user preferences

Search author name words: T

Αγωνιστική Μειοψηφία

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Wednesday October 09, 2013 19:22author by Lucien van der Walt-Michael Schmidt Report this post to the editors

Μέρος Α'

Αγωνιστική Μειοψηφία: Το Ζήτημα της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης
383254_4900113301686_306217692_n_1.jpg

Η ευρύτερη αναρχική παράδοση έχει υποστηρίξει με συνέπεια τη σημασία που έχουν οι ιδέες στην ελευθεριακή και σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη για μια «θεμελιώδη επαναξιολόγηση των αξιών» και για την αποτίναξη της «αρχής τής εξουσίας» από την καρδιά και το μυαλό των λαϊκών τάξεων1. Για παράδειγμα, ακόμη και οι εξεγερσιακοί αναρχικοί αντιλαμβάνονταν ένοπλη δράση ως σημαντική κυρίως στο επίπεδο της αφύπνισης. Ο κεντρικός χαρακτήρας των ιδεών είναι χαρακτηριστικό στοιχείο και του αναρχισμού των μαζών, μέσα από την προώθηση μιας επαναστατικής αντικουλτούρας, την έμφαση που έδινε ο Μπακούνιν στον αναρχισμό ως «νέα πίστη», την «επαναστατική φαντασία» που προωθούσε ο Μαλατέστα, το πνευματικό έργο που προσέφεραν προσωπικότητες όπως ο Ρεκλύ, την ιδέα του Φόστερ για την αγωνιστική μειοψηφία κ.ο.κ.

Το ζήτημα που ανακύπτει, ωστόσο, είναι το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να διαδοθεί η νέα πίστη· σε αυτό το σημείο ερχόμαστε μπροστά σε μια ευρεία γκάμα τακτικών τοποθετήσεων πάνω σε ένα κρίσιμο ζήτημα: Είναι απαραίτητος ο σχηματισμός μιας ειδικής αναρχικής ή συνδικαλιστικής πολιτικής οργάνωσης για την αγωνιστική μειοψηφία των αναρχικών ή των συνδικαλιστών προκειμένου να προωθήσουν τις ιδέες και να θέσουν σε εφαρμογή τη στρατηγική τους; Εάν ναι, πώς θα πρέπει να οργανωθεί μια τέτοια ομαδοποίηση;
Υπάρχουν κάποιες βασικές θέσεις. Η μια είναι «αντιοργανωτική» και υποστηρίζει τα άτυπα δίκτυα επαναστατών. Υπάρχει η άποψη κάποιων συνδικαλιστών ότι το επαναστατικό σωματείο μπορεί να αναλάβει όλες τις λειτουργίες μιας αναρχικής ή συνδικαλιστικής πολιτικής οργάνωσης, πράγμα που καθιστά την τελευταία περιττή. Τέλος, υπάρχει ο οργανωτικός δυισμός, δηλαδή η αντίληψη ότι πρέπει να υπάρχει μια ειδική και διακριτή αναρχική οργάνωση που θα προωθεί τις αναρχικές ή συνδικαλιστικές ιδέες. Ακόμη και στην περίπτωση που υιοθετείται ο οργανωτικός δυισμός, υπάρχει ευρύ ποσοστό διαφωνιών αναφορικά με το βαθμό συμφωνιών, συνεκτικότητας και πειθαρχίας που θα πρέπει να έχει μια ομαδοποίηση. Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσουμε τα παραπάνω ζητήματα, υποστηρίζοντας πως μια συνεκτική και ειδική αναρχική οργάνωση με κοινή ανάλυση, στρατηγική και τακτική, καθώς κι έναν βαθμό συλλογικής υπευθυνότητας, εκπεφρασμένο μέσα από ένα πρόγραμμα, είναι η πλέον αποτελεσματική από τις παραπάνω προσεγγίσεις και αποτελεί αναμφισβήτητα απαραίτητο συστατικό μιας συνδικαλιστικής στρατηγικής.

Εξεγερσιακοί Αναρχικοί, Αντιοργανωτισμός και το Φάντασμα του Στίρνερ

Για τους εξεγερσιακούς αναρχικούς ο ρόλος του αγωνιστή είναι να εμπνέει τις μάζες μέσω της παραδειγματικής δράσης, της έκθεσης των ανισοτήτων του υπάρχοντος, της αντεπίθεσης στην άρχουσα τάξη και της διατάραξης των αρθρώσεων της ταξικής εξουσίας μέσα από την «τακτική τής διάβρωσης και της διαρκούς επίθεσης»2. Πέρα από την αντίθεσή του στις μεταρρυθμίσεις και τους συμβιβασμούς κάθε είδους, αυτό το ρεύμα του αναρχισμού σχετίζεται συνήθως με μια βαθιά δυσπιστία για τις επίσημες οργανώσεις. Σύμφωνα με τον Γκαλεάνι, οι οργανώσεις με καθορισμένα πολιτικά προγράμματα, κοινές στρατηγικές κι επίσημες δομές πρέπει μας βρίσκουν «συγκρατημένα, αλλά σταθερά» αντίθετους. Περιλαμβάνουν μια «κλιμακωτή υπερδομή σχηματισμών, μια αληθινή ιεραρχία, ανεξάρτητα από το πόσο συγκεκαλυμμένη είναι», ενώνονται μέσα από «έναν και μοναδικό δεσμό, την πειθαρχία» που εμποδίζει την πρωτοβουλία και «τιμωρεί τις παραβιάσεις της με την επιβολή κυρώσεων που ξεκινούν από μομφές και καταλήγουν σε αφορισμούς». Ο Γκαλεάνι προέτασσε ένα χαλαρό δίκτυο ακτιβιστών αποτελούμενο από πυρήνες που βασίζονται στη μεταξύ τους ιδεολογική συγγένεια· «δεν μπορεί να ανακαλυφθεί καμία οργάνωση βασισμένη στις αναρχικές αρχές» και το «αναρχικό κόμμα» είναι στην ουσία «μια κυβέρνηση όπως όλες οι άλλες»3. Οι πιο σύγχρονοι εξεγερσιακοί αναρχικοί καλούν σε μια «άτυπη ειδική αναρχική οργάνωση» με «εξεγερσιακό πλάνο», βασισμένη σε «αυτόνομους πυρήνες βάσης»4.

Αυτή η αντιοργανωτική προσέγγιση, που προωθεί τα δίκτυα εξεγερσιακών ακτιβιστών, είναι πιθανόν να αναπτύχθηκε ως εναλλακτική πρόταση έναντι του αυταρχικού εξεγερτισμού παλαιότερων σοσιαλιστών, όπως ο Λουί Ωγκύστ Μπλανκί, ο οποίος προωθούσε το πραξικόπημα μέσω επαναστατικής συνωμοσίας5. Η προσέγγιση του Γκαλεάνι εγείρει προβληματισμούς. Εφόσον οι Γκαλεανιστές ήταν οργανωμένοι – έστω και άτυπα – και συνδεδεμένοι μέσω ενός συγκεκριμένου προγράμματος, αποτελούσαν στην ουσία ένα «αναρχικό κόμμα» που θέλει να επιβάλει κάποιου είδους πειθαρχία κι αποκλεισμούς. Το δίκτυο, όπως και ο τοπικός πυρήνας, αποτελεί οργάνωση και είναι βέβαιο ότι το ρεύμα του εξεγερσιακού αναρχισμού χαρακτηρίζεται ξεκάθαρα από ένα στενό σύνολο κοινών αναλύσεων και στρατηγικών θέσεων. Αν ένα δίκτυο ομάδων συγγένειας μπορεί να λειτουργήσει με αντιεξουσιαστικό τρόπο και να διαμορφώσει κοινές πολιτικές αντιλήψεις, όπως πίστευαν οι Γκαλεανιστές, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτεθεί ότι επίσημη οργάνωση σημαίνει εξουσιαστική οργάνωση και «αληθινή ιεραρχία»· αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τότε ούτε ο «αντιοργανωτισμός» αποτελεί λύση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Γκαλεανιστές δεν αντιλαμβάνονταν ούτε τους κινδύνους της άτυπης οργάνωσης ούτε και την ουσία της επίσημης. Το τεράστιο πρόβλημα της άτυπης οργάνωσης είναι η ανάπτυξη άτυπων και αόρατων ιεραρχιών. Αντίθετα, η επισημότητα των κανόνων και των διαδικασιών, η οποία σκιαγραφεί τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τους ρόλους, διασφαλίζει έναν δεδομένο βαθμό λογοδοσίας και διαφάνειας και παρέχει δικλείδες ασφαλείας απέναντι στην «τυραννία της έλλειψης δομών»6. Συνεπώς,

Η απουσία οποιασδήποτε επίσημης δομής όχι μόνο δεν διασφαλίζει τη μεγαλύτερη εσωτερική δημοκρατία, αλλά επιπλέον επιτρέπει τη δημιουργία άτυπων ομάδων κρυμμένων αρχηγών. Αυτές οι ομάδες ενώνονται στη βάση της συγγένειας, μπορούν να εντάξουν νέους οπαδούς και να γεννήσουν με τον τρόπο αυτό μια μη ελεγχόμενη και μη ελέγξιμη ηγεσία, δύσκολη ως προς τον εντοπισμό αλλά σίγουρα αποτελεσματική.7

Άν η σχέση μεταξύ του επίσημου χαρακτήρα μιας οργάνωσης και της ανάδυσης της αυταρχικότητας και της ιεραρχίας δεν είναι αιτιοκρατική, προκύπτει επίσης ότι ούτε μια άτυπη δομή μπορεί να αποφύγει τέτοιου είδους προβλήματα.

Τα αντιοργανωτικά ρεύματα δεν περιορίζονταν στους εξεγερτιστές· προέκυψαν και μέσα στις τάξεις των αναρχικών των μαζών. Για παράδειγμα, ο Μαλατέστα, κατά την περίοδο της εξορίας του στην Αργεντινή στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, αγωνίστηκε ενάντια σε αντιοργανωτικά ρεύματα8. Η ημιαυτοβιογραφική εργασία της Ιζαμπέλ Μέρεντιθ για τον αναρχισμό στην Αγγλία των τελών του δεκάτου ένατου αιώνα δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης του γεγονότος ότι υπήρχαν αναρχικοί των μαζών που υποστήριζαν το δικαίωμα κάθε ατόμου να κάνει ό,τι επιθυμεί, καθώς και την πλήρη αυτονομία των τοπικών ομάδων, και αντιτίθονταν στην ανάπτυξη οποιασδήποτε κοινής ανάλυσης, στρατηγικής ή τακτικής9. Ανάμεσα στους Κινέζους αναρχικούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν υπέρ της οργάνωσης, υπήρχαν κι εκείνοι που «πίστευαν ότι ο αναρχισμός δεν θα πρέπει να οργανώνεται ή ότι η αναρχική οργάνωση δεν πρέπει να περιλαμβάνει πειθαρχία, κανόνες και καταστατικά»10. Στο εσωτερικό της I.W.P.A. υπήρχε μια «αυτονομίστικη» φράξια που αποδεχόταν μόνο τις χαλαρές οργανώσεις και δυσπιστούσε ακόμη κι απέναντι στη C.L.U.11 Οι αντιοργανωτικές τάσεις πολλών σύγχρονων αυτόνομων Μαρξιστών καταδεικνύουν ότι ο ελευθεριακός σοσιαλισμός – με την έμφαση που δίνει στην ατομική ελευθερία – είναι ίσως φύσει ευάλωτος στην ανάδειξη αντιοργανωτικών ιδεών με έναν τρόπο που δεν εντοπίζεται στον πολιτικό σοσιαλισμό.

Συχνά οι αντιοργανωτικές αντιλήψεις συνδέονται με μια εξαιρετικά ατομικίστικη θεώρηση. Αυτό ενισχύθηκε από την επανανακάλυψη των έργων του Στίρνερ στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα. Αν και οι ιδέες του Στίρερ δεν αποτελούν θεμέλια της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης, κατέληξαν να ασκούν ισχυρή έλξη στους αντιοργανωτικούς αναρχικούς. Αυτοί κυρίως είναι οι κύκλοι στους οποίους βρήκε ο Στίρνερ το καινούριο του κοινό· οι ιδέες του επηρέασαν επίσης κάποιους μουτουαλιστές, όπως τον Τάκερ12. Κάποιοι αναρχικοί ελκύθηκαν και από τα ατομικιστικά και σχετικιστικά δόγματα του Φρίντριχ Νίτσε. Εκτός από τον κίνδυνο της τυραννίας έλλειψης δομών, αυτές οι προσεγγίσεις έχουν έναν ακόμη σημαντικότατο περιορισμό: καθιστούν δύσκολη τη συνεπή και συνεκτική πολιτική δουλειά και παρεμποδίζουν την προώθηση της αναρχικής ιδέας.

Το 1907, κατά την περίοδο του Συνεδρίου του Άμστερνταμ, οι αντιοργανωτικές τάσεις αποτελούσαν ήδη ένα μείζον πρόβλημα. Όχι μόνο παρακωλύωνταν οι διαδικασίες από ορισμένους αυτοπροσδιοριζόμενους ως ατομικιστές, αλλά επίσης κάποιοι αναρχικοί απουσίασαν εντελώς «λόγω της αντίθεσής τους σε κάθε οργάνωση που είναι πιο διευρυμένη από την χαλαρή τοπική ομάδα»13. Το συνέδριο διακύρηξε ότι «οι ιδέες της αναρχίας και της οργάνωσης απέχουν πολύ από το να είναι ασυμβίβαστες, όπως προφαζίζονται ορισμένοι μερικές φορές, και στην πραγματικότητα συμπληρώνουν και φωτίζουν η μια την άλλη», αλλά τα αντιοργανωτικά και ατομικίστικα ρεύματα συνέχισαν να αναπτύσσονται14. Ο Βίκτορ Σερζ περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις επιπτώσεις που είχαν αυτά τα ρεύματα στην Ισπανία του 1917, μέσα στη δίνη των προετοιμασιών μιας γενικής απεργίας:

Ο Αντρές, ένας από τους συντάκτες της εφημερίδας της Συνομοσπονδίας [της C.N.T.], ένας λεπτός μελαμψός Αργεντίνος με αιχμηρά, απότομα χαρακτηριστικά, ένα μυτερό πιγούνι και μεμψίμοιρο βλέμμα, κρατούσε ένα λεπτό τσιγάρο ανάμεσα στα μπλαβιασμένα του χείλη. ... Ο Χάινριχ Τσιτς [ένας «Γάλλος λιποτάκτης»], με τη γραβάτα του προσεκτικά δεμένη ... κάπνιζε χαμογελαστός. ... Ο Άντρες, κουνώντας ίσα ίσα τα χείλη του, είπε:

«Οι άνθρωποι πέρα στη Μανρέσα μας υποσχέθηκαν κάποιες χειροβομβίδες. Η Σαμπς, η Ταρράσα και η Γκρανογιέρ είναι έτοιμες. Οι φίλοι μας στην Ταρράσα έχουν ήδη 140 Μπράουνινγκ. Η Επιτροπή διαπραγματεύεται με μια αντιπροσωπεία του πεζικού. Πόσο δειλοί είναι αυτοί οι ρεπουμπλικάνοι!»

«Ωστέ λοιπόν πάτε γυρεύοντας να σας πάρουν τα κεφάλια, ε;», ξέσπασε ο Τσιλτς, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο. «... εμένα μη με υπολογίζετε. Το κουφάρι μου αξίζει παραπάνω από τη δημοκρατία, ακόμη και την εργατική δημοκρατία.»

Βαθιά σιωπή απλώθηκε από πάνω μας. ... Βγήκαμε έξω. ... Ο Αντρές είπε αυτό που σκεφτόμασταν όλοι. «Το δηλητήριο του εγωιστικού αναρχισμού. Βλέπετε, άνθρωποι σαν αυτόν δεν ρισκάρουν τους λαιμούς τους για τίποτα πέρα από το χρήμα».15

Οι επιπτώσεις που είχε το «δηλητήριο του εγωιστικού αναρχισμού» στην ταξική πάλη οδήγησαν τον Σερζ – υποστηρικτή αρχικά της C.N.T. – να εγκαταλείψει τον αναρχισμό για τον Μπολσεβικισμό, που φαινόταν να παρέχει μια πιο ρεαλιστική αντίληψη για την επανάσταση· και δεν ήταν ο μόνος αναρχικός που για τους ίδιους λόγους στράφηκε εκεί.

Ο Κροπότκιν θεωρούσε ολοένα και σημαντικότερη την ανάγκη υπεράσπισης του αναρχισμού απέναντι στις Στιρνερικές και Νιτσεϊκές ιδέες, για τις οποίες πίστευε πως αποτελούν συνταγές για «την υποδούλωση και την καταπίεση των μαζών»16. Υποστήριζε ότι οι αναρχικοί είναι «ατομικιστές», αλλά μόνο με την έννοια ότι προωθούν την ελεύθερη ανάπτυξη όλων των ανθρώπων σε μια δημοκρατική κι εξισωτική σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων. Αντί για τον «μισανθρωπικό αστικό ατομικισμό», προέταξε την «πραγματική ατομικότητα», η οποία μπορεί να πραγματωθεί μόνο «μέσα απ' την εξάσκηση της ύψιστης κοινοτικής κοινωνικότητας»17. Απέρριπτε τον σχετικισμό υποστηρίζοντας: «Καμία κοινωνία δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς ορισμένες γενικά αναγνωρισμένες μορφές ηθικής». Η «αναρχική ηθική» βασίζεται στην αρχή της «αλληλεγγύης»18. Άλλοι αναρχικοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές συνέπειες και την προβληματική επίδραση του Στιρνερισμού προβάλλοντάς τον ως συμβατό με την αναρχική αντίληψη της ελευθερίας ως προϊόντος της κοινωνίας, όχι ως αντίθεσης προς αυτήν: Ο Νεττλώ προσπάθησε να υποστηρίξει με μη πειστικό τρόπο ότι ο Στίρνερ ήταν «κατ' εξοχήν σοσιαλιστής»· ο Ρόκερ επιχείρησε να εντάξει τον Στίρνερ στον αναρχισμό των μαζών χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν στοχαστή που «ωθεί ισχυρά προς την ανεξάρτητη σκέψη»· πιο πρόσφατα, την ίδια προσέγγιση χρησιμοποίησε και ο Γκερέν19.

Οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1920 έδειξαν ότι οι αντιοργανωτικές και ατομικίστικες τάσεις συνέχισαν να στέκονται στο ύψος τους. Η επιρροή αυτών των απόψεων αν μη τι άλλο αυξήθηκε καθώς η κατάληξη της Ρωσικής Επανάστασης έπεισε πολλούς αναρχικούς ότι η προσπάθεια σχηματισμού επίσημων οργανώσεων αποτελεί μορφή υφέροποντος Μπολσεβικισμού που καταλήγει στο Λενινισμό και τη δικτατορία. Ο Καμίλο Μπερνέρι δίνει μια καταθλιπτική εικόνα για το αναρχικό κίνημα κατά τη δεκαετία του 1930:
Όσον αφορά τα σωματεία, πιστεύω πως είναι το μόνο πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να χτίσουμε το οτιδήποτε, παρ' όλο που δεν μπορώ να δεχτώ τους επίσημους αξιωματούχους και μπορώ να δω ξεκάθαρα τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους του αναρχοσυνδικαλισμού στην πράξη. Αν κατηγορώ τον ατομικισμό, αυτό συμβαίνει διότι, αν και λιγότερο σημαντικός αριθμητικά, έχει καταφέρει να επηρεάσει σχεδόν ολόκληρο το κίνημα.20

Ο Μπερνέρι γεννήθηκε στην Ιταλία και αρχικά συνδέθηκε με το P.S.I. Έφυγε το 1915, κατετάγη στον ιταλικό στρατό το 1917, δραστηριοποιήθηκε ενεργά στις αναρχικές εκδόσεις και δούλεψε ως δάσκαλος. Εξορίστηκε από τον Μουσολίνι και αντιμετώπισε συλλήψεις κι απελάσεις από τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Ήταν συντάκτης της εφημερίδας της U.S.I. Guerra di classe («Ταξικός Πόλεμος»). Δολοφονήθηκε το 1937 στην Ισπανία από πράκτορες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (P.C.E.).

Συνδικαλισμός και Αναρχισμός χωρίς Επίθετα

Αρκετοί (αλλά σε καμία περίπτωση όλοι οι) συνδικαλιστές επιχειρηματολούσαν υπερ μιας εναλλακτικής προσέγγισης για τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών. Υιοθέτησαν την επίσημη οργάνωση παραδεχόμενοι τη σημασία της, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει ανάγκη για μια ειδική πολιτική οργάνωση που θα διεξάγει τη μάχη των ιδεών στο εσωτερικό συνδικαλιστικών ενώσεων. Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι αυτάρκες: βασισμένο σε μια επαναστατική πλατφόρμα, το σωματείο θα μπορούσε να εμφυσήσει τα επαναστατικά ιδανικά στα μέλη του μέσα από τη συστηματική επιμόρφωση. Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική ένωση αναλαμβάνει ταυτόχρονα το ρόλο του σωματείου και της πολιτικής ομάδας και συνεπώς η προοπτική για μια ειδική αναρχική ή συνδικαλιστική πολιτική οργάνωση απορρίπτεται.

Το βασικότερο πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι δεν καθιστά ξεκάθαρο το πώς ο συνδικαλισμός θα υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε αντίπαλες πολιτικές τάσεις μέσα στο σωματείο. Σε τελική ανάλυση, οι εργάτες εντάσσονται στα σωματεία έχοντας το βλέμμα τους κυρίως στραμμένο στη «βελτίωση των συνθηκών εργασίας»21. Μπορεί να συμμετάσχουν σε μια συνδικαλιστική ένωση απλώς επειδή είναι η μοναδική ή η πιο αποτελεσματική σε έναν συγκεκριμένο χώρο δουλειάς. Είναι αναπόφευκτο το γεγονός ότι η συνδικαλιστική ένωση θα εμπλουτίζεται διαρκώς με στοιχεία που δεν συμμερίζονται τις επίσημες θέσεις της. Έτσι, στο χτίσιμο μιας μαζικής συνδικαλιστικής ένωσης θα πρέπει αναγκαστικά να τίθεται το ζήτημα του βέλτιστου τρόπου υπεράσπισης του επαναστατικού σχεδίου το οποίο επιδιώκει.
Αν το σωματείο δεν περιορίζει τα σύνθεσή του αποκλειστικά σε πεπεισμένους αναρχικούς και συνδικαλιστές – περίπτωση στην οποία δεν αποτελεί πλέον σωματείο αλλά αυστηρά αναρχική ή συνδικαλιστική πολιτική οργάνωση μεταμφιεσμένη σε σωματείο –, τότε θα πρέπει να έχει τις πόρτες του ανοιχτές και συνεπώς να θέτει διαρκώς τους συνδικαλιστικούς του στόχους υπό αίρεση. Για παράδειγμα, η μεξικάνικη C.G.T. έφτασε τα ογδόντα χιλιάδες μέλη περί το 1928-1929 από σαράντα χιλιάδες που είχε. Όμως αυτή η ποσοτική άυξηση είχε ως επακόλουθο την εισροή μελών που δεν συμμερίζονταν τους αναρχοσυνδικαλιστικούς στόχους της κι έτσι η C.G.T. διασπάστηκε σύντομα, με βάση τις διάφορες πολιτικές γραμμές, στο εσωτερικό της, σε αντίπαλες ομοσπονδίες22.

Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, κανένας συνδικαλιστής δεν πίστευε ότι ο αγώνας των σωματείων θα μπορούσε να γεννήσει αυθόρμητα επαναστατική συνείδηση ή αντικουλτούρα. Αντ' αυτού, αυτό που υποστήριζαν ήταν ότι η συνδικαλιστική ένωση είναι ικανή να εμποτίσει με τις ιδέες της τα νέα μέλη. Πώς όμως μπορεί να οργανωθεί αυτό το πρόγραμμα επιμόρφωσης; Αυτό είναι το σημείο στο οποίο σκοντάφτει εκείνο το τμήμα του συνδικαλισμού που αρνείται ότι υπάρχει ανάγκη για μια ειδική πολιτική οργάνωση. Η λειτουργία ενός συστηματικού προγράμματος επαναστατικής εκπαίδευσης σε μια συνδικαλιστική ένωση προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ομάδας που βρίσκεται σε συμφωνία με αυτές τις ιδέες, παίζει κεντρικό ρόλο στην ένωση και θέλει να διεξαγάγει τη μάχη των ιδεών απέναντι σε άλλες ιδεολογίες. Σε αντίθετη περίπτωση δεν υπάρχει τίποτα που να αποτρέπει τη διάσπαση του σωματείου ή την απόκτηση του ελέγχου του από άλλους.

Δεν υπάρχουν και πολλές αμφιβολίες ότι ακόμη κι εκείνοι οι συνδικαλιστές που στη θεωρία αρνούνταν την αναγκαιότητα μιας διακριτής πολιτικής οργάνωσης, στην πράξη ήταν αναγκασμένοι να την οργανώσουν – έστω και άτυπα. Αυτό αποδεικνύεται από τις εμπειρίες των δυο σημαντικότερων συνδικαλιστικών σχηματισμών που ανοιχτά αρνούνταν την αναγκαιότητα μιας διακριτής πολιτικής οργάνωσης: της γαλλικής C.G.T. και της I.W.W. των Η.Π.Α. Αφήνοντας κατά μέρος τις δημόσιες διακυρήξεις, οι Γούμπλις υιοθέτησαν τη θεωρία ότι πρέπει να υπάρχει μια ειδική αγωνιστική μειοψηφία για «να προπαγανδίζει τις επαναστατικές ιδέες, να τυποποιήσει τις πολιτικές της, να υποκινεί απεργιακά κινήματα και να οργανώνει τις επιθέσεις στις συντηρητικές δυνάμεις των σωματείων», των εργατοπατέρων συμπεριλαμβανόμενων23. Στη γαλλική C.G.T. οι συνδικαλιστές οργάνωσαν «τα πλέον επαναστατικά στοιχειά από τις γραμμές των μαζών» σε «καθορισμένες ομαδοποιήσεις, πυρήνες, στο εσωτερικό των ευρύτερων σωματείων». Το δίκυο των πυρήνων ήταν αυτό που παρείχε τα μέσα για ώστε να αποκτήσουν οι αναρχικοί τον αρχικό έλεγχο των Εργατικών Συμβουλίων και της C.G.T.24 Η I.W.W. χρησιμοποίησε Συνδέσμους Προπαγάνδας, υποβοηθητικούς προς τα σωματεία. Στην καθοδήγηση του εκπαιδευτικού προγράμματος της I.W.W. είχε κεντρικό ρόλο ένα δίκτυο πεπεισμένων αγωνιστών25. Το ζήτημα της αναγκαιότητας μιας διακριτής αναρχικής ή συνδικαλιστικής πολιτικής ομαδοποίησης τέθηκε και αλλού, κυρίως όταν οι επαναστάτες δρούσαν ως μειοψηφίες στα υφιστάμενα σωματεία ή στα κινήματα βάσης.
Συνεπώς, στην πράξη είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα των ειδικών πολιτικών οργανώσεων ως συμπληρώματα των μαζικών οργανώσεων – δηλαδή, την αναγκαιότητα του οργανωτικού δυισμού: της θέσης ότι οι μαζικές οργανώσεις, όπως είναι τα σωματεία, πρέπει να συμπληρώνονται από μια ειδική αναρχική ή συνδικαλιστική πολιτική οργάνωση αν θέλουν να είναι επαναστατικές. Όπως υποστηρίζει η Πλατφόρμα, «αν τα σωματεία δεν βρίσκουν υποστήριξη στην αναρχική θεώρηση την κατάλληλη στιγμή, θα στραφούν, είτε μας αρέσει είτε όχι, στην ιδεολογία ενός πολιτικού κρατικιστικού κόμματος»26.

Ο οργανωτικός δυισμός έχει μακρά ιστορία στο εσωτερικό της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης και διακρίνεται και από τον αντιοργανωτισμό και από τον τύπο συνδικαλισμού που αρνείται την αναγκαιότητα της ειδικής πολιτικής οργάνωσης. Εντούτοις, δεν υπήρξε ποτέ συναίνεση σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να λειτουργεί μια ειδική αναρχική ομαδοποίηση, βασισμένη σε αναρχικές ιδέες κι επικεντρωμένη στην προπαγάνδισή τους.

Μια κοινή αντίληψη, την οποία διατηρούσε ένα λαλίστατο κομμάτι των αναρχικών των μαζών, ήταν ότι αν και η ειδική αναρχική πολιτική οργάνωση είναι απαραίτητη, θα πρέπει να χτιστεί με χαλαρό τρόπο, προσπαθώντας να ενοποιήσει όλους τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Ωστόσο, η ειδική αναρχική οργάνωση θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές και ούτε μπορεί ούτε πρέπει να τρέφει φιλοδοξίες για στενές συμφωνίες σε ζητήματα ανάλυσης, στρατηγικής και τακτικών. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε δυο ιδέες: ότι είναι κατά κάποιον τρόπο εξουσιαστικό το να καθορίζει μια αναρχική οργάνωση συγκεκριμένες απόψεις και δράσεις· και ότι είναι πιο σημαντικό να ενωθούν οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές γενικά, με οργανωμένο τρόπο, παρά να υιοθετήσουν ένα κοινό πρόγραμμα βασισμένο σε ξεκάθαρες θέσεις.

Οι ρίζες της αναζήτησης της αναρχικής ενότητας, ανεξάρτητα από τις μεγάλες διαφορές στο εσωτερικό της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης, μπορούν να εντοπιστούν στη δεκαετία του 1890, κατά την οποία βασική μέριμνα ήταν να επιτευχθεί η συνεργασία μεταξύ των υποστηρικτών των κολλεκτιβιστικών και των κομμουνιστικών συστημάτων διανομής στη μελλοντική κοινωνία – ζήτημα το οποίο ήταν κεντρικό στην Ισπανία και αλλού27. Πολλοί αναρχικοί αισθάνονταν ότι αυτές οι διαφορές είναι ανώφελες και θα επιλυθούν μετά την επανάσταση. Ο Μαλατέστα είχε αυτή την άποψη, όπως και ο Φερνάντο Ταρίδα ντελ Μάρμολ (1861-1915), που υποστήριζε την ενότητα στη βάση του «αναρχισμού χωρίς επίθετα»28. Γεννημένος στην Κούβα, αλλά δραστήριος κυρίως στο ισπανικό κίνημα, ήταν επιστήμονας κι ενεργός στο συνδικαλισμό· υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι οι ιδέες του για τον συνδικαλισμό είχαν καθοριστική επιρροή στον Μαν. Σε αυτούς που επηρεάστηκαν από τα κελεύσματα για ενότητα ανήκει και η Αμερικανίδα αναρχική ντε Κλερ29. Γόνος φτωχής οικογένειας και αρχικά προοριζόμενη να γίνει μοναχή, ριζοσπαστικοποιήθηκε λόγω των γεγονότων της Χέιμαρκετ, επηρεάστηκε από τα γραπτά του Τάκερ, εργάστηκε ως ιδιωτική δασκάλα, έγραψε αρκετά σημαντικά έργα και συνδέθηκε με τον Μπέργκμαν, τον Κροπότκιν, τον Μαλατέστα, τη Μισέλ και άλλους. Υποστήριζε ότι στην αναρχική κοινωνία θα πραγματοποιούνται «πολλά διαφορετικά πειράματα» κοινωνικής οργάνωσης «που θα επιχειρηθούν σε διάφορους τόπους προκειμένου να προσδιοριστεί η καταλληλότερη μορφή»30.
Παρότι η ιδέα του αναρχισμού χωρίς επίθετα αρχικά αποτέλεσε επιχείρημα υπέρ της ενότητας πέρα από τις διαφορές που αφορούν στη μελλοντική κοινωνία, στις αρχές του εικοστού αιώνα επεκτάθηκε σε κάλεσμα για ενότητα στο παρόν, ανεξάρτητα από τις διαφορές στην ανάλυση, τη στρατηγική και τις τακτικές. Η ιδέα του Ταρίδα ντελ Μάρμολ δεν είχε να κάνει με αυτό· εκείνος τασσόταν υπέρ μιας καλά οργανωμένης αναρχικής ομαδοποίησης, με ένα «σχέδιο πάλης» που θα διαμορφώσει «τα εργατικά σωματεία και τις κοινότητες αντίστασης»31. Ωστόσο, για τον Νεττλώ πρέπει «όλοι οι αναρχικοί» και «όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις που αγαπούν την ελευθερία» «να γίνουν μια ενωμένη δύναμη, η οποία, ενώ θα εξασφαλίζει την αυτονομία καθενός από τα μέλη της», θα «εξασκεί την αλληλοβοήθεια προς όλα τα μέλη» και θα «προάγει την ελευθερία σε μικρή και μεγάλη κλίμακα»32.

Οι ίδιοι ισχυρισμοί επαναλήφθηκαν από τον Γάλλο αναρχικό Φωρ και συνδέθηκαν με την ιδέα ότι μια αναρχική οργάνωση δεν θα πρέπει να περιορίζει με κανέναν τρόπο τις δραστηριότητες των μελών της. Σύμφωνα με τη Γκόλντμαν, αυτό είναι ζήτημα αρχής: «Θα δεχτώ την αναρχική οργάνωση μόνο υπό έναν όρο: αυτός είναι ότι θα πρέπει να βασίζεται στον απόλυτο σεβασμό όλων των ατομικών πρωτοβουλίών και να δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ελεύθερη λειτουργία και ανάπτυξή τους. Η βασική αρχή του αναρχισμού είναι η ατομική αυτονομία»33. Πολλοί από τους «αγνούς αναρχικούς» στην Ιαπωνία ήθελαν μια χαλαρή οργανωτική δομή – ορισμένοι ήταν επιφυλακτικοί ακόμη και προς τις ομοσπονδίες – παρ' όλο που στην πράξη διατηρούσαν μια συγκεκριμένη ανάλυση και στρατηγική34. Σύμφωνα με τον Βολίν, υπάρχει «εγκυρότητα σε όλες τις αναρχικές σχολές σκέψης» και οι αναρχικοί «πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις ποικίλες τάσεις και να τις αποδεχθούν». Η υποστήριξη του ότι ο αναρχισμός είναι «μόνο μια θεωρία των τάξεων» σημαίνει «τον περιορισμό του σε μια μοναδική οπτική γωνία», καθώς ο αναρχισμός είναι «πιο σύνθετος και πλουραλιστικός, όπως η ίδια η ζωή». Το να προωθείται η μια αντίληψη έναντι της άλλης δεν είναι «ο αναρχικός τρόπος». Η αναρχική οργάνωση είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να φιλοξενεί όλες τις «απόψεις» και τις «τάσεις» και να είναι οργανωμένη αρκετά χαλαρά. Μια «αρμονική αναρχική οργάνωση ... δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, αλλά τα μέλη της συσπειρώνονται λόγω κοινών ιδεών και σκοπών». Είναι λάθος να χτιστεί μια μοναδική αναρχική οργάνωση βασισμένη σε μια ενιαία «ιδεολογική και τακτική αντίληψη»35.

Υπάρχουν αρκετά προβλήματα με αυτή την προσέγγιση. Ακόμα κι άν, όπως υποστήριζε η Γκόλντμαν, η βασική αρχή του αναρχισμού είναι η ατομική αυτονομία, απλά δεν προκύπτει από πουθενά ότι η αναρχική οργάνωση θα πρέπει να ανέχεται όλες τις πρωτοβουλίες και τις απόψεις. Μια οργάνωση σχηματίζεται εν γένει για να επιτρέψει στους ανθρώπους να συνεργαστούν για την επιδίωξη κοινών σκοπών και δεν υπάρχει κανένας λόγος να βρίσκονται σε αντίθεση οι ατομικές πρωτοβουλίες με τους σκοπούς αυτούς ή να ομαδοποιούνται σε μια και μοναδική οργάνωση οι αντιφατικές αντιλήψεις και τάσεις.

Επίσης δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αναπτύξει μια οργάνωση ένα κοινό πρόγραμμα, που να περιλαμβάνει τις στενές συμφωνίες στην ανάλυση, τη στρατηγική και τις τακτικές, από τη στιγμή που αυτό γίνεται με δημοκρατικό τρόπο. Εφόσον οι αναρχικοί αποδέχονται την ιδέα ότι η οργάνωση πρέπει να είναι εθελοντική, όσοι έχουν κοινές αντιλήψεις δικαιούνται να αποκλείουν από τις οργανώσεις τους όσους εκφράζουν διαφορετικές. Το να επιμένει κανείς ότι μια οργάνωση δεν μπορεί να αποκλείσει κανέναν σημαίνει ότι παραβιάζει την αρχή της εθελοντικής συνεργασίας. Ομοίως, όσοι έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και αποκλείονται από μια οργάνωση έχουν κάθε δικαίωμα να σχηματίσουν τις δικές τους ομάδες και το γεγονός της ύπαρξης άλλων ομάδων δεν αποτελεί φραγμό σε αυτή την ελεύθερη συνένωση. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει τίποτα το εξουσιαστικό στον σχηματισμό σφιχτών ομάδων με ενιαία «ιδεολογική και τακτική αντίληψη» και τίποτα το ιδιαίτερα ελευθεριακό στη θέση ότι οι αναρχικοί «πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις ποικίλες τάσεις και να τις αποδεχθούν».

Η αντίληψη ότι οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές θα ενδυναμωθούν μέσα από τον σχηματισμό μιας οργάνωσης ανοιχτής σε όλα τα αναρχικά ρεύματα είναι επίσης αμφισβητήσιμη. Μια τέτοια ενότητα, όπως παραδεχόταν ο Βολίν, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που οργάνωση δίνει έμφαση στους κοινούς τόπους των διαφόρων ρευμάτων και αγνοεί τα σημεία διαφοροποίησης. Αυτό μπορεί να γίνει με δυο τρόπους: είτε επιτρέποντας στην κάθε τάση «την ελεύθερη λειτουργία κι ανάπτυξη» μέσα στο χαλαρό πλαίσιο μιας κοινής προσήλωσης στον αναρχισμό είτε επιδιώκοντας να αναπτυχθεί μια σύνθεση απόψεων που να επιτρέπει τον σχηματισμό μιας κοινής πλατφόρμας, αποδεκτής από «ολόκληρο το κίνημα». Η Γκόλντμαν υποστήριζε την πρώτη προσέγγιση· ο Βολίν πρότεινε την τελευταία «συνθετίστικη» προσέγγιση, όπως και ο Φωρ: ο αναρχισμός έχει «ταξικά στοιχεία καθώς και ανθρωπιστικές και ατομικίστικες αρχές», «το ταξικό του στοιχείο είναι πάνω απ' όλα το μέσο που έχει στον αγώνα για την απελευθέρωση· ο ανθρωπιστικός του χαρακτήρας είναι η ηθική του πτυχή· ο ατομικισμός του είναι ο σκοπός της ανθρωπότητας»36.

Τα παραδείγματα ομάδων κι ομοσπονδιών που έχουν προσπαθήσει να ενώσουν όλους τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως αναρχικούς στη βάση μιας κοινής ταυτότητας είναι άφθονα. Ένα πρόσφατο είναι η πλέον ανενεργή Κοινωνική Επαναστατική Αναρχική Ομοσπονδία («Social Revolutionary Anarchist Federation») που σχηματίστηκε το 1972 στις Η.Π.Α. Η ιστορία τής ευρύτερης αναρχικής παράδοσης παρέχει επίσης πολλά παραδείγματα μιας συνειδητά «συνθετίστικης» προσέγγισης, όπως η Γαλλόφωνη Αναρχική Ομοσπονδία (F.A.F.) που ιδρύθηκε το 1939 και η Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία που σχηματίστηκε το 1945, οι οποίες είναι ακόμη ενεργές.

Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι οι οργανώσεις που σχηματίζονται με τέτοιους τρόπους συχνά αντιμετωπίζουν λειτουργικές δυσκολίες. Αν και κάποια ζητήματα μπορούν να αναβληθούν μέσω της επίκλησης ενός αόριστου μέλλοντος, υπάρχουν και άλλα σημεία διαφοροποίησης που δεν παρακάμπτονται τόσο εύκολα. Μια οργάνωση που συσπειρώνει εξεγερσιακούς αναρχικούς, αντισυνδικαλιστές αναρχικούς των μαζών και συνδικαλιστές διαφόρων ειδών θα χαρακτηριστεί άμεσα από τις διαφωνίες πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα. Αν η οργάνωση χρησιμοποιεί έναν χαλαρό ορισμό του αναρχισμού, θα μπορούσε θεωρητικά να συμπεριλάβει στις τάξεις της και αρκετά μη αναρχικά ρεύματα, όπως οι Ταοϊστές, οι Στιρνερικοί και οι Τολστοϊκοί. Η προπαγάνδα και η ανάλυση θα ήταν σίγουρα ασαφείς· αν πρέπει να εκπροσωπούνται όλες οι αντιλήψεις, τότε τα έντυπα θα πρέπει είτε να περιλαμβάνουν μια ευρεία γκάμα αντιφατικών αντιλήψεων είτε να στηρίζονται σε άρθρα αρκετά αφηρημένης φύσης που θα αποφεύγουν να δυσαρεστήσουν τις διάφορες παρατάξεις. Οι πρακτικές προκλήσεις της ταξικής πάλης θέτουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα: για παράδειγμα, όταν βρίσκονται μπροστά σε μια απογοητευτική γενική απεργία οργανωμένη από ρεφορμιστικά σωματεία, τα διάφορα μέλη της οργάνωσης θα ανταποκριθούν με ριζικά διαφορετικούς τρόπους· η χρησιμότητα της οργάνωσης θα είναι αμφίβολη.

Η αντίληψη ότι η συσπείρωση όλων των αναρχικών σε μια και μοναδική οργάνωση θα ενδυνάμωνε το αναρχικό κίνημα είναι αδιαμφισβήτητα λανθασμένη. Οι υπάρχουσες διαφωνίες στο εσωτερικό της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης απλώς θα αναπαράγονταν μέσα στην οργάνωση και η δημιουργηθείσα ενότητα θα ήταν φαινομενική· επιπλέον, αν ποικίλα μη αναρχικά ρεύματα γίνονταν επίσης αποδεκτά, το πρόβλημα τότε θα ήταν ασύγκριτα σοβαρότερο. Μια τέτοια οργάνωση θα είχε αναγκαστικά είτε αρκετά μικρό βαθμό επιρροής, ακόμη κι αν είναι αριθμητικά ισχυρή, είτε θα υπέφερε από σοβαρές διασπάσεις.

Στην Κίνα ο αναρχισμός αποτελούσε ισχυρή δύναμη κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα αλλά ήταν συχνά περιορισμένος τοπικά, ασυντόνιστος και αποτελούταν από μια ευρεία γκάμα ασύμβατων αντιλήψεων37. Αυτό το οργανωτικό χάος μας βοηθά να εξηγήσουμε γιατί το αρχικά πολύ μικρότερο αλλά πολύ καλύτερα οργανωμένο C.C.P. κατάφερε να εξαπλωθεί ραγδαία έναντι του αναρχισμού μετά το 192138. Στο P.L.M., ο Φλόρες Μαγκόν υποστήριζε «μια ενεργοποιητική μειοψηφία, μια θαρραλέα μειοψηφία ελευθεριακών» η οποία θα μπορούσε «να κινητοποιήσει τις μάζεις ... παρά τις αμφιβολίες των δύσπιστων, τις προφητείες των πεσιμιστών και τις προειδοποιήσεις των ειδημόνων και δειλών, που κάνουν ψυχρούς υπολογισμούς»39. Όμως το P.L.M. ξεκίνησε ως Φιλελεύθερο κόμμα – «φιλελεύθερο» με την λατινοαμερικάνικη έννοια του προοδευτικού, δημιοκρατικού κι εκσυγχρονιστικού κόμματος – και η επίσημη πλατφόρμα του παρέμεινε φιλελεύθερη μέχρι το 1911 περίπου. Όταν δραστηριοποιήθηκε στην Μεξικάνικη Επανάσταση (1910-1920) και υιοθέτησε ένα ανοιχτά αναρχικό πρόγραμμα, ακρωτηριάστηκε από τις διασπάσεις και τα σχίσματα· πολλοί από τα μέλη του δεν ήταν στην πραγματικότητα αναρχικοί40. Παρόμοιες ήταν και οι εξελίξεις στην Ιαπωνία, όπου οι «αγνοί αναρχικοί» και οι συνδικαλιστές διασπάστηκαν, με επακόλουθο τη διάσπαση τον σωματείων της Ζενκόκου Τζίρεν και τον σχηματισμό της Νίχον Τζικύο.

Το σχέδιο της «σύνθεσης» δεν παρέχει λύσεις απέναντι σε αυτές τις δυσκολίες. Ο Βολίν είχε συνείδηση των περιορισμών της «μηχανιστικής συμμαχίας των διαφόρων τάσεων, καθεμία από τις οποίες έχει τη δική της οπτική γωνία» και αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που υποστήριξε τη συνθετίστική προσέγγιση. Ήξερε καλά ότι υπήρχαν σοβαρές «αντιφάσεις» ανάμεσα στα ποικίλα ρεύματα του αναρχισμού και του συνδικαλισμού (στα οποία συμπεριλάμβανε και τον Στιρνερισμό), αλλά πίστευε με αισιοδοξία ότι οι αντιφάσεις αυτές απέρρεαν από παρανοήσεις και από τον «ασαφή και αόριστο χαρακτήρα μερικών από τις βασικές μας ιδέες». Σύμφωνα με την αντίληψή του, η σύνθεση θα επέτρεπε την ενότητα και θα διόρθωνε τη «σύγχυση των ιδεών πάνω σε μια σειρά θεμελιωδών θεμάτων»41.
Η δημιουργία μιας ενοποιητικής σύνθεσης είναι αρκετά δυσκολότερη απ' όσο θεωρεί αυτή η αισιόδοξη πρόγνωση. Ο Βολίν παραδεχόταν ότι τα σημεία «παρανόησης» περιλάμβαναν «μια σειρά θεμελιωδών θεμάτων, όπως η αντίληψη της κοινωνικής επανάστασης, της βίας, της μεταβατικής περιόδου, της οργάνωσης», των τρόπων με τους οποίους θα «κάνουμε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να δεχτεί τις ιδέες μας» και των τρόπων αντιμετώπισης της «καταστολής»42. Στα ζητήματα αυτά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια αποδεκτή σύνθεση, η οποία θα παράσχει μια βάση για κοινή δουλειά ή ένα «ξεκαθάρισμα» θέσεων. Η σύγχυση των ιδεών που αναφέρει ο Βολίν δεν θα επιλυόταν αλλά θα αναπαραγόταν. Μπορεί να φαίνεται αυταπόδεικτο ότι η ενότητα όλων των αναρχικών τους ισχυροποιεί νομοτελειακά, αλλά αυτό δεν ισχύει με κανένα τρόπο:

Όποιο κι αν είναι το επίπεδο της θεωρητικής ενότητας (η οποία δεν είναι ποτέ πλήρης), η απουσία οποιασδήποτε στρατηγικής ενότητας σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις που παίρνονται χρειάζεται να τηρούνται μόνο απ' όσους συμφωνούν μ' αυτές, αφήνοντας τους υπόλοιπους να πράττουν όπως επιθυμούν. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις έχουν μικρή αξία, ότι τα Συνέδρια δεν μπορούν να υιοθετήσουν αποτελεσματικά ψηφίσματα, ότι ο εσωτερικός διάλογος δεν είναι παραγωγικός (καθώς όλοι διατηρούν τις δικές τους θέσεις) και ότι η οργάνωση περιστρέφεται γύρω από τις εσωτερικές της τελετουργίες χωρίς να παρουσιάζεται ένα κοινό πρόσωπο προς τα έξω.43
Μια οργάνωση που στοχεύει στη σύνθεση μέσω της συνένωσης «θεωρητικά και πρακτικά ετερογενών στοιχείων» μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια «μηχανιστική συνέλευση ατόμων, καθένα από τα οποία έχει διαφορετική αντίληψη πάνω σε όλα τα ζητήματα του αναρχικού κινήματος, μια συνέλευση που αναπόφευκτα θα αποσυντεθεί όταν θα αντιμετωπίσει την πραγματικότητα»44.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]