user preferences

Λίγα λόγια ακόμα για το μεταναστευτικό

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Μετανάστευση / Ρατσισμός | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday August 23, 2012 21:41author by Dmitri (republishing) - 1 of Anarkismo Editorial Group Report this post to the editors

Εδώ και πέντε χρόνια σχεδόν, το ζήτημα της μετανάστευσης έχει αρχίσει ν’ αποτελεί μείζον θέμα στις πολιτικές συζητήσεις, συνοδευόμενο από μια έντονη τάση στροφής προς τον κοινωνικό και εθνικό συντηρητισμό, πράγμα που επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ή η εκτόξευση του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία (που αναδείχθηκε σε τρίτη ισχυρότερη πολιτική δύναμη), αλλά και το ανησυχητικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του 2009.
metanastes3.jpg

Εδώ και πέντε χρόνια σχεδόν, το ζήτημα της μετανάστευσης έχει αρχίσει ν’ αποτελεί μείζον θέμα στις πολιτικές συζητήσεις, συνοδευόμενο από μια έντονη τάση στροφής προς τον κοινωνικό και εθνικό συντηρητισμό, πράγμα που επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ή η εκτόξευση του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία (που αναδείχθηκε σε τρίτη ισχυρότερη πολιτική δύναμη), αλλά και το ανησυχητικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του 2009.

Για πρώτη φορά στα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης περιθωριακά κόμματα όπως το British National Party και το United Kingdom Independence – δύο συντηρητικά Βρετανικά κόμματα, (το πρώτο φλερτάρει ανοιχτά με τον νεοφασισμό, ενώ το δεύτερο αποτελεί κύριο εκφραστή των πιο ακραίων Ευρωσκεπτικιστικών τάσεων των Βρετανών, πάντα υπό το πρίσμα του περιορισμού της μετανάστευσης), αυτά τα δύο κόμματα, όπως και τα αντίστοιχα: Αληθινός Φιλανδός, Κόμμα της Ελευθερίας (Ολλανδία) και το Ουγγρικό Γιόμπικ, τριπλασίασαν τα ποσοστά τους, και, πλέον, αποτελούν μια αρκετά δυναμική πολιτική συνιστώσα.

Όλες αυτές οι παρατάξεις, βέβαια, έχτισαν την ατζέντα τους πάνω στην ξενοφοβία και τον επικείμενο φόβο της ανεργίας που συνδέεται στενά με την – ευρείας κλίμακας – αντίληψη ότι η μετανάστευση συμπιέζει τις θέσεις εργασίας, μιας και το ξένο φτηνό εργατικό δυναμικό μπορεί κάλλιστα ν’ αντικαταστήσει τα απαιτητικά ντόπια χέρια, αυξάνοντας, έτσι, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν είναι ένας ακόμα αστικός μύθος της αντίδρασης.

Απεναντίας, είναι μια πραγματικότητα που εξυπηρετεί στο ακέραιο το φαντασιακό του κέρδους καθώς η εκμετάλλευση των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων με στόχο την ελαχιστοποίηση των δαπανών, συμβάλλει στην άνοδο του οικονομικού συντελεστή των εργοδοτών, μέσα στον στίβο του σκληρού οικονομικού ανταγωνισμού, και των αξιών που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν σημαίνει πως τα πράγματα είναι τόσο τραγικά όσο οι συντηρητικές πολιτικές παρατάξεις προσπαθούν να παρουσιάσουν, μεγεθύνοντας ένα υπάρχον πρόβλημα και κατευθύνοντάς το εκεί που οι ίδιοι οι θιασώτες της επιθυμούν, (δεδομένου ότι οι περισσότεροι μετανάστες επιλέγουν θέσεις εργασίας που ένας ντόπιος εργαζόμενος θα απέφευγε).

Αυτό που, ως επί τω πλείστων, βλέπουμε, όχι μόνο από τα κόμματα της δεξιάς (από τα οποία δεν περιμέναμε, φυσικά, και τίποτα καλύτερο), αλλά και από την αριστερά (είτε πρόκειται για τα σταλινογενή γκρουπούσκουλα είτε για τους ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες), από πολλές αναρχικές συλλογικότητες, γενικά, αλλά, και από ένα σημαντικό ποσοστό του λεγόμενου «προοδευτικού» χώρου, είναι η στείρα αναπαραγωγή ιδεολογικοποιημένων στερεότυπων και ιδεοληψιών, σαν φυσικό επακόλουθο του εγκλεισμού της πολιτικής και κοινωνικής διαύγασης της πραγματικότητας σε διάφορες σπεκουλαριστικές λούπες, γεγονός που τρέφει μια βαθιά ετερονομία η οποία επισκιάζει με τα αρνητικά της το κοινωνικό πράττειν. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει, άλλωστε, και η πολιτική εκμετάλλευση του γνωστού και πολυσυζητημένου περιστατικού της κτηνώδους σεξουαλικής κακοποίησης που δέχθηκε 15χρονη στην Πάρο από μετανάστη.

Σχεδόν ολόκληρη η Ελληνική δεξιά (από τους πιο μετριοπαθείς μέχρι και τους πιο ακραίους και φανατισμένους οπαδούς της), προσπάθησε να στηρίξει τις πολιτικές της πεποιθήσεις πάνω σ’ ένα ανθρώπινο δράμα, ενώ η αριστερά και ο αναρχικός χώρος, από τη δική τους πλευρά, αρνήθηκαν να τοποθετηθούν ή περιορίστηκαν σε ανακοινώσεις που έκαναν λόγο για φόβο αντιδικίας και στοχοποίησης μεταναστών από τους γνωστούς ακροδεξιούς χουλιγκάνους που εξαπολύουν πογκρόμ σε καθημερινή, πλέον, βάση. Τούτη η θέση, όμως, παρά την μερική ορθότητά της (η πάλη για μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, αυτονομίας, συνεργασίας και ανθρώπινης δημιουργίας, δεν χωρά στοχοποιήσεις, βιαιοπραγίες και μίση), αδυνατεί να προσεγγίσει άλλες βαθιές πτυχές του ζητήματος της μετανάστευσης και αποτελεί, αν μη τι άλλο, μια λογική μεν, υπεραπλουστευτική δε, προσέγγιση σ’ ένα πολύπτυχο ζήτημα.

Πολλές από τις αναλύσεις διαφόρων αριστερών (καλή ώρα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α) και αναρχικών σχημάτων δεν πηγάζουν καν από κάποια επιθυμία για αντικειμενική έρευνα, ικανή να δώσει απαντήσεις πάνω στο μεταναστευτικό, με γνώμονα τον ιδεατό στόχο: την δημοκρατική κοινωνική μεταστροφή, αλλά, κατά βάση, αποτελεί έκφραση της δικής τους ταυτολογικής κλειστότητας η οποία τυγχάνει απλά να ενσαρκώνει σπέρματα αυτονομίας, καθώς το πρόταγμα αυτό δεν εμφανίστηκε τυχαία και ex nihilo σε κάποια ιστορική περίοδο.

Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων που έδρασαν στον Δυτικό κόσμο μέσα στους προηγούμενους αιώνες όπως η Γαλλική Επανάσταση, οι εργατικοί αγώνες, οι αγώνες των μειονοτήτων – αγώνες που είχαν ενσαρκώσει μέρος των αξιών της κοινωνικο-πολιτικής ατζέντας της αριστεράς και των αναρχικών. Αυτοί, οι αγώνες λοιπόν, κατάφεραν, ως έναν βαθμό ν΄ ανοίξουν τον δρόμο προς την κοινωνική χειραφέτηση, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελούν θεμέλιο λίθο των ελευθεριών που βιώνουν σήμερα οι Δυτικές κοινωνίες. Μπορούμε, όμως, εμείς σήμερα, να διαυγάζουμε το γίγνεσθαι βασισμένοι στις παραδοσιακές «επαναστατικές» ιδεολογίες ή μήπως ήρθε η στιγμή όπου μια πιο λεπτομερής πολυδιάστατη προσέγγιση θα μας επέτρεπε να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη γνώμη πάνω σ’ αυτό το τόσο σοβαρό θέμα; Οι Ευρωπαίοι δεξιοί συνεχώς κάνουν λόγο για επαναπατρισμό, κλείσιμο των συνόρων και περιορισμό της εισροής μεταναστών από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (σε πιο ακραίες περιπτώσεις ακόμη και από χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου των οποίων πολλοί πολίτες, με βάση τους Βρετανούς Συντηρητικούς, ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν προς τις χώρες του Βορρά λόγω της αδυναμίας εύρεσης θέσεων εργασίας και των ανυπέρβλητων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι εθνικές τους οικονομίες).

Πιστεύουν πως έτσι θα μειώσουν την εγκληματικότητα και την ανεργία, προβάλλοντας την ιδεολογική τους ατζέντα ως μονόδρομο και αναμασώντας χονδροειδή φοβικά παραληρήματα. Και, φυσικά, βρίσκουν σύμφωνη την κοινή γνώμη, η οποία έχοντας εθιστεί στην κατανάλωση και τα reality, βυθισμένη στον βούρκο της απάθειας και της μαζικής απο-πολιτικοποίησης, γίνεται φορέας της διανοητικής ένδειας που μαστίζει την εποχή μας, αυτήν την εποχή όπου το μόνο νόημα βρίσκεται εντός του δόγματος του μη νοήματος, της οχλοποίησης, της κουλτούρας του δήθεν και μιας εικονικής lifestyle φαντασίωσης. Από την άλλη πλευρά, οι αριστεροί, κρατούν μια πιο ανθρωπιστική στάση, και με γνώμονα τον σεβασμό στις ελεύθερες μετακινήσεις, (μέχρι εδώ καλά) προσπαθούν ν’ αντιπαλέψουν την ρητορική μίσους η οποία μέρα με τη μέρα βρίσκει όλο και πιο πολλούς αποδέκτες.

Όπως, όμως, είπα και παραπάνω, οι θέσεις των αριστερών δεν πηγάζουν από καμία προσπάθεια αμερόληπτης διαύγασης του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά, στην ουσία, πρόκειται για μια ατζεντίστικη, εργαλειακής φύσης, ιδεολογική εμμονή που υιοθετείται αβασάνιστα. Για τους περισσότερους αριστερούς και αναρχομαρξιστές, οι μετανάστες αποτελούν το σύγχρονο προλεταριάτο στο οποίο θα πρέπει να υποκλίνονται όλοι οι ταξικοί αντι-καπιταλιστικοί πολιτικοί χώροι. Έτσι, οι μετανάστες αγιοποιούνται, ο ρόλος τους μέσα στην κοινωνία είναι αναντίρρητος και δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, καθώς πρόκειται για το νέο επαναστατικό υποκείμενο που νομοτελειακά θα συγκρουστεί με την καθεστηκυία τάξη και θα οδηγήσει στην ανατροπή του συστήματος εν μέσω μιας νυκτός. Οποιαδήποτε ένσταση ή κριτική πάνω στον τρόπο ζωής ή στα ήθη και έθιμά τους βαφτίζεται αυτόματα ως «φασιστική συμπεριφορά», «τάση που ρέπει προς τον ρατσισμό» (ακόμα και αν πρόκειται για την αποδοκιμασία μιας πράξης σεξιστικής που διαπράττει κάποιο άτομο που αποτελεί μέλος κάποιας φυλετικής ή θρησκευτικής μειονότητας, ακόμα, επίσης, και αν κάποιος αρνηθεί να υποστηρίξει τον εθνικισμό και τον συντηρητισμό κάποιας εθνικής ομάδας και την απέχθειά της για κάποια άλλη). Όμως, ο καιρός που θα πρέπει να ξεπεράσουμε την αριστερή νεκροφιλία και τα διάφορα μανιχαϊστικά δίπολα έχει ήδη φτάσει, καθώς, με βάση όχι μόνο το χάος του ιστορικού υλικού που έχουμε μπροστά μας, αλλά και την πολυπλοκότητα της παγκοσμιοποιημένης, πλέον, καπιταλιστικής πραγματικότητας, κατανοούμε το πόσο σημαντικό είναι να υπάρξουν αναλύσεις κάτω από μια πιο ευρεία κοινωνική, ανθρωπολογική αλλά και πολιτική αντίληψη. Φυσικά, για τις κραυγές μίσους των ακροδεξιών – είτε φορούν κουστούμι και κρύβονται πίσω από τον κοινοβουλευτικό μανδύα της πολιτικής ορθότητας είτε όχι – δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο. Κάθε νοήμων άνθρωπος που είναι σε θέση να διακρίνει πέντε-δέκα πράγματα οφείλει να καταδικάσει τις σχιζοφρενικές και υστερικές τάσεις του ακροδεξιού συρφετού.

Η εποχή που ζητήματα όπως η μετανάστευση, η φυλετική ισότητα, οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων θα μπορούν να συζητηθούν μακριά από την ηγεμονία οποιασδήποτε μεταφυσικιστικής και ντετερμινιστικής κλειστότητας (νόμοι της ιστορίας, ιστορική συνέχεια, προγονοπληξία) αλλά ούτε και κάτω από την μονοδιάστατη ρηχότητα του οικονομισμού, αυτή η εποχή έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της.

Πρώτον: Οι παραδοσιακά Μαρξιστικές έννοιες όπως προλεταριάτο, εργατική τάξη, μπουρζουαζία όχι μόνο έχουν εκπορνευτεί από διάφορους σαλτιμπάγκους ιδεολόγους, τσαρλατάνους, ηγέτες, και «επαγγελματίες επαναστάτες» της πρωτοπορίας και της Avant-garde, με αποτέλεσμα να εκφυλιστούν, αλλά αυτό που βλέπουμε από τη δεκαετία του ‘80 κι έπειτα στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, αυτό που βιώνουμε είναι η ολοκληρωτική ιδεολογική και πολιτισμική ομογενοποίηση των πάντων, η κατάρρευση των παλαιών αξιών και η αναζήτηση νοήματος μέσω της κατανάλωσης, του lifestyle και της απάθειας, (αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης πολύ πετυχημένα ονόμαζε, με μια λέξη, α σ η μ α ν τ ό τ η τ α ).

Δεύτερον: Πολλοί από αυτούς, που αναζητούν μια καλύτερη τύχη στις αναπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης έρχονται από χώρες οι οποίες υπέφεραν από κάποιο Σταλινικό καθεστώς, (όπως, για παράδειγμα, οι Πολωνοί, οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι που ζουν ως εργάτες στην Γερμανία, την Αγγλία και αλλού, ή, για να πάμε ακόμη πιο μακριά, όσοι κατάφεραν να δραπετεύσουν από το κράτος/στρατόπεδο της Βόρειας Κορέας, οι επιζήσαντες του κτηνώδους καθεστώτος του Πολ Ποτ και των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη). Όλοι αυτοί έχουν ήδη γευτεί τα επιτεύγματα του Λενινισμού και, κατά πάσα πιθανότητα, στο άκουσμα και μόνο της λέξης «κομμουνισμός», κυριεύονται από απέχθεια και τρόμο. Τέλος, (και αυτός είναι μάλλον ο σημαντικότερος παράγοντας που θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στο άμεσο μέλλον), μεγάλο ποσοστό μεταναστών μένει παγερά αδιάφορο για την πολιτική. Οι περισσότεροι μετανάστες που εγκαταλείπουν τον τόπο που γεννήθηκαν δεν το κάνουν για να συγκρουστούν με το σύστημα αλλά για να εργαστούν εντός αυτού, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, αναζητώντας ευκαιρίες μέσα σε μια ήδη καπιταλιστική κοινωνία.

Στο σημείο αυτό, ένας αριστερός, θα έλεγε το εξής: Οι μετανάστες δεν έχουν επίγνωση της θέσης στην οποία βρίσκονται, ότι, δηλαδή, οι κεφαλαιοκράτες βρίσκουν αφορμή τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον τόπο τους, κι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός αυτό βγάζουν και από τη μύγα ξίγκι. Αν οι ίδιοι δεν μπορούν να το κατανοήσουν αυτό ή νιώθουν αδύναμοι να κάνουν κάτι, δεν θα πρέπει εμείς να τους δείξουμε ότι ο δρόμος για τη χειραφέτησή τους περνά μέσα από την σύγκρουση με τα συμφέροντα που τους έχουν μετατρέψει σε σύγχρονους δούλους; Τα ερωτήματα αυτά, παρά του ότι εκφράζουν μια μεγάλη αλήθεια, δεν αντανακλούν την συνολική πραγματικότητα, αλλά μία, μόνο, πλευρά της. Η εκμετάλλευση των μεταναστών δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το Δυτικό φαντασιακό, με τον ιμπεριαλισμό και τα συμφέροντα που κρύβονται από πίσω.

Πολλές φορές, αντικείμενο εκμετάλλευσης μπορεί να πέσει και κάποιος νέος μετανάστης από κάποιον δεύτερης ή τρίτης γενιάς, ή και πρώτης ακόμα, ο οποίος έτυχε να ευνοηθεί από κάποιες συνθήκες και να ελιχθεί σε ανώτερη βαθμίδα της καπιταλιστικής πυραμίδας. Δηλαδή, η αριστερά, ακόμα και με οικονομικούς όρους, δείχνει ανίκανη να κατανοήσει τη φύση της μετανάστευσης και να υιοθετήσει συγκρουσιακές θέσεις που δεν θα ανακυκλώνουν τόσο απλουστευτικές προσεγγίσεις πάνω στην Μαρξιστική θεωρία (πράγμα που έχει γίνει πολύ της μόδας τελευταία) και, επίσης, δεν θα λειτουργεί ως ιδεολογικός φορέας του μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού. Αν ως μετανάστευση ορίζουμε τις ε λ ε ύ θ ε ρ ε ς μετακινήσεις πληθυσμών σε μία άλλη κοινωνία (και όχι αυτές που επιβάλλονται λόγω συνθηκών εξαθλίωσης και μαζικής φτώχειας), τότε Ναι! Η μετανάστευση είναι δικαίωμα. Σήμερα, όμως, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν γίνονται ούτε για πολιτισμικούς λόγους, ούτε γιατί κάποιοι άνθρωποι αναζητούν περιπέτεια και ταξίδια προκειμένου να διαφοροποιηθούν από την κενότητα της Αβύσσου και του Χάους. Η μετανάστευση, λοιπόν, οφείλεται είτε σε πολέμους που προκαλούν οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες στον «τρίτο κόσμο», είτε στα απολυταρχικά καθεστώτα που επιβάλλονται ερήμην στους πολίτες μιας χώρας, καταπιέζοντας και διώκοντας πολιτικούς αντιπάλους.

Συστηματικά αγνοούμε, επίσης, και το γεγονός ότι η ένωση όλων των μεταναστών με σκοπό την σύγκρουση με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων πολλές φορές φαντάζει σχεδόν αδύνατη, όχι μόνο γιατί οι ακροδεξιοί και η κυρίαρχη προπαγάνδα επιχειρούν να διχάσουν τα ασθενή οικονομικά στρώματα, αλλά και από τις ενδόμυχες τάσεις πολλών μεταναστών να μην διαφοροποιούνται από την δική τους μικροκοινωνία, αρνούμενοι ν’ απαρνηθούν τις δικές τους προκαταλήψεις, πράγμα που οι παραδοσιακοί «επαναστατικοί» χώροι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δουν.

Ο ρατσισμός, λοιπόν, δεν είναι προνόμιο μόνο των γηγενών ενάντια στους αλλοδαπούς, αλλά, όπως έχει παρατηρηθεί, μίσος και μισαλλοδοξία μπορεί να τρέφει και κάποιος μετανάστης για κάποιον άλλον (ένας Άραβας για κάποιον μαύρο Αφρικανό, για παράδειγμα), ενώ η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι φυλετικές συγκρούσεις μεταξύ μεταναστών έχουν λάβει χώρα πολλές φορές (ενδεικτική είναι η περίπτωση της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί, Ιρλανδοί και Κινέζοι, ουκ ολίγες φορές ήρθαν στα χέρια με σκοπό τον έλεγχο κάποιας περιοχής). Επίσης, δεν αποκλείεται και κάποιος μετανάστης να υποστηρίζει ακραίες σεξιστικές θέσεις, λόγω του ότι έχει μεγαλώσει μέσα σε κάποιο υπερβολικά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον, κάτι που δεν είναι σπάνιο. (Βλ, επίσης, Μπούρκα: ένα ζήτημα που φέρνει στο προσκήνιο πολιτισμικές συγκρούσεις;)

Έτσι, λοιπόν, εδώ βλέπουμε και μια άλλη αντίφαση που γεννιέται εντός των κινημάτων για την κοινωνική χειραφέτηση. Θα πρέπει να κατακρίνουμε τον σεξισμό όταν προέρχεται από κάποιον μετανάστη ο οποίος ζώντας μέσα στον θρησκευτικό του μικρόκοσμο, θεωρεί πως είναι δίκαιο ν’ ασκείται σωματική τιμωρία σε μια γυναίκα που δεν είναι πιστή σύντροφος; Ή ακόμα και αυτή η θέση θα μπορούσε ν’ αποτελεί πράξη στοχοποίησης και μίσους, και συνεπώς, θα πρέπει να σεβαστούμε την κοσμοαντίληψη του κάθε φονταμενταλιστή, μόνο και μόνο επειδή είναι μέλος κάποιας μειονότητας; Αν ισχύει το δεύτερο, τότε τί μήνυμα στέλνουμε στις γυναίκες που έχοντας πέσει θύματα βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης, είναι αναγκασμένες να κουβαλάνε για όλη τους τη ζωή μια τόσο επώδυνη εμπειρία, βυθισμένες στην κατάθλιψη, τον φόβο και τον πανικό; Τί σημασία έχουν, τότε, όλα τα φεμινιστικά κινήματα που έδρασαν κατά καιρούς και κατάφεραν να ενισχύσουν τον ρόλο των γυναικών μέσα στην κοινωνία (βλ. αγώνες των γυναικών για το δικαίωμα στην ψήφο και στην συμμετοχή); Αν, όμως, πούμε ότι διαλέγουμε το δεύτερο, διότι έτσι νιώθουμε ότι έχουμε εξασφαλισμένη την φιλελεύθερή μας αυταπάτη, μήπως τότε αναπαράγουμε έναν εργαλειακό δυτικισμό που μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση αυτών των ανθρώπων, να έρθουμε σ’ επαφή μαζί τους, ν’ αφουγκραστούμε και να κατανοήσει τα δικά τους προβλήματα, από πού αυτά πηγάζουν και πώς θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί η – εντός των δικών τους κύκλων – γυναικεία καταπίεση;

Ή μήπως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση; Πιστεύω πως όχι. Αυτές οι ευρείας κατανάλωσης ρηχές προσεγγίσεις (και λέω ευρείας κατανάλωσης γιατί, πλέον, έχει καταστεί ως κυρίαρχο δόγμα αυτού του είδους η νοοτροπία του «κρατάμε ίσες αποστάσεις από κάθε άκρο», ή «καταδικάζουμε τη βία απ΄ όπου και αν προέρχεται») δεν οδηγούν πουθενά. Στην πραγματικότητα, φανερώνουν όλη αυτήν την διανοητική ένδεια που έχει κατακλύσει τη ζωή μας, να καταδικάζουμε κάθε τί που θεωρούμε «ακραίο» (και μπορεί, όντως, να είναι κάτι ακραίο ή μή αποδεκτό, έστω), αγνοώντας όλες τις διαβαθμίσεις που υπάρχουν στην άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας, τους σκοπούς, τα μέσα και τα κίνητρα. Μπορούμε να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις μεταξύ θρησκευτικού φονταμενταλισμού και σεξισμού (που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πρώτου); Χωράνε διαπραγματεύσεις σε θέματα που έχουν να κάνουν με βασικά κοινωνικά δικαιώματα; Χωρίς καμία αμφιβολία, η λογική των «ίσων αποστάσεων» βοηθά στο ν’ αποφεύγουμε την πόλωση μεταξύ δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Όμως, σε καμία περίπτωση, αυτό δεν μας δίνει απαντήσεις εκτός και αν αρχίσουμε να υιοθετούμε τις Χομπσιανές ετερονομίες, πως χρειάζεται να υπάρχει κάποια υπερβατικότητα ή κάποιου είδους ανώτερη και μή αμφισβητήσιμη εξουσία προκειμένου ν’ αποφεύγουμε τις συγκρούσεις οι οποίες τρέφονται από την έμφυτη τάση του ανθρώπου, την κακία και την απληστία. Μα φυσικά, πάνω σε αυτού του είδους τις αντι-επιστημονικές απόψεις έχει βασιστεί όλο αυτό το δόγμα της μετα-Σοβιετικής εποχής: την λογική των «ίσων αποστάσεων», γιατί «δεν γίνεται αλλιώς»!!!

Αν, πραγματικά, πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, ότι ο άνθρωπος «αυτός είναι και δεν αλλάζει», τότε ας σταματήσουμε να μιλάμε για κοινωνική χειραφέτηση και ας καθίσουμε με τα χέρια σταυρωμένα, να υπομείνουμε την καταστρατήγηση όλων μας των δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αίμα και θυσίες, και όλα αυτά γιατί «δεν γίνεται αλλιώς», δίχως ούτε να μπούμε καν στον κόπο να αυτο-ερωτηθούμε: «εφόσον τώρα μας λένε ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερος κόσμος, ότι όλα αυτά είναι γραφικές ουτοπίες, τότε πώς έγινε και οι μειονότητες, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι κατάφεραν να ενισχύσουν τον ρόλο τους μέσα στην κοινωνία; Πώς τότε άλλαξε ο άνθρωπος και τώρα δεν μπορεί;» Αν, όμως, έννοιες όπως η ελευθερία, η αυτονομία, η δημοκρατία σημαίνουν κάτι για εμάς, και αν μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να είναι άλλη παρά μια κοινωνία ισότητας, δημιουργίας και συμμετοχής, τότε ίσως θα ήταν καλό να βλέπαμε την πολυπολιτισμικότητα κάτω από μια διαφορετική οπτική γωνία, μέσω του προτάγματος των διαπολιτισμικών σχέσεων το οποίο προσφέρει μια νέα κατανόηση του τρόπου αλλά και των σκοπών μιας κοινωνικής αλλαγής.

Related Link: http://eagainst.com/articles/on-immigration/

This page has not been translated into Ελληνικά yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]