user preferences

Για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό

category Διεθνή | Αριστερά | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday July 07, 2018 20:13author by Πέτρος Πέτκαςauthor email ngnm55 at gmail dot com Report this post to the editors

«Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός»: έννοια ασφυκτικής πληρότητας και αναλλοίωτης ταυτότητας! - Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Πανοπτικόν #23
img_20160227_131852.jpg

Ι

Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Τετράδια Μαρξισμού για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση» Αλέξανδρος Χρύσης έδωσε συνέντευξη στο κυριακάτικο «ΠΡΙΝ» της 28-5-2017 όπου, μεταξύ των άλλων, εξέφρασε και την ακόλουθη άποψη: Απαντώντας στην τελευταία ερώτηση η οποία είχε ως εξής: «Πώς θα συνδυαστεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα με την εσωκομματική δημοκρατία στους κόλπους ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος;» έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Προσωπικά, και ως κανονιστική οργανωτική αρχή, υιοθετώ αυτή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη και τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές των καιρών. Επιμένω στη διάκριση δημοκρατικού και γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Βιαστήκαμε ίσως να ενταφιάσουμε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, πριν τον εφαρμόσουμε. Όπως υποστήριξε ο μαρξιστής επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι, η πειθαρχία δεν εξαλείφει, σε κάθε περίπτωση, την προσωπικότητα και την ελευθερία. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η πηγή της πειθαρχίας. Αν αυτή η πηγή είναι δημοκρατική, αν ο νομοθέτης είναι πράγματι το συλλογικό υποκείμενο, η πειθαρχία αποτελεί ένα αναγκαίο στοιχείο ελευθερίας, καθώς προσεγγίζει οριακά την αναβάθμισή της σε αυτοπειθαρχία». Την πιο πάνω δήλωση-άποψη του Αλέξανδρου Χρύση (στο εξής Α.Χ) την θεωρούμε κεφαλαιώδους σημασίας γι’ αυτό και αποτελεί την αφορμή και την αιτία της σχετικής συλλογιστικής μας που εκτίθεται σ’ αυτό το άρθρο μας. Θέλοντας να διευκολύνουμε την συζήτηση με τον Α.Χ ας επικεντρωθούμε στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» λενινιστικής έμπνευσης εν αντιπαραβολή προς τον «γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό» προς τον οποίο ο Α.Χ αντιτίθεται.

ΙΙ

Θεωρητικό υπόβαθρο του μετέπειτα ονομασθέντος «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» αποτελεί το πασίγνωστο βιβλίο του Λένιν με τίτλο «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω». Ανηλεή, εξοντωτική κριτική των θέσεων του Λένιν, που εμπεριέχονται στο πιο πάνω βιβλίο του, άσκησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ με ένα εκτενές άρθρο της με τίτλο «Οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας» που δημοσιεύτηκε, ταυτόχρονα στην ρωσική «Ίσκρα» και στην γερμανική «Neue Zeit» τον Ιούλιο του 1904 (όταν ήδη ο Λένιν είχε εγκαταλείψει την σύνταξη της «Ίσκρα» από τον Νοέμβρη του 1903). Στα ελληνικά εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κοροντζή» με τίτλο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία» με εισαγωγή του Άλκη Ρήγου, πρόλογο του Νίκου Καζαντζάκη, σε μετάφραση του Δημήτρη Φασέα, χωρίς να αναφέρεται ο χρόνος της έκδοσης. Η Λούξεμπουργκ χαρακτηρίζει τον συγκεντρωτισμό του Λένιν «ανελέητο» επειδή, εκτός των άλλων, προκρίνει « …μιαν αυστηρή πειθαρχία, εν ονόματι της οποίας τα καθοδηγητικά κέντρα του κόμματος παρεμβαίνουν άμεσα και αποφασιστικά σε όλες τις υποθέσεις των τοπικών οργανώσεων του κόμματος…Η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα να αποφασίζει απρόσκλητα για την διάλυση και την ανασυγκρότησή στους, με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά, η Κεντρική Επιτροπή θα μπορούσε να καθορίζει, κατά την θέλησή της, την σύνθεση του ανωτάτου οργάνου του κόμματος, του συνεδρίου. Έτσι, η Κεντρική Επιτροπή είναι ο μοναδικός ενεργός πυρήνας του κόμματος και όλες οι άλλες ομαδοποιήσεις δεν είναι παρά μόνο τα εκτελεστικά της όργανα.» (Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία. Εκδόσεις Κοροντζή, σελ. 38-39). Ο σοσιαλδημοκρατικός συγκεντρωτισμός, κατά την Λούξεμπουργκ, δεν θα έπρεπε να βασίζεται ούτε στην τυφλή υπακοή, ούτε σε μια μηχανική υπακοή των αγωνιστών προς το κέντρο του Κόμματος το οποίο εργάζεται και αποφασίζει μόνο του για λογαριασμό όλων γι’ αυτό και τάσσεται κατά του αυστηρού διαχωρισμού του οργανωμένου πυρήνα από το προλεταριακό περιβάλλον. (βλ. ό.π σελ. 41,42).

Συνεχίζοντας, περαιτέρω, τονίζει πως η σοσιαλδημοκρατία δεν συνδέεται απλά με την οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά είναι το ίδιο το κίνημα της εργατικής τάξης· είναι η συγκεντροποίηση της θέλησης της συνειδητής και μαχητικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε σχέση με τα άτομα και τις ομάδες της… είναι η βασιλεία της πλειοψηφίας στο εσωτερικό του δικού της κόμματος. Εναντιώνεται με σφοδρότητα στην λενινιστική αντίληψη περί πειθαρχίας κατά την οποία εκθειάζεται η παιδαγωγική λειτουργία του εργοστασίου, κάνοντας, στην συνέχεια, διάκριση μεταξύ της πειθαρχίας του εργοστασίου, του στρατοπέδου και του συγκεντρωτικού αστικού κράτους – που διακρίνεται από απουσία σκέψης και θέλησης ενός σώματος με χίλια χέρια και πόδια που εκτελεί αυτόματες κινήσεις – αφενός και της σοσιαλιστικής πειθαρχίας που χαρακτηρίζεται από τον αυθόρμητο συντονισμό των συνειδητών πολιτικών πράξεων μιας συλλογικότητας αφετέρου, δηλώνοντας μετά ταύτα, πως ο Λένιν, με την οργανωτική συγκρότηση που προτείνει, αντικαθιστά απλώς την αυθεντία της αστικής τάξης με εκείνην μιας σοσιαλιστικής κεντρικής επιτροπής. Αυτή η νέα πειθαρχία θα καταστεί δυνατή, κατά την Λούξεμπουργκ, μόνον αν ξεριζωθεί και η τελευταία ρίζα αυτών των συνηθειών υπακοής και δουλοπρέπειας (βλ. ό.π, σελ 43-44). Επικεντρώνοντας στον σκληρό πυρήνα της λενινιστικής πρότασης, υποστηρίζει πως αντί της κυριαρχίας της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών στο κόμμα, έχουμε την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής που ενεργεί, κατά κάποιο τρόπο, δυνάμει μιας άρρητης ¨πληρεξουσιότητας¨, αντί του ελέγχου που ασκούν οι εργατικές μάζες στα όργανα του κόμματος έχουμε τον αντεστραμμένο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής επί της δραστηριότητας του επαναστατικού προλεταριάτου. Αν, συνεχίζει τον συλλογισμό της η Λούξεμπουργκ, η τακτική του κόμματος δεν είναι υπόθεση της κεντρικής επιτροπής αλλά του συνόλου του κόμματος, ή ακόμα καλύτερα, του εργατικού κινήματος, τότε είναι προφανής η αναγκαιότητα της ελευθερίας δράσης των μελών τους κόμματος (βλ. .ό.π, σελ 45,48). Ο προτεινόμενος υπερσυγκεντρωτισμός του Λένιν, αντιτείνει ψύχραιμα και σοφά η Λούξεμπουργκ, δεν είναι διαποτισμένος από θετικό και δημιουργικό πνεύμα, αλλά από το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα. Η όλη προσπάθειά του τείνει να ελέγξει την δραστηριότητα του κόμματος και όχι να την γονιμοποιεί, να περιορίζει, παρά να διευρύνει το κίνημα, να το ανακόπτει και όχι να το ενοποιεί. Η οργάνωση της σοσιαλδημοκρατίας κατατείνει στον συντονισμό, στην ενοποίηση του κινήματος αλλά διόλου στην υποταγή του σε έναν άκαμπτο κανονισμό (βλ. ό.π σελ 49, 50). Υποστηρίζει πως τα σφάλματα που διαπράχθηκαν από ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι ιστορικώς απείρως γονιμότερα και πολυτιμότερα από το αλάθητο της καλύτερης κεντρικής επιτροπής. Τέλος, προειδοποιεί τον Λένιν και τους οπαδούς του, ότι σταματώντας τους παλμούς μιας υγιούς οργανικής ζωής, εξασθενεί το σώμα και ελαττώνεται η αντίστασή του καθώς και το μαχητικό του πνεύμα εναντίον του οπορτουνισμού και, προεχόντως, της υφιστάμενης κοινωνική τάξης. (βλ. ό.π, σελ 64 και Πέτρου Πέτκα, Επαναστατικές αδολεσχίες 2, Παρέμβαση, τεύχος 156, άνοιξη 2011, σελ. 99-118, όπου εκτενέστερη-αναλυτικότερη διαπραγμάτευση).

ΙΙΙ

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στις 15-1-1919 από τους συμμορίτες των Frei Korps που εκτελούσαν εντολές του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε. Το άρθρο της, για το οποίο έγινε συνοπτικά λόγος παραπάνω, λησμονήθηκε. Το κόμμα που οραματίσθηκε ο Λένιν στο βιβλίο του «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω», ιδρύθηκε, λειτούργησε και επικεφαλής των εξεγερμένων στρατιωτών, εργατών και αγροτών της τσαρικής Ρωσίας, πραγματοποίησε την Οκτωμβριανή Επανάσταση. Λυδία λίθος του κόμματος τούτου η λενινιστική οργανωτική αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» ο οποίος, μέσω της ιδρυθείσας τον Μάρτη του 1919 Κομμουνιστικής (Τρίτης) Διεθνούς, μεταφυτεύτηκε ως condictio sine qua non, στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα στο οποίο και εδραιώθηκε απαρασάλευτα. Ας δούμε, εν τάχει, τις πρωτογενείς πηγές περί της εννοίας και της σημασίας του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»: Το δεύτερο συνέδριο της Κομμουνιστικής (Τρίτης) Διεθνούς που κατ’ ουσίαν, ήταν και το ιδρυτικό της, συνήλθε, υπό την ηγεσία των Λένιν και Τρότσκυ, στην Αγία Πετρούπολη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 19 Ιουλίου και 7 Αυγούστου του 1920. Εκεί καθιερώθηκαν οι λενινιστικής έμπνευσης «είκοσι ένας όροι» που θα έπρεπε να πληροί μια οργάνωση που θα ήθελε να ενταχθεί στην Κομμουνιστική (Τρίτη) Διεθνή. Η σχετική εισήγηση παρουσιάστηκε στις 30-7-1920 από τον Τρότσκυ και έχει, στα κρίσιμα σημεία της, ως εξής: «1…2…12. Τα κόμματα που ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή πρέπει να είναι δομημένα πάνω στη βάση των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Στη σημερινή εποχή του άγριου εμφυλίου πολέμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει το ρόλο του αν δεν είναι οργανωμένο με όσο πιο συγκεντρωτικό τρόπο γίνεται, αν δεν βασιλεύει στο εσωτερικό του μια σιδερένια πειθαρχία ανάλογη με την στρατιωτική, αν τα κεντρικά όργανά του που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη των μελών του, δεν έχουν πλήρη δικαιώματα, πλατιά δικαιοδοσία και ευρύτατες εξουσίες» (βλ. 3η Διεθνής. Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα, εκδόσεις Εργατική Πάλη, Αθήνα, 2007, σελ. 128, 131 ad hoc).

Στην απόφαση του συνεδρίου με τίτλο «Ο ρόλος του Κ.Κ στην προλεταριακή επανάσταση» - το προσχέδιό της συντάχθηκε από τον Ζηνόβιεφ στις 14-7-1920 – διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα αποκαλυπτικά: «1…13) Η Κομουνιστική Διεθνής θεωρεί ότι, προπαντός στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να οικοδομηθεί σύμφωνα με την αρχή του άκαμπτου προλεταριακού συγκεντρωτισμού. Για να μπορέσει να καθοδηγήσει αποτελεσματικά την εργατική τάξη στην μακροχρόνια και δύσκολη περίοδο του εμφυλίου πολέμου που πλησιάζει, το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να επιβάλλει μια σιδερένια στρατιωτική πειθαρχία στις τάξεις του…14) το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να είναι οργανωμένο σύμφωνα με την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Οι κύριες αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι ότι τα ανώτερα όργανα εκλέγονται από τα κατώτερα, όλες οι αποφάσεις των ανωτέρων οργάνων είναι απολύτως δεσμευτικές για τα κατώτερα όργανα και υπάρχει ένα ισχυρό κέντρο του κόμματος, που η εξουσία του μεταξύ δύο συνεδρίων, είναι αναμφισβήτητη για όλα τα ηγετικά στελέχη του κόμματος». (βλ. ό.π, σελ. 138 και 139). Στην απόφαση του τρίτου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μόσχα 22-6-1921 έως 22-7-1921) με τίτλο «θέσεις πάνω στην οργανωτική δομή, τις μεθόδους και τη δράση των Κ.Κ» που εισηγήθηκε ο Βίλχελμ Κόινεν, διαβάζουμε μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «(1…6) Ο συγκεντρωτισμός στο κομμουνιστικό κόμμα δεν πρέπει να είναι τυπικός και μηχανικός, αλλά ο συγκεντρωτισμός της κομμουνιστικής δράσης, δηλαδή, η δημιουργία μιας ηγεσίας που να είναι ισχυρή και αποτελεσματική και ταυτόχρονα ευέλικτη. Ένας τυπικός ή μηχανικός συγκεντρωτισμός δεν θα ήταν παρά συγκεντρωτισμός της εξουσίας πάνω στα απλά μέλη του κόμματος ή πάνω στις μάζες του επαναστατικού προλεταριάτου που βρίσκονται έξω από το κόμμα. Μόνο όμως οι εχθροί του κομμουνισμού μπορούν να ισχυριστούν ότι το κομμουνιστικό κόμμα θέλει να χρησιμοποιήσει το γεγονός ότι ηγείται του προλεταριακού ταξικού αγώνα, καθώς και τον συγκεντρωτισμό της κομμουνιστικής ηγεσίας, για να κυριαρχήσει πάνω στο επαναστατικό προλεταριάτο…» (βλ. ό.π, σελ 287).

Στην από 5-12-1922 απόφαση του τετάρτου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς που αναφερότανε στο Γαλλικό Κ.Κ αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τούτα «(1…15) Αυτά που του χρειάζονται, (του γαλλικού Κ.Κ) είναι ο αυστηρός συγκεντρωτισμός, η αλύγιστη πειθαρχία, η άμεση υποταγή κάθε μέλους του κόμματος και κάθε οργάνωσης στην ανώτερή τους οργάνωση…» (βλ. .ό.π, σελ. 480).

ΙV

Απ’ τα προπαρατεθέντα αποσπάσματα αποφάσεων της λενινιστικής Κομουνιστικής Διεθνούς αφενός μεν καθίσταται εναργής η έννοια του λενινιστικού «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», αφετέρου δε παρατηρούμε μια πλησμονή, μια πλημμυρίδα πειθαρχίας εφάμιλλης της στρατιωτικής, αδιάβροχης υπακοής και υποταγής των «κατωτέρων οργάνων στα ανώτερα» και μιας άκαμπτης ιεραρχικής κλίμακας που απαιτεί απόλυτο σεβασμό και συμμόρφωση. Μια τέτοιου είδους επαναστατική οργάνωση αναπαράγει στο εσωτερικό της τις κυρίαρχες ιεραρχικές κοινωνικές δομές της αστικής κοινωνίας τις οποίες υποτίθεται ότι καταγγέλλει και αντιμάχεται! Η προπεριγραφείσα οργανωτική αρχή του λενινιστικού «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» που διέπει την λειτουργία μιας λενινιστικού τύπου πολιτικής οργάνωσης, περικλείει «δυνάμει» την αναπαραγωγή της βασικής σχέσης που χαρακτηρίζει το υπάρχον εκμεταλλευτικό καθεστώς, δηλαδή τον διαφορισμό αποφασίζοντος και εκτελούντος, επιτάσσοντος και υποτασσομένου, αφέντη και υποτακτικού. { - Αυτό εννοούσε ο νεαρός Τρότσκυ όταν έγραφε στο έργο του «1905» (που τόγραψε το 1907) ότι «αυτό που υπάρχει ως αντεπαναστατικό στον μπολσεβικισμό δεν μας απειλεί παρά μόνο στην περίπτωση μιας επανασταστικής νίκης» ( παράβ. Στο Βίκτορ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, SCRIPTA, Αθήνα, 2008, σε μετάφραση της Ρεβέκκας Πέσσαχ, σελ. 773 σημείωση μ’ αριθμό 103)-}.

Μ’ αυτόν τον τρόπο το πολιτισμικό μοντέλο της καταπιεστικής κοινωνίας έχει βάλει ανεξίτηλα την σφραγίδα του στην λενινιστικού τύπου πολιτικήν οργάνωση η οποία και την αναπαράγει στην κοινωνική κριτική και πάλη τις οποίες αποπειράται κάτω, βέβαια, από ένα επίστρωμα μεγάλων αλτρουιστικών και ουμανιστικών επαγγελιών. Έτσι, φαίνεται το πρότυπο του σημερινού καταπιεστικού καθεστώτος θρονιασμένο στα μύχια της ψυχής της συγκεκριμένης επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης.

Η αστική κουλτούρα και αξίες εντυπώνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην συνείδηση των εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών. Αυτήν την αστική επιρροή ο λενινισμός δεν την αγνόησε· προσπάθησε να την αντιμετωπίσει μ’ ένα πολύ-πολύ σφιχτό και πειθαρχημένο κόμμα. Μόνο που η αστική κουλτούρα και η διαχρονική επιρροή της ήταν ενδημική και αναπόφευκτη. Η οργανωτική της αντιμετώπιση ήταν- και είναι-καθόλα ανεπαρκής: Το δίκτυο της αστικής κουλτούρας και παθητικότητας δεν μπορεί να καταστραφεί με …ανώτερη πειθαρχία, ντιρεκτίβες, εντολές, ούτε με ομοβροντίες φυλλαδίων και πομπωδών πολιτικών αποφάσεων. Όλα αυτά παραμένουν στο πλαίσιο της αστικής κουλτούρας, ανεξάρτητα από την καθαρότητα και την αφοσίωση των κομματικών μελών. Η ταξική συνείδηση δεν είναι κάτι που το επιβάλλεις ή το αποκαλύπτεις αλλά κάτι που το κατακτά η κοινωνική τάξη. Η αστική ηγεμονία μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον αν εμπλακεί ολόκληρο το προλεταριάτο, με την καρδιά του, το μυαλό του και το συναίσθημά του, μια και το προλεταριάτο δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό όνειρο αλλά σάρκα, αίμα, σκέψη και αισθήματα. Όταν, λοιπόν, ταξική συνείδηση και προλεταριακή υποκειμενικότητα θα συγχωνευτούν, το καπιταλιστικό τοπίο θα φωτισθεί και η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου θα αποσαφηνηστεί, θα χαλυβδωθεί, θα κορυφωθεί. Για να ξαναθυμηθούμε την Ρόζα Λούξεμπουργκ: η εργοστασιακή πειθαρχία και υπακοή, την οποία εξυμνούσε ο Λένιν, δεν ενθαρρύνει την επαναστατική δράση, αλλά την σακατεύει. Πρέπει να την καταργήσουμε λοιπόν, όχι να την συστήσουμε ως πρότυπο! (βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009, σε μετάφραση Βασίλη Τομανά, σελ. 69-70, 77,78). Επομένως, η συμβατική εξάρτηση από ηγέτες και την άτεγκτη ιεραρχική δομή ενός τέτοιου κόμματος επικυρώνει τις μορφές της αστικής κυριαρχίας (βλ. ό.π, σελ. 88) η οποία, όντας θρονιασμένη στα μυαλά και στις καρδιές των εργαζομένων, αψηφά τον, κατά τον Λένιν, «ρυθμικό βηματισμό των σιδερένιων ταγμάτων του προλεταριάτου» (παρατίθεται στο Victor Serge, Έτος ένα της Ρωσικής Επανάστασης, μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2017, σε μετάφραση του Παρασκευά Ψάνη, σελ.355) μιά και αυτό το προλεταριάτο μέσα στο πλαίσιο ενός τέτοιου κόμματος, απ’ όπου απουσιάζει η ελευθερία και αυτονομία, δεν θα είναι σε θέση να πετύχει την ανθρώπινη χειραφέτηση ακόμη κι’ αν προσκαίρως «νικήσει». Και τούτο διότι ένα τέτοιο κόμμα, του οποίου οι ηγέτες είναι το μυαλό και το νευρικό του σύστημα (βλ. ό.π, σελ. 89, 583), αποτελεί, σε τελική ανάλυση, αστική επινόηση που αδυνατεί εκ των πραγμάτων, πλέον, να αποξέσει το ιδεολογικό κονίαμα που συνέχει την αστική κοινωνία. Για να επιτευχθεί αυτό προσαπαιτείται αυτόβουλη πνευματική δράση των εργαζομένων οι οποίοι, όμως, με τον προτεινόμενο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», έχουν ήδη μεταβιβάσει την συνείδησή τους στους ηγέτες τους, και έχουν ήδη απαλλοτριώσει, εκόντες άκοντες, την έλλογη σκέψη τους. Εν τέλει, είχε δίκιο ο Λούκατς («Οργάνωση και επαναστατική πρωτοβουλία.» 1921) όταν, αντιγράφοντας, θαρρείς, τον Πάννεκουκ και τον Γκόρτερ, βεβαιώνει πως η οργάνωση δεν είναι «τεχνικό ζήτημα» αλλά πνευματικό ζήτημα και, μάλιστα, «το υπέρτατο πνευματικό ζήτημα της επανάστασης» (βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, ό.π, σελ. 97 όπου και παρατίθεται). Σχετίζεται με τα πολιτισμικά πρότυπα, με την ουσία και την φύση του ανθρώπου.
V
Ο θεωρητικός της απολυταρχίας Χομπς (Ηοbbes) διακηρύσσει ότι κάθε διαίρεση ή περιστολή της κυριαρχικής εξουσίας του κυβερνώντος αντιφάσκει λογικά προς εαυτήν. Για τον Χομπς, το δικαίωμα του κράτους, το οποίο συγκεντρώνεται στον κυβερνώντα, δεν μπορεί να περισταλεί απὀ κανέναν περιοριστικόν όρο, ούτε ηθικό ούτε θρησκευτικό. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του κράτους είναι «δικαίωμα σε όλα» (jus ad omnia). Ο κυβερνών είναι «θνητός θεός» ο οποίος ελέγχει την ιδιοκτησία και την ζωή, ακόμη και την γνώμη και την θρησκεία, των υπηκόων του. Προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η κοινωνική τάξη, τα άτομα απαρνούνται όλα τα δικαιώματα και όλες τους τις ελευθερίες υπογράφοντας το «σύμφωνο υποταγής» (pactum subjectionis). Στο εξής, όμως, παύουν να υπάρχουν ως ανεξάρτητα όντα. Δεν έχουν δική τους βούληση. Η κοινωνική τους βούληση έχει ενσωματωθεί στον κυβερνήτη του κράτους. Η βούληση αυτή είναι απεριόριστη: δεν υπάρχει άλλη εξουσία δίπλα ή πάνω από τον απόλυτο κυρίαρχο. Με το σύμφωνο υποταγής ο άνθρωπος εγκαταλείπει την κατάστασή του ως ελεύθερου όντος και υποδουλώνεται. Μια τέτοια πράξη παραίτησης θα απεμπολούσε εκείνο ακριβώς το χαρακτηριστικό το οποίο συνιστά την φύση του και την ουσία του: θα έχανε την ανθρωπιά του! (βλ. Ερνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του κράτους, γνώση, Αθήνα, 2008, σε μετάφραση Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Στέφανου Ροζάνη, σελ. 242-243). Ως προς την έμφαση στην ιδέα της κυριαρχικής εξουσίας, η θεωρία του Ρουσσώ συμφωνεί με του Χομπς. Ξεκινά κι αυτός με την θέση ότι η κυριαρχική εξουσία είναι από την ίδια της την φύση αδιαίρετη και απεριόριστη, ότι το άτομο εισερχόμενο στην κοινωνία μεταβιβάζει όλα του τα δικαιώματα ανεπιφύλακτα σ’ αυτήν. Μετά ταύτα, το άτομο δεν έχει πια ανάγκη προστασίας, διότι η εφεξής πραγματική προστασία του ατόμου επιτελείται μέσα στο κράτος και δια του κράτους με αποτέλεσμα η προστασία του ατόμου ενάντια στο κράτος να καθίσταται παράλογη. Ο Ρουσσώ δείχνει να μην εγκαταλείπει την αρχή των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων· πουθενά, όμως, δεν την επικαλείται ενάντια στο κράτος αλλά αντίθετα θεωρεί πως ακριβώς μέσα στο κράτος η αρχή αυτή ενσαρκώνεται και εδραιώνεται (βλ. Ernst Cassirer, Η ιδέα του ρεπουμπλικανικού πολιτεύματος, Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2013, στην σειρά minima, σε μετάφραση Γιώργου Ανδρουλιδάκη-Γιώργου Ξηροπαϊδη, σελ. 59,61,20, του ίδιου, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2013, σε μετάφραση της Αννέτε Φωσβίνκελ, σελ. 412).

Μ’ άλλα λόγια, «τα φυσικά ή αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα» είχαν, κατά τον Ρουσώ, τις ρίζες τους στο κράτος και ήταν προδιαγεγραμμένα από την κυβέρνηση· δεν αποτελούν επ’ ουδενί έναν χώρο του ανθρώπου ευρισκόμενο πέραν της σφαίρας δράσεως του κράτους. Αντιθέτως, υπάρχουν μόνον στο βαθμό που το κράτος δεν τα θεωρεί ενοχλητικά και τα όριά τους υπόκεινται, ανά πάσα στιγμή, στην αναθεωρητική ματιά του επικεφαλής του κράτους. Η όποια ελευθερία του ατόμου θεωρείται, ούτως ειπείν, δάνειο του κράτους, που μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να την ακυρώσει. Μπροστά στο απεριόριστο της εξουσίας της πλασματικής «γενικής βούλησης» (volonté générale), κάθε ανεξαρτησία της σκέψης συνιστούσε έγκλημα. Ο Ρουσσώ απέδωσε στο κράτος την δημιουργία και την διατήρηση κάθε ηθικής, εναντίον της οποίας δεν μπορούσε να υποστηριχθεί καμία άλλη ηθική έννοια. Μετά ταύτα, μάλλον, όχι άδικα ο Μπακούνιν αποκάλεσε τον Ρουσσώ «αληθινό δημιουργό της μοντέρνας αντίδρασης». Ήταν, όντως, ο πνευματικός πατέρας μιας παν-κυρίαρχης και παν-περιεκτικής πολιτικής πρόνοιας, που ποτέ δεν χάνει από τα μάτια της τον άνθρωπο και που αδίστακτα επιθέτει πάνω του το σημάδι της υπέρτατης βούλησής της (βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και πολιτισμός, εκδόσεις Άρδην, τόμος Β΄, Αθήνα, 2001, σελ. 105,97,93).

Στο «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσσώ η ελευθερία δεν θεωρείται πλέον ως ανεξαρτησία του ατόμου. Πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην πλήρη υποταγή (του ατόμου) στην υπηρεσία του κράτους. Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα είδος συμπαγούς κολλεκτιβισμού. Μετά ταύτα, παρίσταται ευνόητο ότι τον Ρουσσώ μπορούμε να τον δούμε «ως θεωρητικό του δημοκρατικού κινήματος, αλλά όχι του δημοκρατικού κράτους» , κατά την εύστοχη σκέψη και διατύπωση του Φραντς Νόιμαν. Ως κριτική, οι ιδέες του Ρουσώ είναι υπέροχες· ως εποικοδομητικό πρόγραμμα όμως είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ανεφάρμοστες και, στην χειρότερη, ολέθριες, (βλ. Peter Gay, Το κόμμα της ανθρωπότητας. Θέσεις για τον γαλλικό Διαφωτισμό. Εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009, σε μετάφραση Θεοχάρη Αναγνωστόπουλου, σελ. 310,224,259).

VI

Προκειμένου να καταστήσουμε τον άξονα της συλλογιστικής μας, κατά το δυνατόν, πλέον εύληπτο, κατανοητό και σαφή ας μας επιτραπεί ένας δελεαστικός παραλληλισμός, ανάμεσα στις ιδέες του Χομπς και του Ρουσσώ αφενός και την εννοιολογική σύλληψη του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» αφετέρου. Όπως ήδη είδαμε το κράτος, κατά την άποψη αμφοτέρων, αντιπροσωπεύει την απεριόριστη κυριαρχική εξουσία η οποία βρίσκεται υπεράνω πάντων. Το άτομο εισερχόμενο στην κοινωνία, είτε με το πλασματικό «σύμφωνο υποταγής» είτε με το εξίσου πλασματικό «κοινωνικό συμβόλαιο», μεταβιβάζει όλα του τα δικαιώματα ανεπιφύλακτα στον κυβερνώντα είτε αυτός είναι ο μονάρχης είτε η πλασματική «γενική θέληση» (volonté générale). Το ίδιο (το άτομο) ουδέν πλέον δικαίωμα έχει. Η μόνη «προστασία» που του απομένει υλοποιείται μέσα στο κράτος και διά του κράτους· τυχόν επιδιωκόμενη προστασία του ατόμου ενάντια στο κράτος καθίσταται παράλογη, προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικής βλασφημίας. Στην πολιτική οργάνωση λενινιστικής αναφοράς πρυτανεύει η αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» σύμφωνα με την οποία η βούληση της ηγεσίας της είναι υποχρεωτική για όλα τα μέλη της ασυζητητί. Απαιτείται υπακοή «στα σμικρά και δίκαια και τ’ αναντία» (Αντιγόνη στίχος 667 – υπακοή στα ασήμαντα και στα σωστά αλλά και στα αντίθετά τους –). Η κομματική ηγεσία περιβάλλει τον εαυτό της με υπερθεματικό κύρος, σφετερίζεται απεριόριστο δικαίωμα επιτακτικών εντολών, υπερασπίζεται την τιμή των δεσποτικών της αξιωμάτων και, προβαίνοντας σε μια νοσηρή ιεράρχηση αξιών, αναγορεύει τον εαυτό της σε έσχατη, ύψιστη αξία. Η βούληση της κομματικής ηγεσίας είναι το παν· στην υπηρεσία της απαιτεί τον λόγο και την δράση οιουδήποτε· διατρανώνει την παντοδυναμία της έναντι οιουδήποτε των κομματικών μελών και δεν αναγνωρίζει καμίαν άλλην εξουσία, καμίαν ηθικήν επιταγή, κανένα νόμο πάνω απ’ αυτήν. Είναι αυτή που πρωτογενώς θεσπίζει: Είναι η «τακτοποιούσα τάξη» (ordo ordinans) απ’ την οποία εκπορεύεται η «τακτοποιημένη τάξη» (οrdo ordinatus). Κάθε ηθική, κάθε αξία και κάθε νόμος υπόκεινται σ’ αυτήν. Δεν αρκεί το κομματικό μέλος να αφοσιώνεται στην κομματική ηγεσία, πρέπει να υποτάσσεται πλήρως σ’ αυτήν. Η ηγεσία δικαιούται να αγνοεί και να ακυρώνει κάθε αντίσταση του κομματικού μέλους γιατί θεωρεί πως στο πλαίσιό της υλοποιούνται τα αληθινά, τα γνήσια αιτήματα του κομματικού μέλους ακόμη κι αν το τελευταίο δεν το συνειδητοποιεί. Η κομματική ηγεσία συνιστά μιαν έννοια που θεμελιώνει άλλες έννοιες, δεν χρειάζεται θεμελίωση η ίδια. Αιτιολογεί άλλες έννοιες, δεν χρειάζεται αιτιολόγηση η ίδια. (βλ. Πέτρου Πέτκα, «Βασιλικοί άνδρες» με προλεταριακήν αμφίεση! Στο περιοδικό Σκαντζόχοιρος, τεύχος 3, Μάρτιος 2016 σελ. 65-79, όπου συναφείς εκτενέστερες σκέψεις.)

Σήμερα, πλέον, η ήδη απελθούσα απ’ το πολιτικό προσκήνιο πραγματικότητα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν χαρακτηρίζεται από ελλειπτικότητα των πηγών, δεν στοιχειοθετείται από μικρές ψηφίδες που καλύπτουν ελλιπέστατα την επιφάνεια ενός μωσαϊκού, δεν αποτελεί πια πεδίο παράτολμων εικασιών πάνω σε ανεπαρκείς πληροφορίες. Αν δεν παρουσιάζεις την ιστορία με τρόπο βάναυσα μεροληπτικό, αν οι λέξεις εξακολουθούν να είναι για σένα φορείς νοήματος και ουσίας, που έχουν την δύναμη να ευλογούν και να καταριούνται, αντίστοιχα, εάν δεν σε διακρίνει κλινικότροπη ιδεοληπτική ένταση συνεπεία της οποίας η σκέψη ξεπερνάει κάθε εμπειρία, χειραφετείται από την πραγματικότητα, τότε είσαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσεις τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» ως το «υπόστεγον άντρον» (έδρα του σκότους και του θρήνου) του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συνάγεται απλώς απ’ τα γεγονότα, επιβάλλεται από αυτά! Στην πολιτεία και κοινωνία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» υλοποιήθηκε το όραμα του Χέγκελ: το να έχουν συνείδηση οι πολίτες, είναι επικίνδυνο για το κράτος. Αυτό που χρειάζεται το (σοσιαλιστικό) κράτος είναι άνθρωποι χωρίς συνείδηση ή, ακόμα καλύτερα, άνθρωποι των οποίων η συνείδηση συμμορφώνεται πλήρως με την λογική του κράτους (βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, ό.π, σελ. 168) . Σε μια τέτοια «σοσιαλιστική κοινωνία και πολιτεία» βασίλευε τάξη ακόμη και στις ανθρώπινες ψυχές. Έπρεπε να εξαφανιστούν οι ατομικές διαφοροποιήσεις, να προγραφούν οι ιδιοτυπίες, να γίνει δυνατό να σκέφτονται όλοι κατά τον ίδιο τρόπο για όλα τα πράγματα. Κάθε προσωπικό στοιχείο έπρεπε να εξουδετερωθεί. (πρβλ. με Gustave Glotz, Η ελληνική «πόλις», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, Δ’ έκδοση, σε μετάφραση Αγνής Σακελλαρίου, σελ. 160, 357, όπου περιγραφή και αξιολόγηση των κοινωνικών οραματισμών του Πλάτωνα). Η κρατική και κομματική ηγεσία των «σοσιαλιστικών» χωρών, μιμούμενη τον Πλάτωνα, θεωρούσε καταστροφική για το σύστημά της την ανομοιογένεια των αξιολογικών αντιδράσεων των ανθρώπων. Αυτή η «ιδιωτικοποίηση» των ανθρώπινων συναισθημάτων αποτελούσε ένα επίφοβο κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα στην εξουσία της! Ἐπρεπε, λοιπόν, μετά ταύτα, να περιορισθεί η προσωπική ελευθερία στο πιο βαθύ της επίπεδο, στην ελευθερία να αισθάνεται κανείς οτιδήποτε θελήσει να αισθάνεται.

Ένα τέτοιος θεμελιώδης περιορισμός όχι μόνο συμβιβάζεται με τις αρχές της «σοσιαλιστικής» κοινωνίας αλλά καθίσταται και η απαραίτητη ιδανική της συνθήκη. Αντίληψη του ιδιωτικού βίου τέτοια που να παρέχει το δικαίωμα να ενεργεί κανείς όπως του αρέσει, αγνοώντας την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, όπως το αντιλαμβάνεται η ηγεσία, δεν χωράει σε μια τέτοια κρατούσα «σοσιαλιστική» ηθική. Κάθε στοιχείο της συμπεριφοράς του ανθρώπου πρέπει να ρυθμίζεται από την εξουσία ώστε «όλοι να χαίρονται και να λυπούνται με τις ίδιες αφορμές, επαινώντας έτσι και ψέγοντας όσο το δυνατόν πιο ομόφωνα». (πρβλ. με Gregory Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000, Β΄έκδοση, σε μετάφραση Ιορδάνη Αρζόγλου, σελ. 48, 184, 46 όπου έξοχες, διεισδυτικές παρατηρήσεις, βλ. επίσης, Πέτρου Πέτκα,, «Αριστερές» πλατωνικές παρανοήσεις, Σκαντζόχοιρος, τεύχος 2, Ιούλιος 2015, σελ. 11-31).

Σε μια τέτοια κοινωνία κοινωνικός και ηθικός άξονας της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν μπορούσε να είναι η μη απώλεια, η διάσωση και η καλλιέργεια της προσωπικής ευθύνης. Τουναντίον, η προσωπική εμπειρία και η σκέψη δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης έξω από το πλαίσιο και τον ορίζοντα της κρατικής εξουσίας της οποίας «συντάσσουσα δύναμις» (pouvoir constituant) ήταν η λενινιστικού τύπου πολιτική οργάνωση σε μιαν αξεδιάλυτη αλληλοδιείσδυση, με ακρογωνιαίο λίθο τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» Οι εφημερίδες ενός τέτοιου καθεστώτος μπορούσαν, άφοβα και με περηφάνια, να κραυγάζουν: «Ας φύγουν από μπροστά μας οι αισθηματίες που φοβούνται να χύσουν αίμα αθώων». «Ένας νέος ηθικός κώδικας γεννιέται μέσα στο κόμμα-και μέσω της εξάπλωσης των δραστηριοτήτων του, γίνεται νόμος της ταλαιπωρημένης κοινωνίας…Η ανώτατη τιμή που μπορεί να του αποδοθεί (του κάθε κομμουνιστή) είναι να πουν ΄΄δεν έχει προσωπική ζωή΄΄, ότι η ζωή του έχει συγχωνευτεί ολοκληρωτικά με την Ιστορία…Το κόμμα τα κάνει όλα. Οι εντολές του δεν παίρνουν συζήτηση. ΄΄Συμβατότητα με τον επιδιωκόμενο σκοπό’’, αυτός είναι ο νόμος που κατευθύνει όλες τις δραστηριότητες» (βλ. Victor Serge, Έτος ένα της Ρώσικης Επανάστασης, ό.π, σελ. 458, 585). Και οι αντίπαλοι του καθεστώτος; Μοίρα τους ήταν η εξόντωση με μιαν όμως ανατριχιαστική ιδιαιτερότητα: τον δολοφονημένο τον μεταφέρουν στο νεκροταφείο και αναπαύεται. Ο άνθρωπος, όμως, που τον έχουν διασύρει, που τον έχουν εξοντώσει ηθικά, είναι υποχρεωμένος να ζει, ενώ είναι αδύνατον πια να ζήσει. H ηθική εξόντωση είναι ένα όπλο που τραυματίζει πολύ χειρότερα από το ατσάλινο. Και ο Αισχύλος χαρακτήριζε την ατίμωση σαν την μεγαλύτερη συμφορά μιας ελεύθερης ψυχής συμφωνώντας έτσι με την Μίλενα Γιέσενκα.(βλ. Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, ΜΙΕΤ, τόμος Α’, 6η ανατύπωση, Αθήνα 2010, σε μετάφραση Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, σελ. 302, Μαργκαρέττε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, Κίχλη και τα Πράγματα, Αθήνα 2015, σε μετάφραση Τούλας Σιέτη, σελ.172).

Μια τέτοια κοινωνία, στην οποία η καθημερινή ζωή υπόκειται σε έλεγχο και εξαναγκασμό, υφίσταται άγρυπνη ελεγκτική παρακολούθηση δεχόμενη τα άγρια επιτιμητικά βλέμματα της εξουσίας, ποδηγετείται ασφυκτικά από την επαναστατική οργάνωση λενινιστικής αναφοράς η οποία είναι ολόκληρη μια έκφραση συγκροτημένης δυσπιστίας. Αυτή η επαναστατική οργάνωση δεν μπορούσε να είναι κυψέλη πνευματικής δραστηριότητας και δημιουργικής ευφυΐας, δεν χαρακτηριζότανε από πανοραμική ευρύτητα. Η ένταση του προβληματισμού της ήταν υποπολλαπλάσια της βεβαιότητας των απαντήσεών της, ένα κράμα ματαιόδοξης αυταρέσκειας και καθαρής αυθαιρεσίας. Στο εσωτερικό της βασίλευε η πνευματική παραίτηση η οποία, όμως, δεν συνοδευότανε και από την ευδαιμονία της ψυχικής γαλήνης. Αντιμετώπιζε την όποια ένσταση και κριτική διάθεση με ένα κράμα ανυπόκριτης δυσφορίας και περιφρόνησης αμαθούς. Μια τέτοια «συντάσσουσα δύναμις» συνέτεινε καθοριστικά στο να μεταμορφωθεί η «σοσιαλιστική κοινωνία» σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι έχουν αισθήματα απαθή και αδιάφορα, η κοινωνική τους συνείδηση έχει εξουδετερωθεί και ολόκληρη η ύπαρξή τους έχει απογυμνωθεί από κάθε δύναμη αντίστασης αποκαλύπτοντας έτσι με τραγικό τρόπο την αξιοθαύμαστη ιστορική οξυδέρκεια της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ήταν ένας τόπος οιμωγών, όπου ο πόνος του ενός επέτεινε τον πόνο του άλλου! Ήταν ένας τόπος όπου κυριαρχούσε – και τώρα ήδη βασιλεύει-ένας αμίμητος πολιτικός νηπιασμός ευρύτατων λαϊκών μαζών. Αυτό ήταν το πνευματικό επίτευγμα του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»: μια μακρόσυρτη κραυγή οδύνης που αντηχεί σαν μυριόστομη καταγγελία!

VII

Ο Α.Χ στην προμνημονευόμενη συνέντευξή του στο «ΠΡΙΝ» θεωρεί ως κρίσιμο στοιχείο την πηγή της πειθαρχίας θεωρώντας πως «Αν αυτή η πηγή είναι πράγματι το συλλογικό υποκείμενο, (τότε) η πειθαρχία αποτελεί ένα αναγκαίο στοιχείο ελευθερίας, καθώς προσεγγίζει οριακά την αναβάθμισή της σε αυτοπειθαρχία». Μα τότε για ποιόν λόγο προκρίνεται ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» τον οποίο, μάλιστα, «βιαστήκαμε να ενταφιάσουμε»; Τι σχέση μπορεί να έχει η δυσοίωνη έννοια του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» μ’ ένα σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας που ακρογωνιαίο λίθο θα έχει την «βασιλεία της πλειοψηφίας» του συνόλου του κόμματος και του επαναστατικού κινήματος; Η επιμονή στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» είναι δυσεξήγητη. Είναι προσπάθεια ανακαίνισης ενός όρου που συνδέεται με τον αυταρχισμό, την ποδηγέτηση και την ανελευθερία των λαϊκών αγωνιστών από τόσον καιρό και τόσο βαθιά, ώστε να καθίσταται αδύνατον πλέον να απογυμνωθεί από τους οικείους συνειρμούς του και να τεθεί, δήθεν ανακαινισμένος, στην εξυπηρέτηση ενός διαμετρικά αντίθετου σκοπού, χωρίς με τον τρόπο αυτόν να δημιουργηθεί στην σκέψη του κοινού σύγχυση και παρανόηση. Ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» δεν ανακαινίζεται, δεν αναθεωρείται, δεν μπορεί να απογυμνωθεί από τους οικείους συνειρμούς του, δεν μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος παρά μόνον ως καταστροφική τροχοπέδη. Πρέπει να καταγγελθεί, λοιπόν, όχι με μισή, ξερή φωνή αλλά με ξεκάθαρη, ανεπιφύλακτη γλώσσα και διάθεση. Μια οποιαδήποτε ανακαίνισή του δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντίστιξη του ονείρου στα δεινά του παρόντος. Το πολύ-πολύ να αντιπροσωπεύει για ορισμένους μιαν απήχηση οδυνηρής νοσταλγίας…

17-Χ-2017

Related Link: http://stratigos-anemos.blogspot.com.au/2018/05/blog-post_15.html#more

This page has not been translated into Türkçe yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]