user preferences

Από τον Λένιν στον Σταχάνοβ

category Ρωσία / Ουκρανία / Λευκορωσία | Αριστερά | Γνώμη / Ανάλυση author Monday September 25, 2006 15:47author by Πριονιστήριο Το Χρυσό Χέριauthor email sisb at mailbox dot gr Report this post to the editors

Η κρυφή γοητεία του τεϊλορισμού

Ένα πολύ καλό κείμενο για το σταχανοβισμό, μια μορφή τεϊλορικής οργάνωσης της κοινωνίας στην πρώην ΕΣΣΔ και τις άλλες «κομμουνιστικές» χώρες

«Eίναι πολύ βασικό να κάνουμε μια ξεκάθαρη δήλωση για την εισαγωγή του συστήματος του Τέϊλορ, δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε όλες τις επιστημονικές μεθόδους εργασίας που προτείνει αυτό το σύστημα» (Λένιν, 1918)

«Εκείνοι που ανοίγουν ακόμα τον Λένιν τους για να ανακαλύψουν τι πρέπει να γίνει ψάχνουν απλώς στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας» (Ρ.Βανεγκέμ 1969)

1. Το χρονικό ενός (ακόμη) κρατικού ψεύδους

«Η θεωρητική και πρακτική καταγγελία του σταλινισμού σε όλες του τις μορφές θα πρέπει να είναι η βασική κοινοτοπία κάθε μελλοντικής επαναστατικής οργάνωσης» (Καταστ. Διεθνής 1966)

Στα 1935, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη στη Σοβιετική Ένωση το δεύτερο Πενταετές Πλάνο (1933-1937). Την περίοδο εκείνη ήταν έκδηλη η ανάγκη για αύξηση της αποδοτικότητας στη ρωσική βαριά βιομηχανία, στο πλαίσιο της διαδικασίας της πρωταρχικής συσσώρευσης όπου βρισκόταν ο ρωσικός κρατικός καπιταλισμός. Οι μέθοδοι της τρομοκρατίας από μέρους της κομματικής γραφειοκρατίας είχαν ήδη οδηγήσει σε εντυπωσιακούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας (41% σύμφωνα με τα στοιχεία των ρωσικών αρχών) κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου (1929-1932) από το σταλινικό καθεστώς. Οι ανάγκες της συσσώρευσης και της εκβιομηχάνισης όμως απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη ώθηση, και χρειαζόταν να βρεθεί κάποιο τέχνασμα ώστε να δικαιολογηθεί και να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του προλεταριάτου μια περαιτέρω εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης. Οι τεϊλορικές μέθοδοι - όπως θα δειχθεί παρακάτω - ανέκαθεν συγκινούσαν τον Λένιν και τον Τρότσκι, και τώρα ο Στάλιν χρειαζόταν έναν εύσχημο τρόπο για να τις εφαρμόσει ευρέως στη ρωσική βιομηχανία με ένα «σοσιαλιστικό» μανδύα.

Ο Αλεξέι Γκριγκόριεφ Σταχάνοβ (1906-1977) ήταν ήδη από το 1927 εργάτης στα ανθρακωρυχεία «Τσεντρανάλια Ιρμίνο» στην πόλη του Ντόνμπας. Το Κόμμα αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει στην προπαγανδιστική του προσπάθεια που είχε σκοπό να φανεί ότι η εφαρμογή των αρχών του τεϊλορισμού ήταν μια «αυθόρμητη» κίνηση που αντανακλούσε τις επιθυμίες των ίδιων των εργατών και όχι ένας ακόμα τρόπος για την όξυνση της εκμετάλλευσης του ρωσικού προλεταριάτου από το κράτος. Έτσι, στις 31 Αυγούστου 1935 οργανώθηκε το ακόλουθο τέχνασμα: συγκροτήθηκε στο ορυχείο μια ομάδα εργατών η οποία ανέλαβε όλες τις υποστηρικτικές εργασίες (υποστύλωση, μεταφορά φορτίου, κ.λ.π), ενώ ο Σταχάνοβ ασχολήθηκε μόνο με την εργασία της εξόρυξης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μέχρι το τέλος της βάρδιας, είχε εξορυχτεί χάρη στην ομαδική εργασία ποσότητα άνθρακα 14 φορές μεγαλύτερη από τη νόρμα που καλούνταν να ικανοποιούν ατομικά οι εργάτες του ορυχείου. Ωστόσο, η κομματική προπαγάνδα ανακοίνωσε δημόσια ότι ο ίδιος ο Σταχάνοβ, ατομικά, είχε πετύχει αυτή την «εντυπωσιακή επίδοση», ενώ το διάστημα που ακολούθησε παρόμοια «ρεκόρ» απόδοσης αναφέρθηκαν και σε άλλα ορυχεία, εργοστάσια και αγροκτήματα από «σταχανοβίτες» εργάτες που αναγορεύονταν «Ήρωες της Εργασίας». Το κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς διέθετε πλέον το πρόσχημα που χρειαζόταν για να προχωρήσει σε μια γενικευμένη εφαρμογή των δήθεν «πρωτοποριακών» μεθόδων των σταχανοβιτών (που στην οποία δεν ήταν παρά οι μέθοδοι του τεϊλορισμού) και να αυξήσει τις νόρμες παραγωγής καθώς μια τέτοια αύξηση αποδεικνυόταν «εφικτή» με βάση τα παραδείγματα των «πρωτοπόρων» και «ευσυνείδητων» σταχανοβιτών εργατών.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι οι κατά τόπους κομματικές αρχές επέλεγαν μια μικρή ομάδα έμπειρων και «έμπιστων» εργατών, την προμήθευαν με τον αρτιότερο τεχνικό εξοπλισμό, της παρείχαν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες εργασίας, και όταν - χάρη βέβαια και στην ομαδική εργασία - η παραγόμενη ποσότητα υπερέβαινε κατά πολύ την υπάρχουσα νόρμα παραγωγής, το «αυθόρμητο» αυτό αποτέλεσμα των «ενθουσιωδών» σταχανοβιτών εργατών νομιμοποιούσε την αύξηση της νόρμας για όλους τους εργάτες και την εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών προκειμένου ακριβώς να ικανοποιηθεί η αυξημένη νόρμα. Η αύξηση της νόρμας σήμαινε την ουσιαστική μείωση της αμοιβής των εργατών ανά παραγόμενο κομμάτι και την επιβολή ακόμα πιο εξαντλητικών ρυθμών εργασίας για να ικανοποιηθούν οι υψηλότεροι στόχοι.

Με τον τρόπο αυτό, το κόμμα εφάρμοζε στην ουσία τη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε» μεταξύ των εργατών. Οι σταχανοβίτες αμείβονταν γενναιόδωρα για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφεραν προδίδοντας την ίδια στιγμή τα ταξικά τους αδέλφια. Ο ίδιος ο Σταχάνοβ - εκτός των βραβείων και μεταλλίων που του αποδόθηκαν - έγινε μέλος του κόμματος (ΚΚΣΕ) το 1936, ενώ την περίοδο 1936-1941 φοίτησε στη Βιομηχανική Ακαδημία. Το 1941-1942 διορίστηκε διευθυντής στο ορυχείο Νο. 31 στην Καραγκάντα. Την περίοδο 1943-1957 εργάστηκε στο υπουργείο Βιομηχανίας Άνθρακα, ενώ στη συνέχεια διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής και, το 1959, βοηθός αρχιμηχανικός στο γραφείο διεύθυνσης του ορυχείου Νο. 2/43 του Τορεζάντρατσιτ μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1974. Πέθανε αλκοολικός το 1977. Γενικότερα, τα ανταλλάγματα που έπαιρναν οι σταχανοβίτες για τα «επιτεύγματά» τους σε βάρος των υπολοίπων εργατών ήταν υψηλότεροι μισθοί, καινούριες και άνετες κατοικίες, διορισμοί σε προνομιούχες διοικητικές θέσεις - δηλαδή η προοπτική μιας επιτυχημένης ατομικής «καριέρας» στην υπηρεσία του κόμματος.

Κατά κανόνα, οι σταχανοβίτες εργάτες έπρεπε να μετατεθούν σε άλλες θέσεις αφού πραγματοποιούσαν τα «κατορθώματά» τους και έσπαγαν τις προϋπάρχουσες νόρμες στους χώρους εργασίας τους. Αυτό συνέβαινε βέβαια διότι η προδοτική αφοσίωση που έδειχναν στα αφεντικά τους προκαλούσε τη δίκαιη οργή και το μίσος των υπόλοιπων εργατών. Υπάρχει ένα πλήθος αναφορών για περιστατικά βίας που έφταναν μέχρι και σε δολοφονίες σταχανοβιτών που υπερέβαιναν κατά πολύ τις νόρμες και νομιμοποιούσαν έτσι την καθιέρωση εξαντλητικών ρυθμών εργασίας στα ρωσικά εργοστάσια. Το αντισταχανοβικό κίνημα γνώρισε άγρια καταστολή από τις ρωσικές αρχές. Η δημιουργία ενός στρώματος προνομιούχων «αριστοκρατών» εργατών που αντιμετώπιζαν το μίσος του υπόλοιπου προλεταριάτου αποτελούσε, ταυτόχρονα, ένα είδος κυματοθραύστη της κοινωνικής βίας απέναντι στην κυρίαρχη τάξη των γραφειοκρατών, καθώς η εκδικητική βία των εργατών στρεφόταν ενάντια σε εκείνους τους εργάτες που είχαν προδώσει τα «αδέλφια» τους και όχι στα υψηλά κλιμάκια της γραφειοκρατίας που είχαν προαποφασίσει την εφαρμογή των νέων (τεϊλορικών) μεθόδων οργάνωσης της εργασίας.

Υπάρχει ένα πλήθος ψευδών στοιχείων αναφορικά με το ποσοστό των σταχανοβιτών εργατών στις τάξεις του ρωσικού προλεταριάτου. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ίδιου του ρωσικού κράτους, το 1938 οι σταχανοβίτες αποτελούσαν το 8% (περίπου 1.5 εκατομμύριο σε σύνολο 18 εκατομμυρίων εργατών).

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο σταχανοβισμός αποτέλεσε το κύριο όχημα για μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της ρωσικής πολεμικής μηχανής. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ωστόσο, οι ρωσικές αρχές παραδέχτηκαν ότι το «σταχανοβικό κίνημα» ήταν ένα τεχνητό δημιούργημα του ίδιου του ρωσικού κράτους, και αντικατέστησαν τις ομάδες των σταχανοβιτών με τα «σώματα σοσιαλιστικής εργασίας». Το 1988, ο σοβιετικός τύπος αποκάλυψε ότι τα δήθεν προσωπικά και «αυθόρμητα» επιτεύγματα του Σταχάνοβ και των υπόλοιπων «ηρώων της εργασίας» δεν ήταν παρά ένα σκηνοθετημένο τέχνασμα των αρχών για την όσο το δυνατόν ομαλότερη εισαγωγή των τεϊλορικών μεθόδων στους χώρους παραγωγής. Ήδη στις 31 Αυγούστου 1985, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα New York Times ο Κονσταντίν Πετρόβ, επικεφαλής του παραρτήματος του Κόμματος στο ορυχείο όπου δούλευε ο Σταχάνοβ είχε δηλώσει: «Δεν ήταν απαραίτητο ο Σταχάνοβ να είναι ο πρώτος. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος. Αυτό που καθόριζε αν θα πετύχει η προσπάθεια να σπάσει η νόρμα δεν ήταν ο ατομικός εργάτης αλλά το νέο σύστημα εξόρυξης του άνθρακα». Το ψέμα του σταλινικού κράτους ότι οι τεϊλορικές μέθοδοι εισήχθησαν στα ρωσικά εργοστάσια «αυθόρμητα» και με πρωτοβουλία των ίδιων των εργατών, αλλά και ότι η αύξηση της παραγωγικότητας οφειλόταν στην «αυτοθυσία» και τον «ενθουσιασμό» του προλεταριάτου, ξεσκεπάστηκε και τυπικά με αυτόν τον τρόπο.

2. Τεϊλορισμός και Σταχανοβισμός: Βασικές Αρχές, Ομοιότητες και «Διαφορές»

«Μία και μοναδική κοινωνική μορφή, που φαινομενικά μοιάζει να διαφέρει και να ποικίλλει, κατακτά τον κόσμο, και οι αρχές του παλιού κόσμου εξακολουθούν να κυβερνούν τον σύγχρονο κόσμο μας. Οι νεκροί στοιχειώνουν ακόμα τα μυαλά των ζωντανών» (Καταστ. Διεθνής 1966)

Οι «αρχές της επιστημονικής διοίκησης» (τεϊλορισμός) άρχισαν να εφαρμόζονται στα εργοστάσια των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1910. Στόχος της νέας μεθόδου οργάνωσης, σύμφωνα με τον Frederick Taylor που αποτέλεσε τον βασικό εμπνευστή της, ήταν η καταπολέμηση της λούφας και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους χώρους παραγωγής. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Τέϊλορ (Frederick Taylor, Τhe Principles of Scientific Management, 1911), οι νέες αρχές οργάνωσης της εργασίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:

(1) «Επιστημονική» ανάλυση της κάθε εργασίας σε στοιχειώδεις απαιτούμενες κινήσεις. Ο σκοπός ήταν να διαπιστωθεί η «ορθή» στάση του σώματος, να προσδιοριστούν και να εξαλειφθούν οι «περιττές» κινήσεις, και να εξακριβωθεί ο ελάχιστος χρόνος για την εκτέλεσή τους. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την επί τόπου μελέτη των κινήσεων και τη χρονομέτρησή τους από ειδικευμένους υπευθύνους μέσα στο εργοστάσιο προκειμένου να καθοριστούν οι νόρμες και κατ’ επέκταση οι ρυθμοί εργασίας και η αμοιβή ανά παραγόμενο κομμάτι. Στη βάση αυτών των «επιστημονικών αναλύσεων» θεσπίζονταν πλέον αυστηρά συστήματα τιμωριών και επιβραβεύσεων για τους εργάτες ανάλογα με την επίδοσή τους. (2) «Επιστημονική» επιλογή των εργατών ώστε να είναι κατάλληλοι για την εκτέλεση της απαιτούμενης εργασίας.

(3) Επιτήρηση των εργατών, καταγραφή της απόδοσής τους και γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων σε αυτούς, επανεκπαίδευση, ανακατανομή τους στις επιμέρους εργασίες προκειμένου οι «επιστημονικά προσδιορισμένες» απαιτούμενες στοιχειώδεις κινήσεις να εκτελούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα και ακρίβεια.

(4) Ο σχεδιασμός της παραγωγής (τι, πόσο και πώς θα παραχθεί) αναλαμβάνεται εξολοκλήρου από τη διοίκηση του εργοστασίου κάνοντας χρήση των στοιχείων από τη μελέτη κινήσεων, τις χρονομετρήσεις κ.λ.π., ενώ οι εργάτες είναι επιφορτισμένοι μόνο με την εκτέλεση των συγκεκριμένων κινήσεων που τους ανατίθενται. Με τον τρόπο αυτό, ο τεϊλορισμός πραγματώνει με συστηματικό τρόπο το διαχωρισμό ανάμεσα στο σχεδιασμό και την εκτέλεση της εργασίας, απαλλοτριώνοντας έτσι πλήρως τη γνώση των εργατών και συσσωρεύοντάς την στην πλευρά της διοίκησης, με απώτερο στόχο τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των εργατών και την καταπολέμηση της λούφας, «του μεγαλύτερου κακού που κατατρύχει σήμερα τους εργάτες της Αγγλίας και της Αμερικής» (Τέϊλορ). Ο εργάτης αποξενώνεται πλήρως όχι μόνο από το προϊόν αλλά και από τη διαδικασία της παραγωγής, καθώς ο καπιταλιστής υφαρπάζει πλέον και συσσωρεύει τη γνώση που σχετίζεται με αυτή. Σύμφωνα με τον Τέϊλορ, «ένας τύπος ανθρώπου απαιτείται για το σχεδιασμό και ένας εντελώς διαφορετικός τύπος για την εκτέλεση της εργασίας», καθώς «ο εργάτης είναι αδύνατο να καταλάβει τις αρχές αυτής της επιστήμης».

Τα στοιχεία για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της εφαρμογής των τεϊλορικών μεθόδων (ως προς την πειθάρχηση και την αποδοτικότητα της εργασίας) στα αμερικανικά εργοστάσια δεν άφησαν ασυγκίνητους τους επικεφαλείς της σταλινικής γραφειοκρατίας. Ο γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός στην πιο καθαρή μορφή του ήταν το ιδανικό πεδίο για την εφαρμογή τους με τις ελάχιστες δυνατές αντιδράσεις.

Στα 1935, με τα χονδροειδή τεχνάσματα που περιγράφηκαν παραπάνω, αποφασίζεται η γενικευμένη εφαρμογή των μεθόδων της «επιστημονικής διοίκησης» - με την ονομασία «σταχανοβισμός», που προσπαθεί αδέξια να καλύψει την πλήρη ταύτιση με τον τεϊλορισμό - στα ρωσικά εργοστάσια της βαριάς βιομηχανίας και όχι μόνο. Ο έλεγχος και η χρονομέτρηση των κινήσεων, καθώς και ο βαθμός επιτήρησης των εργατών αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις στο πλαίσιο του γραφειοκρατικού ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η απουσία και η καθυστερημένη άφιξη στη δουλειά τιμωρούνται σκληρά· καθυστέρηση είκοσι λεπτών ή απουσία χωρίς ιατρική δικαιολόγηση τιμωρούταν με μετάταξη από τα εργοστάσια αμειβόμενης εργασίας στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Η κρατική τρομοκρατία έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις σε βάρος εκατομμυρίων εργατών που, μη διαθέτοντας ρολόγια, καθυστερούσαν στη δουλειά τους τα συννεφιασμένα πρωινά που ο ήλιος δεν έβγαινε για να τους ξυπνήσει, ή εργαζόμενων μανάδων που έμεναν στο σπίτι για να φροντίζουν τα άρρωστα παιδιά τους ελλείψει κρατικής πρόνοιας. Τέθηκε σε εφαρμογή από το σταλινικό καθεστώς μια διαδικασία ολοκληρωτικής πειθάρχησης της εργασίας για χάρη της ανάπτυξης της ρωσικής βιομηχανίας, με μεθόδους και τρόπους ανάλογους με εκείνους που είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρις εξόντωσης των αγροτών κατά την περίοδο της βίαιης κολλεκτιβοποίησης, λίγα μόλις χρόνια πριν (στο πλαίσιο της εφαρμογής του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου).

Ο σταχανοβισμός, όπως ακριβώς και ο τεϊλορι

author by the samepublication date Mon Sep 25, 2006 15:49author address author phone Report this post to the editors

Ο σταχανοβισμός, όπως ακριβώς και ο τεϊλορισμός, καθιέρωνε την αμοιβή με βάση την ατομική επίδοση, ακόμα και όταν το παραγόμενο προϊόν εξαρτιόταν από την ομαδική προσπάθεια. Με τον τρόπο αυτό, διέσπειρε τον ανταγωνισμό και το μίσος μεταξύ των εργατών, που επιδίδονταν σε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ τους για να αποκομίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή αμοιβή. Αυτός ο εξαντλητικός ανταγωνισμός επέτρεπε στη συνέχεια την αύξηση της νόρμας από την πλευρά της διοίκησης και απέβαινε βέβαια, σε τελική ανάλυση, σε βάρος της πλειονότητας των εργατών.

Αμερικανοί συνδικαλιστές και εργάτες που επισκέπτονταν εκείνη την περίοδο την «σοσιαλιστική» Ρωσία διαπίστωναν με οδυνηρή έκπληξη ότι στα ρωσικά εργοστάσια εφαρμόζονταν οι ίδιες εκείνες τεϊλορικές αρχές που προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν στην πατρίδα τους. Αν μπορούσε κάποιος να μιλήσει για «διαφορές» μεταξύ των δύο συστημάτων, θα σημείωνε ότι στη Ρωσία οι αρχές αυτές εφαρμόστηκαν με ακόμα πιο ακραίο, απάνθρωπο και γενικευμένο τρόπο απ’ ό,τι στις ΗΠΑ (αυστηρές τιμωρίες όπως ήδη αναφέρθηκε, απαιτούμενες ταχύτητες παραγωγής που ξεπερνούσαν τις ανθρώπινες δυνατότητες, διοικήσεις που έθεταν παράλογα υψηλές νόρμες και στη συνέχεια παραποιούσαν τα στοιχεία για να «αποδείξουν» την επίτευξή τους και να αποφύγουν τις σχετικές κυρώσεις - μια πρακτική παραποίησης την οποία ακολουθούσε συχνά και ο ίδιος ο Τέϊλορ στα πειράματά του για να αποδείξει την «ανωτερότητα» της «επιστημονικής διοίκησης», κ.λ.π.). Αυτή η ακόμα πιο ακραία εφαρμογή του τεϊλορισμού στάθηκε δυνατή στη Ρωσία καθώς οι μπολσεβίκοι είχαν ήδη καταπνίξει τις προλεταριακές αντιστάσεις και η τρομοκρατία της κρατικής γραφειοκρατίας δεν άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη οργανωμένων εργατικών διεκδικήσεων πέρα από εμβρυακές ατομικές εκδικητικές πράξεις. Η πλήρης απουσία ελέγχου της γραφειοκρατίας και νομικών μέτρων προστασίας των εργατών, και η καταστροφή των ανεξάρτητων από το Κόμμα εργατικών συνδικάτων άφηναν ελεύθερο το πεδίο στην ασύδοτη εκμετάλλευση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή είχαν εξασφαλίσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την προστασία των στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων από την καπιταλιστική αυθαιρεσία). Οι κατά τόπους κομματικές επιτροπές έστελναν διαταγές στους αρχιμηχανικούς των εργοστασίων «να δημιουργήσουν αμέσως σώματα σταχανοβιτών» που θα καθόριζαν νέες νόρμες παραγωγής. Επρόκειτο για κοινές απειλές: οι αρχιμηχανικοί και εργοδηγοί που πρόβαλλαν αντιρρήσεις αντιμετωπίζονταν ως σαμποτέρ. Η απουσία έμπειρων και ειδικευμένων εργατών, και η καθιέρωση εξατομικευμένων συστημάτων αμοιβών σε εργοστάσια όπου οι εργάτες δούλευαν σε ομάδες και διεκπεραίωναν ταυτόχρονα περισσότερες από μία εργασίες που αλληλοδιαπλέκονταν, δημιουργούσαν μια χαοτική κατάσταση στους τόπους παραγωγής. Οι διευθυντές των εργοστασίων δεν μπορούσαν, τελικά, παρά να καταφύγουν στην παραποίηση των στοιχείων της παραγωγής. Ένας πρώην αρχιμηχανικός σε εργοστάσιο σιδήρου στη Νικοπόλ σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Στο τέλος, αναγκάστηκα να καταφύγω στην τεχνητή αύξηση του ρυθμού της παραγωγής. Με βάση τις άμεσες διαταγές της Κομματικής Επιτροπής, αναδιοργάνωσα την εργασία, βάζοντας τους καλύτερους εργάτες, εργοδηγούς και μηχανικούς στην ίδια βάρδια. Στη συνέχεια, διαλέξαμε τα καλύτερα εργαλεία και υλικά για αυτήν την ειδική βάρδια.

Στις έντεκα το πρωί, παρουσία δημοσιογράφων και φωτογράφων, η βάρδια των «σταχανοβιτών» άρχισε να δουλεύει. Όπως αναμενόταν, ξεπέρασε τη νόρμα κατά 8%. Οι αξιωματούχοι από την πρωτεύουσα άρχισαν να στέλνουν συγχαρητήρια μηνύματα. «Ως υπεύθυνος τεχνικός βραβεύτηκα με πολλές τιμές. Όμως αυτή η «νίκη» ήταν απατηλή και αποδείχτηκε μπούμερανγκ. Οι άλλες δύο βάρδιες του εργοστασίου, ελλείψει του καλύτερου προσωπικού και του καλύτερου εξοπλισμού, έχασαν περισσότερα από όσα κέρδισε η ευνοημένη βάρδια». Επιπλέον, μισούσαν το γεγονός ότι αντιμετωπίζονταν πλέον ως αποδιοπομπαίοι τράγοι» (Victor Kravchenko, I Chose Freedom, New York: Charles Scribner’s Sons, 1952, σελ. 188). Παράλληλα, το αυστηρά διαβαθμισμένο σύστημα αμοιβών και κυρώσεων δημιουργούσε διαμάχες και ανταγωνισμό, καταρχήν ανάμεσα στους εργάτες και το τεχνικό προσωπικό και στη συνέχεια ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες εργατών.

Ακόμα και σήμερα, οι σταλινικοί αρνούνται να παραδεχτούν την ταύτιση του σταχανοβισμού με τον τεϊλορισμό. Το βασικό τους «επιχείρημα» είναι ότι ο σταχανοβισμός ήταν ένα «αυθόρμητο κίνημα» που ξεκίνησε από την ίδια τη βάση της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τον τεϊλορισμό που επιβλήθηκε με τη βία στους εργάτες των χωρών του ιδιωτικού καπιταλισμού. Επιπλέον, αναφέρουν σχετικά ότι οι εργάτες είχαν ισχυρά κίνητρα να εργαστούν με ενθουσιασμό και αυτοθυσία και να αναπτύξουν πρωτοβουλία στα ρωσικά εργοστάσια επειδή «γνώριζαν ότι δε δουλεύουν για τους κεφαλαιοκράτες», ότι «κάθε βελτίωση στην εργασία του ατόμου συνεισφέρει στη γενική ευημερία», και επειδή «αγαπούσαν την πατρίδα τους» και επιθυμούσαν «να γίνεται πλουσιότερη η χώρα τους». Καταρχήν, όσα έχουμε ήδη αναφέρει για τα τραγελαφικά σκηνοθετημένα τεχνάσματα της κομματικής γραφειοκρατίας προκειμένου να εφαρμοστούν χωρίς κλυδωνισμούς και αντιδράσεις οι τεϊλορικές μέθοδοι απαντούν ήδη σε αυτού του είδους τα «επιχειρήματα» περί «αυθορμητισμού». Δεύτερον, οι εργάτες στην κρατικοκαπιταλιστική Ρωσία γνώριζαν πολύ καλά ότι εργάζονταν για λογαριασμό μιας κυρίαρχης γραφειοκρατικής τάξης, κάτω από ένα καθεστώς μισθωτής σκλαβιάς ποιοτικά ταυτόσημο με εκείνο των χωρών του ιδιωτικού καπιταλισμού. Κατά συνέπεια, δεν είχαν κανένα πραγματικό κίνητρο να εργαστούν εθελοντικά ή να προβούν σε «αυθόρμητες πρωτοβουλίες» για χάρη των εκμεταλλευτών τους. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αναγκάζονταν να εργάζονται εντατικά ήταν ο φόβος των κυρώσεων που προέβλεπε για τους «τεμπέληδες» η γραφειοκρατική τρομοκρατία.

Τρίτον, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο Τέϊλορ επικαλούταν την πρωτοβουλία, την καινοτομία και τις τεχνικές των ίδιων των εργατών για να στοιχειοθετήσει την εγκυρότητα και την επιτυχία της «επιστημονικής διοίκησης» που πρότεινε. Για το λόγο αυτό, μια από τις αρχές του τεϊλορισμού ήταν η δημιουργία καναλιών επικοινωνίας μεταξύ των εργατών και της διοίκησης. Μολονότι βέβαια σκοπός αυτών των καναλιών ήταν ο έλεγχος, η επιτήρηση, η καταγραφή της απόδοσης και η διόρθωση των «λαθών» προκειμένου για τη μεγιστοποίηση της ταχύτητας εκτέλεσης της εργασίας, η ρητορική του Τέϊλορ - ακριβώς όπως κι εκείνη των σταλινικών - εξήρε τη σημασία της «μετάδοσης της πρωτοβουλίας των ατομικών εργατών». Τέταρτον, η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» δεν ήταν βέβαια κάτι ξένο ούτε για τον Τέϊλορ:

«Δεν έχουμε εκτιμήσει αρκετά τη σημασία του ευρύτερου ζητήματος της αύξησης της εθνικής μας αποτελεσματικότητας», διαβάζουμε στις «Αρχές της Επιστημονικής Διοίκησης». Και συνεχίζει, ξανά σε απόλυτη συμφωνία με τους σταλινικούς: «Ο βασικός σκοπός της επιστημονικής διοίκησης είναι να εξασφαλίσει τη μέγιστη ευημερία για κάθε εργαζόμενο». Πέμπτον, ένας ακόμα τρόπος για να αντιληφθούμε την πλήρη ταύτιση σταχανοβισμού και τεϊλορισμού είναι να εξετάσουμε τις αντιδράσεις της συντριπτικής πλειονότητας των εργατών στους χώρους όπου εφαρμόζονταν τα δύο συστήματα. Οι αντιδράσεις αυτές ήταν ακριβώς οι ίδιες. Αναφέρθηκαν ήδη οι εμβρυακές μορφές εμφάνισης του αντισταχανοβικού κινήματος, και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργάτες στα αμερικανικά εργοστάσια ανέπτυξαν τις ίδιες ακριβώς μορφές αντίστασης απέναντι στις τεϊλορικές μεθόδους. Ο ίδιος ο Τέϊλορ συναντούσε το μίσος των εργατών στα εργοστάσια όπου εισήγαγε τις μεθόδους του και, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ο κίνδυνος να δολοφονηθεί τις νύχτες καθώς γυρνούσε στο σπίτι του μετά το τέλος της βάρδιας στο εργοστάσιο ήταν διαρκώς υπαρκτός. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο συστήματα ήταν ότι, στις ΗΠΑ, αρκετές ήταν οι περιπτώσεις όπου η εισαγωγή αυτών των μεθόδων αντιμετωπίστηκε με απεργίες και συγκρούσεις με την εργοδοσία, ενώ η ολοκληρωτική κρατική τρομοκρατία στη Ρωσία δεν άφηνε περιθώρια ούτε καν για στοιχειώδεις οργανωμένες εργατικές διεκδικήσεις.

3. Λένιν, Τρότσκι και η Σαγήνη του Τεϊλορισμού

«Εκείνοι που ανοίγουν ακόμα τον Λένιν τους για να ανακαλύψουν τι πρέπει να γίνει ψάχνουν απλώς στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας» (Ρ. Βανεγκέμ, 1969)

Η εφαρμογή των «αρχών της επιστημονικής διοίκησης» στα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού δεν ήταν μια εξέλιξη αποκομμένη από τις κατευθύνσεις που είχε θέσει ήδη από πολύ νωρίς το μπολσεβίκικο κράτος. Ο Λένιν είχε έρθει σε επαφή με τις ιδέες του Τέϊλορ και του Γκίλμπρεθ από το 1916, δηλαδή αρκετά πριν τη Ρωσική Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Είχε εντυπωσιαστεί από τα στοιχεία που έδειχναν τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας στα εργοστάσια όπου εφαρμόζονταν οι νέες μέθοδοι οργάνωσης της εργασίας. Στο περιθώριο ενός άρθρου του Γκίλμπρεθ, ο Λένιν είχε γράψει ότι η επιστημονική διοίκηση «είναι η τεχνική για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». Αυτή η γοητεία που εξασκούσαν στον Λένιν τα αποτελέσματα της εφαρμογής του τεϊλορισμού στις δυτικές χώρες ερχόταν, ωστόσο, σε αντίφαση με τη ρητορική που υιοθέτησε το 1917 στο «Κράτος και Επανάσταση». Στο έργο αυτό, ο Λένιν φαινόταν να αποδέχεται τις ελευθεριακές ιδέες υπέρ της εργατικής αυτοδιεύθυνσης, και να ασπάζεται τα αναρχικά προτάγματα που καλούσαν να δοθεί «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Πως ήταν δυνατό να συμβιβαστεί μια τέτοια αντίληψη με την εφαρμογή του τεϊλορισμού, που συστηματοποιούσε τον πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στο σχεδιασμό και την εκτέλεση της εργασίας και υποβίβαζε τον εργάτη σε απλό εκτελεστικό όργανο αποφάσεων που λαμβάνονταν με αυστηρά ιεραρχικό τρόπο από τη διεύθυνση; Η εργατική αυτοδιεύθυνση προϋπέθετε την καταστροφή αυτής της ιεραρχικής δομής και απαιτούσε οι ίδιοι οι εργάτες να αποφασίζουν συλλογικά για τους στόχους και τις μεθόδους παραγωγής. Η εργατική αυτοδιεύθυνση προϋπέθετε, με άλλα λόγια, την καταστροφή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ενώ αντίθετα ο τεϊλορισμός καθιέρωνε τη μισθωτή εργασία με το κομμάτι, ενίσχυε την αποξένωση των εργατών από την παραγωγική διαδικασία, τους απέκλειε από τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που αφορούσαν τη ζωή τους. Από αυτή την άποψη, το ερώτημα αν αυτές οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν από τους μετόχους της επιχείρησης (όπως συμβαίνει στον ιδιωτικό καπιταλισμό) ή από μια κομματική γραφειοκρατία (όπως συμβαίνει στον κρατικό καπιταλισμό) - δηλαδή το ζήτημα της μεταβίβασης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας από τους ιδιώτες καπιταλιστές στο κράτος-καπιταλιστή - είχε ελάχιστη έως μηδαμινή σημασία.

Αυτή η φαινομενική αντίφαση στις αντιλήψεις του Λένιν για την οικονομική οργάνωση της μετεπαναστατικής κοινωνίας θα αρχίσει να λύνεται από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι θα καταλάβουν την κρατική εξουσία. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο αντικρατισμός του Λένιν, ο αντιγραφειοκρατικός του λόγος και η υποστήριξή του στους θεσμούς της εργατικής αυτοδιεύθυνσης που είχε εκφράσει στο «Κράτος και Επανάσταση» θα αποκαλυφθούν ως αυτό που ανέκαθεν ήταν: οπορτουνισμός του χειρίστου είδους. Η περίφημη «δικτατορία του προλεταριάτου» θα μετατραπεί γρήγορα σε δικτατορία του μπολσεβίκικου κόμματος (και, σε τελική ανάλυση, του Πολιτικού Γραφείου και του ίδιου του Λένιν) επί του προλεταριάτου. Θα ξεκινήσει η περίοδος του «Πολεμικού Κομμουνισμού» (1918-1921), που περιλαμβάνει την αναδιοργάνωση του στρατού υπό την ηγεσία του Τρότσκι (στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω), τη βίαιη αναδιοργάνωση της βιομηχανίας και την εφαρμογή εξαναγκαστικών μεθόδων για τη μεταφορά των απαραίτητων προμηθειών από τον αγροτικό τομέα στο στρατό και στη βιομηχανία. Στα εργοστάσια καθιερώνονται υποχρεωτικές υπερωρίες, επαναφέρονται οι ειδικοί, εφαρμόζεται η αρχή της «μονοπρόσωπης ηγεσίας» και δίνεται άμεση προτεραιότητα στην απόλυτη πειθαρχία των εργατών. Τα σοβιέτ που είχαν δημιουργηθεί αυθόρμητα από το εργοστασιακό προλεταριάτο το Φεβρουάριο του 1917 ως ανώτατα όργανα λήψης των αποφάσεων μετατρέπονται σταδιακά σε απλά όργανα του κόμματος. Τον Οκτώβρη του 1917, τα σοβιέτ έχουν ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί και ο εργατικός έλεγχος στα εργοστάσια αποτελεί τετελεσμένο γεγονός. Ο λόγος που εκφωνεί ο Λένιν στις 14 Νοεμβρίου 1917 απλώς αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Ωστόσο, ήδη από τον Ιανουάριο του 1918 ο Λένιν θα αρχίσει να υποστηρίζει ότι η διοίκηση των εργοστασίων πρέπει να περάσει από τις εργοστασιακές επιτροπές και τα σοβιέτ στα συνδικάτα (τα οποία ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από τους μπολσεβίκους). Το Δεκέμβρη του 1918, ο Λένιν αρχίζει να καταφέρεται ενάντια στις αγροτικές κομμούνες που είχαν δημιουργηθεί στην Ουκρανία και αλλού.

Οι προθέσεις του είχαν ήδη καταστεί σαφείς από το λόγο που εκφώνησε τον Απρίλη του 1918, με τίτλο «Tα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Κυβέρνησης». Στην ομιλία του αυτή, ο Λένιν ξεκαθάρισε ότι «η επανάσταση απαιτεί ακριβώς για το συμφέρον του σοσιαλισμού οι μάζες να υπακούνε αναντίρρητα στη βούληση των ηγετών της εργασιακής διαδικασίας». Ο ε`

author by the samepublication date Mon Sep 25, 2006 15:51author address author phone Report this post to the editors

«Σε αυτό το τραχύ άρθρο, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 1918, ο Λένιν εγκατέλειψε εντελώς την ελευθεριακή αντίληψη που είχε προάγει τον προηγούμενο χρόνο στο «Κράτος και Επανάσταση». Οι βασικές θεματικές του άρθρου είναι η ανάγκη για «πειθαρχία», για αυταρχικό έλεγχο στα εργοστάσια και για τη θεσμοθέτηση του τεϊλορικού συστήματος (ένα σύστημα το οποίο ο Λένιν είχε καταγγείλει πριν την επανάσταση με την αιτιολογία ότι υποδουλώνει τους ανθρώπους στη μηχανή). Το άρθρο γράφτηκε κατά τη διάρκεια μιας συγκριτικά ειρηνικής περιόδου της μπολσεβίκικης εξουσίας, περίπου δύο μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόβσκ και ένα μήνα πριν την εξέγερση της τσεχικής λεγεώνας στα Ουράλια - μια εξέγερση που αποτέλεσε το έναυσμα του εμφυλίου πολέμου σε ευρεία κλίμακα και άνοιξε την περίοδο της άμεσης επέμβασης των Συμμάχων στη Ρωσία. Τέλος, το άρθρο γράφτηκε ένα χρόνο σχεδόν πριν την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης. Επομένως, θα ήταν δύσκολο να εξηγηθούν τα «Άμεσα Καθήκοντα» απλώς με βάση τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο και την αποτυχία της ευρωπαϊκής επανάστασης.» (Μάρραιη Μπούκτσιν, Άκου Μαρξιστή!, 1969, υποσημείωση 17).

Ας ακούσουμε όμως και τον ίδιο τον Λένιν: «Ο ρώσος είναι κακός εργάτης σε σύγκριση με τους εργάτες των προηγμένων χωρών… Το καθήκον που πρέπει να εκπληρώσει σε όλο του το εύρος η Σοβιετική Κυβέρνηση είναι να μάθει τους εργάτες να δουλεύουν. Το σύστημα του Τέϊλορ, η τελευταία λέξη του καπιταλισμού από αυτή την άποψη, όπως κάθε καπιταλιστική πρόοδος είναι ένας συνδυασμός της εκλεπτυσμένης θηριωδίας της αστικής εκμετάλλευσης και ενός πλήθους μειζόνων επιστημονικών επιτευγμάτων στο πεδίο της ανάλυσης των μηχανικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της εργασίας, της εξάλειψης των περιττών κινήσεων, της επεξεργασίας ορθών μεθόδων εργασίας, της εισαγωγής του καλύτερου συστήματος απολογισμού και ελέγχου, κ.λπ. Η Σοβιετική Κυβέρνηση πρέπει με κάθε κόστος να υιοθετήσει καθετί πολύτιμο από τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας σε αυτό το πεδίο… Πρέπει να οργανώσουμε στη Ρωσία τη μελέτη και τη διδασκαλία του συστήματος του Τέϊλορ, να το δοκιμάσουμε συστηματικά στην πράξη και να το προσαρμόσουμε στους σκοπούς μας. Ταυτόχρονα, προσεγγίζοντας το καθήκον της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας πρέπει να λάβουμε υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η οποία απαιτεί την εφαρμογή του εξαναγκασμού…» (Λένιν, «Τα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Κυβέρνησης», στο Selected Works, τόμος 7, International Publishers; New York, 1943). Και, λίγο παρακάτω:

«Η πολιτική της εξουσίας των σοβιέτ, η οποία ευθύς εξαρχής στερείται ενός αυθεντικά προλεταριακού χαρακτήρα, ακολουθεί τελευταία ολοένα και πιο ανοιχτά μια πορεία συμβιβασμού με την αστική τάξη, και έχει προφανώς αποκτήσει χαρακτήρα αντίθετο προς την εργατική τάξη» (Λένιν, ό.π.).

Στο κείμενό του της ίδιας περιόδου «H παιδικότητα του Αριστερισμού και η Μικροαστική Νοοτροπία» (Απρίλης 1918) ο Λένιν αναφέρει ότι η χρησιμοποίηση της καπιταλιστικής «διεύθυνσης» δεν είναι καπιταλισμός όταν αυτή χρησιμοποιείται μόνο στην οργάνωση της εργασίας και όταν οι κομισάριοι των εργατών (δηλαδή του κόμματος) «παρακολουθούν κάθε βήμα του διευθυντή».

Μέσα από αυτή τη σταθερή πορεία καταστροφής των οργάνων της εργατικής αυτοδιεύθυνσης, η μπολσεβίκικη γραφειοκρατία εισάγει τον τεϊλορισμό και προσπαθεί να προσελκύσει αμερικανούς μηχανικούς για την αρτιότερη εφαρμογή των μεθόδων του. Εισάγονται διαφοροποιημένοι υψηλοί μισθοί για τους ειδικούς, καθιερώνεται σύστημα αμοιβών με μπόνους, δίνεται έμφαση στη βελτίωση της οργάνωσης και της πειθαρχίας, καθώς και στην αύξηση της έντασης της εργασίας. Όταν τα «Άμεσα Καθήκοντα» του Λένιν μεταφράστηκαν και έγιναν γνωστά στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αμερικανοί μεγαλοβιομήχανοι θριαμβολογούσαν, και αποσπάσματα από τη συγκεκριμένη ομιλία χρησιμοποιούνταν κατά τη δεκαετία του 1920 από τους πλέον συντηρητικούς επιχειρηματικούς κύκλους.

Ακόμα και οι μενσεβίκοι αντέδρασαν έντονα στην προοπτική εφαρμογής των τεϊλορικών αρχών στη ρωσική βιομηχανία (για να εισπράξουν την περιφρονητική καταγγελία του Λένιν), ενώ και τα εργατικά συνδικάτα προέβαλαν έντονες αντιρρήσεις και πρότειναν, αντί του συστήματος του Τέϊλορ με τις νόρμες και την αμοιβή με το κομμάτι, να έχουν τα ίδια τα βιομηχανικά συνδικάτα συλλογική ευθύνη για την επίτευξη των ελάχιστων ορίων παραγωγής που θα έθετε η κυβέρνηση. Στην ομιλία του στο Συνέδριο του Ανώτατου Συμβουλίου της Δημόσιας Οικονομίας, το Μάη του 1918, ο επικεφαλής των εργατικών συνδικάτων Ριαζάνοβ ανέφερε εν μέσω μιας φορτισμένης ατμόσφαιρας:

«Σας εκλιπαρώ, σύντροφοι, μην κάνετε αυτό το τρομερό λάθος το οποίο οι εργάτες της Δυτικής Ευρώπης, που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από εσάς, προσπάθησαν χρόνια να αποφύγουν».

Όμως οι μπολσεβίκοι ηγέτες απάντησαν καταγγέλλοντας τη συλλογική υπευθυνότητα σαν προκάλυμμα του βιομηχανικού σαμποτάζ, και επέμειναν ότι το σύστημα του Τέϊλορ απαιτούταν για την επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας σε ατομική βάση. Ο Λένιν κατέληξε με σαφήνεια:

«Στην απόφασή μας είναι πολύ βασικό να κάνουμε μια ξεκάθαρη δήλωση για την εισαγωγή του συστήματος του Τέϊλορ, δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε όλες τις επιστημονικές μεθόδους εργασίας που προτείνει αυτό το σύστημα».

Η απαξίωση και η συνειδητή καταστροφή των ελεύθερων σοβιέτ από τους μπολσεβίκους, και η προδοτική εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών στα ρωσικά εργοστάσια θα οδηγήσει, μεταξύ των άλλων, στην εξέγερση των εργατών του Πέτρογκραντ και των ναυτών της Κρονστάνδης το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1921, προς την κατεύθυνση μιας «Τρίτης Επανάστασης» που θα απελευθέρωνε το ρωσικό προλεταριάτο από τη δικτατορία του Κόμματος.

Αν ο Λένιν υιοθέτησε και δικαιολόγησε θεωρητικά τις αρχές της «επιστημονικής διοίκησης», ο Τρότσκι ήταν εκείνος που τις εφάρμοσε πρώτος, καταρχήν από τη θέση του Κομισάριου του Πολέμου στον Κόκκινο Στρατό και στη βιομηχανία εξοπλισμών, και στη συνέχεια σε ένα ευρύτερο πλήθος βιομηχανικών τομέων. Αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του Τρότσκι εκείνη την περίοδο:

«Ο αμερικανός τεϊλοριστής μηχανικός Kily, που ήρθε στη Ρωσία για την εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών στην οικονομία ελπίζοντας ότι μια εθνικοποιημένη οικονομία θα αποτελέσει ευνοϊκή βάση για τη συνετή επιστημονική του δημιουργία, περιγράφει τη βιομηχανία μας με τα μελανότερα χρώματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του, η λούφα καταλαμβάνει το 50% (του συνολικού χρόνου παραγωγής), και η γενική κατανάλωση ενέργειας από τον εργάτη για την προμήθεια τροφίμων υπολογίζεται σε 80%, ώστε μόλις 20% απομένει για την πραγματική βιομηχανική εργασία. Δεν έλεγξα αυτά τα στοιχεία, αλλά ο Kili - αυτός ο άνθρωπος που έχει εξαιρετική φήμη στην Αμερική, που ήρθε σε μας με τη θέλησή του για να μας βοηθήσει - θεωρείται από όλους ένας απόλυτα ειλικρινής και αφοσιωμένος άνθρωπος» (Τρότσκι, Sochinenii, Moscow: Gos. Izd., 1927, τόμος 15, σελ.85).

Ο ίδιος ο Τρότσκι παραδέχτηκε αργότερα μετανιωμένος (στο έργο του «Η Ζωή μου») ότι είχε επηρεαστεί από τις αναφορές και τα στοιχεία που του παρείχαν μηχανικοί και ειδικοί για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του τεϊλορισμού στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Ήδη από τις αρχές του 1918 ο Τρότσκι ανέλαβε την αναδιοργάνωση του Κόκκινου Στρατού, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τις τεϊλορικές αρχές. Οι μέθοδοι στις οποίες βασίστηκε ήταν η «χαρισματική ηγεσία», η σιδερένια πειθαρχία και η προπαγάνδα. Στο λόγο του με τίτλο «Η Εργασία, η Πειθαρχία και η Τάξη θα σώσουν την Επανάσταση»(1918) ζήτησε την επιστροφή των αστών ειδικών, «των τεχνικών, μηχανικών, γιατρών, δασκάλων και αξιωματικών» στον Κόκκινο Στρατό και στη βιομηχανία των εξοπλισμών, διότι «σε αυτούς βρίσκεται επενδυμένο το εθνικό κεφάλαιο του λαού μας». Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι αστοί αξιωματικοί που επανέφερε δε θα λαμβάνουν προδοτικές αποφάσεις, διόρισε επίσης ένα σώμα πολιτικών κομισάριων οι οποίοι συνυπέγραφαν όλες τις αποφάσεις. Η εισαγωγή αυτής της διπλής ιεραρχικής δομής στο στρατό υπονόμευσε το επαναστατικό πνεύμα και τον ενθουσιασμό των αγωνιζόμενων ανθρώπων, που έβλεπαν τη στρατιωτική πειθαρχία του προηγούμενου καθεστώτος να επανεδραιώνεται με ακόμα πιο αυστηρή μορφή. Όλες οι προσπάθειες αντίδρασης σε αυτά τα μέτρα καταπνίγηκαν από τον Τρότσκι.

Στη συνέχεια, ο Τρότσκι αποφάσισε να διευρύνει την εφαρμογή των νέων οργανωτικών μεθόδων από το στρατό στη βιομηχανία και τις μεταφορές. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν η πειθάρχηση των εργατών, η καταπολέμηση της αργοπορίας, της απουσίας από τη δουλειά και των απεργιών. Το Κομισαριάτο του Στρατού μετατράπηκε σε Κομισαριάτο της Εργασίας, ενώ οι άδειες παραμονής και τα φύλλα πορείας που υπήρχαν στο στρατό εφαρμόστηκαν και στην εργασία, που πλέον υπαγόταν σε ένα καθεστώς επιστράτευσης και μεταφοράς σε όποιο σημείο κρινόταν απαραίτητη. Οι «λιποτάκτες από την εργασία» (που κατέφευγαν στην ύπαιθρο) κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όλοι οι διαθέσιμοι ψυχολογικοί και καταναγκαστικοί μηχανισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή προκειμένου για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την εξάλειψη κάθε κωλυσιεργίας. Τα εργατικά συνδικάτα μετατράπηκαν σε όργανα του Κόμματος ώστε να εξασφαλιστεί η ανυπαρξία οργανωμένων αντιδράσεων στα μέτρα που λάμβανε το «εργατικό κράτος». Έγινε εισαγωγή συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι και προσδιορίστηκαν αυστηρές νόρμες και μπόνους για τους ειδικούς, ενώ προωθήθηκε η «σοσιαλιστική άμιλλα» και συστήθηκαν «σώματα κρούσης» που αποτελούνταν από επιλεγμένους εργάτες οι οποίοι αναλάμβαναν να σπάνε τις νόρμες μέσα στα εργοστάσια. Τα σώματα αυτά αποτέλεσαν τον προάγγελο των σταχανοβιτών. Ωστόσο, στα 1938 ο Τρότσκι είχε το θράσος να καταγγείλει τις μεθόδους οργάνωσης της εργασίας που χρησιμοποιούσε πλέον ο Στάλιν, «ξεχνώντας» ότι ήταν αυτός ο ίδιος εκείνος που τις είχε εφαρμόσει με τον πιο ακραίο τρόπο μόλις λίγα χρόνια πριν:

author by the samepublication date Mon Sep 25, 2006 15:52author address author phone Report this post to the editors

«Το καινούριο κύμα της επανάστασης στην ΕΣΣΔ θα ξεκινήσει αναμφίβολα κάτω από το λάβαρο της πάλης ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και την πολιτική καταπίεση. Κάτω τα προνόμια της γραφειοκρατίας! Κάτω ο σταχανοβισμός! Κάτω η σοβιετική αριστοκρατία, με τις κλίμακες και τις διαταγές της! Μεγαλύτερη ισότητα μισθών για όλες τις μορφές εργασίας!» (Τρότσκι, Το Μεταβατικό Πρόγραμμα, Μάης 1938).

Ήταν όμως ο ίδιος ο Τρότσκι που εφάρμοσε με τον πιο άτεγκτο τρόπο τα μέτρα «στρατιωτικοποίησης της εργασίας» που περιγράφηκαν παραπάνω, τα οποία υιοθετήθηκαν επίσημα στο Ένατο Συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος. Ο Τρότσκι δικαιολόγησε την προσφυγή σε αυτή τη «στρατιωτικοποιημένη» εκδοχή του τεϊλορισμού με τρόπο πανομοιότυπο με τον Λένιν:

«Τι είναι ο τεϊλορισμός; Από τη μια πλευρά είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, η πιο ανελέητη, όπου ο εργάτης παρακολουθείται από τους μπράβους του κεφαλαίου και λογοδοτεί για κάθε του κίνηση, για κάθε του ανάσα, προκειμένου αυτή η ανάσα να μετατραπεί σε κέρδος. Από την άλλη πλευρά, είναι ένα σύστημα συνετής κατανάλωσης της ανθρώπινης δύναμης που συμμετέχει στην παραγωγή… Ο σοσιαλιστής διευθυντής πρέπει να κάνει δική του αυτή την πλευρά του τεϊλορισμού.» (Τρότσκι, Sochinenii, σελ.92).

Η διαδικασία «στρατιωτικοποίησης της εργασίας» ήταν μια διευρυμένη εκδοχή του τεϊλορικού σχεδίου, που για πρώτη φορά εφαρμοζόταν σε εθνική κλίμακα. Οι οπαδοί του τεϊλορισμού πραγματοποιούσαν στη Ρωσία το μεγάλο τους όνειρο: τη λειτουργία ενός ολόκληρου έθνους σαν ένα μεγάλο τεϊλορικό εργοστάσιο.

Στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος, η αντίδραση στη στρατιωτικοποίηση της εργασίας, στην υπονόμευση και τη χειραγώγηση των θεσμών της εργατικής αυτοδιεύθυνσης εκφράστηκε από την Εργατική Αντιπολίτευση με επικεφαλείς την Αλεξάνδρα Κολλοντάι και τον Αλέξανδρο Σλιαπνίκοβ (ο Σλιαπνίκοβ εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1937). Η απάντηση του Λένιν στο Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος (Μάρτιος 1921) ήταν να θέσει εκτός νόμου τις αντιπολιτευτικές φράξιες μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Την ίδια περίοδο (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1921) οι εργάτες του Πέτρογκραντ και οι ναύτες της Κρονστάνδης εξεγείρονταν ενάντια στις μπολσεβίκικες πολιτικές και απαιτούσαν τη συνέχιση των επαναστατικών κατακτήσεων, τον τερματισμό της δικτατορίας του κόμματος, την εκλογή ελεύθερων σοβιέτ, καλώντας στην πραγμάτωση μιας «Τρίτης Επανάστασης». Η απάντηση του Τρότσκι ήταν να στείλει τα πιο έμπιστα σώματα του Κόκκινου Στρατού στην Κρονστάνδη για να πνίξει την εξέγερση στο αίμα. Στο Πέτρογκραντ, αντίστοιχα, οι μπολσεβίκοι κήρυξαν «κατάσταση πολιορκίας», ενώ ακολούθησαν συλλήψεις, φυλακίσεις και καταστολή των εργατικών διαδηλώσεων μέχρι την κατάπνιξη του απεργιακού κύματος. Η καταστολή αυτών των δύο εξεγέρσεων αποτέλεσε το κρίσιμο βήμα για την εδραίωση του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού.

Το επιχείρημα ότι η στρατιωτικοποίηση της εργασίας και η υιοθέτηση των τεϊλορικών μεθόδων από τους μπολσεβίκους οφείλονταν στις έκτακτες ανάγκες που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος και η εξωτερική επέμβαση ή/και στην απομόνωση της Ρωσίας μετά την ήττα των προλεταριακών επαναστάσεων στη Δυτική Ευρώπη έχει ανασκευαστεί από όσα ήδη ειπώθηκαν παραπάνω. Πρώτον, τα «Άμεσα Καθήκοντα» του Λένιν γράφτηκαν πριν την εξωτερική επέμβαση και πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου σε ευρεία κλίμακα. Δεύτερον, τα «επιτεύγματα» του τεϊλορισμού γοήτευαν τον Λένιν ήδη από το 1916, όπως αναφέρθηκε.

Τρίτον, μετά το τέλος των πολέμων - όταν πλέον εξέλιπαν οι διακηρυγμένοι λόγοι της αυταρχικής οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης - η καταστολή όχι απλώς συνεχίστηκε αλλά διευρύνθηκε. Η καταναγκαστική εργασία, οι ληστρικές επιτάξεις αγαθών, η τρομοκρατία της Τσεκά γιγαντώθηκαν. Τα γεγονότα στο Πέτρογκραντ και στην Κρονστάνδη (που ξέσπασαν μετά το τέλος του πολέμου) αποδεικνύουν ότι τα αίτια του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού ήταν βαθύτερα. Τέταρτον, η ήττα των προλεταριακών επαναστάσεων στη Δυτική Ευρώπη (αρχής γενομένης από τη Γερμανία) έλαβε χώρα ένα χρόνο μετά την απόφαση εφαρμογής των μέτρων στρατιωτικοποίησης και του «πολεμικού κομμουνισμού», επομένως είναι αδύνατο να αποδοθούν αυτά τα μέτρα στη ρωσική απομόνωση.

Τη δεκαετία του 1920, η εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών στη ρωσική οικονομία όχι απλώς συνεχίστηκε αλλά διευρύνθηκε. Η «Νέα Οικονομική Πολιτική», που εγκαινιάστηκε το 1921, δεν ήταν παρά ένα μικρό διάλειμμα για την προετοιμασία ενός ολοκληρωμένου προγράμματος λειτουργίας μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Εξάλλου, ακόμα και κατά την περίοδο της ΝΟΠ, οι βιομηχανίες «εθνικής σημασίας» εξακολουθούσαν να ελέγχονται απόλυτα από το κράτος και το Κόμμα (ενώ η γεωργία και η ελαφριά βιομηχανία παραχωρήθηκαν προσωρινά στην «ιδιωτική πρωτοβουλία»), και οι ίδιες τεϊλορικές αρχές οργάνωσης συνέχισαν να εφαρμόζονται στα ρωσικά εργοστάσια. Το 1929, ο Στάλιν θέτει σε εφαρμογή το Πρώτο Πενταετές Πλάνο, οι βασικές κατευθύνσεις του οποίου σχεδιάστηκαν υπό τις συμβουλές ξένων (ιδίως αμερικανών) ειδικών της «επιστημονικής διοίκησης», για τους οποίους ο Στάλιν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση. Παράλληλα με τη διαδικασία της βίαιης κολλεκτιβοποίησης στην ύπαιθρο, δίνεται προτεραιότητα στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας (άνθρακας, χάλυβας, υδροηλεκτρική ενέργεια, κ.λ.π.). Ο εθνικός σχεδιασμός της ρωσικής βιομηχανίας ενσαρκώθηκε με την εφαρμογή του τεϊλορισμού, που διευρύνεται πλέον από βάση της εργοστασιακής οργάνωσης σε γενικευμένη διοικητική τεχνική: η Επιστημονική-Τεχνική Επιτροπή του Ανώτατου Σοβιέτ ανέλαβε το καθήκον να διενεργεί «επιστημονικά πειράματα» με βάση τα οποία καθόριζε τις βιομηχανικές νόρμες παραγωγής, να εκπονεί μελέτες κόπωσης, και γενικά να εκτελεί όλες τις λειτουργίες ενός τμήματος τεϊλορικού σχεδιασμού. Εφαρμόζονται ευρέως συστήματα αμοιβών που προβλέπουν πριμ παραγωγικότητας στη δουλειά με το κομμάτι για τους επιστάτες, τους εργοδηγούς και τους ειδικούς. Ο εναρκτήριος λόγος του Στάλιν στην 16η Συνδιάσκεψη του Κόμματος το 1929 σχετικά με την εργασιακή πειθαρχία και τη «σοσιαλιστική άμιλλα» είναι πανομοιότυπος με εκείνον του Τρότσκι το 1920 για τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας.

Η εφαρμογή του τεϊλορισμού στη ρωσική βιομηχανία λαμβάνει τερατώδεις διαστάσεις τη δεκαετία του 1930, λόγω της έλλειψης ακόμα και του στοιχειωδέστερου ελέγχου της κρατικής γραφειοκρατίας και της κατάπνιξης κάθε ανεξάρτητης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Οι υψηλές νόρμες και τα συστήματα αμοιβών με μπόνους, που καθορίζονται από τα όργανα κεντρικού σχεδιασμού, συνεπάγονται εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας που οδηγούν πολύ συχνά στην καταστροφή των μηχανημάτων. Μηχανικοί δικάζονται και εκτελούνται με την κατηγορία της «πρόκλησης φθοράς» και του «σαμποτάζ» όταν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται. Γενικεύεται η εφαρμογή του συστήματος της αμοιβής με το κομμάτι, ακόμα και σε εργασίες για τις οποίες είναι εντελώς ακατάλληλο (όπως στη συντήρηση και επιδιόρθωση μηχανημάτων). Οι εργάτες κλέβουν εξαρτήματα των μηχανημάτων και τα πουλάνε στη μαύρη αγορά για να προμηθευτούν τρόφιμα.

Μέσα σε αυτή τη χαοτική και απάνθρωπη κατάσταση, το «αυθόρμητο» επίτευγμα του Σταχάνοβ το 1935 (κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Δεύτερου Πενταετούς Πλάνου) και οι συνέπειές του δεν ήταν παρά η συνέχεια και το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας πειθάρχησης και ολοκληρωτικού ελέγχου του ρωσικού προλεταριάτου από το μπολσεβίκικο κράτος, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη με τον Λένιν και τον Τρότσκι από το 1918.

4. Επίλογος

«Άκου, μαρξιστή: η οργάνωση που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε είναι το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Ή θα αποβάλουμε το παρελθόν - εντός του εαυτού μας καθώς και εντός των ομάδων μας - ή πολύ απλά δε θα υπάρξει μέλλον για να το κερδίσουμε» (Μ. Μπούκτσιν, 1969)

Περιγράψαμε παραπάνω πώς το χονδροειδώς σκηνοθετημένο τέχνασμα των «αυθόρμητων καινοτομιών» των σταχανοβιτών εγγραφόταν στο πλαίσιο της στρατηγικής του ρωσικού κρατικού καπιταλισμού για μια όσο το δυνατό γρηγορότερη ανάπτυξη της εθνικής βαριάς βιομηχανίας. Δείξαμε ότι ο σταχανοβισμός ήταν ένα σύστημα οργάνωσης ταυτόσημο με τον τεϊλορισμό, που εφαρμόστηκε από την κρατική γραφειοκρατία για την πειθάρχηση, τον έλεγχο και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου ακριβώς να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εντοπίσαμε τις ιστορικές ρίζες της ρωσικής εκδοχής του τεϊλορισμού στη μιλιταριστική οργάνωση της βιομηχανίας που εφαρμόστηκε ήδη από το 1918 από το μπολσεβίκικο κόμμα, ειδικότερα δε από τον Λένιν και τον Τρότσκι. Ένα ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: ήταν άραγε αναπόφευκτο αυτό το κατρακύλημα της μπολσεβίκικης εξουσίας προς τον ολοκληρωτισμό, την τρομοκρατία της γραφειοκρατίας, τη στρατιωτικοποίηση της οικονομικής ζωής; Ήταν αναπόφευκτη η εφαρμογή, από μέρους των μπολσεβίκων, πολιτικών υπονόμευσης και διάλυσης των θεσμών αυτοδιεύθυνσης που είχαν δημιουργήσει αυθόρμητα οι αγρότες και οι εργάτες μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη και του Οκτώβρη του 1917; Η απάντηση είναι καταφατική, και οφείλεται στην ίδια της ουσία της λενινιστικής (και γενικότερα της μπολσεβίκικης) θεωρίας και οργανωτικής πρακτικής.

Καταρχήν, το λενινιστικό κόμμα είναι ένας μηχανισμός με αυστηρή ιεραρχική οργάνωση. Στο εσωτερικό του κόμματος πραγματώνεται ο αυστηρότερος διαχωρισμός μεταξύ σχεδιασμού και εκτέλεσης των αποφάσεων, ιεροποιείται ο σεβασμός και η υπακοή στο ιεραρχικά ανώτερο μέλος και στον «χαρισματικό ηγέτη». Το λενινιστικό κόμμα είναι η μικρογραφία ενός μιλιταριστικού κράτους, όπου η δημιουργικότητα και η φαντασία του ατόμου ασφυκτιούν κάτω από το βάρος ενός παγιωμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι τεϊλορικές αρχές του καθολικού ελέγχου, της αυστηρής πειθαρχίας, του διαχωρισμού σχεδιασμού-εκτέλεσης ανταποκρίνονται θαυμάσια στις οργανωτικές αρχές του λενινιστικού κόμματος, και γι’ αυτό ακριβώς υιοθετήθηκαν με ενθουσιασμό από τον Λένιν και τον Τρότσκι (και, φυσικά, από τον Στάλιν). Επιπλέον, ο πυρήνας της λενινιστικής αντίληψης για την οργάνωση αντανακλά μια βαθιά υποτίμηση της ικανότητας του προλεταριάτου να προχωρήσει πέρα από μια «συνδικαλιστική» συνείδηση και να συλλάβει την ολότητα των κοινωνικών διεργασιών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον Λένιν, το κόμμα είναι εκείνο που καλείται να οδηγήσει το προλεταριάτο στην επανάσταση.

«Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τόσο ανελέητα, όπως έκανε ο Λένιν, την ιστορική ικανότητα του προλεταριάτου να χειραφετηθεί από μόνο του δίχως ταυτόχρονα να αμφισβητήσει και την ικανότητά του να διευθύνει εξολοκλήρου τη μελλοντική κοινωνία» (Καταστ. Διεθνής, 1966).

Η υπονόμευση και διάλυση, από το μπολσεβίκικο κράτος, των θεσμών αυτοδιεύθυνσης που αναδύθηκαν αυθόρμητα κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης αντανακλούσε ακριβώς αυτή την περιφρόνηση και τη δυσπιστία της λενινιστικής οργάνωσης απέναντι στο προλεταριάτο. Η στρατιωτικοποίηση της εργασίας, ο έλεγχος και η εξαναγκαστική πειθάρχηση, η εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών που υποβιβάζουν τον εργάτη σε άβουλο εκτελεστικό όργανο μιας ιεραρχικά ανώτερης διοίκησης ή ηγεσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις δεν ήταν παρά η άμεση συνέπεια αυτής της ολέθριας οργανωτικής αντίληψης.

 
This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]