user preferences

Recent articles by simeon vatalos
This author has not submitted any other articles.
Recent Articles about Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος Αναρχικό κίνημα

Η ανάγκη για restart May 29 23 by Ευριπίδης Καλτσάς

1η Μάη: μέρα ταξ... May 01 23 by Πρωτ. Αναρχ. Αγ. Αναργ.-Καματερού

Αντιεκλογικ^... Mar 31 23 by Αναρχικοί Αγ.Αναργύρων-Καματερού

Σκόρπιες σκέψεις για μια συζήτηση που άργησε πολ&#

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday May 15, 2010 14:25author by simeon vatalos Report this post to the editors

Στην προκειμένη περίπτωση, οι θάνατοι αυτοί είναι “δικοί μας” θάνατοι. Τα πτώματα των ανθρώπων αυτών είναι το διακύβευμα που πρέπει να διεκδικήσουμε. Εμείς πρέπει να τους θάψουμε, εμείς να τους θρηνήσουμε. Είναι οι θάνατοι καθημερινών ανθρώπων σαν και μας, που βρίσκονται παγιδευμένοι από το ίδιο αξιακό σύστημα, που νομίζουν πως επιλέγουν ελεύθερα για τη ζωή τους όταν απλώς έχουν εσωτερικεύσει και αποδεχθεί την πληθώρα των εκβιασμών που δέχθηκαν από μικροί.

…all our school text-books lie.
What they call History is nothing to vaunt of,
being made, as it is, by the criminal in us…
W.H. Auden

Ο θάνατος τριών ανθρώπων στα γεγονότα της Τετάρτης που πέρασε ήταν και για μένα, όπως και για πολλούς, ένα βαρύ πλήγμα. Δεν είμαι ο μοναδικός που αισθάνομαι πως οι θάνατοί τους με βαραίνουν όσο και όλους όσους συμμετέχουν με οποιοδήποτε τρόπο σε κινηματικές διαδικασίες. Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει ήδη στο διαδίκτυο αλλά και αλλού, δείχνει από τη μια την αγκύλωση και την αδυναμία πολλών πολιτικών μορφωμάτων να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο βάρος, προσπαθώντας να απεκδυθούν της ευθύνης. Από την άλλη όμως, παρουσιάζει και σημάδια υγείας, μιας ευγενούς διάθεσης για σοβαρή κουβέντα και αναμέτρηση με τα ιδεολογικά και άλλα φαντάσματα του παρελθόντος.

Κατ’ αρχάς να ξεκινήσω λέγοντας πως φρονώ ότι το ανταγωνιστικό κίνημα, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν είναι έτοιμο να διαχειριστεί μια τέτοια ευθύνη. Και δεν είναι έτοιμο όχι διότι είναι ανεύθυνο ή αστόχαστο, όπως διατείνονται οι επαγγελματίες διαχειριστές του κοινού πόνου, αλλά διότι σύσσωμη η Ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει τα ηθικά ερείσματα να πράξει κάτι τέτοιο. Και εμείς δεν είμαστε παρά ένα μέρος της κοινωνίας αυτής. Η διάθεση κάποιων να τα φορτώσουν όλα στο “χώρο” αποτελεί και αυτό ένα σύμπτωμα της αδυναμίας τους να προσεγγίσουν το γεγονός με κάποια ανθρωπιά και ηθική που να απέχει έστω και ελάχιστα από τα μαλλιοτραβήγματα των μεσημεριανάδικων. Όπως βέβαια και η διάθεση κάποιας μερίδας του χώρου να τα φορτώσει αλλού αντικατοπτρίζει πόσο – παρά τις μεγαλοστομίες της – λίγο έχει καταφέρει να ξεφύγει από την επικράτεια της κυρίαρχης ηθικής. Εγώ προσωπικά δεν έχω τις δυνάμεις, ψυχικές ή νοητικές, να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα για τους θανάτους αυτούς ή να αποδώσω ευθύνες. Αισθάνομαι ότι ο μόνος τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο είναι συλλογικός. Και επί του παρόντος αυτό δεν είναι δυνατό. Επί του παρόντος όμως μόνο. Αλλά για αυτό περισσότερα προς το τέλος του κειμένου τούτου.

Επίσης, θα ξεκινήσω λέγοντας ότι η έως τώρα συζήτηση αποθέτει τους νεκρούς αυτούς στην “άλλη πλευρά”, δηλαδή, ασυναίσθητα ίσως, τραβάει μια γραμμή που λέει από τη μια μεριά ο Αλέξης, ο Καλτεζάς, οι νεκροί του Κάπα Μαρούση και ούτω καθεξής, και από την άλλοι οι νεκροί της Μαρφίν. Η λογική αυτή είναι μια λογική εμφυλίου πολέμου, ο οποίος άλλωστε μάλλον δεν έχει λήξει με κάποιο επαρκή τρόπο και συνεχίζει ακόμα να στοιχειώνει το συλλογικό μας φαντασιακό. Συνειδητοποιώ όμως όσο περνά ο καιρός ότι αυτοί δεν είναι νεκροί του συστήματος, αλλά είναι δικοί μου νεκροί, τους χρεώνομαι εγώ στην πλευρά μου, συναισθηματικά και πολιτικά. Αυτό όχι μόνο διότι έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης ο ιδιοκτήτης και οι διευθυντές της τράπεζας για τους θανάτους αυτούς. Αλλά και διότι είμαι σίγουρος ότι υπό άλλες συνθήκες θα συναντιόμουν με αυτούς τους ανθρώπους στην πορεία της διεκδίκησης ενός πιο δίκαιου μέλλοντος και ίσως να καταφέρναμε μαζί να πάμε ένα βήμα παραπέρα την υπόθεση που λέγεται ανταγωνιστικό κίνημα. Όχι πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολιτικά υποκείμενα, αλλά γιατί αισθάνομαι ότι στις συνθήκες που ζούμε είχαμε πολύ πιο πολλά να μας ενώνουν παρά να μας χωρίζουν.

Ο εμπρησμός της Μαρφίν ήταν μια πράξη που έγινε όχι εν αιθρία αλλά εν μέσω μιας συγκρουσιακής πορείας. Πρέπει να δεχτούμε ότι η βία αυτή, όσο νομιμοποιημένη και αν είναι στα μάτια μας, πιθανόν να έχει και θύματα. Πρόκειται για τα θύματα, ίσως όχι άμεσα αλλά έμμεσα, πάντως οπωσδήποτε τα θύματα μιας συντεταγμένης, στοχευμένης, διεκδικητικής, πολιτικής πορείας. Πρόκειται για θύματα των επιπτώσεων μιας λαϊκής βούλησης. Γιατί δυστυχώς υπάρχουν και τέτοια.

Η συζήτηση που γίνεται πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα, ιδίως από τους διανοούμενους, έχει να κάνει με ένα αφηρημένο ορισμό της βίας, και συνήθως καταλήγει σε ηθικίστικες γενικολογίες του τύπου “η βία φέρνει βία” και τα συναφή. Το ερώτημα δεν είναι όμως τι είναι η βία γενικά, αλλά τι ρόλο ενέχει στην κοινωνία την οποία ζούμε. Είναι τελικά ένα ερώτημα που μας φέρνει στην καρδιά των κοινωνικών μας αξιών.

Δυό σημεία είναι κρίσιμα για τη συζήτηση αυτή: Πρώτον, η ελληνική κοινωνία, βασίζεται σε μια διάχυση και κοινωνικοποίηση της βίας η οποία στήριξε και στηρίζει το πολιτικό σκηνικό από σύστασης του Ελληνικού κράτους. Δεύτερον, αυτό που διακυβεύεται σήμερα, και προκαλεί τις συζητήσεις για τη φύση της μεταπολίτευσης, είναι ένα αξιακό σύστημα το οποίο παραπαίει, το οποίο δεν έχει κατορθώσει να συνάγει μια ηθική αρχή, μια έστω κοινή αποδοχή βάσει της οποίας να μπορεί να κριθεί μια τέτοια πράξη. Αντ’ αυτού, υπάρχει αφενός η υποκρισία του “Ελληνοχριστιανικού” πολιτισμού και αφετέρου μια έωλη και προσωπική κουτσομπολίστικη καθημερινή ηθική που διαπνέει τα πάντα: από τις σκουπιδοφυλλάδες και τα σκουπιδοκάναλα, μέχρι το δικαστικό σύστημα. Αυτός ο χαλαρός σχηματισμός οικογενειακών, ατομικών, τηλεοπτικών ηθικών καλείται να αναμετρηθεί με γεγονότα κοσμοϊστορικού μεγέθους και να παράξει μια αίσθηση δικαίου σε μέτρα ανθρώπινα αλλά και ανάλογα της ιστορικής συγκυρίας. Γίνεται; δε γίνεται.

Η κοινωνικοποίηση της βίας στα όρια του Ελληνικού κράτους προέκυψε για μένα από μια σωρεία παραγόντων, δυο μόνο από τους οποίους μπορώ να συζητήσω εδώ: αφενός, πρόκειται για την ενσωμάτωση από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος της βίας που αναπαρήγαγε ένα πρωτύτερο σύστημα κοινωνικής δομής. Το κράτος έπραξε έτσι διότι ήταν ο μόνος τρόπος που διέθετε για να ενσωματώσει τη θεσμίζουσα δύναμη που έκανε το Ελληνικό κράτος πραγματικότητα, δηλαδή τις ομάδες συγγένειας πάνω στις οποίες βασίστηκε η οργάνωση των άτακτων επαναστατικών ομάδων κατά το 1821. Αφετέρου, η θέληση του οργανωμένου κράτους να μονοπωλήσει την άσκηση της βίας στο κοινωνικό επίπεδο, στην Ελλάδα οδήγησε σε ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, σε μια συνύπαρξη αυτής της προγενέστερης οργάνωσης και αναπαραγωγής της βίας και της κρατικής βίας. Το ιδιαίτερο στη συνύπαρξη αυτή είναι ότι η διάχυτη κοινωνική βία αντιμετωπίστηκε αμφίθυμα από το κράτος, άλλες φορές ως σύμμαχος στους στόχους του και άλλες φορές ως εσωτερικός εχθρός.

Μετά τον εμφύλιο, η διάχυση της γενικευμένης αυτής βίας ήταν ακόμα πιο έντονη. Το κράτος της δεξιάς βασίστηκε σε μια σκλήρυνση της βίας των θεσμών ενάντια σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού που θεωρούσε εχθρικές προς αυτό. Το κράτος της δεξιάς όμως στηρίχτηκε εξίσου σε μια διάχυσή του στην κοινωνία, οργανώνοντας δίκτυα εθνικόφρονων που έπιαναν πλατιά μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, και εξασφαλίζοντας τον πολιτικό εκβιασμό δίνοντας δουλειά σε χιλιάδες υπαλλήλους. Κατά συνέπεια, η περίοδος μετά τον εμφύλιο δημιούργησε μια νέα σύμφυση της κρατικής και της διάχυτης κοινωνικής βίας, με σκοπό την αναπαραγωγή της νομιμότητας.

Τα ακραία φαινόμενα κινηματικής βίας που ενέσκηπταν κατά καιρούς, οι εξεγέρσεις που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες του “Νότου” προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό από τα αδιέξοδα αυτής της συνθήκης. Με λίγα λόγια, όταν η διάχυτη βία είναι το κύριο μέσο της άσκησης πολιτικής, είναι λογικό τα αιτήματα για μια διαφορετική πραγματικότητα να οδηγούνται σχεδόν άμεσα στο δρόμο της σύγκρουσης. Δεν έχει να κάνει με την “ιδιοσυγκρασία” του Έλληνα ή με το ταμπεραμέντο των νοτίων λαών και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Είναι ένα ξεκάθαρο ιστορικό φαινόμενο που απορρέει άμεσα από τη δομή της ισχύος και της πολιτικής εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο σε όλον τον εικοστό αιώνα. Μια πολιτική εξουσία που – είτε ονομάζεται “δεξιά” είτε “αριστερή” – εκμεταλλεύτηκε τις τραυματικές εμπειρίες μιας κοινωνίας για να δομήσει τα πλέγματα ισχύος της, που κράτησε τις πληγές συλλογικών εμπειριών όπως ο εμφύλιος ανοιχτές προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά της εξουσιαστικά οράματα.

Η βίαιη αυτή θέσμιση ενός κοινωνικού μορφώματος, η οποία συμβαίνει εκούσα – ακούσα από “τα πάνω” έχει οδηγήσει σε μια απουσία λαϊκά θεσμισμένων και όχι συγκεντρωτικά επιβεβλημένων μορφών δικαίου. Οι δημοκρατικοί θεσμοί, όπως διαφαίνεται κατά τα τελευταία χρόνια, αν και ήταν λαϊκό αίτημα σε κάποια στιγμή της ιστορίας τους, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν θεσμούς λαϊκούς, με την έννοια ότι εν τέλει δεν ελέγχονται από μια ευρεία έστω πλειοψηφία, αλλά από το οργανωμένο πολιτικό σύστημα. Το σύστημα αυτό δρα κατά το γράμμα της δημοκρατίας, αλλά όχι κατά το πνεύμα. Η κάθε κυβέρνηση για παράδειγμα βασίζεται στην τυπική αρχή ότι αποτελεί δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά στην ουσία δεν ελέγχεται ποτέ και σε καμιά περίπτωση από τη λαϊκή βούληση. Οι αποφάσεις που παίρνει είναι συχνά πραξικοπηματικές και συχνά αντιτιθέμενες στην ίδια την (θεωρητική) πλειοψηφία που την εκλέγει. Στην ουσία, παρά τα δημοκρατικά προσωπεία, η διακυβέρνηση της χώρας βασίζεται ξεκάθαρα στην κρατική βία. Πρόκειται για ένα κράτος που είναι εχθρικά διατεθειμένο προς τον πολίτη σε κάθε του επίπεδο. Η ασυδοσία της αστυνομίας και η ατιμωρησία των πολιτικών που βιώνουμε όλοι λίγο πολύ καθημερινά είναι απλώς ένα σύμπτωμα, ενδεικτικό βέβαια, της παραδοχής αυτής.

Πως είναι δυνατόν λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, από το οποίο απουσιάζουν εντελώς θεσμοί που να αντλούν τη δυναμική τους και την επικύρωσή τους από τη λαϊκή βούληση να συναφθεί έστω και μια στοιχειώδης κοινωνική συμφωνία πάνω στις βασικές αρχές μιας ηθικής; Απλούστατα, δεν είναι δυνατό. Η ρήση κάποιου πάλαι ποτέ υπουργού “ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό” μπορεί να εξοργίζει, αλλά εκφράζει ταυτόχρονα με ακρίβεια την πολιτική αλήθεια της ελληνικής κατάστασης. Το σύνολο των πεπαλαιωμένων, τρύπιων, παράλογων νόμων του Ελληνικού κράτους, όπως αυτοί προήλθαν από τις ανάγκες της εκάστοτε κυβέρνησης και την μονολιθικότητα του δικαστικού συστήματος, εκφράζουν αυτή τη στιγμή τη μόνη κοινή ηθική αλήθεια που υπάρχει σε συλλογικό επίπεδο στη χώρα.

Δεν είναι τυχαίο στο σκηνικό αυτό ότι η κύρια πηγή αυτοθέσμισης, η κύρια βάση της σκέψης ενός κοινωνικού σχηματισμού για τον εαυτό του, βασίζεται σε ένα τόσο μακρινό και ασύλληπτο απωθημένο. Οι αρχές του εκτρωματικού “ελληνοχριστιανικού” πολιτισμού, πέρα από την ξεκάθαρη σύνδεσή τους με ο,τι πιο αγκυλωμένο και οπισθοδρομικό υπάρχει αυτή τη στιγμή στη χώρα, είναι και η κύρια βάση της κρατικής ηθικής. Πρόκειται για ιδανικά, αξίες και αρχές που βρίσκονται τόσο μακριά από την καθημερινότητα του νεοέλληνα και τίθενται με τόσο απόλυτο τρόπο, που λειτουργούν ακυρωτικά σε κάθε προσπάθεια συγκρότησης μιας προσωπικής, κοινοτικής, κοινωνικής ηθικής. Όταν βλέπεις ζάμπλουτους βιομηχάνους να πηγαίνουν στην εκκλησία και να δακρύζουν εκστασιασμένοι με το μεγαλείο της χριστιανικής διδασκαλίας, ακόμα και κείνο το “ο έχων δυο χιτώνες να δίνει τον ένα”, καταλαβαίνεις πως μια τέτοια ακύρωση θεμελιώνει την υποκρισία ως αρχή της κοινωνικής μας ζωής. Τα αδιέξοδα αυτά είναι που δημιουργούν τη χύδην ηθική του νεοέλληνα. Η απουσία μιας ηθικής αναφοράς που να μην είναι ντυμένη με χλαμύδα, να μην απαιτεί από το υποκείμενο μια απόλυτη υπέρβαση σε κάθε στιγμή, που να αναφέρεται στην κοινή συνύπαρξη των ανθρώπων και στα κοινά τους συμφέροντα, που να έχει κάποια στοιχεία ανθρωπιάς, καλύπτεται από τον ηθικό και αισθητικό αποτροπιασμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Βρισκόμαστε ωστόσο σε ένα ιστορικό σημείο, που κάποιοι δημοσιογραφίσκοι μέσα στην κομπορρημοσύνη τους αποκαλούν “το τέλος της μεταπολίτευσης”. Διαισθάνονται και αυτοί, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, ότι οι κοινωνικές αναταράξεις που αναδύονται ολοένα και πιο πυκνά, δεν είναι πλέον οι τοπικές ή συντεχνιακές απαιτήσεις κάποιων μεμονωμένων ομάδων, αλλά θέτουν βαθύτερα ζητήματα αλλαγής του σκηνικού. Και η αλλαγή του σκηνικού προϋποθέτει και συνεπάγεται μια αλλαγή στο κυρίαρχο σύστημα αξιών. Ιδού και η Ρόδος για τα νέα αυτά κινήματα. Είτε τα ανταγωνιστικά, κοινωνικά κινήματα θα πετύχουν να συνθέσουν μια τέτοια ηθική, θα πάρουν πάνω τους την ευθύνη για τις επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις τους, είτε θα τις αφήσουν και πάλι βορά στην προστυχιά και την ανέξοδη αγανάκτηση ενός οπισθοδρομικού ηθικού και κοινωνικού συστήματος. Μου φαίνεται πως αίτημα όλων αυτών των ανθρώπων που όπως και εγώ κατέβηκαν και κατεβαίνουν στο δρόμο δεν είναι μόνο η άρση των όποιων μέτρων. Είναι ένα αίτημα ηθικό, είναι η αναζήτηση ενός κοινού μέτρου δικαίου με βάση το οποίο να κρίνουμε τις δικές μας πράξεις και να μετρήσουμε τις δικές μας ευθύνες με βάση την πραγματικότητα και όχι τα οποιαδήποτε ιδεολογήματα. Ο Δεκέμβρης, τα φοιτητικά, οι πρόσφατες πορείες, οι καθημερινές κόντρες στους χώρους εργασίας δεν είναι μόνο καταδικαστικές μιας σάπιας κοινωνικής συνθήκης που αναπαράγει ένα σάπιο πολιτικό σύστημα. Είναι επίσης η διάθεση δημιουργίας ενός δικαίου που θα κρίνει με πιο ανθρώπινα μέτρα, που θα εξυπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το χρήμα, που θα υπηρετεί το κοινό και όχι την πολιτική και οικονομική ολιγαρχία.

Το σημείο αυτό, η στιγμή του τραγικού τέλους τριών ανθρώπων είναι κομβικό για τη δημιουργία μιας τέτοιας ηθικής, ενός τέτοιου δικαίου. Πρέπει αυτή τη φορά να ανοίξουμε τη συζήτηση, όχι τόσο για να δείξουμε με το δάχτυλο το φταίχτη, αλλά για αναλογιστούμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια το νόημα της συλλογικής ευθύνης, της αλληλεγγύης και της πολιτικής βούλησης. Για να μπορέσουμε επιτέλους να εφεύρουμε ένα τρόπο να επιλύουμε και να διαχειριζόμαστε συλλογικά τα κοινά μας τραύματα χωρίς να τα αφήνουμε να γίνονται ιδεολογίες πολιτικής ισχύος. Σίγουρα, όπως είπα και στην αρχή, εγώ δεν έχω τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, και σίγουρα δεν γνωρίζω αν το κίνημα είναι έτοιμο να τις δώσει σε αυτό το σημείο. Μπορεί όμως να ανοίξει μια ουσιαστικότερη συζήτηση από αυτή που στόχο έχει να μεταθέσει τις ευθύνες από τον ένα στον άλλον.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι θάνατοι αυτοί είναι “δικοί μας” θάνατοι. Τα πτώματα των ανθρώπων αυτών είναι το διακύβευμα που πρέπει να διεκδικήσουμε. Εμείς πρέπει να τους θάψουμε, εμείς να τους θρηνήσουμε. Είναι οι θάνατοι καθημερινών ανθρώπων σαν και μας, που βρίσκονται παγιδευμένοι από το ίδιο αξιακό σύστημα, που νομίζουν πως επιλέγουν ελεύθερα για τη ζωή τους όταν απλώς έχουν εσωτερικεύσει και αποδεχθεί την πληθώρα των εκβιασμών που δέχθηκαν από μικροί. Σαν νέες Αντιγόνες πρέπει να διεκδικήσουμε τη σωρό τους από τα χέρια του κράτους, του όποιου κράτους, για να τους κάνουμε – έστω συμβολικά – την κηδεία που τους αξίζει και που μας αναλογεί.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]