user preferences

Για την κολεκτιβιστική οικονομία

category Διεθνή | Αναρχική Ιστορία | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday October 05, 2013 19:14author by Λουκιανός Χασιώτης Report this post to the editors

«Προδημοσίευση της εισαγωγής του βιβλίου, Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939. Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις, εκδόσεις των ξένων» (εκτενές απόσπασμα). Αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος της αναρχικής επιθεώρησης "Κοινωνικός Αναρχισμός" από τη Θεσσαλονίκη (εκδ. Κουρσάλ)
ceb5cebecf89cf86cf85cebbcebbcebf_cebcceb9cebacf81cebf.jpg

Ιστορική σημασία και επικαιρότητα της κολεκτιβιστικής οικονομίας

Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία στα 1936-1939 προκάλεσε από την πρώτη στιγμή διαφορετικές αντιδράσεις, από την αμέριστη αποδοχή και υποστήριξη μέχρι την καταγγελία, την υπονόμευση και την δυσφήμιση. Οι αντίπαλοί της την εποχή εκείνη, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και σταλινικοί, κατηγόρησαν τους αναρχικούς ότι είχαν αποσπάσει με τη βία τη γη από τα χέρια των χωρικών, γεγονός που έπληττε την ανεξαρτησία τους και είχε καταστροφικές συνέπειες για την αγροτική παραγωγή, ή πάλι ότι οι καταλήψεις εργοστασίων είχαν αποξενώσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες των οποίων την υποστήριξη είχε ανάγκη η Δημοκρατία. Οι κατηγορίες αυτές ανταποκρίνονταν μάλλον στην εμπειρία της κολεκτιβοποίησης –για την ακρίβεια της κρατικοποίησης– της γης στη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της παραγωγής αλλά και το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, είτε εξαιτίας του επακόλουθου λιμού είτε λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων και των μαζικών εκτελέσεων. Από την άλλη, οι αναρχικοί και πολλοί συμπαθούντες εξύμνησαν τις κολεκτίβες της Ισπανίας για τον εθελοντικό και ελευθεριακό τους χαρακτήρα, την αποτελεσματικότητά τους και, πάνω απ’ όλα, ως δείγμα ενός νέου κόσμου ισότητας και δικαιοσύνης, ως απόδειξη ότι η αναρχική κοινωνία δεν αποτελούσε ουτοπία, αλλά μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Μολονότι το πείραμα της αυτοδιαχειριζόμενης οικονομίας δεν περιορίστηκε στην Ισπανία την περίοδο του Εμφυλίου, αλλά εμφανίστηκε και σε άλλες περιόδους, με διαφορετικές μορφές, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης (στη Γερμανία, τη Ρωσία και την Ιταλία αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα εβραϊκά κιμπούτς, στη Γιουγκοσλαβία, την Αλγερία και την Ινδονησία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Χιλή στη δεκαετία του 1970, στη Λατινική Αμερική στις αρχές του 21ου αιώνα), ήταν εκεί που απέκτησε την ευρύτερή του διάσταση, γεγονός που κάνει την ισπανική περίπτωση μοναδική στη νεότερη ιστορία, το πλέον χαρακτηριστικό πείραμα εργατικής αυτοδιεύθυνσης, το πιο κλασικό παράδειγμα αναρχοσυνδικαλιστικής οικονομικής οργάνωσης μέχρι σήμερα. 1

Γι’ αυτό, άλλωστε, η εμπειρία της ισπανικής κολεκτιβοποίησης παραμένει μέχρι τις μέρες μας ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αναρχικών και γενικότερα της ελευθεριακής αριστεράς ότι η αυτοδιαχείριση δεν αποτελεί ιδεοληψία μίας χούφτας αντικαπιταλιστών, αλλά είναι εφικτή, εφαρμόσιμη και λειτουργική. Το ζήτημα μάλιστα αποκτάει νέα διάσταση στις σημερινές συνθήκες κρίσης του καπιταλισμού, και μάλιστα όχι μονάχα ως επαναστατική ρητορεία, αλλά ως πολιτική που εφαρμόζεται από τα κάτω (και που ενίοτε αναγνωρίζεται και από τα πάνω), όπως δείχνουν τα παραδείγματα των κατειλημμένων εργοστασίων της Brukman και της Zanon στην Αργεντινή. Προφανώς τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα της Ισπανίας του Μεσοπολέμου: η καπιταλιστική οικονομία είναι περισσότερο παγκοσμιοποιημένη παρά ποτέ και έχει διεισδύσει πλήρως σε κάθε πτυχή της ζωής μας· η βιομηχανική εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο δεν υφίσταται πλέον, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε παλιότερα· ο παραδοσιακός συνδικαλισμός έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά· τα πολιτικά δόγματα και η μοναδική αλήθεια που αντιπροσώπευε το κόμμα ή το συνδικάτο επίσης. Ταυτόχρονα, όμως, η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, με την κοινωνική υποβάθμιση, την ανασφάλεια και την κατάρρευση των αξιωμάτων περί υπεροχής της ελεύθερης αγοράς ή περί τέλους της ιστορίας που τη συνοδεύουν, οδηγεί και πάλι στο ανακάτεμα της τράπουλας. Η αυτοδιαχείριση στα εργοστάσια και τις υπηρεσίες γίνεται όχι μοναχά ένας εφικτός στόχος, αλλά μία αναγκαία προϋπόθεση για τους εργάτες που δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους. Οι καταλήψεις γης από τους αγρότες στην Ονδούρα, τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική, την Ινδία κ.α. αποδεικνύουν την αυξανόμενη αντίσταση στις νέες «περιφράξεις» σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ οι διάφορες σύγχρονες εκδοχές κολεκτίβων και της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις για μια διαφορετική μορφή ανάπτυξης (ή «αποανάπτυξης») που θα σέβεται το περιβάλλον και θα θέτει την κοινωνική προστασία, την ισότητα και τη δημοκρατία πάνω από τα κέρδη, κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Αναμφίβολα, όλα αυτά τα σύγχρονα εγχειρήματα χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, συμβιβασμούς, ηθικά ή άλλα διλήμματα. Αντίστοιχες όμως ήταν και οι αντιφάσεις της ισπανικής κολεκτιβοποίησης. Με αυτήν την έννοια, η μελέτη αυτής της εμπειρίας και η κριτική προσέγγισή της αποτελεί σήμερα μία αναγκαιότητα περισσότερο ίσως επίκαιρη παρά ποτέ, κι αυτός είναι ο λόγος που επιστρέφουμε ξανά σ’ αυτήν: για να εμπνευστούμε από τα επιτεύγματά της αλλά και να μάθουμε από τα προβλήματά της.

Η εξέλιξη της κολεκτιβοποίησης

Αν και οι απαλλοτριώσεις γης είχαν αρχίσει ατύπως πριν ακόμα από το πραξικόπημα της 17ης Ιουλίου 1936, με το οποίο ξεκίνησε επίσημα ο Εμφύλιος, στο αμέσως επόμενο διάστημα απέκτησαν χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης. Ωστόσο, η επικράτηση του στρατού του Φράνκο στις πιο παραγωγικές περιοχές της χώρας (ιδιαίτερα στους τομείς των σιτηρών και της κτηνοτροφίας) δημιούργησε πολύ σύντομα ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα έλλειψης τροφίμων στη ζώνη των Δημοκρατικών, ιδιαίτερα μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα που παρέμεναν στα χέρια τους. Οι Δημοκρατικοί βέβαια ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας της χώρας, αλλά δεν διέθεταν τις απαραίτητες πρώτες ύλες, ενώ έχασαν και το μεγαλύτερο κομμάτι της εσωτερικής αγοράς, που τέθηκε υπό τον έλεγχο των Εθνικιστών. Από την άλλη πλευρά, διατηρώντας τον έλεγχο του κρατικού χρυσού και των μεγαλύτερων τραπεζών, είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες για πιστώσεις και δάνεια. Oι ξένοι επενδυτές όμως υποστήριξαν, όπως ήταν λογικό, τους Εθνικιστές, και σαμποτάρισαν τις προσπάθειες των Δημοκρατικών να βρουν βοήθεια από το εξωτερικό, στρέφοντάς τους έτσι αναγκαστικά στην ΕΣΣΔ· ενώ, ταυτόχρονα, ο έλεγχος των πιστώσεων από την κεντρική εξουσία έδινε σε αυτήν τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη λειτουργία των κολεκτιβοποιημένων γαιών και επιχειρήσεων. 2

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πραγματοποιήθηκε η κολεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο και στις πόλεις της ζώνης των Δημοκρατικών. Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί νωρίτερα στη Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρξε κανένα κοινό πρότυπο για την κολεκτιβοποίηση ούτε κάποια επαναστατική εξουσία αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει κάτι τέτοιο. Συνδικαλιστικές επιτροπές ή ακόμα και αυθόρμητες πρωτοβουλίες εργαζομένων άρχισαν να καταλαμβάνουν επιχειρήσεις και κτήματα που ανήκαν σε ιδιοκτήτες φιλικά προσκείμενους στους πραξικοπηματίες, οι οποίοι κατά κανόνα είχαν εγκαταλείψει τις περιουσίες τους μόλις έγινε φανερό ότι η περιοχή τους δεν θα περνούσε στον έλεγχο των στρατιωτικών. 3

Το κύμα των κολεκτιβοποιήσεων στηρίχτηκε στην ισχυρή προκαπιταλιστική παράδοση κολεκτιβισμού που υπήρχε ακόμα στην Ισπανία την εποχή του Μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με την κλασική μαρξιστική ανάλυση που θεωρεί αναχρονιστική και «ιστορικά αντιδραστική» την παράδοση αυτή, υποστηρίζοντας την αποσύνθεση της τοπικής οικονομίας της υπαίθρου και την προλεταριοποίηση των αγροτών ως απαραίτητο βήμα για τη μετάβαση στον κομμουνισμό, οι ισπανοί αναρχικοί την αξιοποίησαν προς όφελος της αυτοδιεύθυνσης και της αλληλεγγύης. Οι χωρικοί της Αραγωνίας, για παράδειγμα, δεν βίωσαν αναγκαστικά μία ρήξη με το παρελθόν με την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, επειδή και με τις παλιότερες συνθήκες εργασίας δεν έβλεπαν συχνά χρήματα στο σπίτι τους, αλλά πληρώνονταν συνήθως σε είδος. 4 Αλλά και οι εργαζόμενοι στις πόλεις της Βαρκελώνης ή άλλων αστικών κέντρων της Ισπανίας δεν είχαν αποκοπεί πλήρως από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις των αγροτών και των χειροτεχνών, διατηρώντας στη μνήμη τους μια ζωντανή προκαπιταλιστική κουλτούρα, διακριτή από τις συνήθειες και τις συνθήκες ζωής των προλετάριων στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες της Ευρώπης. 5

Η σύνθεση αυτή επιχειρήθηκε βέβαια κατεξοχήν στη Βαρκελώνη, όπου το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα ήταν κυρίαρχο στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, τουλάχιστον κατά τον πρώτο χρόνο του Εμφυλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας και ένα σημαντικό μέρος των υπηρεσιών της πόλης τέθηκε αμέσως υπό τον έλεγχο των συνδικάτων, πρωτίστως της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT) και δευτερευόντως της σοσιαλιστικής Γενικής Ένωσης Εργατών (UGT) και του Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενότητας (POUM). Αντίστοιχες κινήσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις της ζώνης των δημοκρατικών, αν και σε μικρότερο βαθμό, γιατί εκεί η CNT δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο στη Βαρκελώνη. Σε πόλεις όπως η Μαδρίτη ή η Βαλένθια, τα απαλλοτριωμένα εργοστάσια ιδιοκτητών που είχαν φύγει πέρασαν συνήθως στον έλεγχο του κράτους ή υιοθετήθηκαν μικτά συστήματα εργατικής αυτοδιαχείρισης με κρατική εποπτεία. 6

Στην ύπαιθρο τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Εκεί η κολεκτιβοποίηση ξεκίνησε είτε με πρωτοβουλία τοπικών στελεχών της CNT και της UGT είτε με παρέμβαση των πολιτοφυλακών της CNT και του POUM (που το καλοκαίρι του 1936 προέλασαν στην Αραγωνία με σκοπό την κατάληψη της Θαραγόθα, κάτι που τελικά δεν κατάφεραν). Στην Καταλωνία η CNT έπρεπε να ανταγωνιστεί τα αγροτικά συνδικάτα που συνδέονταν με τα τοπικά κεντροαριστερά κόμματα, και που υποστήριζαν τη δημιουργία συνεταιρισμών. Αντίθετα στην Αραγωνία το κενό πολιτικής εξουσίας (οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της επαρχίας βρίσκονταν στα χέρια Εθνικιστών) καλύφθηκε με τη σύσταση του Αντιφασιστικού Συμβουλίου που βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της CNT. Στόχος του να ενθαρρύνει περαιτέρω την κολεκτιβοποίηση «ως μέρος της πολεμικής προσπάθειας», αλλά και να δημιουργήσει ένα πρότυπο για το μέλλον, για το πώς θα ήταν η ελευθεριακή κοινωνία. Επιπλέον εξέφραζε την τοπική επιθυμία για αυτονομία από τις καταλανικές ελίτ (αλλά και τη συνδικαλιστική ηγεσία της Βαρκελώνης) που αντιμετώπιζαν την Αραγωνία ως αποικία τους, επιδεικνύοντας συγκεντρωτική συμπεριφορά. 7 Οι αναρχικοί πολιτοφύλακες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη συγκρότηση των αραγωνέζικων αγροτικών κολεκτίβων είτε ενισχύοντας τις τοπικές πρωτοβουλίες στελεχών της CNT είτε επιβάλλοντας την κολεκτιβοποίηση με το ζόρι. 8 Στη Χώρα των Βάσκων η τοπική κυβέρνηση απέτρεψε τις κολεκτιβοποιήσεις, αλλά δημιουργήθηκαν συνεταιρισμοί κυρίως υπό την επιρροή της UGT. Αγροτικές κολεκτίβες σχηματίστηκαν επίσης στις περιοχές της Βαλένθια, στη Μούρθια, στην Καστίλλη-Λα Μάντσα, στην Εξτρεμαδούρα και στην Ανδαλουσία, συνήθως με πρωτοβουλία τοπικών στελεχών της CNT και της UGT. 9

Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών νομιμοποίησε με διατάγματα τις αυθόρμητες απαλλοτριώσεις και κολεκτιβοποιήσεις γαιών και επιχειρήσεων, αναγνωρίζοντας τα τετελεσμένα γεγονότα και επιδιώκοντας να ελέγξει τις κολεκτίβες και να περιορίσει την επέκτασή τους. Επιπλέον, η κολεκτιβοποίηση στη γεωργία σήμαινε συνήθως τη συνένωση μικρών ανεξάρτητων γαιών, κάτι που έδινε την ευκαιρία για εξορθολογισμό της διαχείρισης, εκμηχάνιση και συνολικά αύξηση της παραγωγής, όροι απαραίτητοι για τη συνέχιση του πολέμου. Έτσι, μέχρι να ενισχύσει τη θέση της, η πολιτική εξουσία ανέχτηκε τις αγροτικές κολεκτίβες και προσπάθησε να τις κηδεμονεύσει προσανατολιζόμενη στη συνεταιριστική οικονομία. Στη βιομηχανία, τόσο η κυβέρνηση της Μαδρίτης όσο και η Ζενεραλιτάτ, έδειξαν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να ελέγξουν τα μέσα παραγωγής προτάσσοντας άλλοτε την εθνικοποίηση και άλλοτε την κρατική συμμετοχή στις κολεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις. Μετά τον Μάιο του 1937 και την αποδυνάμωση της CNT, οι επιθέσεις εναντίον των κολεκτίβων εντάθηκαν: αγροτικές κολεκτίβες διαλύθηκαν με την επέμβαση του Λαϊκού Στρατού της Δημοκρατίας (EPR), ενώ αρκετά εργοστάσια και υπηρεσίες επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους ή τέθηκαν υπό κρατικό έλεγχο. Οι ενέργειες αυτές δεν έπληξαν τελικά μονάχα τις ίδιες τις κολεκτίβες, αλλά απορύθμισαν συνολικά την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, επιτείνοντας το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών και εντείνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια. Στα τέλη του 1938 η Δημοκρατία δεν αντιμετώπιζε μονάχα την κατάρρευση στο πολεμικό μέτωπο αλλά και στα μετόπισθεν, όπου η κοινωνική επανάσταση έδωσε τη θέση της στον καιροσκοπισμό, τον κυνισμό και τον αγώνα για την προσωπική επιβίωση. 10

Κρίσιμα προβλήματα της κολεκτιβοποίησης

Όπως είδαμε παραπάνω, οι πολιτικές εξελίξεις επέδρασαν καθοριστικά στην πορεία της κολεκτιβοποίησης, αλλά και, αντίστροφα, η οικονομική οργάνωση στα μετόπισθεν των Δημοκρατικών και οι κοινωνικές σχέσεις που αυτή δημιούργησε επηρέασαν σαφώς την εξέλιξη του Εμφυλίου και της κοινωνικής επανάστασης. Μολονότι πρόκειται για δύο πεδία που είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν ξεχωριστά, θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να επικεντρωθούμε σε ορισμένα κρίσιμα προβλήματα της κολεκτιβοποιημένης οικονομίας που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις επιτυχίες και τις αποτυχίες της και που, κατά τη γνώμη μας, έχουν διαχρονική σημασία.

Α. Οι διαφορετικές εκδοχές οικονομικής οργάνωσης
Είπαμε ήδη ότι δεν υπήρχε κάποιο ενιαίο σχέδιο ή πρότυπο για την οργάνωση της οικονομίας στην περίοδο που εξετάζουμε. Αυτό ήταν αναπόφευκτο λόγω των διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που υπήρχαν ανά περιοχή και ανά παραγωγικό τομέα. Λειτούργησε επίσης θετικά, στο βαθμό που πρωτοβουλίες τοπικών κοινοτήτων, συνδικάτων και αυτοοργανωμένων εργαζομένων επέλεξαν οι ίδιες τη μορφή οικονομικής οργάνωσης που θεωρούσαν περισσότερο δίκαιη ή εφικτή. Υιοθετήθηκαν λοιπόν διαφορετικά σχήματα: Κοινωνικοποίηση (συνένωση βιομηχανιών και υπηρεσιών ίδιων παραγωγικών τομέων, με τα συνδικάτα να διαχειρίζονται αλλά να μην είναι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων), κολεκτιβοποίηση (αυτοδιαχείριση από τους εργάτες), συνεταιρισμοί (συνεργασία κτημάτων ή επιχειρήσεων με μοίρασμα των κερδών στους ιδιοκτήτες ή μετόχους τους), κρατικοποίηση, ιδιωτικές επιχειρήσεις με συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση. Η ίδια η CNT ήταν διχασμένη ανάμεσα στην πλήρη κοινωνικοποίηση και στη διατήρηση της ανεξαρτησίας των κολεκτίβων. Η UGT, αντίθετα, υποστήριζε τους συνεταιρισμούς και την προστασία των ιδιωτικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 11 Αν και στη Βαρκελώνη κολεκτιβοποιήθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το 80% του δευτερογενή και του τριτογενή τομέα, η CNT διαπίστωσε σύντομα ότι οι εργάτες αντιμετώπιζαν την κολεκτίβα ως περιουσία τους, ανταγωνίζονταν με άλλες κολεκτίβες και προτιμούσαν να μοιράζονται τα κέρδη, αντί να τα δίνουν στο Οικονομικό Συμβούλιο της Καταλωνίας ή στα συνδικάτα τους – φαινόμενο που ο Γκαστόν Λεβάλ περιέγραψε ως «εργατικό νεοκαπιταλισμό». 12 Η κοινωνικοποίηση υπήρξε αρχικά επιτυχής, αλλά δεν ολοκληρώθηκε, είτε λόγω αντιδράσεων των εργαζομένων ή άλλων συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων είτε εξαιτίας των κυβερνητικών παρεμβάσεων, και δεν ξεπέρασε συνήθως το επίπεδο ενός μεμονωμένου βιομηχανικού κλάδου ή μιας ορισμένης αγροτικής περιοχής. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις κολεκτίβες, η διατήρηση ελλειμματικών κολεκτιβοποιημένων επιχειρήσεων, η αποτυχία επαναστατικής αναδιανομής της εργασίας από βιομηχανίες που πλήττονταν από την ανεργία σε εκείνες που απεγνωσμένα ζητούσαν εργατικά χέρια αποτέλεσαν βασικά λειτουργικά προβλήματα του μικτού οικονομικού συστήματος που εφαρμόστηκε. 13

Β. Παραγωγικότητα και αποδοτικότητα της κολεκτιβοποίησης
Για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα της κολεκτιβοποίησης είναι δύσκολο να μιλήσουμε με ασφάλεια, λόγω της έλλειψης επαρκών στατιστικών στοιχείων. Επιπλέον, είναι αδύνατο να γίνουν γενικεύσεις για ένα τόσο πολύμορφο σύστημα. Για την Καταλωνία που υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, γνωρίζουμε ότι η κολεκτιβοποιημένη βιομηχανία της υπέφερε από τις ελλείψεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια, ξένο συνάλλαγμα και πιστώσεις. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου οι ελλείψεις αυτές οδήγησαν στη συνολική πτώση της παραγωγής κατά 30%, ενώ η ανεργία αυξήθηκε κατά 25%, παρ’ όλο που τον Σεπτέμβριο του 1936 κηρύχτηκε στρατιωτική επιστράτευση. Οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν επίσης επιβαρύνοντας δραματικά το κόστος ζωής. Στο διοικητικό επίπεδο η έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας των εργατών που ανέλαβαν διαχειριστικές θέσεις αντισταθμίστηκε εν μέρει από τον γενικό ενθουσιασμό. 14 Πιο σοβαρό αποδείχτηκε το ζήτημα της εργατικής πειθαρχίας: Πολλοί ήταν οι εργάτες που δεν ταυτίστηκαν με τους επαναστατικούς στόχους των συνδικάτων ούτε θέλησαν να επιβεβαιώσουν τον ταξικό ρόλο που αυτά τους ανέθεσαν. Η χαμηλή παραγωγικότητα, οι συχνές απουσίες από την εργασία, ακόμα και τα σαμποτάζ, οδήγησαν στελέχη της CNT να ζητήσουν σύνδεση του μισθού με την αποδοτικότητα, και τη λήψη αυστηρών μέτρων πειθαρχίας. 15

Ωστόσο, οι καταλανικές κολεκτίβες συνέχισαν να λειτουργούν και να παράγουν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η κολεκτιβοποίηση σήμαινε μείωση δαπανών, λόγω της (σχετικής τουλάχιστον) εξίσωσης των μισθών, των καινοτομιών που εφαρμόστηκαν, της κατάργησης των μεσαζόντων. Οι κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις προχώρησαν στην αναδιοργάνωση και τυποποίηση της παραγωγής, στη συγκέντρωσή της σε μεγάλες και καλύτερα εξοπλισμένες εγκαταστάσεις, εισήγαγαν στατιστικές και λογιστικούς ελέγχους, με άλλα λόγια επιχείρησαν να εξορθολογίσουν συνολικά την οικονομία της περιοχής. 16

Τα στατιστικά στοιχεία για την παραγωγή στις αγροτικές κολεκτίβες είναι επίσης περιορισμένα ή αποσπασματικά και δεν προσφέρουν μία πλήρη εικόνα της κατάστασης. Γνωρίζουμε ότι η αγροτική παραγωγή των Δημοκρατικών έπεσε, αλλά αυτό αφορά τα συνολικά δεδομένα και όχι αποκλειστικά την κολεκτιβοποιημένη γεωργία. Το μεγαλύτερο άλλωστε μέρος της καλλιεργήσιμης γης στη ζώνη των Δημοκρατικών (απαλλοτριωμένης και μη) παρέμεινε στα χέρια ιδιωτών – σύμφωνα με τις σύγχρονες εκτιμήσεις κολεκτιβοποιήθηκε περίπου το 20%. 17 Η πτώση αφορούσε κυρίως τον νευραλγικό τομέα των δημητριακών, γεγονός που ισοδυναμούσε με μόνιμη έλλειψη ψωμιού έως το τέλος του πολέμου. Η παραγωγή άλλων προϊόντων έμεινε στάσιμη, ενώ σε λίγες περιπτώσεις σημειώθηκε αύξηση. 18 Οι περισσότερες πηγές πάντως αναγνωρίζουν ότι η κολεκτιβοποίηση στη γεωργία οδήγησε σε εντονότερη και αποδοτικότερη αγροτική παραγωγή, δίνοντας την ευκαιρία για καινοτομίες σε μεγάλη κλίμακα: την αυξανόμενη χρήση μηχανημάτων και ύδρευσης, τη μεγαλύτερη ποικιλία καλλιεργειών, την οργάνωση σύγχρονων μεθόδων εκτροφής ζώων, τις προσπάθειες εναρμόνισης παραγωγής και εμπορίου, την εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών κ.ο.κ. 19 Μολονότι και στις αγροτικές κολεκτίβες τα συστήματα ποίκιλαν από την απλή συνεργασία ανεξάρτητων γεωργών μέχρι τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής από τις επιμέρους κοινότητες, όπου επικράτησαν οι απόψεις και τα στελέχη της CNT το πρότυπο που υιοθετήθηκε ήταν περισσότερο κοντά στις αρχές του ελευθεριακού κομμουνισμού από οποιονδήποτε άλλο παραγωγικό τομέα. Σε αντίθεση δηλαδή με την κολεκτιβοποίηση στα εργοστάσια, που στόχευε κυρίως στη διατήρηση ή αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, στην ύπαιθρο οι κολεκτιβιστές επιδίωκαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα που θα ήλεγχε τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση, προκειμένου να εμποδίσουν τη συσσώρευση κεφαλαίου σε ιδιώτες, να εξασφαλίσουν την ισότητα μεταξύ των μελών και να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές ανάγκες. Εκεί το δελτίο επιβλήθηκε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στις πόλεις, δημιουργήθηκαν τοπικά νομίσματα ή καταργήθηκε εντελώς το χρήμα. Ο έλεγχος από τα συμβούλια των κολεκτίβων μείωσε τον πληθωρισμό, την ιδιωτική κερδοσκοπία και απελευθέρωσε το πλεόνασμα της παραγωγής δίνοντας τη δυνατότητα για επενδύσεις σε παραγωγικές καινοτομίες, στην εκπαίδευση, την πρόνοια και την υγεία, τη συγκοινωνία και τις μεταφορές. Τα τοπικά προϊόντα διανέμονταν δωρεάν, ενώ τα άλλα αγοράζονταν με κουπόνια από την κοινοτική αποθήκη. Τα πλεονάζοντα αγαθά ανταλλάσσονταν με αναρχικές κωμοπόλεις και χωριά (π.χ. τα χωριά της Αραγωνίας αντάλλασσαν τα δημητριακά τους με το ρύζι της Ταραγκόνας), ενώ οι ανταλλαγές με τις κοινότητες εκτός κολεκτιβιστικού συστήματος γίνονταν με το εθνικό νόμισμα (την πεσέτα). Χάρη στη συνεργασία, η εργασία που αντιστοιχούσε σε κάθε αγρότη ήταν γενικά λιγότερη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συμμετέχει στις άλλες διαδικασίες της κολεκτίβας. Πολλές κολεκτίβες ήταν τόσο αποδοτικές ώστε να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους ιδρύοντας συμπληρωματικά εργοστάσια (π.χ. αρτοποιεία, ξυλουργεία, σιδηρουργεία) και υπηρεσίες (π.χ. εμπορίου, εκπαίδευσης, πρόνοιας και υγείας), ενώ, όπως συνέβη και με την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, έτσι και στη γεωργία επιχειρήθηκε συντονισμός της παραγωγής και της διαχείρισης μέσω της ομοσπονδιακής οργάνωσης σε τοπικό, επαρχιακό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο – με ανάμικτα αποτελέσματα. 20

Ωστόσο και στην περίπτωση των αγροτικών κολεκτίβων οι κρατικές παρεμβάσεις λειτούργησαν αρνητικά: Οι κατασχέσεις και οι λεηλασίες τροφίμων ή οι ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του EPR αλλά και πολιτοφυλακών έπληξαν την εμπιστοσύνη των αγροτών στη Δημοκρατία. Η επιβολή χαμηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα, προκειμένου να περιοριστεί η αύξηση του κόστους ζωής στις πόλεις, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη άνοδο των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια, ενίσχυσε τον τοπικισμό και έστρεψε τους αγρότες και τις κολεκτίβες τους στην πολιτική αυτάρκειας (συνεπώς και στη μείωση της παραγωγής) ή ακόμα και στη μαύρη αγορά. 21 Ο τοπικισμός και η σύγκρουση υπαίθρου - πόλης αποτελεί ένα παραγνωρισμένο, αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της ισπανικής επανάστασης και της έκβασης του πολέμου. Και εδώ βέβαια οι γενικεύσεις είναι άδικες: Πράγματι, οι αναφορές των συνδικαλιστικών στελεχών κάνουν λόγο συχνά για ατομισμό και «εγωισμό» σε τοπικό επίπεδο, για την απροθυμία των χωρικών να δώσουν στοιχεία για την παραγωγή τους ή για την εκ μέρους τους απόκρυψη αποθεμάτων και εισοδημάτων, για τη συνύπαρξη «πλούσιων» και «φτωχών» κολεκτίβων. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αντίστοιχες αναφορές για το πνεύμα αλληλεγγύης που έδειξαν κολεκτίβες απέναντι σε άλλες περιοχές, για την περίθαλψη προσφύγων και για την εθελοντική παραχώρηση τροφίμων και άλλων εφοδίων στα αντιφασιστικά στρατεύματα. 22

Γ. Κοινωνικές αντιστάσεις
Δεν ήταν μονάχα τα πολιτικά κόμματα που αντιστάθηκαν και υπονόμευσαν την κολεκτιβοποίηση της οικονομίας κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, αλλά και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες που τα στήριξαν. Η κολεκτιβοποίηση βασίστηκε στους προλετάριους εργάτες της γης, της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, στη ραχοκοκαλιά δηλαδή της CNT-FAI, αλλά η αριθμητική τους υπεροχή και η κοινωνική τους επιρροή κάθε άλλο παρά δεδομένες θα πρέπει να θεωρούνται. Η βιομηχανική και εμπορική μικροαστική τάξη, οι κρατικοί λειτουργοί, οι τεχνικοί στα εργοστάσια, πολλοί υπάλληλοι γραφείων και μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες γης παρέμειναν καχύποπτοι ή εναντιώθηκαν φανερά στην κοινωνικοποίηση και την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής. Οι ίδιες κοινωνικές ομάδες εντάχθηκαν στην UGT, στο Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), το PCE και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλωνίας (PSUC) και σε άλλα κόμματα και οργανώσεις των Δημοκρατικών, ενισχύοντας τη δύναμή τους εις βάρος της CNT-FAI. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες θρηνούσαν για την απώλεια της ανεξαρτησίας τους μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Οι μικρομεσαίοι κτηματίες ήταν δυσαρεστημένοι όχι μονάχα επειδή έχασαν τη δυνατότητα να απασχολούν μισθωτούς εργάτες γης και λόγω της αδυναμίας τους να ανταγωνιστούν με τις κολεκτίβες, αλλά επίσης επειδή φοβούνταν την απώλεια των ιδιοκτησιών τους. Αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στο ότι η κολεκτιβοποίηση στη γη ήταν κυρίως εθελοντική, οι περιπτώσεις βίαιης επιβολής της δεν ήταν λίγες, ιδιαίτερα εκεί που οι αναρχικές πολιτοφυλακές είχαν το πάνω χέρι, όπως συνέβη στην Αραγωνία. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση είχε αρνητικά αποτελέσματα στην ομαλή λειτουργία των αγροτικών κολεκτίβων, ενθάρρυνε τον ατομικισμό και τον τοπικισμό των αγροτών, δυσφήμισε τον αγώνα των αναρχικών και, αντιστρόφως, ενίσχυσε τα αντεπαναστατικά κόμματα των Δημοκρατικών. 23

Δ. Ο ρόλος του συνδικαλισμού και η γέννηση μίας νέας γραφειοκρατικής ελίτ
Η παράταση του Εμφυλίου οδήγησε αναπόφευκτα στον πολιτικό και οικονομικό συγκεντρωτισμό και, αντιστρόφως, στην υποβάθμιση της εσωτερικής δημοκρατίας εντός των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων του στρατοπέδου των Δημοκρατικών. Αρχικά τα απαλλοτριωμένα εργοστάσια και οι υπηρεσίες πέρασαν υπό τη διοίκηση εκλεγμένων από τους εργάτες επιτροπών τις οποίες συντόνιζαν (θεωρητικά τουλάχιστον) ανώτερες –διορισμένες συνήθως– επιτροπές της CNT ή της UGT, σύντομα όμως οι δεύτερες ανέλαβαν πρόσθετες αρμοδιότητες που αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο με την είσοδο των αναρχοσυνδικαλιστικών στελεχών στη Ζενεραλιτάτ και στην κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης. Οι εργάτες μπορούσαν βέβαια πάντοτε να εκφράζουν τις απόψεις και τις κριτικές τους στις γενικές συνελεύσεις των κολεκτίβων, ωστόσο η συνδικαλιστική ηγεσία είχε πάντα τον τελευταίο λόγο, με το επιχείρημα της κρισιμότητας της κατάστασης. Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν πολύ σοβαρές για την έκβαση της κολεκτιβοποίησης: Οι εργάτες αισθάνονταν ότι δεν συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων, η έλλειψη πληροφόρησης από την πλευρά του συνδικάτου δημιουργούσε δυσαρέσκεια, οι συνελεύσεις των εργατικών επιτροπών έγιναν αραιότερες, η προσωπική ταύτιση των εργαζομένων με το έργο και την παραγωγή των κολεκτίβων υποχώρησε και μαζί με αυτήν και η εργατική πειθαρχία – όπως σχολιάσαμε παραπάνω.

Επιπλέον, οι ανάγκες διαχείρισης και συντονισμού δημιούργησαν μία κατηγορία στελεχών, σταδιακά διακριτή από τη μεγάλη μάζα των εργατών, τα οποία, μολονότι έπαιρναν συχνά (αλλά, ολοένα και περισσότερο, όχι πάντα) τον ίδιο μισθό, απαλλάσσονταν από τις συνηθισμένες εργασίες. Η νέα αυτή ελίτ απαρτιζόταν από συνδικαλιστικά στελέχη που είχαν αναλάβει διάφορες θέσεις στην οικονομία, τη διοίκηση και το στρατό. Σύμφωνα με την άποψη του αναρχικού αγωνιστή και μετέπειτα ιστορικού και συγγραφέα Εδουάρδο Πονς Πράδες, «το συνδικάτο έμοιαζε σαν μια μεγάλη εταιρεία, σαν ένα αμερικανικό ή γερμανικό τραστ». 24 Η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας συνοδεύτηκε από την υποβάθμιση της εσωτερικής δημοκρατίας. Κατά τον Βέρνον Ρίτσαρντς, μολονότι η CNT ήταν το μόνο συνδικάτο ή πολιτικό κόμμα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών που εξακολουθούσε να συγκαλεί ολομέλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου, στην πραγματικότητα αυτές σπανίως αποφάσιζαν για τα φλέγοντα ζητήματα, επικυρώνοντας απλώς τις προειλημμένες αποφάσεις της ηγεσίας της CNT-FAI. 25 Ο Σαμ Ντολγκόφ πάλι, αν και συμμερίζεται την άποψη ότι «ορισμένοι αναρχικοί προσβλήθηκαν και υπέκυψαν στο μικρόβιο της εξουσίας», 26 απορρίπτει ως συκοφαντία την κατηγορία ότι ολόκληρη η CNT εκφυλίστηκε σε γραφειοκρατικό μηχανισμό, αντιπαραβάλλοντας τις αναφορές του Λεβάλ στις δημοκρατικές διαδικασίες που λάμβαναν χώρα σε κάθε συνδικάτο, κάθε κολεκτίβα και κάθε περιφερειακή οργάνωση. 27 Η αλήθεια πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση: Οι αναρχοσυνδικαλιστές διατήρησαν εν μέρει τις ελευθεριακές τους διαδικασίες, όπως δείχνουν και οι πληροφορίες για τις αντιπαραθέσεις ή ακόμα και συγκρούσεις στο εσωτερικό του κινήματος, ωστόσο η συνέχιση του πολέμου και η συνεργασία με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις των Δημοκρατικών αναπόφευκτα αύξησε το συγκεντρωτισμό, έκανε επιτακτική την άμεση λήψη αποφάσεων από την ηγεσία και ευνόησε το σχηματισμό μίας ελίτ στελεχών, λίγο-πολύ ανεξέλεγκτης από τις εργατικές συνελεύσεις. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πολλά στελέχη του κινήματος, που ενδεχομένως θα κρατούσαν μία περισσότερο κριτική στάση ή θα διατηρούσαν την ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις εντός του συνδικάτου, είτε είχαν ήδη σκοτωθεί είτε ήταν απασχολημένα στον πόλεμο ή στην παραγωγή και δεν είχαν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στις διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, νέα και παλιά μέλη της CNT, που δρούσαν περισσότερο καιροσκοπικά ή αντίθετα με τις παραδοσιακές θέσεις της οργάνωσης, είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις περιστάσεις για να αναρριχηθούν στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία.

Η ισπανική εμπειρία έδειξε και τα όρια του συνδικαλισμού, ακόμα και του αναρχοσυνδικαλισμού. Τα εργατικά συνδικάτα δεν είναι από τη φύση τους επαναστατικά, ούτε είναι απαλλαγμένα από τα «βαρίδια» της κοινωνίας εντός της οποίας αναπτύσσονται. 28 Στη ριζοσπαστικότερή τους εκδοχή απαιτούν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από τους εργάτες, αλλά, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτό δεν είναι συνήθως αρκετό: Η κολεκτιβοποίηση ήταν πράγματι ένα πρωτοφανές πρόγραμμα οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού γεγονός, ωστόσο, που δεν απέτρεψε ούτε τις παρεκκλίσεις σε μορφές «εργατικού καπιταλισμού» ή «τοπικιστικής αυτάρκειας». Επιπλέον, η κολεκτιβοποίηση ή ακόμα και η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ιδιαίτερα στις πόλεις, ταυτίστηκε με τον έλεγχό της από τα συνδικάτα παρά από την τοπική κοινωνία. Αυτά ήταν οι νέοι φορείς εξουσίας, μέχρι το κράτος να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Στο πλαίσιο αυτό η CNT, υπό την πίεση βέβαια των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, αντί να μεταφέρει αυτήν την εξουσία στη βάση της κοινωνίας, τη συγκέντρωσε στα χέρια της ηγεσίας της. Οι εκκλήσεις της για πειθαρχία και σκληρή δουλειά βασίζονταν (πέραν της φασιστικής απειλής) στην κουλτούρα της «λατρείας» της οργάνωσης και της «τυφλής» πίστης στο συνδικάτο, η οποία χαρακτήριζε όλα τα σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα της εποχής – ιδιαίτερα τα πλέον συγκεντρωτικά. Ο παράγοντας αυτός πιθανότατα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη στάση που κράτησε η βάση του ισπανικού αναρχικού κινήματος απέναντι στην ηγεσία του και στις αποφάσεις που αυτή έλαβε.

Ε. Κολεκτιβοποίηση και έμφυλες σχέσεις
Μία χαρακτηριστική πλευρά των ορίων της ισπανικής επανάστασης σε σχέση με την κοινωνική απελευθέρωση αποτελεί η θέση των γυναικών στην κολεκτιβοποιημένη οικονομία. Οι φωτογραφίες των μαχητριών των αναρχικών πολιτοφυλακών έγιναν πολύ γρήγορα διάσημες και αποτέλεσαν ένδειξη της γυναικείας χειραφέτησης στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πιο πολύπλοκη: Οι γυναίκες συμμετείχαν πράγματι στον ένοπλο αγώνα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά ο ρόλος τους σύντομα υποβαθμίστηκε, μετά τις πιέσεις για τη στρατιωτικοποίηση και την επιβολή πειθαρχίας στις πολιτοφυλακές. Οι γυναίκες επίσης εντάχθηκαν μαζικά στους χώρους εργασίας, διεύρυναν τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες, βελτίωσαν τους μισθούς και τις συνθήκες δουλειάς τους, και πολλές ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στα συνδικάτα ή στον κρατικό μηχανισμό – το πλέον γνωστό παράδειγμα αποτελεί η Φεντερίκα Μοντσένι, η πρώτη ισπανίδα υπουργός. Ωστόσο η ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και του σπιτιού παρέμενε στην ευθύνη των γυναικών και οι περισσότερες δύσκολα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τους πολλαπλούς τους ρόλους. Η παραδοσιακή πατερναλιστική και σεξιστική στάση των ανδρών (ακόμα και των αναρχοσυνδικαλιστών) απέναντι στις γυναίκες συνεχίστηκε ακόμα και μέσα στις κολεκτίβες: Σε πολλές από αυτές, οι γυναίκες πληρώνονταν με μικρότερους μισθούς, υποεκπροσωπούνταν στις εργοστασιακές επιτροπές και σε άλλες εκλεγμένες θέσεις, ενίοτε δεν είχαν ούτε καν δικαίωμα ψήφου. Στις αγροτικές κολεκτίβες οι γυναίκες δεν αναγνωρίζονταν πάντοτε ως αυτόνομες υπάρξεις, αλλά αποκλειστικά ως μέλη της οικογενειακής μονάδας – με βάση την οποία γινόταν η διανομή των αγαθών. Οι γυναίκες πάντως αποδείχτηκαν σε γενικές γραμμές σθεναρές υπερασπίστριες της κολεκτιβοποίησης και αντίπαλοι της επιστροφής στη μισθωτή εργασία, τον ιδιωτικό ή τον κρατικό έλεγχο. Οι κολεκτίβες αύξησαν την κοινωνική τους αυτονομία, βοήθησαν τις ίδιες και τα παιδιά τους σε ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, και πρόσφεραν σαφώς περισσότερη ελευθερία σε σχέση με την παραδοσιακή καθολική κουλτούρα της Ισπανίας. 29

Συμπεράσματα

Πολλοί αναρχικοί και ιστορικοί απέδωσαν τις δυσκολίες των κολεκτίβων στις πιέσεις του πολέμου και στις επιθέσεις των αντιπάλων της κοινωνικής επανάστασης εντός του στρατοπέδου των Δημοκρατικών. Αυτό αναμφίβολα αληθεύει, αφού οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κολεκτίβες από την έλλειψη πρώτων υλών, αγορών, πιστώσεων και εργατικού δυναμικού υπήρξαν άμεσες συνέπειες του Εμφυλίου και του χωρισμού της Ισπανίας σε δύο ζώνες. Είναι επίσης γνωστό ότι τόσο οι κυβερνητικές αρχές όσο και τα δημοκρατικά και αριστερά πολιτικά κόμματα αντιμετώπισαν με καχυποψία ή ανοιχτή εχθρότητα την κολεκτιβοποίηση και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιορίσουν και να την ελέγξουν. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος, όπως εξελίχτηκε, δεν ήταν επιλογή ούτε των κολεκτιβιστών, εν μέρει ούτε των Δημοκρατικών, αλλά των κοινών τους αντιπάλων – και οι δεδομένες ιστορικές συνθήκες δεν άφηναν πολλά περιθώρια για κάποια εναλλακτική επιλογή. Έτσι, η ίδια η CNT αποδέχτηκε τελικά τη λειτουργία μίας μικτής οικονομίας, στην οποία το κράτος θα είχε τον κεντρικό έλεγχο, έστω και με τη συμμετοχή αναρχοσυνδικαλιστών στα διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η απόφαση αυτή οδήγησε στη σταδιακή αποδυνάμωση της επιρροής τής οργάνωσης και στην αδυναμία της να προστατέψει το εγχείρημα της κολεκτιβοποίησης, ενώ η ηγεσία της σταδιακά αποκόπηκε από την κοινωνική της βάση.

Στα μετόπισθεν των Δημοκρατικών, ο συνδυασμός οικονομίας της αγοράς, κρατικού ελέγχου και κολεκτιβοποίησης δεν κατάφερε να συντηρήσει επαρκώς τους στρατιώτες και τους εργάτες, αλλά και να κρατήσει ψηλά το φρόνημα και την αποφασιστικότητά τους να κερδίσουν τον πόλεμο. Στο μεταξύ, το ποιος ακριβώς θα κέρδιζε αν νικούσαν οι Δημοκρατικοί γινόταν όλο και περισσότερο ασαφές, καθώς η προοπτική της επανάστασης απομακρυνόταν και ο συγκεντρωτισμός θριάμβευε, ενώ στα μετόπισθεν εκατοντάδες επαναστάτες συλλαμβάνονταν ή εκτελούνταν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, και με το δεδομένο ότι ολοένα και περισσότεροι από τους πιο ειλικρινείς αγωνιστές χάνονταν στο μέτωπο, ήταν λογικό να βγουν στην επιφάνεια οι διακριτές επιδιώξεις των ατόμων και η προτεραιότητα που αυτά έδιναν στις δικές τους ανάγκες, τις προσωπικές ή εκείνες του στενού κοινωνικού τους περίγυρου, συμβάλλοντας έτσι στο πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Μια χαρακτηριστική όψη αυτής της εξέλιξης ήταν η σύγκρουση υπαίθρου - πόλης, η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη μείωση της μαχητικότητας των Δημοκρατικών. Η ίδια σύγκρουση επαναλαμβάνεται πάντοτε σε περιόδους κρίσης, εμφύλιων συγκρούσεων και πολέμων, όπως έχουν δείξει οι περιπτώσεις της Γαλλικής και της Ρωσικής Επανάστασης αλλά και της ξένης κατοχής στην Ελλάδα – αν και στις περιπτώσεις αυτές το επαναστατικό στρατόπεδο κατάφερε να ελέγξει τις αντιδράσεις χάρη στο συγκεντρωτικό του χαρακτήρα.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν ακυρώνουν φυσικά την αξία του κινήματος της κολεκτιβοποίησης κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης. Μόνο το γεγονός ότι οι ισπανοί εργάτες και οι ισπανίδες εργάτριες κατάφεραν να επιβάλουν μορφές αυτοδιαχείρισης σε τέτοια κλίμακα και διάρκεια, και να τις κάνουν λειτουργικές, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες εργασίας και προσφέροντας στους ίδιους και στις οικογένειές τους εκπαίδευση, πρόνοια και υγεία αποτελεί δικαίωση της ιδέας της κολεκτίβας. Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να τα είχαν καταφέρει καλύτερα. Από εκεί και πέρα, το πλέον φανερό συμπέρασμα της ισπανικής εμπειρίας είναι ότι η κατάκτηση των μέσων παραγωγής από τους εργάτες δεν αρκούσε για την επιτυχία της επανάστασης. Και επιπλέον, ότι για να κερδίσει η επανάσταση δεν αρκούσε ο ζήλος μίας μειοψηφίας, αλλά η συμμετοχή της πλειοψηφίας, κι αυτό μπορούσε να γίνει μονάχα με την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της.

Σημειώσεις
1. Για την ιστορία της αυτοδιαχείρισης και του εργατικού ελέγχου, βλ. Smith 2002.
2. Brenan 1980: 319-21, και Seidman 2002: 45-6.
3. Souchy 1991: 59-60, 81-3, και Garrido González 2006.
4. Fraser 1986: 355.
5. Dolgoff 1982: 24.
6. Borkenau 1988: 124, και Garrido González 2006.
7. Fraser 1986: 348-51, και Richards 1990: 169.
8. Fraser 1986: 348-50, και Seidman 2002: 69-71.
9. Brenan 1980: 319-20, και Dolgoff 1992: 206-46.
10. Richards 1972: 107-9, Alexander 1999: 318-320, 372-3, και Seidman 2002: 12-3.
11. Fraser 1986: 211-2.
12. Leval 1975: 227.
13. Dolgoff 1982: 151-4, Fraser 1986: 231-2, και Durgan 2011: 168.
14. Castells Duran 2002: 134-5.
15. Seidman 2006: 39.
16. Brenan 1980: 319-21, και Castells Duran 2002: 135-7.
17. Seidman 2000: 210, και Garrido González 2006.
18. Garrido González 2006.
19. Jackson 1970: 4-11, Richards 1972: 100, Dolgoff 1982: 202, 248, Harrison 1985: 114, και Damier 2009: 167.
20. Richards 1972: 103-4, 355-7, Fraser 1986: 370-1, και Souchy 1991: 59-60.
21. Fraser 1986: 348, και Seidman 2000: 218-24.
22. Dolgoff 1982: 191-2, 201, Fraser 1986: 370-1, και Seidman 2000: 216-7.
23. Dolgoff 1982: 251-2, Fraser 1986: 371-3, Harrison 1985: 114, Bolloten 1991: 57-61, 74-7, Seidman 2000: 211-3, και Castells Duran 2002: 129-31.
24. βλ. Fraser 1986: 222-3, και 366-7. Πρβλ. την εισαγωγή του Μπούκτσιν στο Dolgoff 1982: 44-5, Castells Duran 2002: 137, και Durgan 2011: 168.
25. Richards 1972: 81-8.
26. Η φράση ανήκει στον Λεβάλ, βλ. Dolgoff 1982: 118.
27. Dolgoff 1986.
28. Richards 1972: 198, και εισαγωγή του Μπούκτσιν στο Dolgoff 1982:47-8.
29. Dolgoff 1982: 248, Ackelsberg 1993: 367-88, Seidman 2000: 225-8, Seidman 2002: 55-6, Hogan 2003, και Garrido González 2006.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Ackelsberg, Martha A. (1993), “Models of Revolution: Rural Women and anarchist collectivization in Civil War Spain”, Journal of Peasant Studies, τ. 20, αρ. 3, 367-88.
Alexander, Robert J. (1999), The Anarchists in the Spanish Civil War, Λονδίνο, Janus.
Bolloten, Burnett (1991), The Spanish Civil War: revolution and counterrevolution, Τσάπελ Χιλ – Λονδίνο, University of North Carolina Press.
Borkenau, Franz (1988), The Spanish Cockpit. An eyewitness account of the Spanish Civil War, Λονδίνο, Phoenix Press
Brenan, Gerald (1980), The Spanish Labyrinth. A Account of the Social and Political Background of the Spanish Civil War, Κέιμπριτζ - Λονδίνο, Cambridge University Press.
Castells Duran, Antoni (2002), “Revolution and collectivizations in Civil War Barcelona, 1936-9”, στο Angel Smith (επιμ.), Red Barcelona. Social Protest and Labour Mobilization in the Twentieth Century, Λονδίνο - Νέα Υόρκη, Routledge, 127-41.
Damier, Vadim V. (2009), Anarcho-syndicalism in the 20th Century (μτφρ. Malcolm Archibald), Έντμοντον, Αλμπέρα, Black Cat Press, και στο http://libcom.org/files/Damier-AS-A4.pdf, (29-7-2012).
Dolgoff, Sam (1982), Αναρχικές κολλεκτίβες. Η εργατική αυτοδιεύθυνση στην ισπανική επανάσταση (μτφρ. Ν. Ποταμιάνος), Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Durgan, Andy (2011), “Worker’s Democracy in the Spanish Revolution, 1936-1937”, στο Immanuel Ness, Dario Azzellini (επιμ.), Ours to Master and to Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Σικάγο, Haymarket.
Fraser, Ronald (1986), Blood of Spain. An Oral History of the Spanish Civil War, Νέα Υόρκη, Pantheon Books.
Garrido González, Luis (2006), “La economía colectivizada de la zona republicana en la guerra civil”, Congreso La Guerra Civil Española 1936 – 1939, Sociedad Estatal de Conmemoraciones Culturales, 2006, http://www.secc.es/media/docs/12_1_Luis_Garrido2.pdf, (1-5-2012).
Harrison, Joseph (1985), The Spanish Economy in the 20th Century, Μπέκενχαμ, Κέντ, Croom Helm.
Hogan, Deirdre (2003), «Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης» (μτφρ. Θοδωρής Σάρας), στο http://autopoiesis-gr.blogspot.com/2010/08/blog-post_07...#more (17-6-2012).
Jackson, Gabriel (1970), “The living experience of the Spanish civil war collectives”, Newsletter for the Society of Spanish and Portuguese Historical Studies, τ. 1, αρ. 2, 4-11, και στο http://uweb.cas.usf.edu/ssphs/vol1no2.html, (5-6-2012).
Leval, Gaston (1975), Collectives in the Spanish Revolution, Λονδίνο, Freedom Press.
Ness Immanuel, Dario Azzellini, επιμ. (2011), Ours to Master and to Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Σικάγο, Haymarket.
Richards, Vernon (1972), Lessons of the Spanish Revolution (1936-1939), Λονδίνο, Freedom Press.
¬¬¬¬–, επιμ. (1990), Spain and the World: Social Revolution and Counter-Revolution / Selections from the Anarchist Fortnightly, Spain and the World, 1936-1939, Λονδίνο, Freedom Press.
Seidman, Michael (2000), “Agrarian collectives during the Spanish Revolution and Civil War”, European History Quarterly, τ. 30, αρ. 2, 209-35.
– (2002), Republic of Egos. A Social History of the Spanish Civil War, Μάντισον, Ουισκόνσιν, University of Wisconsin Press.
– (2006), Η αντίσταση των εργατών στην εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και της Ισπανικής Επανάστασης, 1936-38, Αθήνα, Κόκκινο Νήμα.
Smith, Angel, επιμ. (2002), Red Barcelona. Social Protest and Labour Mobilization in the Twentieth Century, Λονδίνο, Routledge.
Souchy, Augustin (1991), Κολλεκτιβισμός και αυτοδιαχείριση στην Ισπανία, 1936-39 (μτφρ. Κ. Νικολάου), Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]