user preferences

Αντίλογος στο Κράτος

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Διάφορα | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday January 23, 2014 15:46author by Dmitri - 1 of Anarkismo Editorial Group Report this post to the editors

Bασικές αρχές της πολιτικής ετερονομίας

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Κοινωνικός Αναρχισμός» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις συνεργατικές εκδόσεις Κουρσάλ (http://koursal.wordpress.com/2013/12/07/127/). Εδώ αναδημοσιεύεται στην πλήρη μορφή του, χωρίς τις περικοπές που έγιναν στην έντυπη έκδοση για λόγους οικονομίας χώρου.
1380847_488283714604057_1247695716_n.jpg

Αντίλογος στο Κράτος: Bασικές αρχές της πολιτικής ετερονομίας

«Το κακό δεν έχει τίποτα κοινό με την ζωή. Δεν μπορεί να δημιουργήσει, αφού η δύναμη του είναι καθαρά αρνητική. Το κακό είναι το σχίσμα του Είναι, δεν είναι αληθινό».
Ζοζέφ Ντε Μαίστρ, «Στοχασμοί πάνω στην Γαλλία»

«Πολλές φορές, ο λαός εμφανίζει την αστάθεια ίσως και το περιπετειώδες πνεύμα του όχλου και μάλιστα προκαλεί βιαιοπραγίες και καταστροφές. Όμως, οι παρορμήσεις του στο βάθος θα είναι πάντα συντηρητικές και κάποια στιγμή θα τον ανακαλέσουν στην φυλετική του κληρονομιά. Θα πάρουμε πάλι για παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση και θα πούμε ότι στο τέλος το συντηρητικό πνεύμα κυριάρχησε πάνω στο πνεύμα του χάους».
Γκoυστάβ Λε Μπον, «Η Ψυχολογία των Επαναστάσεων»

Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν κανείς διαβάζει μπροσούρες και φυλλάδια προερχόμενα από τον αναρχικό χώρο, διαπιστώνει ότι εμφορούνται από μια αντίληψη της πολιτικής εξουσίας ως ενός τεχνητού, «μη-αληθινού» φαινομένου, εξωτερικού ως προς τον «πραγματικό» και «αγνό» πυρήνα των αδιαμεσολάβητων ανθρώπινων σχέσεων. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, οι πολιτικές μορφές της ετερονομίας επιβάλλονται στο κοινωνικό σώμα μέσω μιας ψευδούς συνείδησης που καλλιεργείται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και τους συστημικούς μηχανισμούς μαζικής προπαγάνδας και αναπαράγονται χάρη στις οικονομικές ιεραρχικές σχέσεις και την οργανωμένη φυσική βία που το Κράτος ασκεί πάνω στους υπηκόους του. Συνήθως, αυτή η τρόπον τινά ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της ετερόνομης κοινωνικής πραγματικότητας, συνεπικουρείται και από μια χονδροειδή μαρξίζουσα κοινωνική ανάλυση που διατείνεται ότι έχει διεισδύσει στην «κρυμμένη» ουσία του ζητήματος, περιγράφοντας τους θεσμούς πολιτειακής συγκρότησης της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας ως απλή αντανάκλαση της εκμεταλλευτικής καπιταλιστικής συνθήκης κι ως τίποτα περισσότερο από μια ευφάνταστη απόπειρα από την μεριά των κυρίαρχων ελίτ να νομιμοποιήσουν ιδεολογικά την εξουσία τους πάνω στις μάζες των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.

Το πρόβλημα αυτού του ερμηνευτικού σχήματος δεν έγκειται φυσικά στο ότι αποκαλύπτει την ταξική διάρθρωση των ετερόνομων κοινωνιών, ή ότι εφιστά την προσοχή στην ανισομέρεια της δύναμης που επικρατεί ανάμεσα στα μέλη τους και στην μερικότητα των ταξικών συμφερόντων που εκφράζει το ηγεμονικό σύστημα των φαντασιακών τους σημασιών. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν το εν λόγω ερμηνευτικό σχήμα αδυνατεί να εξηγήσει ικανοποιητικά όχι τόσο το φαινόμενο της απάθειας ή της έλλειψης αντίστασης εκ μέρους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων απέναντι σε κυβερνητικές πολιτικές που απεργάζονται την εξόντωση τους, αλλά πρωτίστως την μαζική κι ενθουσιώδη προσχώρηση τους σε πολιτικά κινήματα κι οργανώσεις που λειτουργούν ως στηρίγματα ή ακόμη και ως πηγές από τις οποίες εκπορεύονται οι συγκεκριμένες πολιτικές.

Είμαστε της άποψης ότι η αδυναμία για μια ικανοποιητική ερμηνεία αυτών των φαινομένων από αναρχική σκοπιά, απορρέει από μια τάση υποτίμησης των υποκειμενικών παραγόντων, δηλαδή της αυτονομίας που διέπει το πολιτικό και συνακόλουθα το πολιτισμικό στοιχείο (αυτό που αποκαλούμε κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα), στην διαδικασία της αλληλεπίδρασης του με τους υπάρχοντες αντικειμενικούς / οικονομικούς παράγοντες, προϊόν της οποίας συνιστά ιστορικά η διαμόρφωση κι εδραίωση του κυρίαρχου θεσμικού πλαισίου της εκάστοτε ετερόνομης κοινωνίας. Πώς αλλιώς μπορούμε να κατανοήσουμε τον παραληρηματικό ενθουσιασμό με τον οποίο η Γερμανική εργατική τάξη υποδέχτηκε και εσωτερίκευσε τα αισχρά κηρύγματα της ρατσιστικής ναζιστικής κοσμοθεωρίας; Ή το μένος με το οποίο μια μερίδα του ισπανικού προλεταριάτου πολέμησε κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία στο πλευρό της παραδοσιοκρατίας (των εθνικιστών, των Φαλαγγιτών και των Καρλιστών μοναρχικών) στρεφόμενη ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που μάχονταν για να την απελευθερώσουν; Ή τελικά, φτάνοντας στις μέρες μας, την γοητεία που φαίνεται να εκπέμπει η κτηνώδικη συμμορία της Χρυσής Αυγής σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δυστυχώς εκτείνεται και σε κοινωνικές ομάδες που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα λεγόμενα λαϊκά στρώματα, τα οποία πλήττονται βάναυσα από τα κυβερνητικά μέτρα αναδιάρθρωσης της συστημικής κυριαρχίας.[i]

Παρόλο που ήταν ένας μάχιμος ελευθεριακός αγωνιστής κι ως εκ τούτου ορκισμένος εχθρός του εθνικοσοσιαλισμού, ο Ντανιέλ Γκουερέν δεν μπόρεσε να μην επιβεβαιώσει την αίσθηση νοσηρής συντροφικότητας που υπήρχε διάχυτη στις τάξεις του ναζιστικοποιημένου γερμανικού προλεταριάτου, όπως αυτός την έζησε από πρώτο χέρι κατά την λαθραία επίσκεψη που πραγματοποίησε στο χιτλερικό ράιχ.[ii] Από την άλλη, ελάχιστες είναι οι αυτομολήσεις που καταγράφτηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου στην Ισπανία από το στρατόπεδο των φασιστών προς την πλευρά της «Δημοκρατίας», παρά το γεγονός ότι υπήρξαν σημεία του στρατιωτικού μετώπου στα οποία επικράτησε στάσιμη κατάσταση για μήνες ολόκληρους και η απόπειρα μεμονωμένης ή ομαδικής αποσκίρτησης στις γραμμές του αντιπάλου δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Δεν αρκεί λοιπόν να αναλάβουμε πρόθυμα τον ρόλο του «συνεπούς ελευθεριακού ιδεολόγου» και να περιοριστούμε στην υπόθεση ότι η σιδηρά πειθαρχία και το καθεστώς τρομοκρατίας που είχε επιβληθεί ήταν οι μοναδικοί παράγοντες που συντέλεσαν για να κρατηθεί ενωμένο το φασιστικό στράτευμα.[iii] Ειδάλλως, ένα κύμα αποσκιρτήσεων προς το δημοκρατικό στρατόπεδο θα είχε ξεσπάσει μόλις οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο μέτωπο. Ούτε τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας που είχαν επιβληθεί στην πλευρά των φασιστών επαρκούν ως εξήγηση, αφού σε αυτήν την περίπτωση θα είχαμε αξιόπιστες ιστορικές καταγραφές σχετικά με μαζικές συλλήψεις κι εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν από τα εθνικιστικά στρατοδικεία ως αντίποινα για τους λιποτάκτες που προσπάθησαν να διαφύγουν στην επικράτεια της «Δημοκρατίας».[iv]

Κατά την άποψη μας, οι παραπάνω ιστορικές παρατηρήσεις θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μια αναθεώρηση της επικρατούσας σχηματικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η θεσμισμένη ετερονομία στο πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο, είναι αδύναμη ιδεολογικά και γι’ αυτό τον λόγο, αποτελεί στοιχείο εξωγενές ως προς την κοινωνική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές μονάδες αυτοπροσδιορίζονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε μια ετερόνομη κοινωνική ολότητα. Αντίθετα, θεωρούμε ότι συνηγορούν υπέρ της διαπίστωσης ότι η ηγεμονική ετερόνομη ιδεολογία είναι σε θέση να παράξει ένα σώμα από αξίες και αντιλήψεις, ικανές να παρεισφρήσουν στην φαντασιακή θέσμιση των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων ετεροκαθορίζοντας το περιεχόμενο της και με αυτόν τον τρόπο να προσδώσουν θετικό περιεχόμενο στην κυριαρχία της. Με άλλα λόγια, η ετερόνομη παράδοση, όπως και η εναλλακτική παράδοση της αυτονομίας, παράγει υποκειμενικότητες κατ’ εικόνα και ομοίωση της, στις οποίες μπορεί να προσβλέπει για την υπεράσπιση των βασικών θεσμών της, όταν η συνέχιση της ύπαρξης τους τίθεται υπό αμφισβήτηση από ένα οργανωμένο κίνημα λαϊκής χειραφέτησης.[v]

Εκφράζοντας τις παραπάνω σκέψεις, δεν ισχυριζόμαστε ότι ανακαλύψαμε την Αμερική. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι υπάρχει ένα ετερόνομο καπιταλιστικό φαντασιακό που ανάλογα με την ιστορική περίοδο εξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, είτε σφετερίζεται κάποιες από τις πυρηνικές φαντασιακές σημασίες του προτάγματος της αυτονομίας για να τις αφομοιώσει και να τις επαναπροτείνει μέσα σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που τις καθιστά ανώδυνες για τα θεσμοποιημένα προνόμια των κυρίαρχων ελίτ, είτε διάκειται εντελώς εχθρικά προς αυτές τις σημασίες, προβάλλοντας στην θέση τους ετερόνομες αξίες που έχουν την δύναμη να αποπροσανατολίσουν τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα από το πραγματικό ταξικό τους συμφέρον. Σχηματικά μιλώντας, η πρώτη περίπτωση αφορά τον κρατικιστικό σοσιαλισμό σε όλες τις ιστορικές εκδοχές με τις οποίες αυτός εμφανίστηκε σε Ανατολή και Δύση, ενώ η δεύτερη είναι εκείνη των ακραία ετερόνομων ιδεολογιών του πολιτικού συντηρητισμού που εμπεριέχουν μια σειρά από αρχές γύρω από τις οποίες οφείλει να οργανώνεται η κοινωνική ζωή, οι οποίες είναι ριζικά ανταγωνιστικές και παντελώς ασύμβατες με το πρόταγμα της αυτονομίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η ετερόνομη εξουσία δεν είναι απλώς μια αρνητική επιρροή στις ανθρώπινες σχέσεις, μια δύναμη καταστροφής που επιβάλλεται αποδιαρθρώνοντας τις προϋπάρχουσες δομές αλληλεγγύης, διαμεσολαβώντας τις ανθρώπινες σχέσεις, υπονομεύοντας το κοινοτιστικό πνεύμα[vi] και συντρίβοντας στο διάβα της κάθε συλλογικό όργανο λαϊκής αυτοδιεύθυνσης. Είναι και μια δύναμη που απαλλοτριώνει την έννοια της αλληλεγγύης και της κοινότητας για να την επαναπροσδιορίσει με μια μορφή συμβατή με το θεσμικό της πλαίσιο. Μια δύναμη που παράγει ιδεολογία με την έννοια που έδωσε στην λέξη ο Καστοριάδης, αυτήν της σχάσης ανάμεσα στο λέγειν και στο πράττειν,[vii] και με την σειρά της στρατολογεί λεγεώνες ολόκληρες φανατισμένων οπαδών που είναι πρόθυμοι ανά πάσα στιγμή να διαπράξουν την αδικία σε βάρος των συνανθρώπων τους κάνοντας την ίδια στιγμή με καθαρή συνείδηση επικλήσεις στο όνομα της δικαιοσύνης. Θα εξετάσουμε λοιπόν τις βασικές έννοιες της ετερόνομης πολιτικής ιδεολογίας και θα προσπαθήσουμε να τις αντικρούσουμε στο μέτρο που κάποιες από αυτές τις ανορθολογικές δεισιδαιμονίες έχουν εισχωρήσει και στον σύγχρονο αναρχικό πολιτικό λόγο. Το κάνουμε αυτό όχι επειδή είμαστε απαισιόδοξοι ως προς τις προοπτικές του απελευθερωτικού κινήματος, αλλά επειδή όπως έχει γράψει ο Καστοριάδης, είναι σημαντικό «να έχουμε διαύγεια, και σ’ αυτήν την περίπτωση η διαύγεια συνίσταται στο να δούμε τους παράγοντες που θα μπορούσαν να μας γίνουν εμπόδιο».[viii] Το διανοητικό σύμπαν της ετερονομίας

Η επισκόπηση των βασικών φαντασιακών σημασιών της ετερόνομης πολιτικής θεωρίας, επιτάσσει κατά την γνώμη μας την μελέτη εκείνων των εννοιών πάνω στις οποίες στηρίζεται το ιδεολογικό οικοδόμημα του ριζοσπαστικού συντηρητισμού. Ο λόγος είναι ότι μελετώντας τα πλέον ριζοσπαστικά ρεύματα της ετερόνομης πολιτικής σκέψης, μπορούμε ευκολότερα να διαυγάσουμε τις φαντασιακές σημασίες που βρίσκονται στον πυρήνα του ετερόνομου κοινωνικού φαντασιακού. Κι αυτό γιατί αντιλαμβανόμαστε ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα της ετερονομίας ως μια ενιαία διανοητική περιοχή, ένα ιδεολογικό συνεχές που το χαρακτηρίζουν μόνο ποσοτικές διαβαθμίσεις της ίδιας σχέσης υποταγής ανάμεσα στους κυριάρχους και τους κυριαρχούμενους. Σύμφωνα με αυτήν την προβληματική, δεν υφίστανται ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε ένα δικτατορικό καθεστώς και μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», αλλά πρόκειται για παραλλαγές του ιδίου τύπου πολιτικού συστήματος. Οι βασικές πολιτικές και οικονομικές παράμετροι χάρη στις οποίες αναπαράγεται η κυριαρχία των ελίτ στο ετερόνομο πολιτικό σύστημα, δεν διαφοροποιούνται σε μια ενδεχόμενη μετάβαση από την δικτατορία στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (ή αντιστρόφως). Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα και στις δύο μορφές πολιτεύματος είναι ότι οι πολίτες παραμένουν εξίσου αποκλεισμένοι από τις πηγές της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και συνακόλουθα ότι και οι δύο μορφές πολιτεύματος αναγνωρίζουν θεσμικά την ανάγκη για την ύπαρξη κάποιου είδους κεντρικής αρχής, που αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση και αναπαραγωγή της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Κι επειδή κάθε θεσμισμένη εξουσία τείνει από την φύση της να διεκδικεί για τον εαυτό της τον μέγιστο βαθμό αυτονομίας κι ελευθερίας κινήσεων, εξαφανίζοντας στην πορεία όσα εμπόδια αμφισβητούν έμπρακτα την παντοδυναμία της, η κοσμοθεωρία του ριζοσπαστικού συντηρητισμού η οποία πρεσβεύει την απόλυτη υποταγή του ατόμου στην κεντρική εξουσία μπορεί να εκληφθεί ως η φυσική συνέχεια, ή απλώς ως το λογικό επακόλουθο των ιδεολογικών αρχών πάνω στις οποίες βασίζει την νομιμοποίηση του το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Έτσι, οι κραυγές των νεοναζιστών που υπεραμύνονται των υποτιθέμενων «πατροπαράδοτων» αξιών του έθνους, που απαιτούν τον μαζικό εγκλεισμό των μεταναστών σε στρατόπεδα εργασίας και διατείνονται ότι εκείνοι είναι οι πλέον κατάλληλοι προκειμένου να επιβάλλουν εν μία νυκτί τον «νόμο και την τάξη» στο εσωτερικό μιας χειμαζόμενης χώρας, όχι μόνο δεν έρχονται σε κάποια αντίθεση με την επίσημη ιδεολογία του αντιπροσωπευτικού καθεστώτος, αλλά αντίθετα ιδιοποιούνται, προεκτείνουν κι ενδυναμώνουν τις κεντρικές έννοιες της θεματολογίας που εμπεριέχεται στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Το χαρακτηριστικό που τους διαχωρίζει από τους «δημοκράτες» συνοδοιπόρους τους είναι η διαφορετική προσέγγιση που έχουν ως προς το θέμα της πρακτικής εφαρμογής της αρχής της ηγεσίας, απαιτώντας την συγκέντρωση δικτατορικών εξουσιών στα χέρια τους για να φέρουν σε πέρας τους συστημικούς στόχους που οι διεφθαρμένοι επαγγελματίες πολιτικοί της εκφυλισμένης «δημοκρατίας» αδυνατούν να διεκπεραιώσουν. Γίνεται αντιληπτό ότι οι νεοναζιστές όχι μόνο δεν συνιστούν αντισυστημική δύναμη κατά οποιαδήποτε έννοια, αλλά οι ίδιοι δεν διστάζουν να αυτοπροτείνονται ως ικανότεροι, αποτελεσματικότεροι και – το σημαντικότερο – πιο αδίστακτοι διαχειριστές του συστήματος, σε αντιδιαστολή με τα ξεπεσμένα και αποδυναμωμένα κόμματα του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Από αυτή την άποψη, οι ριζοσπάστες υπερσυντηρητικοί υπόσχονται στον απλό λαό την εξάλειψη των «ελαττωμάτων» του φαύλου συστήματος της αντιπροσώπευσης και την παραδειγματική τιμωρία του διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί την «δημοκρατία», ενώ την ίδια στιγμή, απαιτούν την εκ βάθρων ανασύσταση του ετερόνομου συστήματος διακυβέρνησης, αναθέτοντας στον εαυτό τους τον ρόλο της αγνής, πατρικής και καθαγιασμένης ηγεσίας που βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον «βασανισμένο Λαό» και γνωρίζει από πρώτο χέρι τα προβλήματα του.

Σε αυτή την φαινομενική ικανότητα των υπερσυντηρητικών από την μία, να καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα του ετερόνομου συστήματος διακυβέρνησης, με την μορφή της αντιπροσώπευσης, τα οποία τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της κοινωνίας έχουν νιώσει στο πετσί τους, και από την άλλη, να υπόσχονται την ανασυγκρότηση του ίδιου συστήματος γύρω μια τελειοποιημένη μορφή ετερονομίας, έγκειται η πεμπτουσία του ιδεολογικού ρεύματος που οι υπερεθνικιστικοί κύκλοι αποκαλούν «λαϊκό εθνικισμό». Μόλις πρόσφατα, ο πρόεδρος του ακροδεξιού αντιμνημονιακού μορφώματος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων», Π. Καμμένος, συμπεριέλαβε στην ομιλία του προς το ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος, κάποιες αόριστες αναφορές στην άμεση δημοκρατία και σε συνελεύσεις πολιτών τις οποίες ισχυρίστηκε ότι προτίθεται να θεσμοποιήσει μέσω μιας αναθεώρησης του συντάγματος.[ix] Από την άλλη, οι συμμορίτες νεοναζί υπερθεματίζουν σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις τους αναφορικά με τις λαϊκές κοινωνικές καταβολές των μελών τους και την υποτιθέμενη περιφρόνηση που τρέφουν ενάντια στο εγχώριο και διεθνές κατεστημένο. Κι όλα αυτά, σε αντιδιαστολή με την ελίτ των επαγγελματιών διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι παρόλο που εμφορούνται από συγγενικές ιδεολογικές αντιλήψεις με αυτές των ακροδεξιών συνοδοιπόρων τους στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, είναι υποχρεωμένοι κατά καιρούς να προσαρμόζουν το περιεχόμενο του δημόσιου λόγου τους στις κυβερνητικές πολιτικές που εφαρμόζουν ενόσω βρίσκονται στην εξουσία. Έτσι είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε και την απίστευτη – για την κυνική ειλικρίνεια που εκφράζει αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που διαχειρίζονται την παγκοσμιοποίηση – δημόσια δήλωση του φασίστα νεοφιλελεύθερου υπουργού οικονομικών της Ιαπωνίας Τάρο Άσο, ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι συνταξιούχοι και ηλικιωμένοι της χώρας του είναι να «βιαστούν να πεθάνουν», αν θέλουν να προσφέρουν μια υπηρεσία στην χώρα τους.[x] Δεν είναι ν’ απορεί λοιπόν κανείς που ο «παλικαρίσιος», «εθνοσωτήριος» λόγος των υπερεθνικιστών φασιστών και των ριζοσπαστών συντηρητικών με τις βίαιες αναφορές του στην φαυλότητα του πολιτικού (αλλά όχι φυσικά και του οικονομικού) συστήματος και τις αιμοδιψείς υποσχέσεις του για εκδίκηση ενάντια στους «προδότες πολιτικούς», ηχεί τόσο σαγηνευτικός στ’ αυτιά των φοβισμένων και αποσβολωμένων μαζών.

Επιπλέον, είναι γεγονός ότι οι στρατευμένες κοινωνικές αναλύσεις των υπερσυντηρητικών θεωρητικών είναι περισσότερο έντιμες και ειλικρινείς ως προς την πραγματική φύση της ετερόνομης κοινωνίας, στον βαθμό που μέσω των εξουσιαστικών διακηρύξεων τους, έμμεσα αναγνωρίζουν την σημασία του κοινωνικού ζητήματος και την ύπαρξη της Κοινωνικής Πάλης ως αναπόφευκτου δομικού στοιχείου κάθε ταξικά διαρθρωμένης κοινωνικής ολότητας. Ο απολογητής της απολυταρχίας Καρλ Σμιττ δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί ότι το σύνταγμα της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» είναι, «η έκφραση της κοινωνικής τάξης, η ύπαρξη της ίδιας της συγκροτημένης σε κράτος αστικής κοινωνίας. Όταν υποστεί επίθεση, τότε ο αγώνας πρέπει να αποφασιστεί εκτός του συντάγματος και του δικαίου, δηλαδή με την βία των όπλων».[xi] Από την άλλη, ο Ισπανός καθολικός θεωρητικός της δικτατορίας Ντονόσο Κορτές γράφει με εμφανή φιλοπόλεμη διάθεση: «Και μην μου πείτε ότι δεν θέλετε να πολεμήσετε. Γιατί από την στιγμή που θα το πείτε αυτό, έχετε ήδη αρχίσει να αγωνίζεστε. Ούτε να μου πείτε ότι δεν γνωρίζετε με ποια πλευρά θα πρέπει να συμμαχήσετε. Γιατί ενόσω το λέτε αυτό, έχετε ήδη επιλέξει πλευρά. Ούτε να πείτε ότι επιθυμείτε να παραμείνετε ουδέτεροι. Διότι όση ώρα αναζητείτε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσετε να διατηρήσετε την ουδετερότητα σας, έχετε ήδη αρχίσει να την απαρνιέστε. Ούτε να μου πείτε ότι είσαστε αδιάφοροι. Διότι θα γελάσω μαζί σας, επειδή με το που θα προφέρετε αυτήν την λέξη έχετε ήδη διαλέξει το στρατόπεδο σας».[xii]

Ας συγκρίνουμε αυτές τις ανυπόκριτες διακηρύξεις, που ισοδυναμούν με μια ωμή κήρυξη πολέμου εναντίον των μη-προνομιούχων, με τις καταπραϋντικές διατυπώσεις των φιλελεύθερων «δημοκρατών», οι οποίοι επιχειρούν να συσκοτίσουν την σκληρή πραγματικότητα της ταξικής καταπίεσης πίσω από τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις της υποτιθέμενης «λαϊκής κυριαρχίας» και της δήθεν ισότητας απέναντι στον νόμο. Σε αυτήν την παραπλανητική απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας έχουν επιτεθεί επανειλημμένα τόσο οι στοχαστές της κοινωνικής επανάστασης που ανήκουν στην παράδοση της αυτονομίας, όσο και οι αντιδραστικοί απολογητές της κυριαρχίας, με αποτέλεσμα οι συγχυσμένες μάζες να αποτυγχάνουν πολλές φορές να κάνουν την διάκριση ανάμεσα στους στόχους, τα κίνητρα και τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά ριζικά αντίθετα ρεύματα εκφοράς ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου.[xiii] Κι όταν ακόμη κατορθώσουν τελικά να διακρίνουν εκείνα τα προτάγματα που εντάσσονται στην παράδοση της αυτονομίας, παρόλα αυτά προσχωρούν ευκολότερα σε ιδεολογίες και οργανώσεις που εγγράφονται στον πολιτικό χώρο της ακροδεξιάς, αφού αυτές ουσιαστικά συνιστούν την φυσική συνέχεια του αξιακού συστήματος που περιλαμβάνεται στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της ετερονομίας, το οποίο αναπαράγεται μέσα από την διαδικασία κοινωνικοποίησης των θεσμών του συστήματος. Απεναντίας, η αποδοχή του προτάγματος για μια ακρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, συνεπάγεται μια αναπότρεπτη ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, μια ριζική μεταστροφή από κατεστημένες αντιλήψεις και νοοτροπίες που ενυπάρχουν στην καρδιά της ηγεμονικής ιδεολογίας του συστήματος (έθνος, νομιμότητα, ατομικισμός, τάξη, ασφάλεια, κλπ.). Γι’ αυτό τον λόγο, είναι πολύ περισσότερο δύσκολη να πραγματοποιηθεί, ειδικά σε συνθήκες μέσα στις οποίες οι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς του προτάγματος της αυτονομίας εμφανίζονται αποδυναμωμένοι.

Πρωτογενής φασισμός και υπερσυντηρητική ιδεολογία

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αποτελεσματικά τον φασισμό, που ως πολιτικό κίνημα ενσαρκώνει την πιο ριζοσπαστική εκδοχή της ετερόνομης κοσμοθεωρίας, δεν θα πρέπει απαραίτητα να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στην κατά συνθήκη συμμαχία που συνυφάνθηκε σε μια δεδομένη περίοδο της ιστορίας ανάμεσα στον φασισμό και το εθνικιστικό κίνημα, ούτε θα πρέπει να θεωρήσουμε τον φασισμό ως κίνημα ταυτόσημο με τον εθνοφυλετισμό. Σε ότι αφορά το έθνος-κράτος, στα πρώιμα ρεύματα της υπερσυντηρητικής ιδεολογίας, όπως αυτά εκφράζονται στα αντεπαναστατικά έργα του Γιούστου Μόζερ, του Μπονάλντ και του Ντε Μαιστρ, ο ρόλος που κατέχει το αίσθημα του πατριωτισμού με την έννοια της αφοσίωσης σε μια φαντασιακή εθνική κοινότητα είναι μάλλον υποβαθμισμένος και πάντως απόλυτα συνυφασμένος με την τυφλή υποταγή στις ισχύουσες παραδόσεις και την αταλάντευτη αφοσίωση στον αποκαθηλωμένο «νόμιμο» μονάρχη. Ο δυναμικός εθνικισμός με σαφείς αναφορές στις μυστικιστικές έννοιες του «Λαού» και το «Έθνους» αντίθετα είναι το ιδεολογικό όχημα που μεταχειρίζεται η επαναστατημένη αστική τάξη προκειμένου να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες στο εσωτερικό μέτωπο εναντίον των ευγενών και της αριστοκρατίας, αλλά και στο μέτωπο του εξωτερικού, ενάντια στις μοναρχίες που επιτέθηκαν στην νεαρή Γαλλική αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» με σκοπό να την καταπνίξουν στην γέννηση της. Αλλά και αναφορικά με το εθνοφυλετικό υπόβαθρο του φασισμού που στην σχετική φιλολογία της αριστεράς εκλαμβάνεται ως «αναγκαίο» και καθοριστικό συστατικό της φασιστικής ιδεολογίας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο Μουσολίνι μπόρεσε θαυμάσια να επεκτείνει την δικτατορική εξουσία του στην Ιταλία για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, προτού υποχρεωθεί το 1938 να θεσπίσει τους δικούς του φυλετικούς νόμους, υπό την πίεση της λυκοσυμμαχίας που είχε συνάψει με τον χιτλερικό εθνικοσοσιαλισμό.[xiv] Δεν είχε δε κανένα πρόβλημα να επαινέσει δημόσια στο κοινοβούλιο το νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς, όταν αντιλήφθηκε ότι στο πολιτικό πρόγραμμα των μπολσεβίκων όχι μόνο δεν υπήρχε ο στόχος της κατάλυσης του Κράτους και της αποκέντρωσης της εξουσίας στα εργατικά συμβούλια, αλλά αντίθετα εργάζονταν πυρετωδώς για να οικοδομήσουν την απόλυτη δικτατορία του κόμματος και την συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων εξουσιών στα χέρια του ανώτατου ηγέτη. [xv] Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, έγραφε για τις σχέσεις του κινήματος του με τους κομμουνιστές: «Φασίστες και κομμουνιστές θα μπορούσαν αύριο να συνεννοηθούν μεταξύ τους, έτσι και συνεχιστούν οι καθημερινές αστυνομικές διώξεις… Παραδέχομαι ότι ανάμεσα σε μας και τους κομμουνιστές δεν υπάρχει μεν καμιά πολιτική, υπάρχει ωστόσο μια πνευματική συγγένεια. Όπως εσείς, είμαστε κι εμείς της γνώμης ότι χρειαζόμαστε ένα συγκεντρωτικό κι ενιαίο κράτος που θα επιβάλει σε όλους και τον καθένα χωριστά μια σιδερένια πειθαρχία. Με μια μονάχα διαφορά, ότι κι εσείς θα καταλήξετε στο ίδιο συμπέρασμα μέσα από έναν ταξικό σχεδιασμό κι εμείς μέσα από έναν εθνικό σχεδιασμό».[xvi] Γίνεται φανερό από το παραπάνω χωρίο, ότι σύμφωνα με τον πλέον επίσημο εκπρόσωπο της φασιστικής ιδεολογίας, το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για την ταξινόμηση ενός καθεστώτος δεν είναι ο πολιτικός προσανατολισμός του, αλλά η εφαρμογή της αρχής της συγκέντρωσης των εξουσιών και η προσφυγή σε κάθετες διοικητικές δομές που κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της Ηγεσίας από τις παρεμβάσεις των «από κάτω». Η αναλυτική αξία της παραπάνω διαπίστωσης έγκειται στο ότι μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε τις συμβατικές αριστερές αναλύσεις του φασισμού ως ενός πρωταρχικά εθνικιστικού και ρατσιστικού κινήματος και να μας επιτρέψει να διεισδύσουμε στα πνευματικά θεμέλια του φασιστικού δόγματος, στο ιδεολογικό του υπόστρωμα που αποτελείται από ένα σύνολο αρχών, αντιλήψεων και αξιών σύμφωνα με τις οποίες οφείλει να συγκροτείται το οργανωτικό μοντέλο της ιδεατής ετερόνομης κοινωνίας.

Με άλλα λόγια, τα συστατικά στοιχεία της φασιστικής κοσμοθεωρίας πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν σε εκείνες τις ακραία συντηρητικές πεποιθήσεις περί της ιδεατής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών τάξεων μέσα στα πλαίσια μιας αυστηρά ιεραρχικής κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες ιστορικά είναι προγενέστερες της εμφάνισης του φασισμού ως οργανωμένου πολιτικού κινήματος. Σε αυτά τα πρωτοφασιστικά υπερσυντηρητικά ρεύματα έγκειται η ουσία και τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της μετέπειτα φασιστικής ιδεολογίας και όχι στις έντονα στυλιζαρισμένες έννοιες της επίσημης φασιστικής προπαγάνδας. Για παράδειγμα, η διαβόητη ναζί σκηνοθέτης και φωτογράφος Λένυ Ρίφενσταλ συνέχισε να επιδίδεται σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες ακόμη και μετά την ήττα του Τρίτου Ράιχ και την εξαφάνιση του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος από προσώπου γης. Όπως εύστοχα παρατηρεί η αντιφασίστρια συγγραφέας Σούζαν Ζόνταγκ, το τελευταίο φωτογραφικό λεύκωμα που κυκλοφόρησε η Ρίφενσταλ αν και αποτελεί μια καλλιτεχνική μελέτη πάνω στην φυσιολογία και τα έθιμα της Αφρικανικής φυλής των Νούμπα του Σουδάν, σηματοδοτώντας μια απομάκρυνση της καλλιτέχνιδας από το ρατσιστικό υπόβαθρο της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, ωστόσο επαναλαμβάνει στον τρόπο παρουσίασης του θέματος της τα κεντρικά αισθητικά και αξιακά μοτίβα της ναζιστικής κοσμοθεωρίας (φυσικό κάλλος, ο ανδροπρεπής αρσενικός ως πρότυπο ανθρώπου, ο πόλεμος ως υπέρτατη φυσική και πνευματική δοκιμασία).[xvii] Από αυτό συνεπάγεται ότι ακόμη και χωρίς τις ρατσιστικές συνδηλώσεις του, ο πυρήνας της ναζιστικής ιδεολογίας μπορεί να επιβιώσει και να βρει εφαρμογές στα πιο ετερόκλητα κοινωνικά περιβάλλοντα. Μια τέτοια οπτική που αποσυνδέει τις δυνητικά φασιστικές, εξουσιαστικές έννοιες από την περίοδο της κρατικής κυριαρχίας των φασιστικών ολοκληρωτικών καθεστώτων, μπορεί επίσης να εξηγήσει την ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν οι φασιστικές αντιλήψεις ως προς την ιστορική επιβίωση τους, την ικανότητα αναπαραγωγής τους παρά την στρατιωτική συντριβή που υπέστησαν οι δυνάμεις του Άξονα, καθώς και την ικανότητα που διαθέτουν να μεταλλάσσονται προκειμένου να συνθέτουν εκ νέου τον πυρήνα της κυρίαρχης συστημικής ιδεολογίας, εκεί όπου υπάρχουν ακραία ετερόνομες κοινωνικές ολότητες οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα την παρωχημένη έννοια του έθνους-κράτους ως σημείο αναφοράς της φαντασιακής τους θέσμισης. Η σύγχρονη Μεγάλη Βρετανία η οποία βρίσκεται υπό την εξουσία μιας αδίστακτης κοινοβουλευτικής χούντας που καταστέλλει με αμείλικτο τρόπο κάθε απόπειρα οργανωμένης αντίστασης των μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, έχοντας μετατρέψει την χώρα σε αστυνομικό κράτος προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, είναι παράδειγμα ενός μεταμοντέρνου ημιφασιστικού κράτους, του οποίου η επίσημη ιδεολογία δεν εξαρτάται από αναφορές σε έναν επαρχιώτικο και παλαιάς κοπής αγγλικό εθνικισμό, αλλά τουναντίον ευθυγραμμίζεται πλήρως με τα ιδεολογικά κελεύσματα της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας.

Ο Ντονόσο Κορτές και οι «ουράνιες» ιεραρχίες

Η αποθέωση της ιεραρχικής οργάνωσης σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ως του κατ’ εξοχήν κοινωνικού συστήματος που διαφυλάσσει την οργανική συνοχή της κοινωνικής ολότητας και συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την απρόσκοπτη εκδήλωση και άσκηση της κυριαρχίας, επιτελεί νευραλγικό ρόλο στο πλαίσιο της ετερόνομης κοσμοθεωρίας. Θα μπορούσε κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι από αυτήν την πρωταρχική αρχή της Ηγεσίας έπονται όλες οι δευτερεύουσες εξουσιαστικές επιπτώσεις της ετερόνομης πολιτικής σκέψης. Στα πρώιμα έργα της συντηρητικής ιδεολογίας, ο σεβασμός προς τις καθαγιασμένες πολιτικές και κοινωνικές ιεραρχίες πηγάζει πρωτίστως, α) από την παραδοχή ότι οι ταξικές διακρίσεις οφείλουν την ύπαρξη τους στην εκφρασμένη βούληση της θείας πρόνοιας σχετικά με την διευθέτηση των επί γης ανθρώπινων υποθέσεων και β) από έναν κακώς εννοούμενο πολιτικό «πραγματισμό», σύμφωνα με τον οποίο κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης ή ριζοσπαστικού μετασχηματισμού του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου απορρίπτεται ως ανεδαφική κι ως προορισμένη εξορισμού να αποτύχει με τον πιο ολέθριο τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί από τους κλασικούς συντηρητικούς συγγραφείς ήταν άνθρωποι οι οποίοι κατείχαν κρατικά αξιώματα και ανήκαν στις τάξεις των επαγγελματιών πολιτικών εκείνης της περιόδου.[xviii]

Για τον Ντονόσο, οι πολιτικές και θρησκευτικές ιεραρχίες μετουσιώνουν την φυσική τάξη πραγμάτων στο κοινωνικό πεδίο και αποτελούν έργο της θεϊκής διάνοιας. Ως θεϊκή δημιουργία που είναι, το ιεραρχικό σύστημα δεν μπορεί παρά να είναι τέλειο και ως εκ τούτου κάθε παρέκκλιση από αυτό, κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης των καταπιεστικών δομών του είναι εξορισμού αδιανόητη, καθότι μπορεί μόνο να οδηγήσει στην απομάκρυνση από την τελειότητα, στην α-τέλεια, σε μια άλογη και ριψοκίνδυνη διασάλευση της άνωθεν καθορισμένης τάξης και αρμονίας. Το τίμημα για τούτες της προσπάθειες απογαλακτισμού της από τα σχέδια της Θείας Πρόνοιας, η ανθρωπότητα το έχει πληρώσει πολλάκις κατά την διάρκεια της ταραγμένης ιστορίας της, με ταραχώδεις εξεγέρσεις, μαζικούς ξεριζωμούς, βαρβαρικές επιδρομές, αιματηρές επαναστάσεις, κτηνώδεις σφαγές και λεηλασίες που επέσυραν βαρύ φόρο αίματος και μετέτρεψαν τον άνθρωπο σε σαρκοβόρο θηρίο που στράφηκε χωρίς έλεος ενάντια στον συνάνθρωπο του για να τον κατασπαράξει. Σε ένα εξαιρετικά απαισιόδοξο και δραματικό απόσπασμα ο Κορτές γράφει: «Ρίξτε μια ματιά στο σύνολο της πορείας του χρόνου και θα δείτε ποσό λασπωμένα και βρώμικα είναι τα νερά του ποταμού πάνω στον οποίο πλέει η ανθρωπότητα. Πέρα εκεί μακριά, ο εξεγερμένος Αδάμ είναι επικεφαλής μιας αποστασίας κι έπειτα έρχεται ο Κάιν, ο αδελφοκτόνος, και μετά απ’ αυτόν ένα πλήθος ανθρώπων που δεν γνωρίζουν ούτε Θεό ούτε νόμο, βλάσφημοι, λάγνοι, αιμομίκτες και μοιχοί. Οι λίγοι που δοξολογούν τον Θεό και την δόξα Του στο τέλος ξεχνούν την δόξα και την μεγαλοπρέπεια Του και όλοι μαζί εξακολουθούν να πλέουν θορυβωδώς μέσα σε ένα ταραχώδες πλοίο προς το λασπωμένο ρέμα του μεγάλου ποταμού, με έναν παράλογο και τρομαχτικό σαματά, ωσάν ένα πλήρωμα από στασιαστές. Και δεν ξέρουν ούτε από που έρχονται, ούτε προς τα πού πηγαίνουν, ούτε πιο είναι το όνομα του πλοίου που τους κουβαλάει, ούτε ποιος είναι ο άνεμος που τους παρακινεί».[xix] Μιας και η ανθρώπινη λογική είναι έμφυτα ελαττωματική και μιας και ο άνθρωπος αποτελεί ένα υπαρξιακά κατακερματισμένο ον που κατατρύχεται από ένα μόνιμο σχίσμα, μια αγεφύρωτη διάσταση ανάμεσα στην θέληση του για δράση και στην κατανόηση που έχει για τα πράγματα, η ελεύθερη πρωτοβουλία του ανθρώπου μπορεί να επιφέρει μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα και πεπερασμένα, δεν μπορεί με άλλα λόγια να επιδράσει στην ουσία των πραγμάτων και να δημιουργήσει κάτι θετικό ή μόνιμο.[xx] Μπορεί μόνο να διαταράξει την τέλεια ισορροπία της Θεϊκής διευθέτησης των ανθρώπινων υποθέσεων και αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο χάος και στην αταξία.

Ο Ντονόσο εκλαμβάνει τις θεσμισμένες ιεραρχίες στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο ως προέκταση των ιεραρχικών διαβαθμίσεων που συναντά κανείς ακόμη και στους ουρανούς ανάμεσα στα ανώτερα και κατώτερα ουράνια πλάσματα.[xxi] Ως απόδειξη του πνεύματος θεϊκής δικαιοσύνης που διέπει την κατάταξη όλων των πλασμάτων σε ιεραρχικές κλίμακες και που εκ πρώτης όψεως είναι φυσικό να εκφεύγει της σφαλερής ανθρώπινης διάνοιας, ο καθολικός φιλόσοφος επισημαίνει ότι οι απαιτήσεις και τα καθήκοντα που έχει αναθέσει ο Θεός στα πλάσματα που έχει τοποθετήσει στις ανώτερες κλίμακες της δημιουργίας είναι υψηλότερα από εκείνα που αντιστοιχούν στα πλάσματα που κατοικοεδρεύουν στον χαμηλότερα στρώματα της πυραμίδας. Ως αποτέλεσμα η τιμωρία που περιμένει εκείνα τα όντα που είναι προικισμένα με πιο αξιόλογα χαρίσματα, θα είναι πολύ περισσότερο τρομερή στην περίπτωση που παραβούν την «Θεϊκή» εντολή και δεν εκπληρώσουν με επιτυχία την αποστολή που τους έχει ανατεθεί. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε εξέγερση ενάντια στις προνομιούχες κοινωνικές τάξεις, συνιστά αποστασία ενάντια στην ίδια την Θεϊκή εξουσία, αλλά και μια τραγική πράξη αυτοχειρίας που επισπεύδει την παρακμή του ανθρώπινου γένους. Η σωτηρία για τον Ντονόσο βρίσκεται στις κρυφές αρετές της ταπεινότητας και της υποταγής και η μοναδική ελευθερία στην οποία δύναται να προσβλέπει η ανθρωπότητα είναι η «ελευθερία» της εκούσιας υπακοής στην εξουσία του «νόμιμου» κι ελέω θεού ηγεμόνα.[xxii] Προφανώς και δεν είναι εδώ ο χώρος για να υπεισέλθουμε σε μια θεολογική συζήτηση με αντικείμενο την μη-ύπαρξη του Θεού. Θα αρκεστούμε απλώς να επισημάνουμε ότι η παρούσα εργασία εκκινεί από μια σαφώς αθεϊστική κοσμοθεωρία. Τι μένει όμως από το αντιδραστικό παραλήρημα του Ντονόσο, μόλις αφαιρέσουμε από τις «ιερές» εξουσίες του την θεόπνευστη περιβολή τους; Αυτό που μένει αναμφίβολα είναι η τάση που παρατηρείται στους μεταγενέστερους υπερσυντηρητικούς στοχαστές να αποδίδουν εγγενείς αρετές στην ιεραρχία αυτή καθ’ εαυτή και η συνακόλουθη εμμονή τους για την αναγκαιότητα εδραίωσης μιας καθετοποιημένης εξουσιαστικής μορφής οργάνωσης της κοινωνικής ολότητας. Ενώ για τους συγγραφείς που εντάσσονται στην αυτόνομη πολιτική παράδοση, η ύπαρξη τυπικών και άτυπων ιεραρχικών δομών τείνει να κατακερματίζει την κοινωνική ολότητα σε ισχυρές και ανίσχυρες κοινωνικές ομάδες και να αναπαράγει την ανισοκατανομή της δύναμης που συντελεί στον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, στην πολιτική κουλτούρα του υπερσυντηρητισμού ο σεβασμός της ιεραρχίας συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση που εγγυάται την συνοχή, την «οργανική» ενότητα και τελικά την ίδια την ύπαρξη του κοινωνικού σώματος.

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι κοινωνικές διακρίσεις που εκπορεύονται από την διαίρεση της κοινωνίας σε διαφορετικές τάξεις αποτελούν αντανάκλαση της «φυσικής» τάξης πραγμάτων στο κοινωνικό πεδίο, με την έννοια ότι αντιστοιχούν στην άνιση κατανομή των ατομικών χαρισμάτων και των ποιοτικών διαφορών που υπάρχουν στον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η υπερσυντηρητική ιδεολογία ιδιοποιείται αυτήν την αριστοτελική έννοια της δικαιοσύνης και την διευρύνει αποδίδοντας ιδιαίτερα κι αναλλοίωτα ηθικά χαρακτηριστικά σε κάθε κοινωνική τάξη ως ομάδα, παίρνοντας ως πρότυπο το προκαπιταλιστικό σύστημα των καστών της ύστερης μεσαιωνικής κοινωνίας. Πράγματι, η εποχή της φεουδαρχίας θεωρείται από τους μύστες του συντηρητισμού ότι συνέπεσε με μια «Χρυσή Εποχή» για την ανθρωπότητα, όταν οι άνθρωποι διαβιούσαν σε αρμονικά κοινωνικά σύνολα και στην συμπεριφορά τους κυριαρχούσαν οι αξίες της ανδρείας, της εντιμότητας, της πνευματικότητας, της υπακοής και της αφοσίωσης στις παραδόσεις.[xxiii] Η αναγκαία προϋπόθεση για να λειτουργήσει η ιεραρχική δομή ως ενοποιητικός παράγων της κοινότητας είναι η οικειοθελής αποδοχή της θέσης που κατέχει ο καθένας στην κοινωνική διαστρωμάτωση και η εκπλήρωση του ρόλου που του / της αναλογεί στο πλαίσιο ενός παγιωμένου καταμερισμού της εργασίας. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά η ναζίστρια Λένι Ρίφενσταλ σχετικά με την υποδεέστερη θέση των γυναικών στην φυλή των Νούμπα, «Από την ‘πνευματική’ σκοπιά των Νούμπα (και λέγοντας Νούμπα η Ρίφενσταλ εννοεί, βέβαια, τους αρσενικούς) η επαφή με τις γυναίκες είναι κάτι μιαρό. Ωστόσο, σε μια ιδεώδη κοινωνία, όπως υποτίθεται πως είναι αυτή, οι γυναίκες γνωρίζουν τη θέση τους».[xxiv]

Οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά χάρη στις αυστηρά διακριτές λειτουργίες που επιτελούν κάτι που αποτρέπει την σύγχυση των ρόλων κι επιτρέπει στην κοινότητα να ευημερήσει, ενώ κάθε μία εισφέρει τις δικές της ξεχωριστές ηθικές αξίες στην διαδικασία ηθικής τελείωσης της κοινότητας ως σύνολο. Βλέπουμε λοιπόν ότι η πλήρης εσωτερίκευση των ετερόνομων αξιών από τις υποτελείς κοινωνικές ομάδες οι οποίες οφείλουν να υποκύπτουν αδιαμαρτύρητα στην εξουσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, είναι η αναγκαία συνθήκη που χρειάζεται το κοινωνικό «όραμα» των υπερσυντηρητικών για να ευδοκιμήσει. Ο υπερσυντηρητισμός σε όλες τις εκδοχές του, υπόσχεται την αποκατάσταση ενός ισχυρού κοινοτικού πνεύματος, όχι μέσω της ισοκατανομής της δύναμης και της δημιουργίας εξισωτικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας, αλλά αντίθετα, μέσω της «έντιμης» κι ενσυνείδητης εκπλήρωσης των κοινωνικών καθηκόντων της κάθε τάξης στην υπηρεσία ενός ανώτερου συλλογικού ιδανικού, του μεγαλείου ή της επιβίωσης μιας υποτίθεται «ενιαίας» κοινωνικής μονάδας.[xxv]

Η «οργανική» εξέλιξη των θεσμών

Ανεξάρτητα από το αν αποδέχονταν την υπερφυσική διάσταση των κατεστημένων εξουσιών,[xxvi] οι αντεπαναστάτες θεωρητικοί θεμελίωσαν την δογματική πεποίθηση τους για την σκοπιμότητα της διευθέτησης των κοινωνικών σχέσεων στην βάση της άνισης κατανομής δύναμης, σε μια επιτακτική ανάγκη προστασίας της παράδοσης και διατήρησης των προνεωτερικών αξιών, εθίμων και θεσμών. Οι πατροπαράδοτοι θεσμοί ήταν το πολυτιμότερο αγαθό που είχε ένα έθνος στην κατοχή του, αφού είχαν καθοσιωθεί μέσα από μια ήρεμη όσο και ακατανίκητη δύναμη προαιώνιας συνήθειας. Είχαν διαμορφωθεί μέσα από μια μακρά και αργή διαδικασία ιστορικής εξέλιξης (εν αντιθέσει με τα παράλογα και επικίνδυνα κοινωνικά άλματα που επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν οι πάσης φύσεως φαντασιόπληκτοι επαναστάτες) σε απόλυτη αρμονία με την επίδραση που ασκούσαν η γη και οι φυσικές κλιματολογικές συνθήκες στους κώδικες συμπεριφοράς, στην διάνοια και στα ένστικτα των ανθρώπων. Και μόνο η αρχαία καταγωγή τους ήταν απόδειξη της αξιοσημείωτης ανθεκτικότητας που είχαν επιδείξει διαμέσου των αιώνων, γεγονός που με την σειρά του ερμηνευόταν ως ένδειξη ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί από τους οποίους κυβερνιόταν κάθε έθνος ήταν το αδιαμφισβήτητο προϊόν του ψυχισμού και της ιδιοσυστασίας του «εθνικού» του χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον μελετητή Ρίτσαρντ Βάις, αυτές τις απόψεις έκφραζε στα έργα του ο ιδεολόγος του πρώιμου συντηρητισμού Γιούστος Μόζερ ο οποίος, «λάτρευε τις φεουδαλικές διακρίσεις και κατήγγελλε τους ‘άμυαλους νεωτεριστές’. Αυτοί καταπατούσαν έθιμα, δικαιώματα και συνήθειες που ήταν, τόνιζε, το απαύγασμα μιας αρχαίας κι ενστικτώδους σοφίας του λαού (του γερμανικού Volk), προσαρμοσμένης στις τοπικές ανάγκες και τις κάθε λογής ιδιαίτερες συνθήκες».[xxvii] Για όλους τους παραπάνω λόγους, η προστασία των πατροπαράδοτων θεσμών και αξιών ήταν ο μοναδικός παράγοντας που μπορούσε να εγγυηθεί την διατήρηση της ιστορικής συνέχειας και συνακόλουθα της ίδιας της επιβίωσης της εθνικής κοινότητας.

Θα μπορούσαμε εδώ να αντιτείνουμε ότι ενώ, σύμφωνα με τα γραπτά του, ο Μόζερ υπήρξε οπαδός της «οργανικής εξέλιξης» των κοινωνιών, παρόλα αυτά πολύ βολικά αποφάσισε να ξεκινήσει την αναδρομή του στην ιστορική γενεαλογία των γερμανικών θεσμών από την περίοδο της θεσμοποίησης των προνομίων της φεουδαρχίας και όχι από την περίοδο της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην διάρκεια της οποίας, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, οι Γερμανικές βαρβαρικές φυλές διαβιούσαν σε φυλετικές ομοσπονδίες, οι αρχηγοί τους αντλούσαν την εξουσία τους όχι από τον «Θεό» ή από κάποιο κληρονομικό δικαίωμα αίματος, αλλά από το κύρος και την αναγνώριση με τα οποία τους περιέβαλλαν τα υπόλοιπα μέλη της φυλής και τα σοβαρά ζητήματα γίνονταν πάντα αντικείμενο διαβούλευσης από το σύνολο της φυλής, που συνερχόταν σε συνέλευση για να τα συζητήσει και να αποφασίσει γι’ αυτά.[xxviii] Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αντοχή που οι πατροπαράδοτοι ετερόνομοι θεσμοί επιδεικνύουν κόντρα στην φθορά του χρόνου δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως ένδειξη της θεϊκής τους φύσης, ή της ανώτερης σοφίας σύμφωνα με την οποία είναι καμωμένοι, όπως έγραφε ο Ντε Μαιστρ,[xxix] ή ακόμη και της ιδεώδους σχέσης τους ως προς την έμφυτη ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε λαού που διέπεται από αυτούς. Αντίθετα, αυτή η μακροημέρευση μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί ως απόρροια της ικανότητας που διαθέτουν οι ετερόνομοι θεσμοί διακυβέρνησης να επιβάλλουν την εξουσία τους στους πληθυσμούς που καταδυναστεύουν μέσω της ωμής φυσικής δύναμης και της οργανωμένης βίας που είναι σε θέση να εξαπολύσουν. Όλοι γνωρίζουμε ότι η ιστορία του Μεσαίωνα είναι σπαρμένη με τα χρονικά και τις δραματικές καταγραφές των απελπισμένων εξεγέρσεων της τάξης των αγροτών ενάντια στην κτηνώδικη κυριαρχία των φεουδαρχών αρχόντων. Ακόμη όμως κι αν ούτε ένας αγρότης δεν είχε αποτολμήσει ποτέ στα χρονικά να πάρει τα όπλα ενάντια στους ηγεμόνες που τον καταπίεζαν, δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με σιγουριά αν η υποτακτικότητα αυτή του γεωργού προς τις θεσμισμένες εξουσίες πήγαζε από μια επίγνωση της υποδεέστερης θέσης που είχε στην ευρύτερη ιεραρχία, ή από τον τρόμο που τον καταλάμβανε μπροστά στην ανελέητη καταστολή που ήταν ανά πάσα στιγμή ικανοί να εξαπολύσουν οι φεουδάρχες επικυρίαρχοι.

Κοινωνικός δαρβινισμός και αγώνας για επιβίωση

Μια ακόμη κεντρική έννοια που συναντάμε σε όλες τις παραλλαγές της ετερόνομης πολιτικής ιδεολογίας, αυταρχικής αστικοδημοκρατικής ή ριζοσπαστικής συντηρητικής, είναι η δικαιολόγηση της ύπαρξης μιας συγκεντρωτικής εξουσίας ως αναγκαίας προκειμένου α) να εξασφαλιστεί η άμυνα της κοινότητας ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς που την επιβουλεύονται, β) να προστατευτεί η δημόσια τάξη και να αποτραπεί ο γενικευμένος πόλεμος όλων εναντίον όλων στο εσωτερικό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο αφηρημένος δεσμός που συσχετίζει στο συμβολικό επίπεδο κοινωνικά υποκείμενα με ετερογενείς, ή ακόμη κι αντικρουόμενες, υλικές συνθήκες ύπαρξης, συμφέροντα και αντιλήψεις κι αυθαίρετα τα τσουβαλιάζει σε μια φαντασιακή κοινότητα την οποία αποκαλούμε «έθνος», αποκτά εμπράγματο υπόβαθρο και πραγματώνεται ως αληθινός μόνο στην περίπτωση που η κρατική αρχή κινητοποιεί τα διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού που έχει στη δικαιοδοσία της για να αντιμετωπίσει έναν εξωτερικό εχθρό. Στην περίπτωση της γενικής επιστράτευσης, όλα τα ταξικά υποσύνολα που συνθέτουν τις διαφορετικές βαθμίδες της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, κατακερματίζονται σε μοριακό-ατομικό επίπεδο και αποχωρίζονται τα ιδιαίτερα ταξικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής ύπαρξης τους.

Ύστερα ομαδοποιούνται εκ νέου μέσω της βίαιης ενσωμάτωσης τους ως μεμονωμένα άτομα πλέον, σε ένα ομοιογενές σύνολο, μια πολεμική μηχανή που λειτουργεί στην βάση της αυστηρής πειθαρχίας, της εκμηδένισης των ατομικών χαρακτηριστικών, του λεπτομερούς καταμερισμού εργασίας και της απόλυτης ομοιομορφίας των μελών της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο στρατός είναι ένας αταξικός ή υπερταξικός οργανισμός. Από την φύση της η στρατιωτική ιεραρχία προϋποθέτει μια συντριπτική ανισοκατανομή της δύναμης και την εξειδίκευση και επιμερισμό σταθερών ρόλων και καθηκόντων, ανάλογα με το περιεχόμενο κάθε υπηρεσίας και κάθε ιεραρχικής βαθμίδας μέσα στην υπηρεσία. Όχι μόνο λοιπόν ο στρατός αποτελεί μια μικρογραφία του παγιωμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που βρίσκουμε στις ετερόνομες ιεραρχικές ολότητες, αλλά όπως είναι φυσικό, η τυπική ιεραρχική ανισότητα που επικρατεί στο στράτευμα αλληλεπιδρά και διαπλέκεται με τις άτυπες ιεραρχίες που αναδύονται ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής της οικονομικής δύναμης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς.

Επιπλέον, η εντολή για γενική επιστράτευση δεν είναι σημαντική απλώς και μόνο επειδή μέσα από αυτήν εκδηλώνεται η δυνατότητα των ελίτ να εξαναγκάσουν τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα να υποκύψουν στην εκφρασμένη βούληση τους. Αυτή η υπαγωγή στη θέληση του ισχυρού είναι δομικό χαρακτηριστικό και καταστατικός κανόνας λειτουργίας σε κάθε ετερόνομη κοινωνία, στην οποία όλες οι μορφές δύναμης είναι συγκεντρωμένες στα χέρια μιας μικρής ελίτ και μιας μειοψηφίας προνομιούχων. Ωστόσο, στην κινητοποίηση για πόλεμο εμπεριέχεται η απόφαση που προσδιορίζει τον εξωτερικό εχθρό που μας απειλεί όλους από κοινού, δημιουργώντας έτσι μια επίφαση συλλογικού συμφέροντος που μέχρι την στιγμή της κήρυξης του πολέμου διέφευγε της συνείδησης των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων. Έτσι, η φαντασιακή «εθνική» κοινότητα που μέχρι τώρα υπήρχε μόνο στο επίπεδο της επίσημης κρατικής προπαγάνδας και του συμβολισμού, αίφνης αποκτά την αμεσότητα της επικείμενης στρατιωτικής σύγκρουσης και παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τους ισχυρούς προσωπικούς δεσμούς συντροφικότητας και την συγκινησιακή έξαρση που δημιουργείται μέσα στο πεδίο της μάχης.[xxx] Ο πόλεμος αποτελεί την ύψιστη μορφή ετερονομίας και υποταγής στην εξουσία, αφού ο προλετάριος θα κληθεί να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, να σκοτώσει ή να δώσει ο ίδιος την ζωή του, για να προασπίσει και να διασώσει την ίδια τη συνθήκη της υποδούλωσης του. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να διαφωνήσουμε με τον υπερσυντηρητικό πολιτειολόγο και νομομαθή Καρλ Σμιττ όταν εκείνος γράφει ότι η πεμπτουσία της πολιτικής εξουσίας έγκειται στην αντίθεση, «βάσει της οποίας θα μπορούσε να απαιτήσει κανείς από τους ανθρώπους τη θυσία της ζωής τους και να εξουσιοδοτήσει ανθρώπους να χύσουν αίμα και να θανατώσουν άλλους ανθρώπους».[xxxi]

Σύμφωνα με τον Σμιττ, όλα αυτά μικρή σημασία έχουν, αφού οι άνθρωποι δεν συνέρχονται σε συντεταγμένες πολιτικές κοινότητες με σκοπό την μεγιστοποίηση της ελευθερίας και της ευημερίας τους. Ο πρωταρχικός λόγος ύπαρξης της πολιτικής κοινότητας για τον Σμιττ είναι η αποφυγή της κατάκτησης, δηλαδή η προστασία της ανεξαρτησίας της κοινότητας από τις επιβουλές κάθε ξένου δυνάστη. Γράφει χαρακτηριστικά: «Θα ήταν περαιτέρω πλάνη να πιστέψει κανείς ότι ένας μεμονωμένος λαός θα μπορούσε δια μιας δήλωσης φιλίας προς όλον τον κόσμο ή δι’ ενός εθελούσιου αφοπλισμού να εξαφανίσει τη διάκριση μεταξύ Φίλου και Εχθρού. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποπολιτικοποιείται ο κόσμος και δεν μετατίθεται σε μια κατάσταση απόλυτης ηθικής, απόλυτης δικαιότητας ή απόλυτης οικονομικότητας. Αν ένας λαός φοβάται τους κόπους και τον κίνδυνο της πολιτικής του ύπαρξης, τότε θα βρεθεί ένας άλλος λαός, ο οποίος θα τον απαλλάξει από αυτούς τους κόπους, αναλαμβάνοντας την ‘προστασία του απέναντι σε εξωτερικούς Εχθρούς’ και έτσι και την πολιτική εξουσία».[xxxii] Και πιο κάτω, «Μέσω του ότι ένας λαός δεν έχει πλέον τη δύναμη ή τη θέληση να κρατηθεί στη σφαίρα του Πολιτικού δεν εξαφανίζεται το Πολιτικόν από τον κόσμο. Εξαφανίζεται μόνο ένας αδύναμος λαός».[xxxiii]

Διακρίνουμε σε αυτήν την διατύπωση όχι μόνο μια βαθιά κατανόηση της ασυμμετρίας δύναμης και των άτυπων ιεραρχιών που επικρατούν στην σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, αλλά και μια ροπή προς την θεωρητική συστηματοποίηση της δεδομένης κατάστασης ως ενός δομικού και αναλλοίωτου χαρακτηριστικού των διακρατικών σχέσεων που δεν είναι δυνατό να αλλάξει ή να εξαλειφθεί.[xxxiv] Ανεξάρτητα αν ο λόγος γι’ αυτήν την αέναη διαμάχη ανάμεσα στους λαούς είναι ο ανταγωνισμός για την εκμετάλλευση σπάνιων φυσικών πόρων (όπως υποστηρίζει η γεωπολιτική), ή μια υπεριστορική πάλη ανάμεσα σε υπαρξιακά ασύμβατους και φύσει εχθρικούς φυλετικούς τύπους (όπως υποστήριζαν οι ναζιστές ιδεολόγοι του παρελθόντος)[xxxv] , τα συμπεράσματα που οφείλουμε να συναγάγουμε από τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι τα κάτωθι: α) η ίδια η πολιτική θεωρία είναι όπλο για την πολιτική επιβίωση και την άμυνα ενός λαού απέναντι στους εχθρούς του. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε πολιτική ή κοινωνική θεωρία που αποκλίνει από τον κανόνα της διάκρισης ανάμεσα σε Φίλο και Εχθρό είναι δυνητικά επικίνδυνη για την επιβίωση της πολιτικής κοινότητας και πρέπει να κατασταλεί. β) Κάθε κράτος οφείλει να προσαρμόσει την εσωτερική κατάσταση του και την συμπεριφορά του προς τα άλλα κράτη στον υπέρτατο στόχο της αυτοσυντήρησης, με την έννοια του να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να αντεπεξέλθει επιτυχώς στις απαιτήσεις μιας πολεμικής αναμέτρησης. Η λογική της αυτοσυντήρησης και το ένστικτο της επιβίωσης αυτό επιτάσσει. γ) Η μόνη έννομη τάξη που μπορεί να παραχθεί στη σφαίρα των διακρατικών σχέσεων είναι αυτή που θα προκύψει από μια ένοπλη κατάκτηση και θα στηρίζεται στην δια της βίας επιβολή του «δικαίου του ισχυρότερου». Όλες οι υπόλοιπες εκδοχές μιας ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των λαών είναι αποκυήματα της φαντασίας ρομαντικών (κι επικίνδυνων) ονειροπόλων. δ) Υπέρτατος κριτής για όλα τα παραπάνω είναι ο ίδιος ο πόλεμος που συνιστά τον καταλύτη της διαδικασίας της «φυσικής επιλογής» στην Ιστορία, τόσο ανάμεσα στα άτομα, όσο και ανάμεσα στα έθνη.

Ο αντεστραμμένος «διεθνισμός» των εθνικιστών

Η τελευταία διαπίστωση μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε και την εκ πρώτης όψεως παράδοξη και ακατανόητη μεταστροφή που υπέστησαν οι Γάλλοι υπερεθνικιστές του μεσοπολέμου, μπροστά στο απειλητικό φαινόμενο της αλματώδους ανόδου μιας ρεβανσιστικής, φιλοπόλεμης και επιθετικά εθνικιστικής δικτατορίας στα εδάφη του προαιώνιου και «φυσικού» εχθρού της Γαλλίας, δηλαδή της χιτλερικής Γερμανίας. Πράγματι, έπειτα από την επικράτηση του Λαϊκού Μετώπου στις εθνικές εκλογές του 1934 και την διαφαινόμενη απειλή που ενσάρκωνε η άνοδος των σοσιαλιστών στην εξουσία, ο αρχηγός των υπερεθνικιστικών κύκλων Σαρλ Μωρράς, λησμόνησε πολύ γρήγορα το αντιγερμανικό μένος που μέχρι εκείνη την στιγμή αποτελούσε την κινητήρια δύναμη πίσω από τα γραπτά του και προέτρεψε τους οπαδούς του να προστρέξουν πρόθυμα στην αγκαλιά του νέου φυσικού τους συμμάχου, του δυναμικού ηγέτη που το άστρο του είχε αρχίσει να ανατέλλει και να λάμπει εκθαμβωτικά βορειοανατολικά του Ρήνου.[xxxvi] Θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να ισχυριστεί ότι σε αυτήν την γλοιώδη προσκόλληση των Γάλλων υπερεθνικιστών στον Χίτλερ, διαφαίνεται εναργέστατα η πραγματική φύση του εθνικιστικού ιδεολογήματος, όχι ως ενός υπερταξικού προτάγματος που διαφυλάσσει την ελευθερία και το «συλλογικό συμφέρον» ενός ολόκληρου λαού, αλλά ως πολιτικό κίνημα που σαν στόχο έχει να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της ταξικής ηγεμονίας συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων από τις οποίες και υποστηρίζεται. Εξάλλου, ο εκτοπισμός της κατά τα άλλα «πρωταρχικής» εθνικής αντίθεσης και η υποβάθμιση της σε σχέση με τις ανάγκες διεξαγωγής της Κοινωνικής Πάλης ανάμεσα στις τάξεις, υπήρξε καθολική τόσο στην περίπτωση του γερμανικού προτεκτοράτου του Βισύ, όσο και στην συμμετοχή μη-Γερμανών εθελοντών στις ειδικές, διεθνείς ταξιαρχίες των SS που αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της ναζιστικής επιδρομής κατά της ΕΣΣΔ.[xxxvii]

Αναφορικά με το καθεστώς του Βισύ, η γαλλική υπερεθνικιστική δεξιά συγκρότησε σε εκείνο το τμήμα της Γαλλικής επικράτειας που της αναλογούσε και υπό την εποπτεία των Γερμανών κατακτητών, ένα προνεωτερικό καθεστώς ίδιο με εκείνο που επιθυμούσαν οι εξτρεμιστές οπαδοί του ριζοσπαστικού συντηρητισμού ακόμη και πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πρόγραμμα, την πολιτειακή δομή και την ιδεολογία του κράτους του Βισύ, γίνεται φανερό ότι εκείνο που ενώνει και συνεγείρει τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές δεν είναι η επιθυμία να υπερασπίσουν την ελευθερία και την ευημερία του λαού συνολικά, αλλά μια φανατική προσκόλληση σε έναν ενδεδειγμένο, κατά την άποψη τους, τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, που εκχωρεί απόλυτη κυριαρχία στις άρχουσες τάξεις και αναπαράγει στο διηνεκές τα θεσμοποιημένα προνόμια τους.[xxxviii] Ότι η επικράτηση των ετερόνομων αρχών κοινωνικής οργάνωσης εξασφαλίστηκε με τη συνδρομή και των ξένων όπλων, αυτό ουδόλως ενόχλησε τους οπαδούς της παραδοσιοκρατίας. Κάποιος θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια δυσεπίλυτη αντίφαση στην ιδεολογική δομή ενός καθεστώτος το οποίο αφενός αυτοπροσδιοριζόταν ως η μοναδική ελπίδα του Γαλλικού έθνους για μια αναβίωση του μεγαλείου της πατρίδας, και αφετέρου ήταν υποχρεωμένο να αποδεχτεί άνευ όρων την σχέση υποτέλειας του προς τους Γερμανούς κατακτητές και την απόλυτη εξάρτηση της «εθνεγερτικής» εξουσίας του από την συνέχιση ή όχι της Γερμανικής στρατιωτικής κατοχής. Με μια προσεκτικότερη όμως ματιά, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η αντίφαση είναι μόνο επιφανειακή. Η νευραλγική θέση που καταλαμβάνουν οι ιεραρχικές δομές στην πολιτική θεωρία της ετερονομίας, οφείλεται στο γεγονός ότι μέσω της ανισοκατανομής δύναμης που συνεπάγεται η ιεραρχία κατοχυρώνεται τόσο η απόλυτη κυριαρχία εκείνων των φορέων που βρίσκονται σε θέση ισχύος και «δικαιωματικά» εξουσιάζουν, όσο και η υποτελής θέση των «κατώτερων μορφών ζωής» των οποίων η προδιαγεγραμμένη αποστολή σε αυτή την ζωή είναι να υπακούν και να εκτελούν με ευσυνειδησία τα καθήκοντα και τους κοινωνικούς ρόλους που τους αναθέτουν οι ελίτ. Η έννοια της εκπλήρωσης του καθήκοντος και της μεμψίμοιρης επίγνωσης της θέσης του καθενός στην «φυσική» τάξη πραγμάτων έχει εξίσου μεγάλη σημασία στο σύστημα αξιών της ετερόνομου φαντασιακού, όσο και η έννοια του δικαιωματικού προνομίου που έχει ο ηγεμόνας να εξουσιάζει, να διατάζει και να «ηγείται». Σε αυτό το πλαίσιο, εξουσία και υπακοή αλληλοσυμπληρώνονται σε μια ισορροπημένη διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων. Και μιας και η «δικαιωματική» κατάληψη της εξουσίας περνά μέσα από την πολεμική κατάκτηση και την επικράτηση στα πεδία των μαχών, δεν αποτελούσε αντίφαση για τον στρατάρχη Πεταίν να θέσει τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους της ηττημένης Γαλλίας στην διάθεση του θριαμβευτή Γερμανού επικυρίαρχου, ο οποίος είχε αποδείξει την «αξιοσύνη» του και είχε κερδίσει το δικαίωμα του να κυβερνά τους Γάλλους προελαύνοντας κεραυνοβόλα και ισοπεδώνοντας μέσα σε λίγες μέρες τον Γαλλικό στρατό. Στο κάτω, κάτω, αν κάποιος μπορούσε να φέρει σε πέρας το ύψιστο καθήκον της προστασίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού (όπως τον αντιλαμβάνονταν οι συντηρητικοί) και να εξασφαλίσει τον θρίαμβο της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων κόντρα στην επέλαση του «ασιατικού» κινδύνου που αντιπροσώπευαν οι μπολσεβίκοι,[xxxix] αυτός ήταν σίγουρα ο ευγενής Τεύτωνας αρχηγός και η ρωμαλέα πολεμική μηχανή που είχε υπο τις διαταγές του. Η αναβίωση του μεγαλείου της Γαλλίας θα προερχόταν λοιπόν μέσα απο την ενσωμάτωση της χώρας στο χιλιόχρονο Γερμανικό Ράιχ, ως μια από τις πιο επιφανείς επαρχίες της νέας εθνικοσοσιαλιστικής ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Μήπως το επίσημο τελετουργικό της στέψης των Γάλλων βασιλέων δεν περιλάμβανε την επάλειψη του υποψήφιου μονάρχη με το καθαγιασμένο έλαιο του βασιλιά Χλωδοβίκου, του πρώτου της Φράγκικης δυναστείας των Μεροβίγγειων, που βασίλεψαν κατά τους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους και ως γνωστόν δεν ήταν Γαλατικής, αλλά Γερμανικής καταγωγής; Η Γαλλία λοιπόν θα έπαιρνε την θέση που της άρμοζε στο πλευρό του Γερμανού επικυρίαρχου, θα επέστρεφε στις ιστορικές ρίζες της και θα επιτελούσε με ταπεινότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που θα της αναλογούσαν στην νέα Γερμανική χιλιετία.

Ο Μέγας Ειρηνοποιός

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο αξίωμα των ετερόνομων κοινωνικών σχηματισμών ότι οι δομές και οι θεσμοί που αναπαράγουν τη συγκέντρωση εξουσίας / δύναμης σε όλα τα επίπεδα, από την μία μεριά, είναι αναγκαίοι για να διαφυλάξουν την ομαλή συνύπαρξη των τάξεων και την «κοινωνική ειρήνη» και από την άλλη, ότι αναπτύσσονται και επιβάλλονται στην κοινωνία με τρόπο «φυσικό», ανεξάρτητα από την βούληση και την συνειδητή δραστηριότητα των κοινωνικών υποκειμένων. Και πράγματι, ιστορικά η ανάδυση μιας υπέρτερης κρατικής αρχής που θα συγκέντρωνε στους κόλπους της το σύνολο των θεσμισμένων εξουσιών, βρήκε την θεωρητική τεκμηρίωση της στην αυτοπροβολή του Κράτους ως του «μεγάλου ειρηνοποιού». Δηλαδή, ως ενός οργανισμού αρκετά ισχυρού ώστε να επιβάλλει μια τάξη πραγμάτων που δεν προσεγγίζει απαραίτητα κάποια εκδοχή του ιδανικού της δικαιοσύνης, αλλά πρωτίστως θέτει ένα τέλος στον αμοιβαίο ανταγωνισμό και στον αλληλοσπαραγμό που προκαλείται από την πάλη για εξουσία ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Ο Κροπότκιν επεσήμανε αυτήν την καίρια διάσταση της κρατικιστικής ιδεολογίας όταν επιχείρησε μια συστηματική καταγραφή των ιστορικών λόγων εξαιτίας των οποίων οι μεγάλες αυτοκρατορίες του μεσαίωνα κατόρθωσαν τελικά να υπερισχύσουν και να καταπνίξουν την αυτονομία των αυτοδιοικούμενων μεσαιωνικών πόλεων.[xl] Από την άλλη, στις μέρες μας είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε από πρώτο χέρι την διαδικασία ανάδυσης της κρατικής αρχής σε αυτήν την πρωτόλεια μορφή, στο καθεστώς που επέβαλλαν οι Ταλιμπάν στο ρημαγμένο από τον εμφύλιο πόλεμο Αφγανιστάν. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι μοναδική «αρετή» αυτού του καθεστώτος ήταν ότι έβαλε ένα τέλος στις ακατάσχετες βιαιοπραγίες του εμφυλίου πολέμου, ανέτρεψε τα φέουδα προσωπικής εξουσίας που ο κάθε πολέμαρχος είχε φτιάξει για τον εαυτό του και έθεσε το σύνολο σχεδόν της αφγανικής επικράτειας υπό την ισχύ ενός ενιαίου ισλαμικού νόμου. Αυτός κατά την άποψη μας ήταν και ο λόγος που πολλοί Αφγανοί προτίμησαν να προσχωρήσουν, ή τουλάχιστον να επιδείξουν ανοχή στον σκοταδιστικό φανατισμό των Ταλιμπάν, προκειμένου να προστατευτούν από τις αρπακτικές διαθέσεις του κάθε αρχηγίσκου που τύχαινε να ελέγχει μια πολιτοφυλακή. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η ιστορική αυτή παρατήρηση όχι μόνο δεν τεκμηριώνει εμπειρικά τις βασικές θέσεις της ετερόνομης κρατικιστικής θεωρίας, αλλά, αντίθετα, επαληθεύει τα συμπεράσματα του αναρχικού στοχαστή Γκούσταβ Λαντάουερ περί της καταγωγής του κράτους. Εξετάζοντας την εξέλιξη της έννοιας της αναρχίας, ο Λαντάουερ οδηγήθηκε να καταπιαστεί με τους λόγους που οδηγούν κάθε φορά στην ανάδυση μιας κρατικής δομής. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη «τάξης» που ανακύπτει σε περιόδους επαναστάσεων ή κοινωνικής αναταραχής, με την έννοια μιας βίαιης, χαοτικής και μη-προβλέψιμης κατάστασης, δεν μπορεί να αποδοθεί στην προσωρινή κατάλυση της συντεταγμένης εξουσίας και στην αναστολή της ισχύος των θεσμών, αλλά τουναντίον οφείλεται στον ανταγωνισμό και την αυτοκαταστροφική διαμάχη που ξεσπά ανάμεσα στα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες για την νεκρανάσταση αυτής της κεντρικής αρχής, δηλαδή την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από την κάθε κοινωνική ομάδα ξεχωριστά και την προσπάθεια επιβολής της δικής της ταξικής κυριαρχίας.[xli]

Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχει τίποτα το «φυσικό», το κοινωνικά αναγκαίο, ή το ιστορικά αναπόφευκτο στην ιστορική υπεροχή της ετερόνομης παράδοσης έναντι αυτής της αυτονομίας και στην τάση για αποκατάσταση των εξουσιαστικών σχέσεων και θεσμών ακόμη και μετά από τα σύντομα ιστορικά διαλείμματα της αυτονομίας που σηματοδοτούν οι λαϊκές επαναστάσεις κι εξεγέρσεις όταν οι ετερόνομοι θεσμοί αμφισβητούνται και καταρρέουν. Ο Γάλλος υπερσυντηρητικός συγγραφέας Μωρίς Μπαρρές έγραφε με μυστικιστική διάθεση ότι οι πατροπαράδοτοι θεσμοί του Γαλλικού κράτους ανάβρυζαν από τα καθαγιασμένα χώματα της προγονικής γης, με τον ίδιο τρόπο που το σταφύλι Αραμόν φυτρώνει παντού στα εδάφη της γαλλικής επαρχίας του Λαγκεντόκ. Δεν μπορούσε κανείς να εισχωρήσει στην «εσώτερη» ουσία αυτών των θεσμών, ούτε να τους κρίνει χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον ορθό λόγο. Θα έπρεπε να επιστρατεύσουμε το ένστικτο μας και τα αισθήματα που βρίσκονται στα έγκατα του υποσυνείδητου μας για να τους κατανοήσουμε.[xlii]

Αλλά και στο πλαίσιο της ετερόνομης σοσιαλιστικής παράδοσης, η εγελιανή έννοια της ιστορικής αναγκαιότητας υποκατέστησε, μετά την ιστορική εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης, την συνειδητή δράση και την αυτόνομη ανθρώπινη δημιουργία ως κινητήριο δύναμη πίσω από τις προσπάθειες της ανθρωπότητας για να επιτύχει την κοινωνική απελευθέρωση.[xliii] Ο ίδιος ο Σαιν-Ζυστ μιλούσε με δέος για την μυστηριώδη «δύναμη των πραγμάτων» που ωθούσε τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης σε μονοπάτια που οι ίδιοι δεν είχαν διαλέξει και τους υποχρέωνε σχεδόν άθελα τους να λειτουργούν ως εκτελεστικά όργανα της ίδιας της Ιστορίας.[xliv] Παρ’ όλα αυτά, οποιαδήποτε μορφή πολιτικής συγκρότησης μιας κοινωνικής ολότητας που απορρέει από την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης ανάμεσα σε ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες (σε αλληλεπίδραση με τις υπάρχουσες αντικειμενικές συνθήκες) δεν μπορεί παρά να είναι μια τεχνητή και ιστορικά καθορισμένη κατασκευή, μια πρόσκαιρη διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων που επιδέχεται την αλλαγή ή ακόμη και την καθολική κατάργηση της. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά αφού από μια γενικευμένη διαμάχη για την επιβολή της ανωτερότητας της μιας κοινωνικής μονάδας έναντι της άλλης, η μόνη κοινωνική τάξη που μπορεί να ενσκήψει είναι μια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που σε τελική ανάλυση θα στηρίζεται στην υπέρτερη δύναμη της κοινωνικής ομάδας που κατόρθωσε να την θεμελιώσει. Με άλλα λόγια, το θεσμικό πλαίσιο που εγγυάται την «τάξη» σε μια ετερόνομη κοινωνική ολότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στο δίκαιο του ισχυρότερου, πλήρως απογυμνωμένο από ηθικές ενατενίσεις και φιλοσοφικά ερείσματα.

Όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναπαράγεται αυτή η μορφή σχέσεων ανισοκατανομής της δύναμης ακόμη και μετά την κατάργηση του Κράτους, εφόσον τα κοινωνικά υποκείμενα συμφωνήσουν ότι δεν θα πρέπει να αποβλέπουν σε μια επανίδρυση του Κράτους, αλλά στην θέσπιση ενός νέου κανόνα κοινωνικής συνύπαρξης που θα πηγάζει από ένα γενικευμένο συνεργατικό φρόνημα, από πνεύμα αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης και από μια αντίληψη της συλλογικότητας ως μιας αυτόνομης κοινότητας που κατοχυρώνει θεσμικά και σε επίπεδο ηγεμονικών αξιών την ισοκατανομή της δύναμης ανάμεσα στα μέλη της. Έτσι λοιπόν, μπορεί κάποιος να πει ότι το πρωτεύον χαρακτηριστικό γνώρισμα της αναρχικής κοσμοθεωρίας που την διαχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα και συστήματα ιδεών δεν είναι τόσο η εμμονή της στην αναγκαιότητα για μια οριστική κατάργηση του Κράτους, αλλά η εναλλακτική κοινωνική τάξη που επιδιώκει να οικοδομήσει πάνω στα πολύ πιο ρωμαλέα θεμέλια της εξάλειψης των ταξικών διακρίσεων, της κατάργησης κάθε μορφής κυριαρχίας και της λήψης προγραμματικών μέτρων που θα δημιουργήσουν το υπόβαθρο για μια αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων μακριά από τον κανόνα του ανταγωνισμού και σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας συνεργασίας. Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνία παύει να αποτελεί μια καταναγκαστική ένωση ατόμων που κρατιούνται μαζί χάρη στην δεσποτική επίδραση μιας ανώτερης δύναμης που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας. Αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως πραγματικής κοινότητας, δηλαδή ως μιας ελεύθερης ένωσης ατόμων που μοιράζονται κοινές αντιλήψεις, αξίες και ομοιογενή συμφέροντα, η οποία εκκινεί από τα κάτω, από την πρωταρχική οργανωτική μονάδα της ελεύθερης κομμούνας, και δεν σταματά να επεκτείνεται μέχρις ότου συμπεριλάβει στους κόλπους της μέσω της δημιουργίας ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών το σύνολο των απελευθερωμένων κοινοτήτων που προτίθενται να συμμετάσχουν σε αυτήν.

Ούτε είναι κατά την άποψη μας το βασικό στοιχείο της αναρχικής κοσμοθεωρίας η παντελής κατάλυση κάθε κανόνα που μπορεί να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και των ομάδων στο πλαίσιο του οργανωμένου κοινωνικού βίου. Η κοινωνική θεωρία του αναρχισμού έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά από την εποχή που ο Έντγκαρ Μπάουερ διακήρυττε ότι «…η δουλειά μας δεν είναι να κατασκευάσουμε. …Το προνουντσιαμέντο [η διακήρυξη] μας είναι αρνητικό, η κατάφαση θα προκύψει από την ιστορία».[xlv] Τουναντίον, η αναρχική κοσμοθεωρία προϋποθέτει συγκεκριμένους ηθικούς κώδικες και αξίες σύμφωνα με τους οποίους οφείλουμε να διάγουμε τον κοινωνικό μας βίο, αν το όραμα της ακρατικής κοινωνίας πρόκειται να είναι βιώσιμο και να οδηγήσει στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου, στην γενική ευημερία κι ελευθερία των μελών της, αντί για τον αλληλοσπαραγμό και την εκ νέου ανάδυση ακόμη πιο δεσποτικών μορφών ετερονομίας. Από αυτή την άποψη, το ζητούμενο δεν είναι η απουσία νόμων και κανόνων αυτή καθ’ εαυτή, αλλά η δημιουργία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που θα επιτρέψουν στην κοινότητα να διαμορφώνει η ίδια ελεύθερα τους κανόνες που προτίθεται να ακολουθήσει, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι οι κανόνες αυτοί είναι δικό της δημιούργημα το οποίο δύναται ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί, να ανασκευαστεί και να ανατραπεί σε συμφωνία με τις δημοκρατικά εκφρασμένες και συλλογικά διαμορφωμένες επιθυμίες της αυτόνομης κοινότητας. Άλλωστε, είναι γεγονός ιστορικά τεκμηριωμένο ότι όπου το Κράτος καταργήθηκε και η εξουσία μεταβιβάστηκε έστω και προσωρινά στα χέρια των αυτόνομων συνελεύσεων των πολιτών, οι συνελεύσεις αυτές άμεσα λειτούργησαν ως πρόπλασμα μιας νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, επιζήτησαν την ανάπτυξη σταθερών δεσμών μεταξύ τους και σχεδόν αμέσως εγκαθίδρυσαν μια νέα κοινωνική τάξη η οποία βασίστηκε σε μια αποκέντρωση της δύναμης μέσα από οριζόντιες δομές συντονισμού και αλληλεξάρτησης που κατέστησαν περιττή την προσφυγή σε κάποιο μονοπώλιο πολιτικής δύναμης.[xlvi]

Οι απολογητές της κυριαρχίας σφάλλουν λοιπόν όταν υποθέτουν ότι τα έμφυτα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης κάνουν αδύνατη την ειρηνική κοινωνική συνύπαρξη χωρίς την εκχώρηση του μονοπωλίου της βίας σε έναν πολιτικό οργανισμό ο οποίος πρέπει να υπάρχει έξω και πάνω από την κοινωνία. Για να τεκμηριώσουν αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα δεν διστάζουν να επικαλούνται τις παραβατικές συμπεριφορές που μπορεί να εκδηλωθούν κατά την διάρκεια μιας εξέγερσης, τις υποτιθέμενες «εγκληματικές» παρεκκλίσεις και τα κρούσματα βίας που δεν φαίνεται να υπηρετούν κάποιον ιδεολογικό στόχο ή να εντάσσονται στο πολιτικό πρόγραμμα των εξεγερμένων, αλλά περισσότερο αποδίδονται στο ποταπό «αντικοινωνικό» μίσος, την εκδικητική ζηλοφθονία, την καταστροφική μανία και την επιδίωξη για ατομικό πλουτισμό εκείνων που τις διαπράττουν.[xlvii] Μια παρόμοια ιδεολογική γραμμή υιοθετήθηκε από τους κομισάριους του συστήματος για να απαξιώσουν την εξέγερση της Αγγλικής υποτάξης το 2011. Οι συστημικοί «αναλυτές» αρνήθηκαν ότι οι ταραχές είχαν πολιτικό υπόβαθρο και καταλόγισαν στους εξεγερμένους των υποβαθμισμένων εργατικών περιοχών ότι στην καλύτερη περίπτωση οι ενέργειες τους υποκινούνταν από μια διαστρεβλωμένη καταναλωτική νοοτροπία, δηλαδή από την πρόθεση να καταλύσουν την έννομη τάξη προκειμένου να λεηλατήσουν καταστήματα και να αρπάξουν ανενόχλητοι πολύτιμα καταναλωτικά αγαθά.[xlviii]

Αφήνουμε απ’ έξω το ζήτημα της εμπράγματης κριτικής στις θεσμισμένες ταξικές δομές και της απόρριψης του ηγεμονικού συστήματος αξιών που εκφράζει η πράξη της μαζικής απαλλοτρίωσης του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου από αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτόν. Η εξέγερση ως η εκρηκτική στιγμή της κατάρρευσης των θεσμών του ετερόνομου κοινωνικού μοντέλου και της μετάβασης σε μια υπό εκκόλαψη, εναλλακτική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, είναι λογικό να δώσει χώρο δράσης σε ανεξέλεγκτα στοιχεία τα οποία θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία προκειμένου να προβούν σε ενέργειες οι οποίες κατά κύριο λόγο υπηρετούν προσωπικούς στόχους και συμφέροντα και δεν μπορούν να είναι απόλυτα εναρμονισμένες ούτε με τους προγραμματικούς στόχους, ούτε με τους κώδικες αξιών που πρεσβεύουν τα εξεγερμένα πολιτικά υποκείμενα. Η ευθύνη για την δράση αυτών των στοιχείων ωστόσο δεν βαραίνει τους καταπιεσμένους, αλλά τις ελίτ του ετερόνομου συστήματος οι οποίες έχουν την δυνατότητα μέσω της δύναμης που συσσωρεύουν στα χέρια τους να φτιάξουν την κοινωνία «κατ’ εικόνα και ομοίωση τους». Για παράδειγμα, είναι αποδεδειγμένο ότι η επιδείνωση της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας οδηγεί σε μια γεωμετρική αύξηση των ενεργειών που η ορθόδοξη κοινωνική επιστήμη κατατάσσει στην κατηγορία της εγκληματικής συμπεριφοράς. Οι ελίτ του συστήματος οι οποίες, μέσω της επιρροής που ασκούν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την δημιουργία εκείνων των οικονομικών συνθηκών που αναγκάζουν κάποια τμήματα του προλεταριάτου να στραφούν προς το έγκλημα προκειμένου να προσποριστούν τα μέσα για την φυσική επιβίωση τους, συσκοτίζουν τον ρόλο που παίζουν οι αντικειμενικοί παράγοντες και ρίχνουν το βάρος της πολιτικής τους αποκλειστικά σε μέτρα αστυνόμευσης και καταστολής ενάντια στις μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Με άλλα λόγια, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται στο κοινωνικό πεδίο αποτελούν κατάλοιπο της προηγούμενης τάξης πραγμάτων και οφείλουν την ύπαρξη τους στις εκμεταλλευτικές δομές ετεροκαθορισμού και στις εγωιστικές, ατομικιστικές αξίες που συνθέτουν τον πυρήνα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Η αλλαγή στο σύστημα αξιών της κοινωνίας μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από την ενεργή ενασχόληση του απελευθερωτικού υποκειμένου με την Κοινωνική Πάλη για την εγκαθίδρυση θεσμών συλλογικής αυτοδιεύθυνσης σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Όσο θα μεγαλώνει εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που εμπλέκεται στον αντισυστημικό κοινωνικό αγώνα, τόσο θα επέρχεται η ρήξη με το ετερόνομο κοινωνικό παράδειγμα και θα ενισχύεται η ηγεμονία των αυτόνομων αξιών και αντιλήψεων.

Τέλος, η παραδοσιακή αντίληψη για τον μυθικό ρόλο του Κράτους ως εγγυητή της δημόσιας «τάξης» και «ασφάλειας» του πληθυσμού, αναβιώνει στις μέρες μας και βρίσκει εκ νέου την πολιτική της έκφραση στην διαβόητη «θεωρία των δύο άκρων» που τώρα λανσάρεται μετ’ επιτάσεως από το προπαγανδιστικό επιτελείο της δικομματικής χούντας. Η θέση αυτή υπονοεί ότι μια ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης, ή έστω μια μερική αποδυνάμωση της εξουσίας του «δημοκρατικού» Κράτους, θα άφηνε την κοινωνία έρμαιο σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην άκρα δεξιά και τις δυνάμεις της άκρας Αριστεράς. Από αυτήν την άποψη, ο σεβασμός της «νομιμότητας» όπως αυτή ορίζεται κάθε φορά κατά το δοκούν για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του υπερεθνικού κεφαλαίου και της εγχώριας πολιτικής και οικονομικής ελίτ είναι μονόδρομος και συνιστά τον μοναδικό παράγοντα ικανό να εμποδίσει την έξαρση της βίας σε όλα τα επίπεδα. Καμιά μορφή εξωθεσμικής αντίστασης δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από τα επίσημα κρατικά όργανα. Η διαφωνία οφείλει να «εκφράζεται με θεσμικό τρόπο», μιας και οι θεσμοί τελούν υπο τον απόλυτο έλεγχο της άρχουσας τάξης. Ήδη ο πολιτικός προϊστάμενος των μηχανισμών καταστολής του ημιφασιστικού ελληνικού προτεκτοράτου ξεκίνησε την διεύρυνση της θεωρίας των δύο άκρων που συνιστά το πρώτο στάδιο στην διαδικασία ποινικοποίησης του ελευθεριακού κινήματος, υποστηρίζοντας σε πρόσφατη δημόσια ομιλία του ότι στην Ελλάδα υπάρχουν, «χιλιάδες ατόμων που φλερτάρουν με την ιδέα μιας εσωτερικής τρομοκρατίας».[xlix] Άποψη μας είναι ότι, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να εκλάβουμε αυτήν την αισχρή τοποθέτηση του γκαουλάιτερ-υπουργού ως καμπανάκι και να πράξουμε τα δέοντα για την επίσπευση των διαδικασιών συγκρότησης ενός ισχυρού ελευθεριακού κινήματος που θα καταστήσει τον κοινωνικό αναρχισμό ένα βιώσιμο πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό που προωθείται με εντατικούς ρυθμούς από τις ελίτ της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

[i] Έχουμε την εντύπωση ότι η δημοφιλία της Χ.Α. σε ότι αφορά την απήχηση της στο εκλογικό σώμα, δεν πρόκειται να πληγεί σημαντικά από τις δικαστικές διώξεις που εξαπολύθηκαν κατά της οργάνωσης και την παραληρηματικού τύπου «αντιναζιστική» καμπάνια που εξαπέλυσαν τα συστημικά ΜΜΕ τις ημέρες που ακολούθησαν την εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η επιθετική προπαγάνδα των μαυρισμένων πλέον στην υπόληψη των λαϊκών στρωμάτων, συστημικών μέσων μαζικής προπαγάνδας, μπορεί να ηρωοποιήσει το ναζιστικό μόρφωμα στα μάτια του μέσου, ανυποψίαστου ψηφοφόρου, αντί να τον πείσει για την εγκληματική του φύση.

[ii] D. Gueren, Φαιά Πανούκλα (Κείμενα).

[iii] Ίσως σε αυτούς τους παράγοντες θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και τις αυξημένες μερίδες φαγητού που λάμβαναν σε καθημερινή βάση οι στρατιωτες των εθνικιστών, σε σχέση με τους μαχητές του δημοκρατικού στρατοπέδου.

[iv] Η περιορισμένη ιστορική βιβλιογραφία που υπάρχει πάνω στο ζήτημα μιλάει για ισορροπημένες λιποταξίες εκατέρωθεν. Όσο βέβαια οι στρατιωτικές προοπτικές των δημοκρατικών χειροτέρευαν, τόσο η αναλογία των αποσκιρτήσεων άλλαξε δραματικά σε βάρος της «Δημοκρατίας». Στο J. Matthews, Reluctant Warriors, http://books.google.gr/books?id=3OuzPdVm-kQC&pg=PA180&l...false

[v] Μπορούμε εδώ να αναφέρουμε το πρόσφατο αποκαρδιωτικό παράδειγμα της Αιγύπτου, όπου εκατοντάδες χιλιάδες οπαδοί της ακραία ετερόνομης, θρησκόληπτης Μουσουλμανικής Αδελφότητας συγκρούονταν επί μέρες στους δρόμους των Αιγυπτιακών πόλεων με τις δυνάμεις καταστολής και τους οπαδούς της εξίσου αυταρχικής και ετερόνομης στρατιωτικής χούντας, η οποία αθόρυβα αλλά με σταθερό βηματισμό εργάζεται ανελλιπώς για την αποκατάσταση του καθεστώτος Μουμπάρακ. Το δυστύχημα είναι ότι, από την σκοπιά της αυτονομίας, ούτε η επικράτηση των σκοταδιστών ισλαμιστών, ούτε αυτή των στρατιωτικών μπορεί να αποβεί σε όφελος των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της Αιγυπτιακής κοινωνίας.

[vi] «Στις κοινωνίες των βαρβάρων, αν παρακολουθούσες την μάχη μεταξύ δύο ανθρώπων που προέκυψε από διαφωνία τους χωρίς να παρέμβεις για να τη σταματήσεις, αντιμετωπιζόσουν κι εσύ ως δολοφόνος. Αλλά σύμφωνα με τη θεωρία του κράτους ως προστάτη των πάντων, ο παρατηρητής δεν χρειάζεται να παρέμβει. Ο αστυφύλακας είναι ο αρμόδιος να παρεμβαίνει ή να μην παρεμβαίνει. Κι ενώ στη βαρβαρική γη των Οτεντότων θεωρείται σκάνδαλο να φας προτού φωνάξεις τρεις φορές για να διαπιστώσεις αν υπάρχει κάποιος που θέλει να μοιραστεί το γεύμα σου, το μόνο που πρέπει να κάνει στις μέρες μας ο αξιοσέβαστος πολίτης είναι να πληρώνει το φόρο υπέρ των απόρων και να αφήσει αυτούς που πεθαίνουν από την πείνα να πεθάνουν από την πείνα». P. Kropotkin, Αλληλοβοήθεια (Εκδόσεις Καστανιώτη), σελ. 195.

[vii] Κ. Καστοριάδης, Η Φιλία και ο Έλεος, http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_4338.html.

[viii] Κ. Καστοριάδης, Η Δυνατότητα μιας Αυτόνομης Κοινωνίας (Στάσει Εκπίπτοντες), σελ. 24. [ix] http://olympia.gr/2013/04/27/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%B3%...E%BC/.

[x] J. McCurry, Let elderly people ‘hurry up and die’, says Japanese minister, The Guardian, http://www.theguardian.com/world/2013/jan/22/elderly-hu...anese.

[xi] C. Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού (Εκδόσεις Κριτική), σελ. 73.

[xii] Donoso Cortes, Essays on Catholicism, Liberalism and Socialism (M.H. Gill & Son), σελ. 113-114.

[xiii] Για παράδειγμα, μπορούμε εδώ να αναφερθούμε στην σύγχυση που καλλιεργείται σκόπιμα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος ανάμεσα στην παραδοσιακή απόρριψη του Σιωνισμού από την Αριστερά ως μιας καθαρά ρατσιστικής, εθνοφυλετικής ιδεολογίας και τον κάλπικο αντισιωνισμό της ναζιστικής ακροδεξιάς που μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο αναμειγνύεται επικίνδυνα με τα μισαλλόδοξα κηρύγματα του αντισημιτισμού. [xiv] http://judithrizzo.hubpages.com/hub/Benito-Mussolini-It...art-4. [xv] G. Scheuer, Σύντροφος Μουσολίνι (Φιλίστωρ), σελ. 24. [xvi] G. Scheuer, σελ. 100. [xvii] S. Sontag, Η Γοητεία του Φασισμού (Ύψιλον), σελ 28.

[xviii] Ο «πατριάρχης» των συντηρητικών ιδεολόγων Ι. Μόζερ είχε χρηματίσει δήμαρχος της Γερμανικής κωμόπολης του Όσναμπρυκ, αναφορικά με την οποία εξέδωσε και μια συνοπτική τοπική ιστορία, ενώ ο Μαιστρ υπηρέτησε για χρόνια στο πλευρό γάλλων κυβερνητικών αξιωματούχων ως έμπιστος πολιτικός σύμβουλος και μέλος του επιτελείου τους. Τέλος, και ο Ντονόσο Κορτές εργάστηκε ως προσωπικός γραμματέας του Ισπανού αντιβασιλέα, πριν σταλεί σε διάφορές πρεσβείες της Ισπανίας ανά τον κόσμο, στις οποίες υπηρέτησε με μια σειρά από διαφορικές διπλωματικές ιδιότητες. [

xix] J. Donoso Cortes, Essays on Catholicism, σελ. 113-4. Η ίδια μακάβρια άποψη για την προδιαγεγραμμένη μοίρα μιας παραστρατημένης ανθρωπότητας που οδεύει τυφλά προς την αυτοκαταστροφή της τολμώντας να διακηρύξει την ανεξαρτησία της από τον πάνσοφο δημιουργό, εκφράζεται και στο κυριότερο αντεπαναστατικό έργο του Ζοζέφ Ντε Μαιστρ, το οποίο συνίσταται σε μια καθολική αποκήρυξη της Γαλλικής επανάστασης και μια εξύμνηση των αρετών του παλαίου καθεστώτος. Για περισσότερα, J. De Maistre, Κατά της Γαλλικής Επαναστάσεως (Εκδόσεις Καστανιώτη), σελ.201-221. [xx] J. Donoso Cortes, σελ. 122.

[xxi] Την διαίρεση των αγγέλων σε ανώτερους και κατώτερους επιβεβαίωσε και ο Σουηδός μύστης και αποκρυφιστής Εμάνουελ Σουέντεμποργκ στις γλαφυρές περιγραφές του παραδείσου και της κόλασης που εξέδωσε τον 17ο αιώνα, έπειτα από ένα αποκαλυπτικό όραμα που ισχυρίστηκε πως είχε. Φαίνεται λοιπόν πως σε αυτήν την περίπτωση ο μεγαλοδύναμος αντέγραψε το ταπεινό δημιούργημα του, ταξινομώντας τους ουράνιους υπηρέτες του κατά τα πρότυπα της ανθρώπινης κοινωνικής ιεραρχίας. Για μια ξενάγηση στα απαγορευμένα μυστικά της κόλασης και του παραδείσου βλ. E. Swedenborg, Heaven and Hell (Swedenborg Society).

[xxii] Έναν παρόμοιο ορισμό της «ελευθερίας» συναντάμε και στην φιλολογία του ακραίου πολιτικού ισλαμισμού και πιο συγκεκριμένα στα έργα ενός από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της αντιδραστικής ακροδεξιάς πτέρυγας του πολιτικού Ισλάμ, του Αιγυπτίου Σαγέντ Κουτμπ. Πολύ συνοπτικά, οι κατά τα άλλα συντηρητικοί από κάθε άποψη ισλαμιστές, θεωρούν ότι η βίαιη εξέγερση κατά των κοσμικών αραβικών καθεστώτων είναι νόμιμη κι ακόμη και επιβεβλημένη σύμφωνα με τις αρχές του ισλαμικού θρησκευτικού δόγματος, αφού οι αμιγώς πολιτικές κυβερνήσεις έχουν σφετεριστεί την νόμιμη εξουσία που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Αλλάχ και εκφράζεται μέσω της Σαρία.

[xxiii] Μια τέτοια εξιδανικευμένη απεικόνιση της μεσαιωνικής κοινωνίας βρίσκουμε στο έργο του ποιητή Νοβάλις, «Χριστιανοσύνη ή Ευρώπη», στο http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/pdf/eng/13_Class.Ro...h.pdf. [xxiv] S. Sontag, Η Γοητεία του Φασισμού, σελ. 1-37.

[xxv] «Η εξύμνηση της κοινότητας δεν αποκλείει την αναζήτηση της απόλυτης ηγεσίας. Αντίθετα μάλιστα μπορεί να οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτή». S. Sontag, σελ.36.

[xxvi] Τόσο ο Γάλλος Σαρλ Μωρράς, όσο και ο Μουσολίνι δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν τις αθεϊστικές τους πεποιθήσεις. «Ο Μωρράς, όπως έλεγε ο ίδιος, δεν υπήρχε περίπτωση να πιστέψει ποτέ στα Ευαγγέλια που είχαν γράψει τέσσερεις άσημοι εβραίοι». Στο R. Weiss, Συντηρητισμός και Ριζοσπαστική Δεξιά (Θύραθεν) σελ. 149.

[xxvii] R. Weiss,), σελ. 14.

[xxviii] Tacitus, Germania, http://www.fordham.edu/halsall/source/tacitus1.html.

[xxix] J. De Maistre, σελ. 293-329. [xxx] Λέγεται ότι αγαπημένος τόπος περιπάτου και περισυλλογής του γκουρού της Γαλλικής ριζοσπαστικής δεξιάς του μεσοπολέμου, Μωρίς Μπαρρές, ήταν τα κοιμητήρια όπου είχαν θαφτεί κατά χιλιάδες οι Γάλλοι στρατιώτες που έχασαν την ζωή τους στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως μας πληροφορεί ο Βάις, εκεί ο Μπαρρές συλλογιζόταν «πώς το αίμα επιστρέφει αιώνια στο χώμα». Στο R. Weiss, σελ. 141.

[xxxi] C. Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού, σελ. 57-8. [xxxii] C. Schmitt, στο ίδιο, σελ. 80.

[xxxiii] C. Schmitt, στο ίδιο, σελ. 82.

[xxxiv] Από αυτή την άποψη, ο Σμιττ ήταν ο θεωρητικός που ουσιαστικά έβαλε τις βάσεις για την μετέπειτα ανάδειξη της ρεαλιστικής σχολής σκέψης ως κυρίαρχου ακαδημαϊκού και πολιτικού ρεύματος στον τομέα των διεθνών σχέσεων. [xxxv] A. Rosenberg, Selected Writings (JonathanCape), σελ. 33-100.

[xxxvi] R. Weiss, σελ. 184. [xxxvii] L. Degrelle, The Campaign in Russia, http://archive.org/details/Campaign-in-Russia-Leon-Degrelle.

[xxxviii] «Ο Πεταίν κατάργησε τους δημοκρατικούς θεσμούς και ήθελε να τους αντικαταστήσει με συντεχνιακές ομάδες, οι οποίες θα αντιπροσώπευαν τις διάφορες περιοχές της χώρας και τα κάθε λογής επαγγέλματα. Αυτές θα είχαν συμβουλευτικό ρόλο απέναντι στον αρχηγό του κράτους, ο οποίος πάντως θα διατηρούσε την υπέρτατη εξουσία». Στο R. Weiss, σελ. 187.

[xxxix] C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία (Λεβιάθαν), σελ. 87-109. [xl] P. Kropotkin, Αλληλοβοηθεια, σελ. 178-9.

[xli] G. Landauer, Το μήνυμα του Τιτανικού (Εκδόσεις Τροπή), σελ. 67-90. [xlii] «…ο Μπαρρές ήρθε σε ολοκληρωτική ρήξη με την ορθολογική και κοσμοπολίτικη σκέψη του Διαφωτισμού. Ή μάλλον, ακριβέστερα, απέρριψε εντελώς την αξία της έλλογης σκέψης. Οι γάλλοι, υποστήριξε, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ορθολογικούς υπολογισμούς για να κρίνουν το τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία. Αντίθετα, θα έπρεπε να καταδυθούν στα έγκατα των υποσυνείδητων τους ενστίκτων. Σ’ αυτά τα ένστικτα θα έβρισκαν τι ήταν πράγματι και τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία: μια ζώσα πραγματικότητα, που η φύση της οριζόταν από τη συλλογική εμπειρία και τις αποκρίσεις, ζυμωμένες από γενιές και γενιές προγόνων με το γαλλικό αίμα και το γαλλικό χώμα». R. Weiss, σελ. 140.

[xliii] H. Arendt, On Revolution (Penguin Books) σελ. 59-115.

[xliv] A. Camus, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος (Μπουκουμάνης), σελ. 145-171.

[xlv] G. Landauer, σελ. 77.

[xlvi] Για του λόγου το αληθές, βλέπε το υπέροχο κεφάλαιο του βιβλίου της Χάνα Άρεντ με θέμα την επανάσταση, στο οποίο αποφαίνεται ότι η ομοσπονδιακή αρχή δεν ανακαλύφθηκε μέσα από κάποια εξεζητημένη πολιτική θεωρία, αλλά προέκυψε μέσα από τις συνθήκες και τις ανάγκες της ίδιας της επαναστατικής δράσης των μαζών, καθώς και ότι οι συνελεύσεις σε όλες τις παραλλαγές με τις οποίες έκαναν την εμφάνιση τους ιστορικά αποτέλεσαν όργανα κοινωνικής τάξης, στον ίδιο βαθμό που λειτούργησαν ως όργανα επαναστατικής ανατροπής της πολιτικής εξουσίας. Στο H. Arendt, σελ. 215-283.

[xlvii] «Πιο πολύ από τις συλλήψεις, τις διώξεις, την άδικη φορολογία και κάθε κατάχρηση εξουσίας, εκείνο που έσπρωξε τις άξεστες μάζες και τους χωριάτες αλλά και τους μορφωμένους αστούς ενάντια στην αριστοκρατία ήταν η ζηλοφθονία». Λόγια του φιλόσοφου Ριβαρόλ που περιλαμβάνονται στο G. Le Bon, Η Ψυχολογία των Επαναστάσεων (Δαμιανός) σελ.90.

[xlviii] The London Riots and the Rise of Consumerism, http://sorsafoundation.fi/the-london-riots-and-the-rise...racy/.

xlix] http://www.paraskhnio.gr/ekdilosi-gia-via-nea-dimokratia/.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]