user preferences

Search author name words: T

Αγωνιστική Μειοψηφία

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Wednesday October 09, 2013 19:34author by Lucien van der Walt-Michael Schmidt - 1 of Anarkismo Editorial Group Report this post to the editors

Μέρος Β'

Αγωνιστική Μειοψηφία: Το Ζήτημα της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης Των Lucien van der Walt και Michael Schmidt
coverv1b.jpg

Μπακουνινισμός, Οργάνωση των Τάσεων και «Πλατφόρμα»

Μια εναλλακτική αναρχική και συνδικαλιστική προσέγγιση εκπροσωπείται από την «οργάνωση των τάσεων», σύμφωνα με την οποία οι ειδικές αναρχικές ή συνδικαλιστικές πολιτικές οργανώσεις σχηματίζονται στη βάση κοινών πολιτικών θέσεων, με έναν βαθμό οργανωτικής πειθαρχίας45. Η οργάνωση έχει μια κοινή ανάλυση της κατάστασης καθώς και συμφωνία πάνω στα στρατηγικά και τακτικά ζητήματα, η οποία εκφράζεται σε ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα. Τα μέλη συμφωνούν να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα και καθιστώνται υπεύθυνα για να συμβεί αυτό. Αυτή η προσέγγιση έχει τις ρίζες τις πίσω στη Συμμαχία. Η Συμμαχία σχηματίστηκε το 1868, αντικαθιστώντας την παλιότερη Διεθνή Αδελφότητα, και θέλησε να συμμετάσχει στην Πρώτη Διεθνή46. Κατόπιν επιμονής του Μαρξ, η Συμμαχία σε δημόσιο επίπεδο διαλύθηκε και οι υποστηρικτές της εντάχθηκαν στην Πρώτη Διεθνή ως άτομα και τομείς. Το γεγονός αυτό είχε ελάχιστη επίδραση στις πολιτικές απόψεις των νέων της υποστηρικτών47. Είναι βέβαιο πως η Συμμαχία συνέχισε να λειτουργεί υπόγεια ως μυστική οργάνωση, ως μια ειδική αναρχική πολιτική οργάνωση που στόχευε να μετασχηματίσει την Πρώτη Διεθνή σε αναρχικό και συνδικαλιστικό σώμα.

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1870 η Πρώτη Διεθνής άρχισε να διασπάται, η συνεχιζόμενη λειτουργία της Συμμαχίας, παρά την απόφαση του 1868, παρείχε πολλές σφαίρες στο πολιτικό οπλοστάσιο των Μαρξιστών. Στις ανυπόστατες κατηγορίες ότι ο Μπακούνιν ήταν θιασώτης της «ριζικής και γενικής καταστροφής» και για «δολοφονίες ... μαζικές» προστέθηκε ο ισχυρισμός ότι η Διεθνής υπονομευόταν από μια σκοτεινή μυστική ομαδοποίηση, βασισμένη στην «τυφλή υποταγή», στην ατομική δικτατορία του «Πολίτη Μπ.», που σχεδιάζει τον «κομμουνισμό του στρατώνα»48. Ως απάντηση, οι αναρχικοί υποστήριξαν ότι η Συμμαχία δεν λειτουργούσε πλέον – θέση η οποία έχει γίνει συχνά αποδεκτή από μεταγενέστερους συγγραφείς. Αυτό που στην ουσία ήταν μια απερίφραστη αποκήρυξη από μεριάς ενός ανερχόμενου κινήματος που βρέθηκε σε μια εμφανώς ντροπιαστική θέση, μετατράπηκε σε κάτι σαν δόγμα τα επόμενα χρόνια κι ενσωματώθηκε στη βιβλιογραφία. Το αποτέλεσμα, που ενισχύεται από τις εχθρικές μελέτες πάνω στον Μπακούνιν, είναι να υποτιμάται συχνά και σταθερά η σημασία της Συμμαχίας. Έτσι, ο Καρρ και ο Τζολ επιμένουν ότι η Συμμαχία ήταν μια «φανταστική» ομάδα και υποστηρίζουν τη θέση αυτή αναφερόμενοι στην υποτιθέμενη μανία του Μπακούνιν για επινόηση ανύπαρκτων «μυστικών εταιρειών»49.

Ωστόσο, οι αποδείξεις είναι αρκετά διαφορετικές. Όταν ο απεσταλμένος του Μπακούνιν, Τζουζέπε Φανέλι (1827-1877), έφτασε το 1968 στην Ισπανία για να βοηθήσει στις πρωτοβουλίες γι' αυτό που έμελλε να γίνει η F.O.R.E., δηλαδή ο μεγαλύτερος τομέας της Πρώτης Διεθνούς, είχε μαζί του και το πρόγραμμα της Πρώτης Διεθνούς και το καταστατικό της Συμμαχίας50. Στην Ισπανία η Συμμαχία «έκανε δουλειά μέσα στην οργάνωση των εργατών ενάντια σε κάθε πιθανή αντεπαναστατική παρέκκλιση» κι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό της F.O.R.E. Περί το 1870, υπήρχαν στην Ισπανία «μυστικοί Μπακουνινιστικοί πυρήνες» που απαριθμούσαν τριάντα με σαράντα χιλιάδες οπαδούς και τον επόμενο χρόνο ιδρύθηκε τομέας της Συμμαχίας στην Πορτογαλία51. Η Συμμαχία δραστηριοποιήθηκε επίσης στην Ιταλία και την Ελβετία· αναμφισβήτητα υπήρχαν τομείς και σε άλλα μέρη. Ο ίδιος ο Μπακούνιν αναφερόταν σε χρόνο ενεστώτα στη Συμμαχία κατά το 1872 και το 1873 και ο Κροπόκτιν εντάχθηκε στην οργάνωση το 187752. Όπως σχολίαζε αργότερα ο Μαλατέστα, και ο ίδιος μέλος της Συμμαχίας:

Γιατί να προσπαθήσουμε να αποκρύψουμε δεδομένες αλήθειες τώρα που ανήκουν στο πεδίο της ιστορίας και μπορούν να λειτουργήσουν ως μάθημα για το παρόν και το μέλλον; ... Εμείς, που ήμασταν γνωστοί στη Διεθνή ως Μπακουνινιστές και που ήμασταν μέλη της Συμμαχίας, υψώσαμε ηχηρές κραυγές ενάντια στους Μαρξιστές επειδή προσπαθούσαν να καταστήσουν το δικό τους συγκεκριμένο πρόγραμμα κυρίαρχο μέσα στη Διεθνή. Ωστόσο, πέρα από το ζήτημα της νομιμότητας των μεθόδων τους, που είναι άσκοπο πλέον να επικαλούμαστε, κάναμε ακριβώς αυτό που έκαναν κι εκείνοι· προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη Διεθνή για τους σκοπούς της δικής μας παράταξης.53

Δεχόμενος την ύπαρξη της Συμμαχίας, αν και πρόθυμος να καταρρίψει τους Μαρξιστικούς ισχυρισμούς ότι η οργάνωση ήταν μια σκοτεινή συνωμοσία, ο αναρχοσυνδικαλιστής Σαμ Ντολγκόφ (1902-1990) επέμενε ότι η Διεθνής Αδελφότητα και η Συμμαχία ήταν μη επιβλαβείς και «αρκετά ανεπίσημες αδελφότητες χαλαρά οργανωμένων ατόμων και ομάδων»54. Αυτό δεν είναι ακριβές: η Διεθνής Αδελφότητα και η Συμμαχία είχαν σαφώς καθορισμένα προγράμματα, κανονισμούς και κριτήρια αποδοχής μελών55. Γόνος μιας εβραϊκής οικογένειας της Ρωσίας, ο Ντολγκόφ μεγάλωσε στις Η.Π.Α., όπου εργάστηκε σε αποβάθρες και σιδηροδρόμους, στην ξυλεία και σε εργοστάσια, κι έβαφε σπίτια. Έγινε αναρχικός, εντάχθηκε στην I.W.W. και σε πολλές αναρχικές ομαδοποιήσεις, αφιέρωσε τη ζωή του στην υπόθεση του αναρχισμού, εξέδωσε την βασική ανθολογία έργων του Μπακούνιν στα αγγλικά και συνέγραψε σημαντικές μελέτες για την Ισπανία και την Κούβα, καθώς και μια ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία56.

Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, η Συμμαχία ήταν μια «ισχυρή αλλά πάντοτε αόρατη επαναστατική εταιρεία» που «θα προετοιμάσει και θα καθοδηγήσει την επανάσταση», «ο αόρατος πιλότος που οδηγεί την Επανάσταση ... η συλλογική δικτατορία όλων των συμμαχιών μας»57. Ο Μπακούνιν αντιλαμβανόταν τη Συμμαχία ως ένα όχημα κινητοποίησης και πολιτικοποίησης των λαϊκών τάξεων και όχι ως υποκατάστατο της λαϊκής δράσης ή ως όργανο μιας Μπλανκιστικού τύπου δικτατορίας. Η «μυστική και οικουμενική εταιρεία των Διεθνών Αδελφών» θα ήταν «η ζωή και η ενέργεια της επανάστασης», θα αποτελούταν από «ανθρώπους ούτε ματαιόδοξους ούτε φιλόδοξους, αλλά ικανούς να υπηρετήσουν ως συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στην επαναστατική ιδέα και τα ένστικτα του λαού» και θα είχε ως σκοπό μια επανάσταση που «απορρίπτει κάθε ιδέα δικτατορίας και ελεγκτικής και καθοδηγητικής εξουσίας»58.

Ο «αόρατος πιλότος» και η «συλλογική δικτατορία» θα «αφυπνίζει και υποκινεί όλα τα δυναμικά πάθη του λαού», ο οποίος τότε θα οργανωθεί από τα κάτω προς τα πάνω, «αυθόρμητα, χωρίς εξωτερική παρέμβαση» ή «επίσημη δικτατορία»59. Ο «μοναδικός σκοπός» της Συμμαχίας ήταν, έγραφε ο Μπακούνιν, «να προωθήσει την Επανάσταση· να καταστρέψει όλες τις κυβερνήσεις και να καταστήσει την διακυβέρνηση αδύνατη για πάντα», να «δώσει την πλήρη ελευθερία στις ... μάζες ... την εθελοντική ομοσπονδιοποίηση και την άνευ όρων ελευθερία» και να «καταπολεμήσει όλες τις φιλοδοξίες κυριάρχησις πάνω στο επαναστατικό κίνημα του λαού» από «κλίκες ή άτομα». Η δύναμή της δεν βασιζόταν στις επίσημες θέσεις αλλά μόνο στη «φυσική αλλά ποτέ επίσημη επιρροή όλων των μελών της Συμμαχίας»60. Ο Μπακούνιν υποστήριζε ότι η Συμμαχία ήταν «μια μυστική κοινότητα, που είναι σχηματισμένη μέσα στην καρδιά της Διεθνούς για να της προσδώσει μια επαναστατική οργάνωση και να μετασχηματίσει αυτήν και όλες τις λαϊκές μάζες που βρίσκονται εκτός της σε μια δύναμη αρκετά οργανωμένη ώστε να εκμηδενίσει την πολιτική, κληρική, αστική αντίδραση, να καταστρέψει όλες τις θρησκευτικές, πολιτικές. δικαστικές δομές των κρατών»61.

Η μυστικότητα της Συμμαχίας είναι βέβαιο πως δεν ήταν μια «εξουσιαστική στρατηγική», βασισμένη «στη χειραγώγηση των άλλων μέσω μυστικών εταιρειών»62. Οι καταπιεστικές συνθήκες υπό τις οποίες δρούσαν οι πρώτοι αναρχικοί κατέστησαν τη μυστικότητα αναγκαία – το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες όλων των ειδών: για παράδειγμα, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκδόθηκε από μια μυστική Κομμουνιστική Λίγκα63. Μέσα σε αυτά τα περιοριστικά πλαίσια οι αναρχικοί προσπάθησαν να κερδίσουν τη μάχη των ιδεών και όχι να χειραγωγήσουν τις λαϊκές τάξεις μέσω συνωμοσίας:

Η διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι εμείς, ως αναρχικοί, βασιστήκαμε κυρίως στην προπαγάνδα και, από τη στιγμή που θέλαμε να κερδίσουμε κόσμο στην κατεύθυνση της υπόθεσης του αναρχισμού, δώσαμε έμφαση στην αποκέντρωση, την αυτονομία των ομάδων, την ελεύθερη πρωτοβουλία, ατομική και συλλογική, ενώ οι Μαρξιστές, όντας εξουσιαστές, ήθελαν να επιβάλουν τις ιδέες τους μέσω της δύναμης της πλειοψηφίας – η οποία ήταν περισσότερο ή λιγότερο πλασματική – μέσω του συγκεντρωτισμού και της πειθαρχίας. Όμως όλοι μας, Μπακουνινιστές και Μαρξιστές, προσπαθήσαμε να ωθήσουμε τα γεγονότα παρά να βασιστούμε στην ώθηση των γεγονότων64.

Το μοντέλο της ειδικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης των τάσεων, που αναπτύχθηκε από τον Μπακούνιν και τη Συμμαχία ως εναλλακτική απέναντι στις Μπλανκιστικές και Μαρξιστικές αντιλήψεις – μιας αναρχικής οργάνωσης με ξεκάθαρη ατζέντα, που δραστηριοποιείται μέσα στα κινήματα των λαϊκών τάξεων, σχετίζεται με τα αιτήματά τους και αγωνίζεται να κερδίσει τη μάχη των ιδεών και όχι για να επιβάλει τη θέλησή της μέσω διαταγών ή χειραγώγησης –, ήταν πάντοτε χαρακτηριστικό του αναρχισμού των μαζών. Σύμφωνα με τον Κροπότκιν, «η παράταξη που κάνει την πιο επαναστατική προπαγάνδα και που έχει δείξει το ισχυρότερο πνεύμα και τόλμη» είναι αυτή που «θα εισακουστεί την ημέρα που θα είναι αναγκαίο να δράσει, να προελάσει προκειμένου να πραγματωθεί η επανάσταση»65. Θεωρούσε απαραίτητο «να σχεδιάσει την διείσδυση στις μάζες και την διέγερσή τους από τους ελευθεριακούς αγωνιστές, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο που έδρασε Συμμαχία στο εσωτερικό της Διεθνούς»66. Απορρίπτοντας την αντίληψη ότι τα σωματεία είναι από επαναστατικά ως τέτοια, ο Κροπόκτιν υπογράμμιζε ότι «υπάρχει η ανάγκη και για εκείνο το άλλο στοιχείο για το οποίο μιλά ο Μαλατέστα και το οποίο πρέσβευε πάντοτε ο Μπακούνιν»67.

Ο Μαλατέστα είχε υποστηρίξει ότι «ο Μπακούνιν περίμενε πάρα πολλά από τη Διεθνή· όμως, παράλληλα, δημιούργησε τη Συμμαχία, μια μυστική οργάνωση με σαφώς ορισμένο πρόγραμμα – αθεϊστικό, σοσιαλιστικό, αναρχικό, επαναστατικό». Αυτή έδωσε «αναρχική ώθηση σε ένα τμήμα της Διεθνούς, ακριβώς όπως και οι Μαρξιστές, από την άλλη πλευρά, έδωσαν Σοσιαλδημοκρατική ώθηση στο άλλο τμήμα»68. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Μαλατέστα φλέρταρε με τη συνθετίστικη θέση, συνήθως καλούσε σε «διαρκή προσπάθεια, υπομονή, συντονισμό και προσαρμοστικότητα στα διαφορετικά περιβάλλοντα και συνθήκες», αμφέβαλλε για το κάτα πόσο είναι σοφό «να συγκεντρώσουμε όλους τους αναρχικούς σε μία και μοναδική οργάνωση» και υποστήριζε τη «συνεργασία για έναν κοινό σκοπό», καθώς και «το ηθικό καθήκον να αντεπεξέλθει κανένας στις υποχρεώσεις του και να μην κάνει τίποτα που μπορεί να αντιπαρατίθεται με το αποδεκτό πρόγραμμα»69. Η ιδανική αναρχική πολιτική οργάνωση ήταν στο μυαλό του αρκετά χαλαρή – για παράδειγμα, τα ψηφίσματα των συνεδρίων δεν θα ήταν δεσμευτικά για όσους διαφωνούν με αυτά – αλλά γενικά τοποθετούταν εντός της προσέγγισης του Μπακούνιν για τον οργανωτικό δυισμό70.

Στην Ισπανία, η F.O.R.E. ακολουθήθηκε από την F.T.R.E. κι έπειτα από το Σύμφωνο Ενότητας κι Αλληλεγγύης, μέσα από οποίο αγωνιστές, «πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα πολιτικών πλαισίων και φοβούμενοι τις ρεφορμιστικές τάσεις των οργανώσεων που βασίζονταν στα σωματεία, δημιούργησαν ... την Αναρχική Ομοσπονδία της Ισπανικής Περιφέρειας»71. Το 1918, και ξανά το 1922, οι αναρχικοί καταπιάστηκαν με τη δουλειά στο εσωτερικό της C.N.T. για να «ασκήσουν πλήρως την επιρροή τους» και να αποτρέψουν την κατάληψή της από τους Μπολσεβίκους72.

Το 1927, η F.A.I. διαδέχθηκε την Εθνική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων. Προοριζόταν να δρα τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ισπανία, ωστόσο φαίνεται πως μόνο στη δεύτερη αποτέλεσε σοβαρό παράγοντα. Έχοντας σαφώς ως πρότυπο τη Συμμαχία, η F.A.I. ήταν μια μυστική οργάνωση αφιερωμένη «στην εντατικοποίηση της αναρχικής συμμετοχής στη C.N.T.» και θεωρούσε ως «καθήκον της να καθοδηγήσει τη C.N.T. αναλαμβάνοντας θέσεις ευθύνης»73. Σύμφωνα με πολλούς βετεράνους, η F.A.I. «επανέφερε την αναρχική ιστορία στις ρίζες της», με τη Συμμαχία να αναγεννιέται «προκειμένου να οδηγήσει και να επιταχύνει την επαναστατική δράση του αναρχοσυνδικαλισμού»74. Τις παραμονές της 19ης Ιουλίου του 1936 είχε σχεδόν 40.000 μέλη75. Η F.A.I. ήταν εκείνη που το 1931 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποπομπή των μετριοπαθών treintistas, μέσω των τις εξεχουσών θέσεων που κατείχε στη C.N.T. – μια διαδικασία κατά την οποία «οι βασικότεροι treintistas αποπέμφθηκαν από τις θέσεις τους στις εκδόσεις και τις επιτροπές» και «διώχθηκαν από τη συνομοσπονδία»76.

Η ισπανική F.A.I. έχει περιγραφεί ως «ένας εξαιρετικά συγκεντρωτικός κομματικός μηχανισμός» αλλά η πραγματικότητα ήταν πιο πολύπλοκη77. Ήταν δομημένη σφιχτά: βασιζόταν σε μικρούς τοπικούς σχηματισμούς που ονομάζονταν «ομάδες συγγένειας», με μια πολιτική προσεκτικής επιλογής μελών, ήταν οργανωμένη σε τοπικές, επαρχιακές και περιφερειακές ομοσπονδίες, οι οποίες συνδέονταν μέσω επιτροπών εκπροσώπων και βασίζονταν σε τακτικές μαζικές συνελεύσεις· είχε επίσης μια Επιτροπή Χερσονήσου που καταπιανόταν με διαχειριστικά ζητήματα, εκτελούσε τις συμφωνημένες αποφάσεις κι εξέδιδε τις δημόσιες πολιτικές ανακοινώσεις78. Υπάρχουν μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι συγκεκριμένοι τομείς τής οργάνωσης ανέπτυξαν μια κουλτούρα δράσης σύμφωνα με την οποία η πολιτική ήταν λιγότερο σημαντική από το να συμβεί κάτι συναρπαστικό και πρακτικό, ανεξάρτητα από τη θέση που αυτό είχε στη στρατηγική της F.A.I., όμως η γενική εικόνα είναι σίγουρα αυτή μιας πολιτικής συνεκτικότητας και ομογένειας79.

Ο Ντουρρούτι (1896-1936) ήταν η ιδανική ενσάρκωση αγωνιστή της F.A.I. Γιός ενός σιδηροδρομικού εργάτη, έγινε σιδηροδρομικός μηχανικός στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, διέφυγε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δραματικής γενικής απεργίας του 1917, μετακινήθηκε προς τον αναρχισμό και, με την επιστροφή του το 1919, εντάχθηκε στη C.N.T.80 Ήταν δραστήριος στα σωματεία και το 1922 βοήθησε στην ίδρυση της μυστικής αναρχικής ομάδας Οι Αλληλέγγυοι («Los Solidarios»). Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 υπήρξε ένα κίνημα εκτελέσεων αγωνιστών της C.N.T. από έμμισθους δολοφόνους των εργοδοτών και την αστυνομία και ομάδες όπως Οι Αλληλέγγυοι οργάνωσαν ένοπλα αντίποινα. Βασισμένες στη C.N.T., αυτές οι ένοπλες ομάδες ήταν ποιοτικά διαφορετικές από αυτές των εξεγερσιακών αναρχικών, καθώς οι δράσεις τους αποτελούσαν τμήμα ενός μαζικού αγώνα, όχι υποκατάστατό του. Στο ίδιο πνεύμα, ο Ντουρρούτι λήστευε και τράπεζες σε όλη την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική για να εξασφαλίσει πόρους.

Το 1931, ο Ντουρρούτι εντάχθηκε στη F.A.I., συνδέθηκε με τη σκληροπυρηνική τάση Εμείς («Nosotros») κι έπαιξε κεντρικό ρόλο στους σχεδιασμούς της C.N.T. για επανάσταση το 1932 και το 1933 συμμετέχοντας στην Εθνική Επαναστατική Επιτροπή. Όταν ξέσπασε η Ισπανική Επανάσταση, αντιτάχθηκε στην προσέγγιση του Λαϊκού Μετώπου και ανέλαβε ηγετικό ρόλο στη λαϊκή πολιτοφυλακή, όντας επικεφαλής αυτού που έγινε γνωστό ως Φάλαγγα Ντουρρούτι, η οποία πολέμησε στο μέτωπο της Αραγωνίας κι έπειτα προς υπεράσπιση της Μαδρίτης. Ο Ντουρρούτι πυροβολήθηκε την 20ή Νοεμβρίου 1936 και, δυο μέρες αργότερα, στην κηδεία του στη Βαρκελώνη παρευρέθησαν μισό εκατομμύριο άνθρωποι, καθιστώντας την τη μεγαλύτερη αντίστοιχη πομπή στην ιστορία της πόλης.

Η άποψη του Γούντκοκ πως η Ισπανία αποτελεί «τη μοναδική στιγμή της ιστορίας του αναρχισμού» στην οποία «πραγματώθηκε το σχέδιο του Μπακούνιν για μια μυστική ελίτ αφοσιωμένων αγωνιστών που έχει τον έλεγχο [sic] μιας δημόσιας μαζικής οργάνωσης μερικώς πεπεισμένων εργατών» είναι άστοχη, καθώς παρόμοιες περιπτώσεις εφαρμογής της προσέγγισης του Μπακούνιν μπορούν να βρεθούν και αλλού81. Ήδη έχουμε αναφερθεί σε παραδείγματα όπως οι πυρήνες, η S.N.L.A., η I.S.E.L., η I.W.P.A. και το S.L.P.

Στο Μεξικό, η μυστική αναρχική ομάδα La Social, που πρωτοϊδρύθηκε το 1865, έπαιξε ενεργό ρόλο και στη C.G.O. και στο C.G.C.O.M., στοχεύοντας την ίδρυση σωματείων «ίδιων στη φύση» με την ισπανική C.N.T.82 To 1921 η παράδοση αυτή αναζωογονήθηκε με την ίδρυση της Luz (που το 1913 μετονωμάστηκε σε Lucha, ή «Αγώνας»), μιας μυστικής οργάνωσης που μαχόταν για τη «δημιουργία ενός αναρχοσυνδικαλιστικού εργατικού μετώπου»83. Στο πύρινο μανιφέστο της διακήρυττε ότι θα «διαφωτίσει έναν σκλαβωμένο και αδαή λαό», θα «ανατρέψει τους βασανιστές της ανθρωπότητας», θα «αφανίσει τους κοινωνικούς θεσμούς που δημιουργήθηκαν από βασανιστές και αργόσχολους», θα «χρησιμοποιήσει την αλήθεια ως απόλυτο όπλο ενάντια στην ανισότητα» και θα πορευτεί «προς το παγκόσμιο έθνος στο οποίο όλοι θα μπορούν να ζήσουν με αμοιβαίο σεβασμό» και «απόλυτη ελευθερία»84.

Εκτός από την προώθηση των εργατικών σχολείων και βιβλιοθηκών, χορηγούμενων από τα σωματεία, η Luz διοργάνωσε λαϊκά εκπαιδευτικά μαθήματα, ίδρυσε την C.O.M., έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωσή της και λειτούργησε στο εσωτερικό της «ως ομάδα ελέγχου [sic] Μπακουνινιστικού τύπου»85. Μέχρι το 1914 είχε γίνει τόσο δύσκολο να διακριθεί η συνομοσπονδιακή επιτροπή της ένωσης από την Lucha που έπαψε να χρησιμοποιείται ακόμη και ο όρος Lucha86. Το 1917 σχηματίστηκε μια νέα ομάδα, η Grupo Luz («Ομάδα Φωτός»), η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υπεράσπιση και την ενδυνάμωση του συνδικαλισμού κατά τη δύσκολη περίοδο από το 1917 ως το 1921, βοηθώντας στον σχηματισμό της Μεξικάνικης C.G.T.87

Στην Κίνα, ο κύκλος του Σιφού, η Κοινότητα των Αναρχικών Κομμουνιστών Συντρόφων, πρωτοστάτησε στην οργάνωση των σωματείων· «η ομάδα του Σιφού [sic] ήταν η πρώτη που ενεπλάκη σε αυτή τη δραστηριότητα, προπαγάνδισε τον συνδικαλισμό στην Κίνα και, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 όποτε άρχισε να χάνει έδαφος από το Κομμουνιστικό Κόμμα, βρισκόταν στην ηγεσία του εργατικού κινήματος»88. Μέχρι το 1920 είχε διοργανώσει την πρώτη Πρωτομαγία της Κίνας (το 1918), είχε εκδόσει το πρώτο εγχώριο περιοδικό που ήταν αφιερωμένο στα σωματεία, το Laodong zazhi («Εργατικό Περιοδικό»), είχε ιδρύσει σχεδόν 40 σωματεία και είχε παίξει ρόλο αντίστοιχο με εκείνο ομάδων όπως η La Social και η Luz. Στην Ιαπωνία, ο ρόλος τής Κοκούρεν στη Ζενκόκου Τζίρεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν που είχε η F.A.I. στη C.N.T.89 Η Κοκούρεν, που σχηματίστηκε το 1925, ήταν ένας «εσωτερικός πυρήνας σκληραγωγημένων από τις μάχες αγωνιστών» που δρούσε στα ριζοσπαστικά σωματεία· δραστηριοποιήθηκε επίσης στην αποικιοκρατούμενη Κορέα και την Ταϊβάν90.

Στη Νότιο Αφρική, η συνδικαλιστική πολιτική ομάδα, η Διεθνής Σοσιαλιστική Λίγκα, υποστήριζε τα πολιτικά δικαιώματα, προωθούσε τις συνδικαλιστικές ιδέες, διένειμε συνδικαλιστικό υλικό και δραστηριοποιούταν στο εσωτερικό των κυρίαρχων σωματείων, όπου προωθούσε ολοένα και περισσότερο το συνδικαλισμό απεύθυνσης στη βάση. Επίσης σχημάτισε αρκετές συνδικαλιστικές ενώσεις, όπως η Βιομηχανική Ένωση Εργαζομένων στην Ένδυση, η Ένωση Αμαξάδων, οι Βιομηχανικοί Εργάτες της Αφρικής και η Βιομηχανική Ένωση Ινδών Εργατών. Σε καθεμία από αυτές τις συνδικαλιστικές ενώσεις, οι ηγετικές φιγούρες, όπως ο Τιμπέντι, ήταν μέλη της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Λίγκας. Δεδομένου ότι τα κυρίαρχα σωματεία, στο σύνολό τους, δεν αποδέχονταν τους έγχρωμους εργάτες, παράλληλα με την προώθηση του συνδικαλισμού απεύθυνσης στη βάση πραγματοποιούταν και ο σχηματισμός νέων συνδικαλιστικών ενώσεων.

Ωστόσο, παρ' όλο που η Διεθνής Σοσιαλιστική Λίγκα στόχευε να λειτουργεί ως ένας συνεκτικός και σφικτός σχηματισμός, έτεινε να μην έχει ένα ξεκάθαρο και συνεπές πρόγραμμα δράσης που θα μπορούσε να ενισχύσει την ενότητα γύρω από ξεκάθαρες δραστηριότητες και στόχους, απέφευγε τις δύσκολες επιλογές που αφορούσαν τη χρήση των λιγοστών της χρημάτων, ανθρώπων και του περιορισμένου της χρόνου και γενικότερα προσπαθούσε να οργανώσει κάθε εργάτη, σε κάθε μέρος και οποτεδήποτε91. Αυτό σήμαινε ότι οι δυνάμεις της συχνά κατακερματίζονταν και τα επιτεύγματά της δεν ήταν στέρεα. Παρά την κάποια επιρροή της σε αφρικάνικες και έγχρωμες εθνικιστικές ομάδες, όπως το Ιθαγενές Συνέδριο του Τράνσβααλ, δεν γινόταν διαρκής δουλειά στους σχηματισμούς αυτούς· παράλληλα, οι συνδικαλιστικές ενώσεις δεν συνδέθηκαν ποτέ μεταξύ τους μέσω μιας ομοσπονδίας, ούτε συντονίστηκαν με άλλους τρόπους.

Η Συμμαχία και οι επίγονοί της τής Μπακουνινιστικής παράδοσης του οργανωτικού δυισμού αποδείχθηκαν επιτυχημένοι όσον αφορά την προώθηση και την υπεράσπιση των ιδεών της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης στις μαζικές οργανώσεις και ήταν καθοριστικοί στην προώθηση της επιτυχούς εφαρμογής του σχεδίου του αναρχισμού των μαζών. Αυτή η πορεία απορρέει άμεσα από την υποστήριξη από μέρους τους κοινών προοπτικών και την εφαρμογή του προγράμματος που υιοθετούσαν. Σε ό,τι έχει να κάνει με την ενοποίηση των αναρχικών γύρω από ξεκάθαρους στόχους, την εκπόνηση ενός σχεδίου στρατηγικών και τακτικών επιλογών, τον άμεσο προσανατολισμό προς τις λαϊκές τάξεις, τους αγώνες και τις οργανώσεις τους, την υιοθέτηση μιας ποσιμπιλιστικής προοπτικής, τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις προτεραιότητες και την αποφυγή κατακερματισμού των περιορισμένων πόρων, την ένωση των δυνάμεων γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα και την ανάληψη της ευθύνης για την εφαρμογή του, η μικρή Μπακουνινιστική οργάνωση είναι αναμφίβολα πιο αποτελεσματική από μια μεγάλη ομαδοποίηση που αγωνίζεται για έναν χαλαρό αναρχισμό χωρίς επίθετα. Από τον Μπακούνιν στην «Πλατφόρμα»

Το 1926, ο Μάχνο, ο Αρσίνοφ και οι άλλοι συντάκτες της Dielo Truda που είχαν ως βάση το Παρίσι εξέδωσαν την Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών, η οποία προέτασσε μια ειδική αναρχική πολιτική ομάδα με κοινές θέσεις, κοινό πρόγραμμα και μια εκτελεστική επιτροπή92. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι υποστηρικτές της χαλαρής αντίληψης της αναρχικής πολιτικής οργάνωσης απάντησαν με μια σειρά σφοδρών επιθέσεων. Ο Βολίν ηγήθηκε αυτής της εκστρατείας, επιμένοντας ότι η Πλατφόρμα «απέχει μόνο ένα βήμα από τον Μπολσεβικισμό» και ότι συγκροτούσε έναν αναρχικό «ρεβιζιονισμό στην κατεύθυνση του Μπολσεβικισμού». Διαβεβαίωνε ότι η «Εκτελεστική Επιτροπή της Γενικής Ένωσης Αναρχικών», που θα «αναλάβει την ιδεολογική και οργανωτική καθοδήγηση κάθε οργάνωσης» και υποστηρίζει «τον εξαναγκασμό, τη βία, τις κυρώσεις», την κατάργηση «της ελευθερίας του τύπου και της ελευθερίας του λόγου», τη «συγκεντρωτική και σχεδιασμένη» οικονομία κι έναν «κεντρικό στρατό, με κεντρικές εντολές και “πολιτική διεύθυνση”», θα κυριεύσει τις «μαζικές οργανώσεις»93. Αυτές οι κατηγορίες – ότι η Πλατφόρμα ήταν Λενινιστική ή Μπλανκιστική – έχουν γίνει σήμερα άκριτα αποδεκτές από πολλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές, καθώς κι από μελετητές94. «Είναι δύσκολο να βρούμε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτή την αντίληψη και την Μπολσεβίκικη ιδέα της επαναστατικής πρωτοπορίας»95. Η στρατηγική της Πλατφόρμας «ουσιαστικά αποτελούταν από την υιοθέτηση μπολσεβίκικων μέσων προκειμένου να ανταγωνιστεί αποτελεσματικότερα τον μπολσεβικισμό»96.

Ωστόσο, αυτοί οι ισχυρισμοί αποτελούν μάλλον μια παρωδία της Πλατφόρμας, η οποία στην πραγματικοτητα προέτασσε «τη συνολική άρνηση ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου στις αρχές των τάξεων και του Κράτους και την αντικατάστασή του από μια ελεύθερη ακρατική κοινωνία εργατικής αυτοδιεύθυνσης». Η Πλατφόρμα προωθούσε μια «Γενική Ένωση Αναρχικών» που θα στόχευε στην «η προπαρασκευή των εργατών και αγροτών για την κοινωνική επανάσταση» μέσα από την «ελευθεριακή εκπαίδευση», η οποία απαιτούσε «μια επιλογή και ομαδοποίηση των επαναστατικών εργατικών και αγροτικών δυνάμεων σε μια ελευθεριακή κομμουνιστική θεωρητική βάση» παράλληλα με την οργάνωση των «εργατών και αγροτών σε μια οικονομική βάση παραγωγής και κατανάλωσης»97.

Εφόσον οι μαζικές οργανώσεις όπως τα σωματεία και τα αγροτικά κινήματα δεν γεννούν αυθόρμητα την επαναστατική συνείδηση, το «θεμελιώδες καθήκον» της «Γενικής Ένωσης Αναρχικών» είναι η νίκη στην μάχη των ιδεών, προκειμένου ο αναρχισμός «να γίνει η καθοδηγητική αρχή της επανάστασης». Αυτό συνεπάγεται δουλειά στα σωματεία: εφόσον αυτά ενώνουν «τους εργάτες στη βάση της παραγωγής, ο επαναστατικός συνδικαλισμός, όπως όλες οι ομάδες που βασίζονται στα επαγγέλματα, δεν έχει μια καθορισμένη θεωρία» και «αντανακλά πάντα τις ιδεολογίες των ποικίλων πολιτικών ομαδοποιήσεων, ειδικά αυτών που εργάζονται εντονότερα στις γραμμές του». Συνεπώς, «τα καθήκοντα των αναρχικών στις γραμμές του κινήματος αυτού [των σωματείων] συνίστανται στην ανάπτυξη της ελευθεριακής θεωρίας και την κατεύθυνσή του προς μια ελευθεριακή οδό, προκειμένου να μετασχηματιστεί σε ένα δραστήριο βραχίονα της κοινωνικής επανάστασης». Η οργάνωση «δεν φιλοδοξεί να γίνει πολιτική εξουσία ούτε και δικτατορία» αλλά προσπαθεί «να βοηθήσει τις μάζες να πάρουν τον αυθεντικό δρόμο προς την κοινωνική επανάσταση» μέσα από λαϊκούς σχηματισμούς οικοδομημένους «από το λαό και πάντα κάτω από τον έλεγχο και την επιρροή του», πραγματώνοντας με αυτό τον τρόπο «την πραγματική αυτοδιεύθυνση»98.

Αυτά τα καθήκοντα δεν θα μπορούσαν να εκπληρωθούν μέσα από έναν άτυπο σχηματισμό, όπως πρότειναν οι αντιοργανωτικοί, ούτε από μια χαλαρή οργάνωση βασισμένη στις γραμμές του αναρχισμού χωρίς επίθετα, καθώς «οι μάζες απαιτούν μια ξεκάθαρη και ακριβή ανταπόκριση από την πλευρά των αναρχικών». «Από τη στιγμή που οι αναρχικοί δηλώνουν την αντίληψή τους για την επανάσταση και τη δομή της κοινωνίας, είναι υποχρεωμένοι να δώσουν σε όλα αυτά τα ζητήματα μια ξεκάθαρη απάντηση, να συσχετίσουν τη λύση αυτών των προβλημάτων με τη γενική ιδέα του ελευθεριακού κομμουνισμού και να αφοσιωθούν με όλες τους τις δυνάμεις στην πραγματοποίησή των παραπάνω.» Ως αποτέλεσμα, η αναρχική πολιτική οργάνωση πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις βαθιές συμφωνίες στο πρόγραμμα και τα σχέδιά της, τη συλλογική υπευθυνότητα των μελών της, την ομοσπονδιακή δομή και να έχει μια εκτελεστική επιτροπή με καθήκοντα «καθορισμένα από το συνέδριο»99. Συνολικά λοιπόν, η Πλατφόρμα θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια επαναδιατύπωση της Μπακουνινιστικής προσέγγισης και όχι ως καινοτομία, πολλώ δε μάλλον ως «ρεβιζιονισμός στην κατεύθυνση του Μπολσεβικισμού».

Η Πλατφόρμα, όπως και το Προς μια Νέα Επανάσταση των A.D., προέκυψε μέσα σε επαναστατικά πλαίσια – στην περίπτωσή μας, τη Ρωσική και την Ουκρανική επανάσταση των τελών της δεκαετίας του 1910. Παρ' όλο που αμφότεροι οι Μπακούνιν και Κροπότκιν κατάγονταν από τη Ρωσία, η συνεισφορά τους στο αναρχικό κίνημα αφορούσε κυρίως τη Δυτική Ευρώπη. Η Ρωσία είχε ίσως το πιο αδύναμο από τα αναρχικά και συνδικαλιστικά κινήματα της Ευρώπης. Ο αναρχισμός έπαιξε ρόλο στο κίνημα των ναροτνικών, αλλά το S.R. που προέκυψε από τους ναροτνικούς αποτελούταν κυρίως από πολιτικούς σοσιαλιστές. Αν και στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα παρέπαιε, το κίνημα αναπτύχθηκε ραγδαία στις αρχες του εικοστού αιώνα, κυρίως λόγω των γεγονότων της Ρωσικής επανάστασης του 1905100. Η ικανότητά του να δρα αποτελεσματικά προσέκρουσε στις βαθιές διαιρέσεις ανάμεσα στους αυτοαποκαλούμενους «Αναρχικούς Κομμουνιστές», που ήταν κυρίως εξεγερσιακοί αναρχικοί, και τους αναρχικούς των μαζών, που ήταν και οι ίδιοι βαθιά διαιρεμένοι στο εσωτερικό τους, πάνω σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικών. Πέρα από αυτά τα δυο βασικά ρεύματα, υπήρχε επίσης ένα πλήθος Στιρνερικών και λοιπών εκκεντρικών, πολλοί από τους οποίους αυτοανακυρήχθηκαν αναρχικοί «ατομικιστές».

Μέχρι το 1917, εξιστορεί ο Βολίν, ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός ήταν περιθωριακοί και «σχεδόν άγνωστοι» στη Ρωσία101. Το σοσιαλιστικό κίνημα της Ρωσίας κυριαρχούταν από τους Μενσεβίκους, που είχαν εξελιχθεί σε ένα σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, τους Μπολσεβίκους, που συνδέονταν με τον κλασικό Μαρξισμό, και το S.R., που ήταν διαιρεμένο σε μετριοπαθείς και ριζοσπαστικές πτέρυγες. Ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκαν ραγδαία με την Ρωσική Επανάσταση του 1917, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να διεκδικήσουν ηγετικό ρόλο, παρά την επιστροφή από την εξορία προσωπικοτήτων όπως ο Μπέργκμαν, ο Τζερκέζοφ, η Γκόλντμαν, ο Κροπότκιν και ο Βολίν. Η Golos Truda εκδόθηκε στη Ρωσία με αφετηρία τον Αύγουστο του 1917 από την Ένωση Αναρχοσυνδικαλιστικής Προπαγάνδας. Στους συντάκτες της συμπεριλαμβάνονταν οι Μαξίμοφ και Βολίν102. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ήταν πολύ επικριτικοί όσον αφορά το Μπολσεβίκικο καθεστώς και, παρά τη διαρκή καταστολή, ίδρυσαν τη Συνομοσπονδία των Ρώσων Αναρχοσυνδικαλιστών το Νοέμβριο του 1918103. Αντί να προσπαθήσουν να καταλάβουν τα υπάρχοντα σωματεία, που ελέγχονταν από τα πολιτικά κόμματα και όντας δύσπιστοι μπροστά στην διαρκώς αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση των σοβιέτ, οι αναρχοσυνδικαλιστές υιοθέτησαν τον συνδικαλισμό απεύθυνσης στη βάση, επικεντρώνοντας στο κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών που αναδύθηκε το 1917104. Την ίδια στιγμή, οι Αναρχικοί Κομμουνιστές συνέχιζαν τις εκτελέσεις και τις «απαλλοτριώσεις» τους (παρέχοντας μια έτοιμη δικαιολογία στη διαρκή Μπολσεβίκικη καταστολή των αναρχικών και των συνδικαλιστών), ενώ ένα σημαντικό τμήμα των αναρχικών, απογοητευμένο από την κατάσταση του κινήματος, εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους ή τους υποστήριξε ενεργά τελευταίοι ήταν γνωστοί ως «σοβιετό-αναρχικοί».

Ήταν πλέον αργά και το κίνημα μέχρι το 1921 είχε συντριβεί κι εξοριστεί. Η μεγάλη εξαίρεση αυτής της συνθήκης ήταν μια και έλαβε χώρα στα Ρωσικά εδάφη της Ουκρανίας· εδώ τα γεγονότα πήραν τόσο δραματικά διαφορετική τροπή, ώστε νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για μια διακριτή Ουκρανική Επανάσταση. Από το 1917 κι έπειτα, οι αναρχικοί ξεκίνησαν να παίζουν κεντρικό ρόλο τόσο στα αστικά κέντρα, κυρίως στην επαρχιακή πρωτεύουσα Γκιουλάι-Πόλε, όσο και ανάμεσα στους αγρότες. Εκτός από τη δράση στα σωματεία της βιομηχανίας, σχημάτισαν την Αγροτική Ένωση, άρχισαν να προωθούν την απαλλοτρίωση της γης και των εργοστασίων και το 1917 επιχείρησαν να καταστρέψουν τον κρατικό μηχανισμό. Κατά τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του έτους αυτού βοήθησαν να ηττηθεί μια προσπάθεια των Ουκρανών εθνικιστών να πάρουν την εξουσία.

Όταν οι Μπολσεβίκοι παρέδωσαν την Ουκρανία στις γερμανικές δυνάμεις με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ οι δραστηριότητες αυτές παρακωλύθηκαν. Όμως οι αναρχικοί κατάφεραν να οργανώσουν αντάρτικα αποσπάσματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκδίωξη των εισβολέων το 1918· τα αποσπάσματα αυτά εξελίχθηκαν σε μια τεράστια πολιτοφυλακή καθοδηγούμενη από τους αναρχικούς, τον Επαναστατικό Εξεγερσιακό Στρατό της Ουκρανίας (R.I.A.U.). Καθώς ο R.I.A.U. αναπτυσσόταν κι εξάπλωνε τον έλεγχό του σε όλη την επαρχία, έδωσε χώρο για την άνθιση μιας αναρχικής επανάστασης σε ένα μεγάλο μέρος της νότιας Ουκρανίας. Βασισμένη στους φτωχούς αγρότες, αλλά με σημαντικό βαθμό στήριξης από τις πόλεις, η Ουκρανική Επανάσταση έκανε μεγάλης κλίμακας απαλλοτριώσεις γης, σχημάτισε αγροτικές κολλεκτίβες και εγκαθίδρυσε τη βιομηχανική αυτοδιεύθυνση. Όλα αυτά συντονίζονταν μέσα από ομοσπονδίες και συνέδρια των σοβιέτ. Ο Βολίν, εγκαταλείποντας το καταπιεστικό κλίμα της Πετρούπολης, εντάχθηκε στο κίνημα και βοήθησε, μαζί με τον Αρσίνοφ, στην ίδρυση της αναρχικής ομοσπονδίας Ναμπάτ· μιας ομοσπονδίας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Μαχνοβίτικη εκπαίδευση και προπαγάνδα.

Η βασικότερη φιγούρα του κινήματος ήταν ο Μάχνο105. Γιός φτωχών αγροτών, δούλεψε από μικρή ηλικία ως ελαιοχρωματιστής, εργάτης σε φάρμες κι έπειτα ως εργάτης σε χυτήριο. Το 1906 εντάχθηκε σε μια εξεγερσιακή αναρχική ομάδα. Ενεπλάκη σε έναν αριθμό τρομοκρατικών δράσεων και φυλακίστηκε το 1908, αλλά η θανατική του ποινή μετατράπηκε σε καταναγκαστικά έργα. Απελευθερώθηκε το 1917, μετά τις πολιτικές αμνηστίες που ακολούθησαν την κατάρρευση του τσαρισμού. Στη φυλακή ο Μάχνο ήρθε σε ρήξη με τον εξεγερτισμό και μετά την απελευθέρωσή του οργάνωσε την Ομάδα Αναρχικών Κομμουνιστών κι έγινε ηγετική φιγούρα των σωματείων του Γκιουλάι-Πόλε. Σχημάτισε επίσης την Αγροτική Ένωση και στη συνέχεια έγινε η κεντρική φιγούρα του R.I.A.U.· δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ουκρανικό επαναστατικό κίνημα έγινε ευρύτερα γνωστό ως Μαχνοβίτικο. Το 1921 διέφυγε στο εξωτερικό, καθώς ο Μπολσεβίκικος Κόκκινος Στρατός συνέτριψε την Ουκρανική Επανάσταση, καταλήγοντας στη Γαλλία, όπου ενεπλάκη στη Dielo Truda και την Ομάδα Ρώσων Αναρχικών του Εξωτερικού. Πέθανε σε καθεστώς απελπιστικής φτώχιας το 1935.

Η ζωή του Μάχνο δεν μπορεί να διαχωριστεί εύκολα από αυτή του Αρσίνοφ, ενός αναρχικού μεταλλεργάτη. Ο Αρσίνοφ καταγόταν από την πόλη της Αικατερίνοσλαβ στην Ουκρανία και πριν τη στροφή του προς τον αναρχισμό το 1906, ήταν επιφανής Μπολσεβίκος. Στην αρχή ήταν εξεγερσιακός αναρχικός κι ενεπλάκη, όπως ο Μάχνο, σε ένοπλες δράσεις και καταδικάστηκε εις θάνατον. Ο Αρσίνοφ δραπέτευσε στη Δυτική Ευρώπη αλλά εκδόθηκε και δικάστηκε ξανά, με την ποινή του να μετατρέπεται σε καταναγκαστικά έργα. Στη φυλακή γνώρισε τον Μάχνο και επηρέασε βαθιά τον νεαρό ακτιβιστή. Με την απελευθέρωσή του το 1917, ο Αρσίνοφ αρχικά πήγε στη Μόσχα κι έπειτα επέστρεψε στην επαναστατημένη Ουκρανία. Όπως και ο Μάχνο, αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό και κατέληξε στο Παρίσι. Το 1931 ο Αρσίνοφ πήρε τη μοιραία απόφαση να επιστρέψει στη Ρωσία, ελπίζοντας να δημιουργήσει μια υπόγεια αναρχική ομάδα. Ο Νεττλώ έγραφε τότε σαρκαστικά ότι ο Αρσίνοφ «στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ αναρχικός» και ότι η απόφασή του να μπει στη Σοβιετική Ένωση ήταν απλώς μια «επιστροφή στο σπίτι του»106. Ο Στάλιν προφανώς διαφώνησε μαζί του: ο Αρσίνοφ εκτελέστηκε το 1937 για αναρχική δραστηριότητα.

Επανεξετάζοντας τη Διαμάχη περί «Πλατφόρμας»

Οι Μάχνο και Αρσίνοφ συνέδεσαν σαφώς την Πλατφόρμα με την κληρονομιά του Μπακούνν. «Οι φιλοδοξίες του περί οργάνωσης καθώς και η δράση του στην Πρώτη Διεθνή μας παρέχουν κάθε δικαίωμα να τον δούμε ως ένα δραστηριοποιημένο μαχητή» της ιδέας ότι ο αναρχισμός «πρέπει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε μια οργάνωση, συνεχώς δρώσα, όπως απαιτείται από την πραγματικότητα και τη στρατηγική τής ταξικής πάλης»107. Στο ίδιο μήκος κύματος, παρέθεσαν σχόλιο του Κροπότκιν επιδοκιμάζοντάς το: «H δημιουργία μιας αναρχικής οργάνωσης ... όχι μόνο δεν είναι επιζήμια για το κοινό επαναστατικό καθήκον, αλλά είναι και ... επιθυμητή και χρήσιμη στο μέγιστο βαθμό»108. Σύμφωνα με τους συγγραφείς τής Πλατφόρμας, αυτό που συνεισέφερε στη συντριπτική ήττα του ρωσικού κινήματος από τον Μπολσεβικισμό ήταν ακριβώς η απουσία μιας συντονισμένης αναρχικής πολιτικής ομάδας με κοινό πρόγραμμα. Εκτός της Ουκρανίας, ο ρωσικός αναρχισμός χαρακτηριζόταν από «απραξία και στειρότητα», «σύγχυση της αναρχικής θεωρίας και οργανωτικό χάος στις τάξεις των αναρχικών»· πράγματι, οι περισσότεροι Ρώσοι αναρχικοί απλώς «κοιμόντουσαν ύπνο βαθύ» κατά την Ουκρανική Επανάσταση, που ήταν ένα «μαζικό κίνημα ύψιστης σημασίας»109. Ήταν κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης «που το ελευθεριακό κίνημα επέδειξε το μέγιστο βαθμό τοπικισμού κι έλλειψης συνοχής»110.

Αυτό, βέβαια, εγείρει το ερώτημα γιατί η Πλατφόρμα προκάλεσε τόσο μεγάλη διαμάχη. Αρχικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαμάχης σχετικά με την Πλατφόρμα πραγματοποιήθηκε εντός των κύκλων των εξόριστων Ρώσων αναρχικών: αυτοί οι κύκλοι μεταναστών είναι πασίγνωστοι για τη μεταξύ τους φαγωμάρα και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υπήρξε μια σχεδόν ολική ρήξη στις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στους Μάχνο και Βολίν, καθώς και ανάμεσα στους Αρσίνοφ και Μπέργκμαν. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της διαμάχης διεξήχθη στα γαλλικά και τράβηξε την προσοχή αναρχικών που βρίσκονταν αρκετά έξω από τους κύκλους των εξόριστων Ρώσων. Στη σφοδρότητα με την οποία πολλοί αναρχικοί αντιτάχθηκαν στην Πλατφόρμα συνέβαλαν και αρκετοί ακόμα παράγοντες – πιο συγκεκριμένα, η άνοδος του αντιοργανωτισμού και ο φόβος του επελαύνοντος Μπολσεβικισμού εκφράστηκαν στην αντίληψη ότι μια σφικτή αναρχική οργάνωση θα οδηγήσει αναγκαστικά στον Μπολσεβικισμό.

Πολλές από τις κριτικές πάνω στην Πλατφόρμα προήλθαν από ακριβώς εκείνο το κομμάτι του αναρχισμού που απέρριπτε τη σφιχτή οργάνωση για λόγους αρχής. Για παράδειγμα, η Μαρία Ισιντίν (1873-1933), μια αναρχική κι επιστημόνισσα ρωσικής και γαλλικής καταγωγής, άσκησε κριτική στην Πλατφόρμα σε μια εργασία στην οποία απέρριπτε για λόγους αρχής την αντίληψη ότι μια οργάνωση θα πρέπει να έχει κοινές πολιτικές θέσεις, κοινή στρατηγική, μια ξεκάθαρη ομοσπονδιακή δομή και να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις ή να κατευθύνει τα έντυπά της στην προώθηση συγκεκριμένων θέσεων111. Κατά τη γνώμη της, ακόμη και η συνθετίστικη προσέγγιση είναι υπερβολική: κάθε άτομο, τοπική ομάδα και ρεύμα θα πρέπει να είναι ελεύθερο να δράσει όπως αυτό κρίνει, καθώς κάτι τέτοιο είναι αποτελεσματικό, προωθεί την ενότητα και δεν παραβαίνει τα δικαιώματα των διαφωνουσών μειοψηφιών. Δεδομένης αυτής της οπτικής, ήταν αναπόφευκτο να δυσφορήσει η Ισιντίν με τις προτάσεις της Πλατφόρμας, οι οποίες της φαίνονταν σαν κάλεσμα για τη δημιουργία ενός «δυνατού, συγκεντρωτικού κόμματος», αποτελούμενου από «νέες οργανωτικές φόρμουλες» που ήταν «εμπνευσμένες» από τον Μπολσεβικισμό112. (Και για τον Βολίν η Πλατφόρμα απείχε «μόνο ένα βήμα από τον Μπολσεβικισμό» και η ομοιότητα μεταξύ των Μπολσεβίκων και των “Πλατφορμιστών αναρχικών” ήταν τρομακτική».113)

Αυτές οι κριτικές στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το γιατί οι βαθιές συμφωνίες στην ανάλυση, τη στρατηγική και τις τακτικές είναι ασύμβατες με τον αναρχισμό. Η άποψη ότι ένα κοινό πρόγραμμα παραβιάζει τα δικαιώματα όσων δεν μπορούν να συμφωνήσουν με αυτό έχει σίγουρα αδυναμίες. Αν υπάρχει βαθιά διαίρεση, η μειοψηφία μπορεί να συναινέσει στην άποψη της πλειοψηφίας ή, αν κριθεί εφικτό, να επιτραπούν δυο διαφορετικές τακτικές ή η μειοψηφία να αποσυρθεί· η μειοψηφία ούτε τιμωρείται επειδή διαφωνεί ούτε εξαναγκάζεται να συμφωνήσει και μπορεί ελεύθερα να αποχωρήσει οποτεδήποτε το θελήσει. Τα προβλήματα δεν λείπουν επίσης και από την πρόταση που θέτει ως ζήτημα αρχής το να υποχρεούται η πλειοψηφία να επιτρέπει σε μια διαφωνούσα μειοψηφία να κάνει ακριβώς ό,τι θέλει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι μέλος της ίδιας οργάνωσης. Πέρα από τον κατακερματισμό των περιορισμένων πόρων, μπορεί να είναι προβληματική και με άλλους τρόπους: εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τις προφανείς επιπτώσεις στην ατομική ελευθερία της πλειοψηφίας στην περίπτωση μιας ομάδας εξεγερσιακών αναρχικών που εμπλέκεται σε εκτελέσεις ενώ ένα άλλο μέρος της οργάνωσης επικεντρώνεται στην προσεκτική δουλειά στα σωματεία κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Κριτικές όπως αυτές της Ισιντίν και του Βολίν έκαναν μεγάλο κακό στον αναρχισμό με το να παρωδούν την Πλατφόρμα: Το σημαντικότερο όλων είναι ότι απλώς απέφυγαν το δύσκολο ζήτημα που έθετε η Πλατφόρμα: την τρομερή αποτυχία του ρωσικού αναρχισμού. Ο Βολίν εκκαθάρισε την αναρχική και συνδικαλιστική ιστορία από εμπειρίες όπως αυτή της Συμμαχίας και διαστρέβλωσε την Ουκρανική Επανάσταση. Ο ρόλος της Ναμπάτ φαίνεται πως επιβεβαιώνει τις απόψεις της Πλατφόρμας, έτσι ο Βολίν την παρουσίασε ως επιτυχημένο παράγειγμα της συνθετίστικης προσέγγισης. Αν και η Ναμπάτ αρχικά είχε μια εμφανώς συνθετίστικη αντίληψη, γρήγορα εξελίχθηκε μέσα «στη δίνη της επανάστασης» σε μια ομοσπονδία που συσπείρωνε «τους πιο αποφασιστικούς, τους πιο δυναμικούς αγωνιστές που είχαν τα μάτια τους στραμμένα στη δρομολόγηση ενός υγιούς, καλά δομημένου κινήματος με την προοπτική ενός ξεκάθαρου προγράμματος»114. Η Ναμπάτ εφάρμοσε την πλειοψηφική λήψη αποφάσεων και προώθησε μια ενωτική «πολιτική γραμμή», «μια μοναδική, συνεκτική πλατφόρμα»:

Με λίγα λόγια, ήταν ένα καλά δομημένο και καλά πειθαρχημένο κίνημα με ένα ηγετικό κλιμάκιο διορισμένο κι ελεγχόμενο από τη βάση. Και ας μην υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με το ρόλο αυτού του κλιμακίου [της γραμματείας]: δεν είχε απλά «τεχνικό» εκτελεστικό ρόλο, όπως λέγεται συχνά. Ήταν επίσης ο ιδεολογικός «κατευθυντικός πυρήνας» του κινήματος που επέβλεπε τα εκδοτικά εγχειρήματα και την προπαγανδιστική δραστηριότητα, αξιοποιούσε το κεντρικό ταμείο και πάνω απ' όλα ήλεγχε και εξάπλωνε τους πόρους και τους αγωνιστές του κινήματος.

Γιατί; Όπως εξηγούν τα έντυπά της,

Ο Αναρχισμός, που πάντοτε βασιζόταν στο μαζικό κίνημα των εργατών, πρέπει να υποστηρίξει το κίνημα του Μάχνο με όλες του τις δυνάμεις· πρέπει να ενταχθεί σε αυτό το κίνημα και συνταχθεί μαζί του. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνουμε επίσης τμήμα του ηγετικού οργάνου αυτού του κινήματος, του στρατού, και να προσπαθήσουμε να οργανώσουμε, με τη βοήθεια του τελευταίου, το κίνημα ως σύνολο.115

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]