user preferences

Recent articles by Ηλιάδης Αλέξανδρος
This author has not submitted any other articles.
Recent Articles about Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος Αναρχικό κίνημα

Η ανάγκη για restart May 29 23 by Ευριπίδης Καλτσάς

1η Μάη: μέρα ταξ... May 01 23 by Πρωτ. Αναρχ. Αγ. Αναργ.-Καματερού

Αντιεκλογικ^... Mar 31 23 by Αναρχικοί Αγ.Αναργύρων-Καματερού

Είναι ο συνδικαλισμός βάσης...

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Friday June 04, 2021 19:23author by Ηλιάδης Αλέξανδρος Report this post to the editors

Θα πρέπει επιτέλους να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας και να μην φοβόμαστε να καταπιαστούμε σοβαρά και μεθοδικά με -αυτό που λέμε- αιτηματικά και μερικά ζητήματα. Δεν προδίδουμε έτσι την πολιτική μας ιδεολογία, ας είμαστε ήσυχες/οι γι’ αυτό. Είναι μέσα από τους αγώνες γι’ αυτά ακριβώς, τα αιτηματικά και τα μερικά ζητήματα, που κάποιος/α ίσως (ίσως…) καταφέρει, πατώντας στους ώμους των άμεσων συμφερόντων του, να ατενίσει και έναν ευρύτερο ορίζοντα που θα πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτά… Ο αναρχισμός, στην τελική, αφορά την εξερεύνηση τρόπων με τους οποίους αυτή η προοπτική θα λάβει επιτέλους σάρκα και οστά.
haymarketriotharpers.jpg

Είναι ο συνδικαλισμός βάσης, σύντροφοι & συντρόφισσες…

Δε θα επαναλάβω εδώ τα γνωστά σχετικά με την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εργατική τάξη, τόσο λόγω της ραγδαίας και κλιμακούμενης επίθεσης που δέχεται στα χρόνια της κρίσης από τα αφεντικά, όσο και λόγω της θλιβερής ανικανότητάς της να απαντήσει στοιχειωδώς σε αυτήν την επίθεση. Η πιο πρόσφατη σκηνή αυτού του δράματος, που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας τις τελευταίες μέρες με το αντεργατικό νομοσχέδιο-τερατούργημα του Χατζηδάκη, έρχεται δυστυχώς να σφραγίσει τις πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις επί του θέματος.

Θεωρώντας λοιπόν τα προηγούμενα ως δεδομένα, θα πάω κατευθείαν σ’ αυτό που με ενδιαφέρει εδώ, δηλαδή στην -κατά την γνώμη μου πάντα- καίριας σημασίας, σοβαρή ανεπάρκειά, που χαρακτηρίζει τον ρόλο και την παρουσία του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου στις προσπάθειες οργάνωσης των ταξικών αντιστάσεων. Η δε πρόταση σταδιακής άμβλυνσης αυτού του ελλείμματος έχει ήδη “αποκαλυφθεί” στον τίτλο του κειμένου. Και ενώ φυσικά δεν συστήνεται ως πανάκεια, δεν βλέπω τρόπο παρόλα αυτά με τον οποίο, αυτή δεν θα αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ βασική επιλογή στην περίπτωση που θέλουμε να καταπιαστούμε σοβαρά, και χωρίς άγονες ιδεολογικές αγκυλώσεις, με τρόπους όξυνσης της ταξικής πάλης.

Ομολογουμένως, από τον Δεκέμβρη του ‘08 και μετά, σημαντική μερίδα του α/α χώρου με όλο και μεγαλύτερη συνέπεια ενέταξε στην πολιτική της ατζέντα θέματα που ξεφεύγουν από την αμιγή ιδεολογική σφαίρα (που περιορίζεται, παραδοσιακά, στην καταστολή και τις διώξεις αναρχικών από το κράτος αλλά και στον μαχητικό αντιφασισμό) αγγίζοντας ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Παράλληλα υιοθέτησε μορφές οργάνωσης και παρέμβασης σαφώς λιγότερο περιχαρακωμένες στην πολιτική ταυτότητα. Όλα αυτά στον απόηχο της απρόσμενης διαπίστωσης που έλαβε χώρα κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη, ότι, σαν κουλτούρα αντίληψης και αγώνα, είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή στο κοινωνικό πεδίο απ’ ότι είχε τολμήσει μέχρι τότε να φανταστεί.

Στις συνθήκες όξυνσης της οικονομικής κρίσης, στα παραπάνω ήρθε -ευτυχώς!- να προστεθεί η ταξική ανάλυση και η αναγνώριση της κεντρικής σημασίας που έχει η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας για την οργάνωση του συνόλου των εξουσιαστικών σχέσεων που συνυφαίνονται εντός της κοινωνίας. Μια οπτική που μέχρι τότε, αντιμετωπιζόταν φοβικά σχεδόν από το σύνολο του α/α χώρου, κυρίως για ιστορικούς λόγους. Παρότι η ταξική ανάλυση υπήρξε παρούσα από τα γεννοφάσκια της κλασσικής αναρχικής θεωρίας, το σύγχρονο αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό πήγασε από την αντίδραση, τόσο στην όλο και πιο ρητή συνθηκολόγηση της ντόπιας αριστεράς με το αστικό καθεστώς κατά την μεταπολιτευτική περίοδο, όσο και στην αποστεωμένη φυσιογνωμίας της, λογικό επακόλουθο της αποστράγγισης των αγωνιστικών χυμών που προκάλεσε η γραφειοκρατικοποίησής της. Στα παραπάνω ήρθε να προστεθεί η -πολύ επιφανειακή- πλήρης ταύτιση μαρξισμού και σταλινισμού, και όλα αυτά μαζί, είχαν σαν αποτέλεσμα οτιδήποτε παρέπεμπε σε συνδικαλισμό και “εργατιά”, να προκαλεί αλλεργική αντίδραση. Όμως, όπως είπαμε ήδη, αυτό άρχισε σταδιακά να αλλάζει λόγω του νέου περιβάλλοντος που διαμόρφωσε το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους στην Ελλάδα.

Με παραδοσιακούς μαρξιστικούς όρους -που όμως δεν υιοθετούμε- θα λέγαμε ότι η αναρχική κουλτούρα άρχισε μάλλον να αναπτύσσεται κυρίως στην σφαίρα του ‘’εποικοδομήματος’’ ως πολιτιστική υποκουλτούρα, και ωριμάζοντας σταδιακά, οι ρίζες της κατάφεραν να βαθύνουν τόσο ώστε να φτάσουν τελικά μέχρι την ‘’βάση’’ (κάτι που από μόνο του αποτελεί σοβαρή ένδειξη της γνήσια αγωνιστικής φλέβας που την ζωοποιεί).

Όμως, ακριβώς σε αυτό το σημείο, αρχίζει να γίνεται ορατό το έλλειμμα στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Διαπιστώνουμε, μάλλον χωρίς δυσκολία, ότι δεν καταφέραμε μέχρι στιγμής να έχουμε την ουσιαστική παρουσία μέσα στους χώρους δουλειάς που θα απαιτούσε τόσο η εποχή, όσο και η προτεραιοποίηση από μέρους μας, του ταξικού ζητήματος. Ενώ το ζήτημα της εργασίας έχει ενταχθεί με όρους ρητορικούς και θεωρητικούς στην πολιτική μας ανάλυση, δεν έχει τεθεί καθόλου ικανοποιητικά με όρους πρακτικούς και αγωνιστικούς. Κοντολογίς, οι ρίζες μας δεν έχουν βαθύνει ακόμα αρκετά ώστε να φτάσουν εκεί που χτυπάει η καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος: στην παραγωγική διαδικασία, στους χώρους δουλειάς μας.

Οι ακτιβιστικές παρεμβάσεις με αντίστοιχες στοχεύσεις, παρότι χρήσιμες και αναγκαίες, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς. Σίγουρα η προσπάθεια σύνδεσης στην συνείδηση της κοινωνίας του α/α χώρου με ζητήματα εργατικά (διώξεις συνδικαλιστών, εργατικά ‘’ατυχήματα’’, εργοδοτικές αυθαιρεσίες κλπ) είναι μεγάλης σημασίας και μόνο ως θετική θα μπορούσε να αποτιμηθεί. Όμως εύκολα καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν είναι και ο ευκολότερα οικειοποιήσιμος από την μεγαλύτερη μερίδα των εργαζομένων που θέλουν να αντιδράσουν στην υποτίμησή τους. Και, στην πραγματικότητα, ακόμα και αυτό να συνέβαινε, εν τέλει δε θα ήταν καν αποτελεσματικός τρόπος αγώνα, λόγω της -εξ αρχής- αναβαθμισμένης έντασης και της ολικής έλλειψης θεσμικής μορφής (θα μπορούσε μόνο να αφορά πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις, όταν όλα τα υπόλοιπα μέσα πίεσης θα είχαν αποτύχει, αφού όμως πρώτα, είχαν δοκιμαστεί). Επίσης, πάλι μάλλον με ασφάλεια μπορούμε να πούμε ότι, ο ακτιβισμός από τα έξω δεν είναι ικανός να κινητοποιήσει διαδικασίες συλλογικοποίησης εντός ενός εργασιακού χώρου και μοιάζει κυρίως να εξαντλείται σε ένα συμβολικό επίπεδο, κάτι όχι αμελητέο, αλλά, ταυτόχρονα, όχι και επαρκές (παρότι η γνωστοποίηση ενός ζητήματος μπορεί πολύ συχνά να είναι σημαντική, σπανίως αποδεικνύεται καθοριστική).

Με λίγα λόγια, ενώ προφανώς αποτελούμε σάρκα από την σάρκα της εργατικής τάξης, και ενώ θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το πιο προωθημένο αγωνιστικά κομμάτι της, φαίνεται ότι έχουμε σε τέτοιο βαθμό εγκλωβιστεί μέσα στην πολιτική μας ‘’οργάνωση’’ (είτε με την στενή, είτε με την διεσταλμένη σημαία της λέξης) που, τελικά, έχουμε καταλήξει να δρούμε και να σκεφτόμαστε -και άρα, προφανώς, να μοιάζουμε- σαν να στεκόμαστε εκτός του πεδίου στο οποίο διεξάγεται πραγματικά η ταξική πάλη. Και αυτό, είναι σοβαρό πρόβλημα για εμάς, τόσο ως αναρχικοί και αναρχικές, όσο και ως εργάτες και εργάτριες.

Είναι μάλλον εύκολα ορατό ότι σε μεγάλο βαθμό υποφέρουμε από την αδυναμία να ισορροπήσουμε τόσο μεταξύ ορμής και οργάνωσης, όσο και μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού πεδίου. Ας πούμε εν συντομία ότι το πρώτο είναι το πεδίο της ιδεολογικής συγκρότησης (π.χ. αναρχικός/η), ενώ το δεύτερο, είναι το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων τις οποίες ηθελημένα ή αθέλητα αναπαράγουμε (π.χ. εργάτης/τρια, φοιτητής/τρια). Από τον φόβο μην απορροφηθούμε από το κοινωνικό πεδίο, χάνοντας έτσι τα ιδεολογικά μας χαρακτηριστικά, περιχαρακωνόμαστε στην πολιτική μας ταυτότητα, η οποία καταλήγει με αυτόν τον τρόπο να είναι το πεδίο μιας “αυτοπραγμάτωσης” που, πολύ εύκολα και γρήγορα, μπορεί να καταλήξει αυτοαναφορική και άγονη. Και, επιπρόσθετα, φοβούμενοι μην υπάρξει κάτι που θα περιορίσει αυτό τον χώρο της “αυτοεκπλήρωσής” μας, αποφεύγουμε την αναβαθμισμένη οργάνωση εντός του πολιτικού πεδίου, θωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα περιορίσει -υποτίθεται- την ορμή και την ζωτικότητά μας.

Και πάλι κατά τη γνώμη μου, είναι η έλλειψη σχέσης και ισορροπίας μεταξύ ορμητικότητας και οργανωτικότητας από τη μία, και μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού πεδίου από την άλλη, που οδηγεί στο λίμνασμα της αγωνιστικότητάς μας.

Ανίκανοι/ες να οργανωθούμε επαρκώς στο πολιτικό πεδίο, αδυνατούμε να καλλιεργήσουμε και να συντηρήσουμε την ορμή μας, και καταλήγουμε κυρίως να την επικαλούμαστε ή να την αναπολούμε, λες και είναι κάποιο ‘’φυσικό με φαινόμενο’’ με άγνωστες και μυστηριώδης ορίζουσες. Ανίκανοι/ες να οργανώσουμε αποτελεσματικά την σχέση και την ισορροπία μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού πεδίου, μένουμε συχνά να κοιτάμε το κοινωνικό απ’ έξω μ’ ένα μείγμα ελπίδας και σνομπισμού, ενώ στις σπάνιες στιγμές όξυνσης των κοινωνικών αγώνων (είτε έχουμε παίξει κάποιον ρόλο σε αυτήν την όξυνση είτε όχι), καταλήγουμε να αφηνόμαστε να μας παρασύρουν στην ‘’τυχαιότητά’’ τους.

Λόγω ελλειμματικής οργάνωσης, συνήθως ούτε ο πολιτικός χώρος καταφέρνει να κεφαλοποιήσει στοιχειωδώς τον προωθητικό και ενισχυτικό του ρόλο στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει καλύτερους όρους για το μέλλον, ούτε δημιουργούνται στο κοινωνικό πεδίο δομές και σχέσεις που να διαφυλάξουν και να οργώσουν κάποιο κομμάτι αγωνιστικότητας όταν το κύμα των όποιων αγώνων υποχωρήσει -και πάντα υποχωρεί- ώστε, επίσης, να διαμορφώσει καλύτερους όρους για το μέλλον.

Σε σημαντικό βαθμό, σχεδόν κάθε φορά, βρισκόμαστε να ξεκινάμε σχεδόν από το μηδέν και σχεδόν κάθε φορά, βρισκόμαστε να καταλήγουμε σχεδόν και πάλι σε αυτό. Λες και ζούμε την μέρα της μαρμότας ένα πράγμα…

Αν έχουμε απέναντι μας μια άμεση πρόκληση, αυτή μάλλον είναι, η πολιτική οργανωτική μας αναβάθμιση να μας δώσει την δυνατότητα να ενισχύσουμε την ορμή και την αγωνιστικότητά μας, ακριβώς γιατί αυτή θα ανατροφοδοτείται από την μεθοδευμένη επαφή μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού πεδίου. Επιτρέποντας και στα δύο πεδία να έχουν τα σημεία συνάντησης και σύντηξης τους, με απρόβλεπτα προφανώς -και ευτυχώς!- αποτελέσματα κυρίως σε συνθήκες αγώνα, αλλά ταυτόχρονα και τα σημεία διάκρισης τους, όπου θα μπορούν αυτά τα αποτελέσματα να αποκρυσταλλώνονται και να αποτιμούνται. Χωρίς το ένα πεδίο να απορροφά και να ακυρώνει το άλλο, χωρίς το ένα να εγκιβωτίζεται καμουφλαρισμένο και με αφανή ατζέντα μέσα στο άλλο, αλλά ούτε και να διακρίνονται καισαρικά μεταξύ τους.

Οι κοινοί τόποι, τα σημεία επαφής και σύντηξης αυτών των πεδίων, θα επιτρέπουν και το κοινωνικό πεδίο να έρθει σε πραγματική, εμπειρική επαφή με τις αναρχικές/αντιεξουσιαστικές ιδέες και πρακτικές, αλλά και το πολιτικό, να γειωθεί στην πραγματικότητα των αναγκών των κοινωνικών αγώνων, και να δει στην τελική, τι πρέπει να κρατήσει, τι να αφήσει και τι να αλλάξει από την θεωρεία και πρακτική του. Όχι για να υπηρετήσει το κοινωνικό, ούτε για να υπηρετηθεί από αυτό, αλλά για να μπορεί το πολιτικό να ορίσει έναν τρόπο ο οποίος θα του επιτρέπει να αναστοχάζεται σχετικά με την αλήθεια της ουσίας του, που δεν είναι άλλη από την δημιουργία όλο και ικανότερων όρων μέσα στην κοινωνία, για την πραγματοποίηση της κοινωνικής -και όχι της πολιτικής- επανάστασης.

Επιστρέφοντας στο αρχικό έλλειμμα, νομίζω είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας η αγωνιστική πρόταση της δημιουργίας και της οργάνωσης σε σωματεία βάσης αλλά και γενικά σε ακηδεμόνευτα και αμεσοδημοκρατικά ταξικά και κοινωνικά σχήματα (φοιτητικά σχήματα, συνελεύσεις γειτονιάς, πρωτοβουλίες ενάντια στην καταστροφής της φύσης, LGBTQ+ ομάδες κλπ) να ξεφύγει από την ρητορική σφαίρα των συνθημάτων που σε μεγάλο βαθμό βρίσκεται μέχρι τώρα, και όλο και πιο εντατικά να γειωθεί άμεσα, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού πολιτικού χώρου.

Αυτό τώρα, για να έχει όντως νόημα και να μην γίνει απλώς μια κενή περιεχομένου μορφή, θα πρέπει να γίνει με όρους τέτοιους που θα επιτρέπουν την αυτοτέλεια αλλά και την συνάντηση των δύο πεδίων που αναφέραμε παραπάνω. Δεν θα έχει νόημα π.χ. να φτιάξουμε σωματεία βάσης που θα έχουν μεν ΑΦΜ και καταστατικό, αλλά κατά τα άλλα θα λειτουργούν ουσιαστικά σαν μια πολιτική ομάδα συγγένειας, και για να μπορεί να υπάρξει κάποιος σε αυτά, θα πρέπει να μοιράζεται κοινές πολιτικές απόψεις (…ή μέχρι και κοινό ύφος και αισθητική). Πέρα από κάποια βασικά μίνιμουμ, όπως ο αντιρατσισμός και ο αντισεξισμός (που άλλωστε, συν τοις άλλοις, αποτελούν και όρους ενοποίησης της τάξης) αρκεί να θέλει κάποια/ος να υπερασπιστεί τα εργατικά του συμφέροντα με όρους αλληλεγγύης και οριζοντιότητας, κόντρα στα αφεντικά και τον γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλισμό –και ας μην αποσκοπεί σώνει και ντε στην γενικευμένη εξέγερση ή στην ακρατική/αταξική κοινωνία (αν φτάσει με το καλό ως εκεί το πράγμα, το ξανασυζητάμε).

Όσο δύσκολη και άχαρη κι αν είναι η δουλειά μυρμηγκιού σχετικά με εργασιακά ζητήματα με τους συναδέλφους μας, με τους οποίους πολιτικά μπορεί να μην συναντιόμαστε πουθενά, θα πρέπει αυτή να γίνει και μάλιστα να γίνει σωστά, να γίνει οργανωμένα, να γίνει μεθοδικά –όσο μάταιη και αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως! Βήμα το βήμα, μέρα την μέρα. Ας το χωνέψουμε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για την καλλιέργεια και την οργάνωση των ταξικών αντιστάσεων, ούτε γίνεται να κόψουμε κάπως δρόμο και να φτάσουμε απευθείας στους αγώνες, στις απεργίες, στις συγκρούσεις. Τι να γίνει! (Επιτρέψτε μου ένα αρκετά προσωπικό σχόλιο στο σημείο αυτό: δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, σχεδόν σε τίποτα από τα παραπάνω…).

Φυσικά η δημιουργία σωματείου βάσης δεν είναι πάντα δυνατή, ειδικά σε κλάδους όπου ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός έχει πλήρως κυριαρχήσει. Εκεί προφανώς το πράγμα γίνεται πιο πολύπλοκο απ’ ότι περιγράψαμε παραπάνω και ο σχηματισμός πρωτοβουλιών και μετωπικών σχημάτων μέσα στα ήδη υπάρχοντα σωματεία θα μπορούσε, ανάλογα φυσικά και τις περιστάσεις, να αποτελεί μια αγωνιστική επιλογή. Όμως, η δυνατότητα θεσμικής μορφής, είναι μεγάλης σημασίας και δεν πρέπει να υποτιμάται από πλευράς μας λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων. Είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην παρέμβασή μας στους χώρους εργασίας, γιατί μας δίνει την νομική δυνατότητα, από το να μπορούμε να υπερασπιστούμε έναν/μια συνάδελφο/ισσα στην εργατική του/της διεκδίκηση κόντρα στο αφεντικό της/του, μέχρι το να καλούμε στάσεις ή απεργίες όταν κρίνουμε ότι είναι κατάλληλο. Επίσης, είναι κάτι που μας καθιστά και πιο προσιτούς/ες (αν, φυσικά, δεν φροντίζουμε να καταστήσουμε εμείς τους εαυτούς μας απρόσιτους/ες, υψώνοντας καμουφλαρισμένα πολιτικά ‘’τοίχοι’’).

Η θεσμική μορφή, λοιπόν, δεν είναι κάποιο φετίχ, ούτε προφανώς είναι εγγυήτρια της αγωνιστικότητας. Είναι μια βάση που μας δίνει πλεονεκτικότερους όρους παρέμβασης και διεκδίκησης, και επειδή ακριβώς, η μαζικοποίηση και η όξυνση του αγώνα είναι ο σκοπός, αν φτάσουμε στο σημείο στο οποίο αυτή η μορφή θα λειτουργεί πλέον ανασταλτικά, θα πρέπει να έχουμε τα αντανακλαστικά και την ωριμότητα να την διαστείλουμε, να την υπερβούμε ή και να την διαρρήξουμε. Όμως αυτό, για να έχει όντως νόημα, θα πρέπει να είναι προϊόν και στιγμή ενός πραγματικού εν κινήσει ταξικού/κοινωνικού αγώνα. Μια πραγματική ανάγκη και όχι μια ιδεολογική επιταγή.

Το μοντέλο σύμφωνα με το οποίο καθόμαστε στις κορφές της πολιτικής καθαρότητας περιμένοντας το κοινωνικό κύμα να φουσκώσει για να μας συναντήσει και να σερφάρουμε πάνω του, δεν είναι λειτουργικό, αν όχι για κανέναν άλλον λόγο, το λιγότερο, γιατί δεν είναι ουσιαστικά αγωνιστικό. Το ζητούμενο είναι τόσο το πώς θα καλλιεργήσουμε το έδαφος για τους επόμενους ταξικούς/κοινωνικούς αγώνες, όσο και το πώς θα λειτουργήσουμε ουσιαστικά και προωθητικά μέσα σε αυτούς, όταν και αν αυτοί ξεσπάσουν. Αν δεν οργανώσουμε την σχέση μεταξύ ταξικού/κοινωνικού και πολιτικού πόλου, αλλά και την ουσιαστική, μεθοδική και σταθερή παρέμβασή μας μέσα στα πεδία του ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού, ούτε ο ταξικός/κοινωνικός αγώνας θα εξελιχθεί, αλλά ούτε και ο πολιτικός -και θα μείνουμε κολλημένοι με μοναδικό δείκτη της ‘’επιτυχίας’’ ή ‘’αποτυχίας’’ μας το μέγεθος μιας -όποιας- πορείας…

Αυτός άλλωστε μοιάζει και ο πιο εφικτός τρόπος, ζητήματα καίριας σημασίας στην παρούσα -και όχι μόνο- περίοδο όπως το αντιπολεμικό, το αντισεξιστικό/αντιπατριαρχικό, το αντιρατσιστικό/αντιφασιστικό κ.α. να τεθούν και να αγκαλιαστούν από μεγαλύτερες μερίδες της κοινωνικής βάσης, ακριβώς ως κομμάτια της υπεράσπισης των συμφερόντων της. Όμως, όσο χρήσιμα και αναγκαία και να είναι τα ευρύτερα κοινωνικά σχήματα, αν δεν υπάρχει αγωνιστική ρίζα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, στους χώρους δουλειάς, στο βασικό σημείο από το οποίο -δυστυχώς- εξαρτάτε η ίδια η επιβίωση μας και στο βασικό σημείο στο οποίο αναπαράγεται το καπιταλιστικό σύστημα, όση δουλειά και αν κάνουμε σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, όσες αυτομειώσεις και αν επιτύχουμε, δεν θα μπορέσουμε να υποκαταστήσουμε αυτό το έλλειμμα.

Όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που συνυφαίνεται σε επίπεδο κουλτούρας γύρω από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο υπήρξε πάντα ένα πολύ βασικό και ζωογόνο κομμάτι του. Και είναι πολύ σημαντικό αυτή η “κοινωνικότητα” -που διαπερνάται από αξίες και σχέσεις αλληλεγγύης, οριζοντιότητας, ελευθεριακότητας κόντρα στην κυριαρχία του εμπορεύματος και της εξουσίας- να διατηρηθεί και να διευρυνθεί όσο το δυνατών περισσότερο. Όμως για να μην καταλήγει αυτό να αποτελεί απλώς μια φούσκα, μια νησίδα ανθρωπιάς μέσα σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, θα πρέπει οι κοινωνικές αυτές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα και γύρω από αγώνες, με την σειρά τους, να ξανά εισχωρήσουν στο πεδίου του ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού για να το οξύνουν. Αλλιώς, όπως είπαμε παραπάνω, μοιραία θα λιμνάσουν και θα χάσουν την ζωογόνα αγωνιστικότητά τους.

Θα πρέπει επιτέλους να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας και να μην φοβόμαστε να καταπιαστούμε σοβαρά και μεθοδικά με -αυτό που λέμε- αιτηματικά και μερικά ζητήματα. Δεν προδίδουμε έτσι την πολιτική μας ιδεολογία, ας είμαστε ήσυχες/οι γι’ αυτό. Είναι μέσα από τους αγώνες γι’ αυτά ακριβώς, τα αιτηματικά και τα μερικά ζητήματα, που κάποιος/α ίσως (ίσως…) καταφέρει, πατώντας στους ώμους των άμεσων συμφερόντων του, να ατενίσει και έναν ευρύτερο ορίζοντα που θα πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτά… Ο αναρχισμός, στην τελική, αφορά την εξερεύνηση τρόπων με τους οποίους αυτή η προοπτική θα λάβει επιτέλους σάρκα και οστά.

Αν είναι τέλος πάντων να ηττηθούμε, τουλάχιστον αυτό ας συμβεί επειδή η πρόταση οργάνωσης και αγώνα της κοινωνικής βάσης που κομίζουμε, θα γίνει τόσο επικίνδυνη για το κράτος και το κεφάλαιο, που θα τα οδηγήσει εν τέλει στο να μας ισοπεδώσουν οριστικά. Και όχι να ηττηθούμε, επειδή δεν τολμήσαμε αρκετά να κάνουμε πράξη αυτά τα οποία οι ίδιοι/ες λέμε.

Τουλάχιστον αυτό.

Ηλιάδης Αλέξανδρος

Μάιος 2021

*Αναδημοσίευση από εδώ: https://www.alerta.gr/archives/18470

Related Link: https://www.alerta.gr
This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]