user preferences

Οι απαρχές του συνδικαλισμού στην Αυστραλία

category Ινδονησία / Φιλιππίνες / Αυστραλία | Εργατικοί Αγώνες | Κριτική / Παρουσίαση author Thursday January 12, 2006 12:28author by Dmitri (OAE, MACG, personal capacity) - Anarkismoauthor email outetheos at yahoo dot com dot au Report this post to the editors

Πώς άρχισαν όλα

Το κείμενο διαμορφώθηκε στη μορφή αυτή στις 10 Γενάρη 2006. Τα στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο του ιστορικού Ian Turner, In union is strengh. A history of trade unions in Australia 1788-1978, Nelson 1976

Οι πρώτοι εργαζόμενοι στην Αυστραλία ήταν κατάδικοι. Οι κατάδικοι αυτοί ήρθαν στην Αυστραλία αμέσως μόλις εποικίστηκε η χώρα το 1788 και η πλειοψηφία τους ήταν αναλφάβητοι αγρότες, εργαζόμενοι, μερικοί εγκληματίες, αλήτες κ.λπ.

Τα πρώτα έτη της παραμονής τους στην Αυστραλία ήσαν αναγκασμένοι να εργάζονται για την κυβέρνηση σε καλλιέργειες και δημόσια έργα. Η πληρωμή τους γινόταν με το κομμάτι και λόγω της αρχικής έλλειψης εργατικών χεριών οι περισσότεροι από αυτούς ήταν σε θέση να διαπραγματεύονται και να εργάζονται με ευνοϊκούς γι’ αυτούς όρους. Αλλά καθώς η αποστολή καταδίκων από την Αγγλία και αλλού μειωνόταν βαθμιαία, οι πρώτοι αυτοί κατάδικοι εργαζόμενοι μεταβλήθηκαν σε ελεύθερους εργαζόμενους.

Γύρω στο 1838 με 1840, ειδικά στην αποικία New South Wales (Νότια Νέα Ουαλία), σημειώθηκε διακοπή αυτής της μεταφοράς καταδίκων, με αποτέλεσμα την έναρξη του σχηματισμού μιας μικρής, αλλά ολοένα αυξανόμενης, εργατικής τάξης, η οποία αποτελείτο κυρίως από μετανάστες. Υπήρξε μια διάκριση μεταξύ αυτής της εργατικής τάξης και των πρώην καταδίκων.

Οι πρώτες οργανώσεις της εργατικής τάξης ήταν εμπορικοί σύνδεσμοι, οι οποίοι θεωρείται ότι πρωτοεμφανίστηκαν το 1831. Μέχρι το 1850 υπήρξαν δεκάδες τέτοιοι σύνδεσμοι στη Μελβούρνη. Δεν ήταν ακριβώς συνδικαλιστικές ενώσεις, αλλά, μάλλον, αλληλοβοηθητικοί σύνδεσμοι τα μέλη των οποίων πλήρωναν κάποιο ποσόν για την εγγραφή τους καθώς και ένα άλλο ποσόν ως συνδρομή, ενώ σε περίπτωση αρρώστιας ή ανεργίας είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν ένα μικρό ποσό εβδομαδιαίως, για μια περιορισμένη περίοδο.

Στο διάστημα 1850-1890, οι μισθοί αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα της αύξησης των εξόδων των πρώτων ειδών της καθημερινής ζωής (νερό, κάρβουνο κ.λπ). Αλλά λόγω της όλης δραστηριότητας στα χρυσωρυχεία, η ζωή σχεδόν ολόκληρης εργατικής τάξης άλλαξε αμέσως, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πλέον ζήτηση εργατικών χεριών σε επαγγέλματα όπως κουρείς προβάτων και θεριστικές και συναφείς αγροτικές εργασίες (που ήταν από τους πιο βασικούς τομείς τότε), γιατί σχεδόν όλοι, ακόμα και οι ναυτικοί και οι αστυνομικοί, εγκατέλειπαν ή παραιτούνταν από τις δουλειές τους για να γίνουν χρυσοθήρες. Η μόνη βελτίωση που υπήρξε ήταν στα χρυσωρυχεία για εκείνους που παρέμεναν εργαζόμενοι εκεί.

Το 1850 ιδρύθηκε ο Victorian Operative Mason’s Society (Σύνδεσμος Κτιστών Βικτώριας). Η οργάνωση αυτή φέρεται ως η μητρική οργάνωση των συνδικάτων στην Αυστραλία. Το 1856 τα τότε υπάρχοντα συνδικάτα, όπως οι ενώσεις χειροτεχνών και κτιστών, ανέλαβαν την πρωτοβουλία για την εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, αρχίζοντας την κινητοποίηση με τη δημιουργία σχετικών επιτροπών στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ. Πάντως, με τον στόχο αυτό, όχι μόνο επιδιωκόταν η μείωση του φυσικού και άλλου φόρτου της καθημερινής εργασίας, αλλά και η βελτίωση των συνθηκών εκπολιτισμού των εργαζόμενων, για την οικοδόμηση μια πιο ανοικτής κοινωνίας.

Πολλοί ειδικευμένοι εργαζόμενοι που οργανώθηκαν στις διάφορες συνδικαλιστικές ενώσεις, θεωρούσαν ότι δεν απολάμβαναν σημαντικό μέρος του κοινωνικού πλούτου και άρχισαν αγώνα μια δικαιότερη διανομή. Αλλά δεν επιδίωξαν οποιαδήποτε σύγκρουση με τους εργοδότες τους. Μάλλον θέλησαν να συνεργαστούν μ’ αυτούς για την επίτευξη των αμοιβαίων τους ωφελημάτων. Οι λιγότερο ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργαζόμενοι είχαν, όμως, διαφορετικές ιδέες. Οι εργάσιμες ώρες τους ήταν περισσότερες και οι μισθοί τους χαμηλότεροι και καθώς μετακινούνταν από εργασία σε εργασία και από μέρος σε μέρος, δεν είχαν καμιά ευκαιρία να σκεφτούν για τα οφέλη των εργοδοτών και αυτοί ήταν που επιζητούσαν μια σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η πρώτη σημαντική οργάνωση ανειδίκευτων εργαζομένων δημιουργήθηκε στα ανθρακωρυχεία του ποταμού Hunter τη δεκαετία του 1850.

Το 1872 στα ορυχεία του Bendigo της Βικτώριας συγκροτήθηκε η πρώτη συνδικαλιστική οργάνωση των ανθρακωρύχων με πρώτο αίτημά της την εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, ενώ, επίσης, διακηρύχθηκε η πρόθεση αντίστασης στις περικοπές μισθών και την απασχόληση Κινέζων ανθρακωρύχων. Το 1874 είχαν δημιουργηθεί 12 τέτοιες ενώσεις, οι οποίες ομοσπονδιοποιήθηκαν στην Amalgamated Miners Union (AMA – Ενοποιημένη Ένωση Ανθρακωρύχων), η οποία ήταν, επίσης, κάτι σαν μια αλληλοβοηθητική οργάνωση, που παρείχε ασφάλιση και άλλα οφέλη στα μέλη και τις οικογένειές τους.

Τον ίδιο χρόνο, παρόμοιες ενώσεις ναυτικών δημιουργήθηκαν στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ, οι οποίες ομοσπονδιοποιήθηκαν το 1876 στη Federated Seamen’s Union of Australia (FSUA – Ομοσπονδιακή Ένωση Ναυτικών Αυστραλίας). Το 1878, η οργάνωση αυτή, ανάμεσα σε άλλες, καθοδήγησε μια επιτυχημένη εκστρατεία ενάντια στην εργασία των Κινέζων στην Αυστραλία (δεδομένου εκείνη την περίοδο ο ρατσισμός – ειδικά απέναντι σε Ασιάτες μετανάστες εργαζόμενους – ήταν βασικό στοιχείο του συνδικαλιστικού κινήματος. Ακόμα και στον 20ό αιώνα τα περισσότερα συνδικάτα απαγόρευσαν μετανάστες να γίνονται μέλη τους και δέχονταν μόνο Αγγλοαυστραλούς).

Το 1885 οργανώθηκαν οι εργαζόμενοι στα λιμάνια της Μελβούρνης.

Στο Creswick της Βικτώριας συγκροτήθηκε, επίσης, το Shearers Union (Ένωση Κουρέων Προβάτων), η οποία επεκτάθηκε γρήγορα στην Νέα Νότια Ουαλία και τη Νότια Αυστραλία. Το 1894 το Shearers Union και άλλα συνδικάτα και ενώσεις συγκρότησαν το Australian Workers’ Union (ASU – Αυστραλιανή Ένωση Εργατών – κάτι σαν γενική ομοσπονδία εργατών). Ο «νέος συνδικαλισμός», όπως ονομάστηκε το είδος αυτό οργάνωσης – όρος δανεικός από το συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας, κυρίως των ανειδίκευτων ή ημιειδικευμένων εργαζομένων – έφερε νέο κλίμα στην Αυστραλία.

Από 1850 με 1851, η ταχεία αύξηση του πληθυσμού είχε ως συνέπεια την εντυπωσιακή επέκταση της αποικιακής αγοράς καταναλωτικών αγαθών. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε αρκετά, ειδικά στην Βικτώρια, όπου οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια άρχισαν να συγκροτούν καθαρά συνδικαλιστικές οργανώσεις. Με την πάροδο των χρόνων, η μηχανοποίηση που χρησιμοποιείτο όλο και περισσότερο στην παραγωγή στις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες καθώς και μια τάση για έναν πιο «στενό» συνδικαλισμό, δημιούργησε δύο μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης. Από την μια, συνδικάτα που κάλυπταν έναν και μόνο βιομηχανικό κλάδο και, από την άλλη, ομοσπονδιοποιημένα συνδικάτα διαφορετικών βιομηχανικών κλάδων. Έτσι, για παράδειγμα, οι μηχανικοί ήσαν ενωμένοι, όπως και οι κουρείς προβάτων και οι ανθρακωρύχοι, σε δια-αποικιακές ενώσεις (λέω αποικιακές γιατί τότε η Αυστραλία δεν ήταν ομοσπονδιακή χώρα, αποτελείτο μόνο από τις διάφορες αποικίες, της Βικτώριας, της Νέας Νότιας Ουαλίας κ.ο.κ. και μόνο το 1901 απέκτησε την ομοσπονδιακή κρατική οντότητα που ξέρουμε μέχρι σήμερα, με τις αποικίες να μετατρέπονται σε ομόσπονδες Πολιτείες). Το 1890 υπήρχαν 55 τέτοιες ενώσεις και σύνδεσμοι που ήταν συνδεδεμένοι με το Melbourne Trades Hall Council (Εργατικό Κέντρο Μελβούρνης).

Οι κουρείς προβάτων, οι ναυτικοί και οι ανθρακωρύχοι άρχισαν μαχητικές απεργίες που κράτησαν όλη αυτήν την περίοδο, μέχρι την ίδρυση του Labour Party (Εργατικού Κόμματος) από τα συνδικάτα το 1891. Ωστόσο, οι απεργίες ηττήθηκαν και ένα από τα αποτελέσματα της ήττας αυτής ήταν η διάδοση μερικών ουτοπιστικών σοσιαλιστικών ιδεών όπως αυτών του William Lane (ο οποίος έκλινε περισσότερο προς τις αναρχικές ιδέες), που συνέλαβε, εισήγαγε και καθοδήγησε ένα πείραμα συγκρότησης μιας ουτοπικής κοινωνίας στην Παραγουάη με το όνομα «Νέα Αυστραλία», το οποίο απέτυχε (ευελπιστώ σε άλλο κείμενό μου να μιλήσω διεξοδικά για το πείραμα αυτό). Μετέπειτα, στη δεκαετία του 1890, έγιναν και άλλες απεργίες, κυρίως από κουρείς προβάτων και ανθρακωρύχους, ειδικά στο Broken Hill, ενάντια στις περικοπές μισθών και τη διαιτησία.

Με την ίδρυση του Labour Party σημειώθηκε σύνδεση των συνδικάτων με την πολιτική και μέσω των συνεταιρισμών τα συνδικάτα διαμόρφωσαν την πλειοψηφία στο κόμμα.

Αλλά τις επόμενες δεκαετίες και εδικά την δεκαετία του 1910-1920, καθώς οι ελπίδες ότι το Labour Party θα ήταν κόμμα της εργατικής τάξης εξανεμίζονταν σταδιακά, αποδεικνύοντας ότι ήταν ένα μάλλον εθνικιστικό κόμμα, άρχισε μια ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η οποία οδήγησε στις θεωρίες περί αντιπολιτικής δράσης γνωστές ως συνδικαλισμό. Συγχρόνως, διάφοροι άλλοι αγωνιστές υποστήριξαν ότι τα συνδικάτα πρέπει να εγκαταλείψουν τη διαιτησία και την πολιτική δράση, επειδή καταστρέφουν την αποτελεσματικότητα της εργατικής τάξης και πρέπει να στηριχθούν στη βιομηχανική τους δύναμη, τη βασισμένη στην αρχή «an injury to one is an injury to all» («ένα χτύπημα σε έναν είναι χτύπημα σε όλους»). Αυτή η θεωρία βιομηχανικού συνδικαλισμού (ένα είδος αναρχοσυνδικαλισμού) διαδόθηκε από τις ριζοσπαστικές οργανώσεις, κυρίως από την IWW (Industrial Workers of the World – Βιομηχανικοί Εργάτες ρου Κόσμου) - η οποία διατηρούσε σημαντικά τμήματα στην Αυστραλία - έτυχε μεγάλης υποστήριξης ειδικά από τους ηγέτες διαφόρων μαζικών συνδικάτων, αν και μερικοί απ’ αυτούς δεν απαρνήθηκαν την πεποίθησή τους για την ανάγκη πολιτικής δράσης. Αν και ο αντι-πολιτικός συνδικαλισμός απορρίφθηκε από την πολιτική πτέρυγα του εργατικού κινήματος και, επίσης, ο βιομηχανικός συνδικαλισμός απορρίφθηκε από τα περισσότερα συνδικάτα χειροτεχνών, η ιδέα έπαιξε σημαντικό ρόλο στο αντιπολεμικό κίνημα κατά τη διάρκεια και μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

This page has not been translated into Norsk yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]