user preferences

Ας μιλήσουμε για δίπολα

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Λαϊκοί Αγώνες | Γνώμη / Ανάλυση author Tuesday April 02, 2013 20:28author by ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών Report this post to the editors

Κείμενο της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών για τη σημερινή πολιτική κατάσταση
foto13.jpg

Η πολιτική ζωή εξακολουθεί να βρίσκεται εγκλωβισμένη στο δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Αν και η τρικομματική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να θέλει να απομακρυνθεί από αυτό εφευρίσκοντας νέα διλήμματα, το δίπολο αυτό έχει ακόμα ζωή μπροστά του: είναι βέβαιο ότι θα ξανακάνει δυναμική εμφάνιση, όταν χρειαστεί να εγκλωβιστούν εκ νέου οι μάζες σε προκατασκευασμένες επιλογές. Αυτό που το δίπολο εξακολουθεί να καθορίζει είναι το κομματικό σκηνικό, αν και ακόμα δεν έχει καταφέρει να ανασυνθέσει την παραδοσιακή πολιτική γεωγραφία, να επανακαθορίσει δηλαδή τα σύνορα μεταξύ τιμημένης Αριστεράς και επάρατης Δεξιάς, φέρνοντας προς τη μία ή την άλλη πλευρά δυνάμεις που ως τώρα δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως τέτοιες. Το αν το δίπολο θα λειτουργήσει ως τέτοιος καταλύτης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, αρκετοί από τους οποίους σχετίζονται με ευρωπαϊκές εξελίξεις και άρα εκφεύγουν των ελληνικών κομμάτων. Επιπλέον το δίπολο αυτό αποδείχτηκε παραγωγικότατη μήτρα πολιτικών μετακινήσεων: αποσκιρτήσεις και ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών μαρτυρούν την αγωνία του πολιτικού προσωπικού να βρει νέα οχήματα επιβίωσης αλλά και του συστήματος να το εξαγνίσει, έτσι ώστε -θυσιάζοντας μερικές Ιφιγένειες στο δρόμο- να δώσει νέο αέρα στα πανιά του.

Εκείνο που το μνημόνιο επαγγέλλεται, είναι η προσαρμογή της χώρας στο δυτικό οικονομικό μοντέλο και άρα η διατήρησή της στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό και κοινωνικό οικοδόμημα. Ο βαθμός αποδοχής του και ανοχής από τους πολίτες εξαρτάται από το βαθμό επιθυμίας τους να ανήκουν σε αυτό το οικοδόμημα. Η κυριαρχία όμως του οικονομικού πάνω στις άλλες σφαίρες σημαίνει ότι οποιαδήποτε ρωγμή σε αυτό επιφέρει ευρύτερες ανακατατάξεις. Όλο και περισσότερο ο κυρίαρχος λόγος αναφέρεται στην ελληνική “ιδιαιτερότητα”, την εθνική καθυστέρηση και την ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, ώστε η χώρα να αποκτήσει επιτέλους ευρωπαϊκή προοπτική. Πίσω από τη ρητορική αυτή, βέβαια, κρύβεται η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που αναζητά νέα πεδία κερδοφορίας μέσω της υποτίμησης της εργασίας και την ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών. Η ρητορική αυτή όμως, βασίζεται σε μια σταθερά, έως τώρα τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας. Τη δεδομένη επιθυμία ευρύτερων στρωμάτων να ξεφύγουν από την καχεξία, βλέποντας την ευρωπαϊκή πορεία ως το όχημα κοινωνικής ανέλιξης, την εγγύηση δηλαδή ότι η φτώχεια και η αθλιότητα αποτελούν οριστικά παρελθόν. Η ιδέα της ευρώπης φάνταζε ελκυστική (ας μη ξεχνάμε ότι οι έλληνες ήταν από τους πιο ένθερμους ευρωπαϊστές) γιατί εξασφάλιζε οικονομική ευρωστία, θεράπευε ριζωμένα συμπλέγματα εθνικής κακομοιριάς και διασφάλιζε τη γεωπολιτική σταθερότητα σε μια περιοχή που είχε υποφέρει από συγκρούσεις. Την ίδια στιγμή όμως έδινε σε ορισμένα κοινωνικά κομμάτια, τα πιο ανήσυχα ίσως, τη δυνατότητα να χτίσουν ταυτότητα χειραφετούμενα από το βάρος μιας ελληνικότητας καθορισμένης από την πατριαρχία, την ορθοδοξία κλπ. Η διαφορά όμως με το τώρα είναι ότι η ευρωπαϊκή ιδέα αρχίζει να εκλαμβάνεται από τους περισσότερους ως ο νέος δυνάστης που καταστρέφει οικονομικά τη χώρα. Αν όμως η ευρώπη όχι μόνο στη θεσμική της έκφραση, αλλά και ως υπόσταση, θεωρηθεί εχθρός του έθνους τότε η ενδεχόμενη αναδίπλωση του προδομένου από τη δύση ελληνισμού στις ρίζες του μπορεί να ακυρώσει δεδομένα στο πεδίο κοινωνικών και πολιτιστικών πρακτικών. Γιατί είναι πιο πιθανό να μην επικρατήσει στο πεδίο των αντιλήψεων ο αντικαπιταλιστικός αντιευρωπαϊσμός της κομμουνιστική αριστεράς, αλλά μάλλον η αντιδραστική έκφανσή του, που πολιτικά εκφράζεται όχι μόνο από τη βαρβαρότητα της Χρυσής Αυγής, αλλά κυρίως από μια λαϊκή δεξιά που αναζητά στην ανάδειξη της ελληνικής ιδιαιτερότητας το όχημα ώστε να κυριαρχήσει πολιτικά και να αποτελέσει καταφύγιο για τους θυμωμένους ψηφοφόρους. Άλλωστε τόσο η σημερινή “ευρωπαϊκή” δεξιά, όσο και η σοσιαλδημοκρατία, αποδεικνύουν ότι πολύ εύκολα μπορούν να διολισθήσουν σε αντιδραστικές ατραπούς, προκειμένου να γαντζωθούν στην εξουσία.

Η μεταφορά πάντως πολιτικών δυνάμεων από το ένα άκρο στο άλλο δεν είναι ξένη προς το ελληνικό σύστημα - χαρακτηρίζει την πολιτική γεωγραφία σε όλον τον εικοστό αιώνα. Ο προοδευτικός Γούναρης του 1908 με την ομάδα των “Ιαπώνων” έγινε ηγετικό στέλεχος της βασιλικής δεξιάς του 1915–1922. Οι φιλελεύθεροι αστοί του βενιζελισμού (οι προοδευτικοί του μεσοπολέμου) συμμάχησαν με τους παλιούς εχθρούς τους εναντίον του δημοκρατικού στρατού στον εμφύλιο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, από πρωθυπουργός του Δεκέμβρη του ‘44 έγινε σύμβολο των δημοκρατικών προσδοκιών και της λαϊκής απαίτησης για ελευθερία στη δεκαετία του ‘60. Ο εαμικός Τσιριμώκος (ο Κουβέλης του ‘65) έγινε πρωθυπουργός της αποστασίας και πάει λέγοντας...

Η ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού ακολουθούσε στιγμές δραματικού χαρακτήρα και κατέληγε πάντα στη δημιουργία δύο αντιτιθέμενων παρατάξεων–πόλων. Μετά την καταστροφή του 1897 η ισχυρή προσωπικότητα του Βενιζέλου (του άλλου, όχι του Βαγγέλη) ενοποίησε όχι μόνο τον προοδευτικό αστικό εκσυγχρονισμό αλλά και τον αντίπαλο, πολυδιασπασμένο έως τότε, παλαιοκομματισμό, που έγινε η βασιλική δεξιά. Μετά τον εμφύλιο και τον κατακερματισμό των κομμάτων την περίοδο ‘45–’52 γεννήθηκαν δύο ισχυροί πόλοι (ΕΡΕ, Ένωση Κέντρου) που άντεξαν ως το 1967. Καραμανλής και Αντρέας ενοποίησαν εκ νέου δεξιά και μη κομμουνιστική αριστερά στα τέλη του ‘70. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και τώρα. Η κυβέρνηση συνενώνεται όλο και περισσότερο γύρω από το ιδεολόγημα της ασφάλειας. Και επειδή δεν έχει τίποτα άλλο να υποσχεθεί πέρα από φτώχεια, δημιουργεί συνεχώς εντάσεις κατασκευάζοντας εσωτερικούς εχθρούς στα πρόσωπα των αγωνιζόμενων ή πιο αδύναμων κομματιών της κοινωνίας για να νομιμοποιήσει με διαφορετικό τρόπο την εξουσία της. Η νομιμότητα, εμπλουτισμένη με την ευρωπαϊκή προοπτική, θα αποτελεί το συνεκτικό στοιχείο, γύρω από το οποίο θα χτιστεί αυτός ο πόλος, ανεξάρτητα αν εκφραστεί εκλογικά μέσω ενός ή περισσότερων σχημάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, φαίνεται να απορροφά τον κεντροαριστερό χώρο. Υπάρχει βέβαια προφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στη ρητορική κάποιων στελεχών του και στους ψηφοφόρους–νοικοκυραίους που τον προτιμούν. Αυτά όμως μπορούν να αλλάξουν. Για παράδειγμα, ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για τη διάκριση ανάμεσα σε κυβέρνηση και εξουσία, θυμίζοντας τον πατέρα της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και ηγέτη του λαϊκού μετώπου του ‘36 Λέον Μπλουμ. Και με αφορμή την επίθεση της κυβέρνησης στις καταλήψεις και τον αναρχικό χώρο, καλείται από τα συστημικά media να επιλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Δεν είναι τυχαία η “στροφή” του Τσίπρα προς συνετότερες επιλογές, όπως η συνάντηση με το Σόιμπλε, όπου δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ των διαρθρωτικών αλλαγών στο δημόσιο και των επενδύσεων, ούτε το εγκώμιο που απέσπασε αυτή από τα μεγάλα ΜΜΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι σπεύδει να δηλώσει μαζί με τους πρώην συντρόφους του της ΔΗΜΑΡ πρόθυμος οικοδόμος στο “τείχος κατά της βίας”. Αποτυπώνει τη βιασύνη του να διασαφηνίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ότι θα αποτελέσει την εφεδρεία του συστήματος, τον “αμόλυντο” δηλαδή πολιτικό σχηματισμό που θα κληθεί να διαχειριστεί και όχι να ανατρέψει την κατάσταση, με φόντο μια κοινωνία που φθείρεται σε τέτοιο βάθος χρόνου, ώστε να παραμένει υπνωτισμένη. Σε αυτήν την περίπτωση το δίπολο θα έχει εξυπηρετήσει το σκοπό του, θα έχει δηλαδή, όπως γράφαμε ήδη τον Απρίλη του 2012, ‘‘δώσει στη δυσαρέσκεια της κοινωνίας κοινοβουλευτική έκφραση, αποσυμπιέζοντας τις αντιστάσεις της, πριν αυτές εξελιχθούν σε γενικότερη πολιτειακή αμφισβήτηση’’.

Όμως, η κοινωνική πραγματικότητα, πάνω στην οποία ακουμπάει αυτό το δίπολο, είναι αρκετά σύνθετη, ενίοτε αντιφατική, ενδεικτική της κατάστασης ανισορροπίας και είναι τελικά εκείνη που μπορεί να το ακυρώσει. Η σύνθεση του αντιμνημονιακού πόλου φαίνεται διαταξική, με τις αντιφάσεις που αναπόφευκτα παράγονται από μια τέτοια σύνθεση, καθώς κάθε ομάδα συμφερόντων καταγγέλλει και από κάτι διαφορετικό στο μνημόνιο. Έτσι, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ως πρόβλημα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και οι μισθωτοί αντιτίθενται στις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις, οι μεσαίοι επιχειρηματίες βρίσκουν την ευκαιρία να μειώσουν τους μισθούς και να απολύσουν, αγανακτούν όμως με τη φορολογία, με την οποία βέβαια οι μισθωτοί τους θα έπρεπε λογικά να συμφωνούν στη βάση της χρηματοδότησης κοινωνικών πολιτικών. Διαμορφώνεται δηλαδή μια συγκυριακή συμμαχία από αντικρουόμενα συμφέροντα που δύσκολα θα αντέξει, αν το αντιμνημόνιο επικρατήσει πολιτικά και θα αποτελέσει πηγή αστάθειας. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο καταλογίζεται στο μνημόνιο -και άρα στους ξένους- αυτό που θα έπρεπε να καταλογιστεί στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που συμβολίζεται από την ένταξη των χωρών σε υπερεθνικούς οργανισμούς, δεν μπορεί παρά να έχει νεοφιλελεύθερο πρόσημο, αφού αποτελεί τη συνέπεια της εγγενούς τάσης του καπιταλισμού για επέκταση και υπερκέραση κάθε εμποδίου. Το να αντιτίθεσαι επομένως στο μνημόνιο χωρίς να επιτίθεσαι στον καπιταλισμό είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο για να διώξεις τον πονοκέφαλο.

Τα παραπάνω εξηγούν ίσως και το ακόλουθο οξύμωρο: από τη μία να αυξάνεται ο αριθμός όσων δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν αριστερά και από την άλλη να γίνονται όλο και πιο αποδεκτές οι φαντασιακές σημασίες του νεοφιλελευθερισμού (απολύσεις στο δημόσιο, ιδιωτικοποιήσεις, ανάπτυξη που θα φέρει δουλειές, ανταγωνισμός ανάμεσα σε εργαζόμενους, απόρριψη της συλλογικής δράσης και του συνδικαλισμού, διωγμοί μεταναστών). Φαίνεται λοιπόν ότι ύστερα από 20 χρόνια συστηματικής προσπάθειας και προπαγάνδας ο νεοφιλελευθερισμός έχει επιβάλει πλήρως την ιδεολογική ηγεμονία του επί της κοινωνίας και ανέμενε την ευκαιρία να περάσει στην πράξη. Χαρακτηριστικά, οι ηλικίες κάτω των 40 που μεγάλωσαν κάτω από τον αστερισμό του κέρδους, της επιχειρηματικότητας, της ατομικής ανέλιξης και της αποπολιτικοποίησης, συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τις νεοφιλελεύθερες πεποιθήσεις. Η αντίδρασή τους στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό και η στροφή προς τις αντιμνημονιακές δυνάμεις οφείλεται μάλλον στο ότι το κατεστημένο αδυνατεί πλέον να τους εξασφαλίσει αυτά με/για τα οποία έχουν μεγαλώσει παρά στην άρνηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων. Ενδεικτική είναι επίσης η στάση των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα: είναι λάθος να θεωρούμε την ισχνή συμμετοχή στις κινητοποιήσεις ως αποτέλεσμα μόνο του φόβου από ενδεχόμενη απόλυση. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι έχουν ενσωματώσει την εργοδοτική ρητορική σε μεγάλο βαθμό, έχουν αποδεχθεί τη μείωση μισθών για το καλό της επιχείρησης, άρα και δικό τους και παραιτούνται από οποιαδήποτε απόπειρα συλλογικής συγκρότησης και απάντησης στην εργοδοτική έφοδο. Αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία καλούνται να κινηθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις και στην οποία πρέπει να στηριχθούν οι όποιες αναλύσεις, προκειμένου να μην παρερμηνεύονται οι προτιμήσεις του “κυρίαρχου εκλογικού σώματος”.

Σε αυτήν την περίπτωση, το πρόβλημα δεν θα είναι κυρίως οικονομικό. Το πρόβλημα θα είναι ένας νέος, λουστραρισμένος ίσως, σκοταδισμός που δεν θα αρκεστεί στο να κυνηγήσει τους μετανάστες, τους αναρχικούς ή τις οροθετικές, αλλά θα επιβάλει π.χ. την ομοφοβία στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής ή θα αμφισβητήσει έμπρακτα το δικαίωμα στην άμβλωση. Και τότε, σκηνές σαν αυτές που εκτυλίχθηκαν έξω απ’ το ΧΥΤΗΡΙΟ δεν θα αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ακραίες εκφάνσεις μιας κατά τα άλλα επίσημης κρατικής πολιτικής στρατηγικής.

Απέναντι σε αυτόν το σκοταδισμό είναι ανάγκη να οργανωθούν από τα κάτω αναχώματα και αντιστάσεις. Και το σημαντικότερο είναι η συλλογικοποίηση όσων αντιλαμβάνονται ότι έχουν να χάσουν πολλά –αν όχι τα πάντα- από τη βαρβαρότητα. Αν το δίλημμα μνημόνιο–αντιμνημόνιο αποτελεί την εφεδρεία του συστήματος, αν η κυριαρχία έχει κάθε λόγο να δημιουργεί τεχνητές εντάσεις περί εστιών ανομίας, δική μας δουλειά είναι να θέσουμε τη διαχωριστική γραμμή εκεί που πραγματικά βρίσκεται. Σήμερα από τη μία πλευρά αναδύεται ένας αντιδραστικός πόλος, ένα κομμάτι της κοινωνίας που στοιχίζεται πίσω από την υλοποίηση του διάχυτου φασισμού των προηγούμενων χρόνων και από την άλλη ενδυναμώνεται και βρίσκει δίαυλους ένας ριζοσπαστικός πόλος σε μια πληθώρα επιπέδων και δράσεων. Και αυτά, σε ένα σκηνικό που περιλαμβάνει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που παλινδρομούν ανάμεσα στις υπάρχουσες τάσεις και που μοιραία θα αναζητήσουν τον πόλο με τον οποίο θα συνταχθούν. Η κινητικότητά τους θα είναι μεγάλη με δυνατότητα μεταφοράς από τον ένα στον άλλο.

Δίπλα στον πρώτο πόλο, ένα κομμάτι που είτε από ταξική ιδιοτέλεια, είτε από άποψη, είτε από επιβεβλημένη άνοια στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία και που συγκροτεί ένα, άτυπο ακόμη, αντιδραστικό διαταξικό μέτωπο φασισμού–νεοφιλελεθερισμού, που παρά την αντιφατικότητα και τις εσωτερικές συγκρούσεις του κοιτάει σταθερά στο μέλλον. Παράλληλα όμως αρθρώνει φωνή και ένας επίσης διαταξικός-προοδευτικός πόλος που είτε ντροπιασμένος από το πάρτι με τα δανεικά και την υποταγή που αυτό εξαγόρασε, είτε με φαντασιώσεις επιστροφής στο παρελθόν, είτε κρατώντας τη σημαία του πολιτισμού, απελπίζεται και αρχίζει να αντιδρά. Λίγοι είναι αυτοί που βγαίνουν στο δρόμο, αλλά αυτοί οι λίγοι βρίσκουν το δίαυλο αυτού του προοδευτικού κομματιού της κοινωνίας με το ριζοσπαστικό κομμάτι, μικρότερο μεν, αλλά πολύ ικανότερο στην παραγωγή πολιτικής επιρροής. Σε αυτό το ριζοσπαστικό κομμάτι ζωτικό ρόλο παίζει το αναρχικό κίνημα με ξεκάθαρο ταξικό προσανατολισμό.

Το δικό μας καθήκον είναι αυτός ο δίαυλος να μείνει ανοιχτός και να γιγαντώνεται, μέχρις ότου οι πόλοι γίνουν στρατόπεδα. Αυτό του σκοταδισμού και αυτό της ελευθερίας.

ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών

This page has not been translated into العربية yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]