αναρχισμός»77. Για τον Ρόκερ, «στη διαμόρφωση του σύγχρονου αναρχισμού συνέβαλαν τα δυο μεγάλα ρεύματα που κυριάρχησαν στη διανοητική ζωή της Ευρώπης από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά: ο Σοσιαλισμός κι ο Φιλελευθερισμός»78. «Με την εμφάνιση του Μιχαήλ Μπακούνιν ο επαναστατικός αναρχισμός αναδεικνύεται σε κοινωνικό δόγμα, το αναρχικό κίνημα αναπτύσσεται στην Ευρώπη και γίνεται πρωτοπόρο στους αγώνες για την επανάσταση»79.

Με βάση τα παραπάνω, είναι λογικό να θεωρήσουμε τη δεκαετία του 1860 και την Πρώτη Διεθνή ως μήτρες του αναρχικού κινήματος· είναι επίσης λογικό να θεωρήσουμε τον Μπακούνιν, δηλαδή τη βασικότερη προσωπικότητα του κινήματος της εποχής του, και τον Κροπότκιν (τον «αδιαμφισβήτητα περισσότερο διαβασμένο και αξιοσέβαστο θεωρητικό του αναρχισμού» μετά από το θάνατο του Μπακούνιν) ως κατάλληλους εκπροσώπους της αναρχικής παράδοσης και βάση για τον προσδιορισμό των κυριότερων ιδεών του αναρχισμού80. Κάνοντας τα παραπάνω, ταυτόχρονα οριοθετούμε το ποιές προσωπικότητες και κινήματα μπορούν να συμπεριληφθούν στην ευρύτερη αναρχική παράδοση.

Πιο συγκεκριμένα, έχει μεγάλη σημασία να σημειωθεί ότι το πλαίσιο των ιδεών που συνδέονται με τους Μπακούνιν και Κροπότκιν, καθώς και με ανάδειξη του αναρχικού κινήματος είναι σοσιαλιστικό. Επίσης, δεδομένου ότι η Πρώτη Διεθνής ήταν ένα εργατικό κίνημα, ο αναρχισμός γεννήθηκε μέσα στο εργατικό κίνημα και τα σωματεία. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, που μας εφιστά την προσοχή σε μια βασική συνέπεια της θέσης του Ελτζμπάχερ: την απομάκρυνση του ταξικού κι αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα του αναρχισμού. Όπως παρατηρεί η Μαρί Φλέμινγκ, «Η σημασία τη σοσιαλιστικής προοπτικής στη σκέψη των Ευρωπαίων αναρχικών» αγνοούταν συστηματικά.

Αυτή η προσέγγιση εκφράζεται ακόμη συχνά, λόγω της τάσης των ακαδημαϊκών να αντιπαραβάλλουν τους όρους αναρχικός και σοσιαλιστής81. Αυτό είναι που επιτρέπει στον Γούντκοκ να περιγράφει το ζήτημα του καπιταλισμού σαν απλώς ένα «περιορισμένο πεδίο» στο οποίο δεν υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στους αναρχικούς, στον Μίλλερ να υποστηρίζει ότι ενώ οι αναρχικοί αντιτίθενται στα «υπάρχοντα οικονομικά συστήματα», διαφοροποιούνται στο ζήτημα της κατάργησης του καπιταλισμού ή της ίδρυσης μιας απόλυτα ελεύθερης αγοράς και στον Μάρσαλ να μιλάει γι' «αναρχοκαπιταλιστές»82. Τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι ο αναρχισμός ήταν και είναι κομμάτι του σοσιαλιστικού κινήματος, αυτόματα η χρήση φράσεων όπως «συγχώνευση αναρχικών και σοσιαλιστικών ιδεών» χάνει αυτόματα το νόημά της83.

Η Πρώτη Διεθνής ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1864, βασισμένη κυρίως σε οπαδούς του Προυντόν και μερικούς Άγγλους που ήταν μέλη σωματείων. Αν και δεν ενεπλάκη στην πρωτοβουλία για την ίδρυση της οργάνωσης, ο Μαρξ κλήθηκε να ενταχθεί στο γενικό της συμβούλιο. Δεν εκπροσωπούσε κάποιον μεγάλο τομέα της Πρώτης Διεθνούς, όμως ήταν ακούραστος και σπουδαίος στοχαστής, ικανός να αναλάβει τον έλεγχο με τη βοήθεια των ακολούθων του, καθώς και πολιτικών σοσιαλιστών διαφόρων ειδών. Έτσι οι μουτουαλιστές σύντομα έχασαν κάθε ουσιαστική επιρροή σε κεντρικό επίπεδο84.

Η κυριαρχία του Μαρξ άρχισε να αμφισβητείται μόνο μετά την είσοδο του Μπακούνιν και του κύκλου του. Η Συμμαχία, αν και επισήμως είχε διαλυθεί, συνέχιζε να λειτουργεί κι αποτέλεσε έναν πόλο γύρω από τον οποίο άρχισαν να συσπειρώνονται διάφοροι άρθρωποι και ρεύματα, που ήταν επιφυλακτικοί προς τον πολιτικό σοσιαλισμό. Ο Βέλγος εκπρόσωπος Σέζαρ ντε Πάεπε, ο Ελβετός Τζέιμς Γκιγιώμ (1844-1917), Αντεμάρ Σβιτζγκίμπελ (1844-1895) κι ο Γάλλος ακτιβιστής Ζαν-Λουί Πιντί (1840-1917) ήταν ανάμεσα σε αυτούς που, μαζί με τον Μπακούνιν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας αναρχικής αντίληψης στις συνεδριάσεις της Πρώτης Διεθνούς. Ο Γκιγιώμ ήταν ένας δάσκαλος και ιστορικός που ανέλαβε ενεργό ρόλο στην Πρώτη Διεθνή, συνεργάστηκε στενά με τον Μπακούνιν, αποσύρθηκε από την πολιτική του δραστηριότητα το 1878, αργότερα επανεμφανίστηκε το 1903 ως επιφανής φιγούρα του γαλλικού συνδικαλισμού και πέθανε το 1917.

Ο Μπακούνιν και η Συμμαχία έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στο συνέδριο της Πρώτης Διεθνούς το 1869 στη Βασιλεία, στο οποίο ο Μπακούνιν κυριάρχησε με την εντυπωσιακή ρητορεία του και το προσωπικό του εκτόπισμα. Η νίκη του Μπακούνιν εναντίον του Μαρξ - πάνω στο σχετικά ασήμαντο ζήτημα των κληρονομικών δικαιωμάτων - ήταν η αρχή της έκτοτε διαρκούς αντιπαράθεσής του με τον Μαρξ, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ο Μαρξ αντιμετωπίστηκε επιτυχώς σε ζητήματα πολιτικής και αξιακά. Σε αυτή τη συνάντηση πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες σημαντικές συζητήσεις για τον συνδικαλισμό από τον Πιντί, καθώς κι ένας καίριος διάλογος για το ζήτημα του κράτους από τους ντε Πάεπε και Σβιτζγκέμπελ85. Μέχρι το 1871 η Πρώτη Διεθνής είχε διαιρεθεί σε Μαρξιστές και Μπακουνινιστές και τον επόμενο χρόνο διασπάστηκε με βάση αυτή τη διαίρεση. Στη συνέχεια και οι δυο τάσεις υποστήριζαν ότι αποτελούν την αληθινή Πρώτη Διεθνή, αν και οι αιτιάσεις των αναρχικών, που αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία στους οπαδούς και τους τομείς της οργάνωσης, έχοντας με το μέρος τους τις μεγαλύτερες εθνικές ομοσπονδίες, είχαν περισσότερη βάση. Αν και δεν ήταν όλες οι ομαδοποιήσεις της Μπακουνινικής τάσης αναρχικές, οι αναρχικοί αποτελούσαν πλειοψηφία σε στο τμήμα που έγινε γνωστό ως η «Διεθνής του Σαιν Ιμιέ», η οποία λειτούργησε μέχρι το 1877. Η Μαρξιστική τάση μετακίνησε την έδρα της στη Νέα Υόρκη και διατηρήθηκε μέχρι το 1876. Ο Μπακούνιν πέθανε το 1876 και τάφηκε στη Βέρνη της Ελβατίας.

Το καινούριο κίνημα, η συνειδητή «αναρχική» παράδοση, όρισε εξ αρχής τον εαυτό της με ξεκάθαρο τρόπο, με μια λεπτομερή κοινωνική ανάλυση που συνοδευόταν από στρατηγικές και τακτικές στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η νέα αυτή θεώρηση δεν έπασχε από καμία έλλειψη συνοχής, όπως συχνά της προσάπτεται. Από τους σοφούς του Ελτζμπάχερ, ήταν μόνο ο Προυντόν που είχε πνευματική επιρροή στον αναρχισμό. Ο Μαρξ αποτέλεσε επίσης σημαντική επιρροή, αλλά το δηλητήριο ανάμεσα στους αναρχικούς και τους Μαρξιστές οδήγησε πολλούς στο να υποβαθμίσουν τις ιδέες του. Ο Γκόντγουιν κι ο Τολστόι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο.

Αν και οι σημαντικότερες προσωπικότητες του αναρχικού κινήματος ήταν ο Μπακούνιν κι ο Κροπότκιν, κανείς από τους δύο δεν υποστήριξε ποτέ πως είναι ο εισηγητής του αναρχισμού. Επέμεναν - όπως και οι μεταγενέστεροι αναρχικοί - ότι η φιλοσοφία τους προερχόταν άμεσα από τις εμπειρίες της εργατικής τάξης και των αγροτών. Αυτή σύνδεση της αναρχικής ιδέας με σπουδαίες προσωπικότητες έχει θεωρηθεί από ορισμένους αναρχικούς σαν επιβολή αλάνθαστων κειμένων ή δασκάλων, υποβάθμιση της συλλογικής φύσης του αναρχισμού σε κοινωνικό δόγμα αντί για ατομική αποκάλυψη και υπονόμευση της ατομικότητας. Όταν η Fraye Arbeter Shtime («Η Ελεύθερη Φωνή των Εργατών»), μια αμερικανοεβραϊκή αναρχική εφημερίδα, σχεδίαζε να δημοσιεύσει ένα ένθετο με φωτογραφίες του Κροπότκιν, ο ίδιος ο Κροπότκιν αντιστάθηκε, αρνούμενος να μετατραπεί σε είδωλο86.

Οι Μπακούνιν και Κροπότκιν όριζαν τον αναρχισμό ως αντικαπιταλιστική ιδεολογία και μορφή σοσιαλισμού. Στα γραπτά του πρίν το 1870, ο Μπακούνιν τείνει να χρησιμοποιεί τον όρο επαναστατικός σοσιαλισμός αντί για αναρχισμός και να διαχωρίζει με ρητό τρόπο την κολλεκτιβίστικη και αντιεξουσιαστική προσέγγισή του από τον εξουσιαστικό σοσιαλισμό του Μαρξ. Ο Κροπότκιν είναι εξίσου εμφατικός: «Είμαστε κομμουνιστές» αλλά «ο δικός μας κομμουνισμός δεν είναι ίδιος με αυτόν της εξουσιαστικής σχολής· είναι αναρχικός κομμουνισμός, κομμουνισμός χωρίς εξουσία, ελεύθερος κομμουνισμός»87. Η ταύτιση με το σοσιαλιστικό κίνημα είναι εξαιρετικά σημαντική. Αργότερα φυσικά πολλοί αναρχικοί αρνήθηκαν την ταμπέλα του σοσιαλιστή και του κομμουνιστή εξαιτίας των συνδέσεων με τη σοσιαλδημοκρατία και τον Κομμουνισμό, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται πως συνεπάγεται ότι αναρχισμός δεν ήταν σοσιαλιστικός.

Στη θέση του καπιταλισμού και του κεντρικού ελέγχου απ' το κράτος, οι αναρχικοί προέταξαν μια ακρατική, αυτοδιευθυνόμενη και σχεδιασμένη οικονομία, στην οποία τα μέσα παραγωγής ελέγχονται από τους εργάτες και τους αγρότες, οι ταξικοί διαχωρισμοί καταργούνται και η διανομή των αγαθών γίνεται με βάση τις ανάγκες. Αυτό το πλαίσιο εξασφαλίζει την κοινωνική και οικονομική ισότητα που επιτρέπει την ύπαρξη της πραγματικής ατομικής ελευθερίας. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος επιθυμίας για επιστροφή σε παλαιότερες εποχές· οι αναρχικοί στόχευαν σε μια ορθολογική, δημοκρατική και σύγχρονη κοινωνία.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]