user preferences

Το Νόημα του Αναρχισμού

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday May 16, 2013 22:16author by Lucien van der Walt - Michael Schmidt Report this post to the editors

Συζητώντας τη βιβλιογραφία* - Μέρος 3ο

Το Νόημα του Αναρχισμού: Συζητώντας τη βιβλιογραφία* - Ελληνική μετάφραση του Πρώτου Κεφαλαίου του βιβλίου των Lucien van der Walt και Michael Schmidt “Black Flame – The Revolutionary Class Politics of Anarchism and Syndicalism”
383254_4900113301686_306217692_n.jpg

Ενάντια στην Ιεραρχία

Η βάση από την οποία προέκυψαν όλα τα αναρχικά επιχειρήματα είναι η βαθιά και θεμελιώδης ανάγκη για ατομική ελευθερία. Ωστόσο, για τους αναρχικούς η ελευθερία μπορεί να υπάρξει και να εξασκηθεί μόνο εντός της κοινωνίας· συνεπώς οι κοινωνικές δομές ανισότητας και ιεραρχίας καθιστούν αδύνατη την ελευθερία. Προκύπτει λοιπόν ότι το αναρχικό ιδανικό είναι μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική και οικονομική ισότητα και την αυτοδιεύθυνση, συνθήκες που αποτελούν προϋπόθεση της ελευθερίας του ατόμου. Ο Μπακούνιν δήλωνε πως ο αναρχικός «επιμένει στο θετικό δικαίωμα της ζωής, όπως και σε όλες τις διανοητικές, ηθικές και σωματικές ευχαριστήσεις της» επειδή «αγαπά τη ζωή και θέλει να την απολαύσει σε όλη της την αφθονία.»88Το να ισχυριστεί κανείς ότι ο Μπακούνιν ήταν ένας ακραίος ατομικιστής με επιρροές από τον Στίρνερ, όπως κάνει ο Ε. Χ. Καρρ στην αρκετά εχθρική βιογραφία του, είναι απλώς αναληθές89. Ο Μπακούνιν αντιλαμβανόταν την ελευθερία ως κοινωνικό προϊόν, όχι σαν εξέγερση ατομικοτήτων ενάντια στην κοινωνία, λέγοντας πώς:

Η κοινωνία απέχει πολύ από το να υποβαθμίζει ... την ελευθερία των ανθρώπων, αντίθετα τη γεννά. Η κοινωνία είναι η ρίζα, το δέντρο και η ελευθερία είναι ο καρπός του. Συνακόλουθα, σε κάθε εποχή, ο άνθρωπός πρέπει να αναζητά την ελευθερία του όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος της ιστορίας του. ... Δεν μπορώ να είμαι και να νιώσω ελεύθερος παρά μόνο μπροστά σε άλλους ανθρώπους και σε σχέση μ' αυτούς. ....Είμαι αληθινά ελεύθερος μόνο στο μέτρο που είναι εξίσου όλα τα ανθρώπινα όντα - άντρες και γυναίκες - που με περιβάλλουν. Η ελευθερία των άλλων, απέχοντας πολύ απ' το να αποτελεί περιορισμό ή υποβάθμιση της δικής μου, είναι, αντίθετα, αναγκαίος όρος κι επιβεβαίωση της90.

Αντιλαμβανόταν τον αγώνα ενάντια στον ακραίο ατομικισμό ως ένα σημαντικό σκέλος του αναρχικού αγώνα: «Σε κάθε Συνέδριο» της Πρώτης Διεθνούς «παλεύαμε με τους ατομικιστές ... που υποστηρίζουν, παρέα με τους ηθικιστές κι αστούς οικονομολόγους, ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ελεύθεροι ... έξω απ' την κοινωνία .... Ο άνθρωπος είναι ... κοινωνικό ζώο. ... Μόνο εντός της κοινωνία μπορεί να γίνει ανθρώπινο όν.
... Η ελευθερία ... είναι συλλογικό προϊόν»91.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Κροπότκιν απέρριπτε τον «μισανθρωπικό αστικό ατομικισμό» ανθρώπων όπως ο Στίρνερ92. Στα μάτια του, αυτή η προσέγγιση («το κάθε άτομο για τον εαυτό του»), δεν οδηγούσε σε καμία περίπτωση στην ελευθερία, παρά μόνο στην επιβεβαίωση του δικαιώματος του ισχυρού να καταπιέζει τον ανίσχυρο. Αυτό που προέτασσε ο Κροπότκιν ήταν, αντίθετα, η «πραγματική ατομικότητα», η οποία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο «μέσα απ' την εξάσκηση της ύψιστης κοινοτικής κοινωνικότητας». Είναι «εύκολο να δει κανείς» ότι η προσέγγιση του Στίρνερ ήταν απλώς μια «επιστροφή μεταμφιεσμένων προνομιούχων μειοψηφιών». Αυτές οι «προνομιούχες μειοψηφίες» μπορούν να επιβιώσουν μόνο μέσω της υποστήριξις τους από την κρατική εξουσία, συνεπώς «οι αιτιάσεις αυτών των ατομικιστών καταλήγουν αναγκαστικά στην επαναφορά της ιδέας του κράτους και στην ίδια καταπίεση, την οποία τόσο έντονα επιτίθενται»93.Με άλλα λόγια, η πραγματική ελευθερία του ατόμου και η ατομικότητα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί δεν ταυτίζουν την ελευθερία με το δικαίωμα του καθενός να κάτι ό,τι θέλει, αλλά με μια κοινωνική κατάσταση στην οποία η συλλογική προσπάθεια και η υπευθυνότητα - αυτές οι, ας πούμε, υποχρεώσεις - θα παρέχουν την υλική βάση και το κοινωνικό πλέγμα στο οποίο μπορεί να υπάρξει η ατομική ελευθερία. Αυτό βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την οπτική του Στίρνερ. Ο Στίρνερ πίστευε ότι «ο εγωιστής» σκέφτεται «μόνο για τον εαυτό του», για «τη δική του υπόθεση» και τίποτα περισσότερο. Δεν σκέφτεται ποτέ «την Καλή Υπόθεση, μετά την υπόθεση του Θεού, την υπόθεση της ανθρωπότητας, της αλήθειας, της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης· ή έπειτα, την υπόθεση του λαού μου, του ηγεμόνα μου, της πατρίδας μου· και, τέλος, την υπόθεση του Πνεύματος και χίλιες άλλες υποθέσεις». Το «όνομα του εγωιστή» αρμόζει σε «έναν άνθρωπο που αντί να ζει για μια ιδέα, δηλαδή για ένα πνευματικό πράγμα, τη θυσιάζει για την εξυπηρέτηση του προσωπικού του οφέλους»94.Υπάρχει άβυσσος ανάμεσα στην έννοια της ελευθερίας όπως την αντιλαμβάνεται ο Στίρνερ και όπως την αντιλαμβάνονται οι αναρχικοί. Για τον Μπακούνιν, «οι ευθύνες που ανθρώπου απέναντι στην κοινωνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα δικαιώματά του»95. Τα συνθήματα της χειραφέτησης του λαού είναι η ελευθερία και η αλληλεγγύη. Αυτή η αλληλεγγύη είναι «το αυθόρμητο προϊόν της κοινωνικής ζωής, οικονομικής όπως και ηθικής· το αποτέλεσμα της ελεύθερης συνένωσης των κοινών συμφερόντων, φιλοδοξιών και τάσεων». Το πιο σημαντικό, τόνιζε, είναι να «έχει σαν απαραίτητη βάση της την ισότητα και την συλλογική εργασία - υποχρεωτική όχι από το νόμο, αλλά από τη δύναμη της πραγματικότητας - και τη συλλογική ιδιοκτησία»96. Παρόμοια, ο Κροπότκιν επέμενε πως «όλοι πρέπει να τοποθετηθούν στην ίδια βάση ως παραγωγοί και καταναλωτές του πλούτου» και «ο καθένας» θα πρέπει να συνεισφέρει στο «κοινό καλό με όλες του τις δυνατότητες»97.Αυτός είναι, με λίγα λόγια, ο στόχος του αναρχισμού: όχι ο «μισανθρωπικός αστικός ατομικισμός», αλλά η βαθιά αγάπη για την ελευθερία, η οποία γίνεται αντιληπτή ως κοινωνικό παράγωγο, ένας βαθύς σεβασμός για τα δικαιώματα του ανθρώπου, μια βαθιά εξύμνηση της ανθρωπότητας και των δυνατοτήτων της και η δέσμευση για τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία «η πραγματική ατομικότητα» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με «την ύψιστη κοινοτική κοινωνικότητα». Η διασύνδεση μεταξύ της υπευθυνότητας και του δικαιώματος ανοίγει τις πύλες για την εξερεύνηση του βαθμού της θεμιτής περιοριστικής ισχύος σε μια αναρχική κοινωνία - ζήτημα που θα εξεταστεί παρακάτω98.

Η αναρχική αντίληψη ότι η ελευθερία συνεπάγεται δευσμεύσεις προς την κοινωνία και εξασκείται μέσα από αυτές δεν είναι ίδια με αυτή του Γκόντγουιν, ο οποίος έβλεπε την κοινωνία σαν απειλή για την ελευθερία και ζητούσε έναν κόσμο απομονωμένων ορθολογικών ατόμων. Ο Στίρνερ ήταν κι αυτός ατομικιστής, αλλά αρκετά διαφορετικού είδους από τον Γκόντγουιν. Πίστευε πως το αχαλίνωτο ατομικό συμφέρον είναι η μόνη πραγματική αξία, αντιλαμβανόταν τα ιδανικά σαν κυνικά προσωπεία, εξυμνούσε εγκληματίες και υποστήριζε ότι το δίκαιο παράγεται από τη δύναμη: «Καθετί πάνω στο οποίο έχω δύναμη την οποία κανείς δεν μπορεί να μου αποσπάσει, παραμένει ιδιοκτησία μου - ας αποφασίσει λοιπόν η δύναμη για την ιδιοκτησία κι εγώ θα περιμένω τα πάντα από τη δύναμή μου!»99. Η ελευθερία εδώ δεν είναι απομόνωση από την κοινωνία άλλα ένα δόγμα εξέγερσης ενάντια στους άλλους.

Ενάντια στον Καπιταλισμό και την Ιδιοκτησία Γης

Οι αναρχικοί στοχεύουν, έλεγε Μπακούνιν, «στην οργάνωση της κοινωνίας με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, να αντιμετωπίζεται, από τη στιγμή που γεννιέται, επί ίσοις όροις, σε ό,τι έχει να κάνει με την ανάπτυξη των ιδιαίτερων δυνατοτήτων του/της και τη χρήση της εργασίας του/της»100. «Η ελευθερία», έγραφε, «είναι κατ' εξοχήν κοινωνική, γιατί μπορεί να υλοποιηθεί μόνο απ' την κοινωνία και διαμέσου τις πιο ολόπλευρης ισότητας κι αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους»101. «Ένας άνθρωπος που πεθαίνει από ασιτία, που έχει ισοπεδωθεί από τη φτώχια και που καθημερινά φτάνει σε σημείο να πεθαίνει από το κρύο και την πείνα και βλέπει όσους αγαπάει να υποφέρουν το ίδιο, αλλά δεν μπορεί να τους βοηθήσει, δεν είναι ελεύθερος· αυτός ο άνθρωπος είναι σκλάβος»102.

Αλλά αυτή η ελεύθερη κοινωνία δεν έχει υπάρξει ακόμη. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι «από τη στιγμή που γεννιούνται» την ίδια πρόσβαση στα μέσα επιβίωσης, αλλά, αντίθετα, βρίσκονται σε έναν κόσμο που σημαδεύεται από τις ανισότητες και τα προνόμια· για τους λίγους πλούσιους η ζωή μπορεί να είναι ευτυχισμένη, αλλά για τη μεγάλη μάζα του λαού, για την εργατική τάξη και τους αγρότες, ο αγώνας για επιβίωση είναι διαρκής, σε έναν κόσμο φτώχειας μέσα στην αφθονία. «Η πραγματική ατομικότητα» δεν μπορεί να υπάρξει με κανέναν τρόπο για τους απλούς ανθρώπους στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, γιατί δεν υπάρχει ισότητα κι αλληλεγγύη.

Τα συνήθως αλληλοεμπλεκόμενα συστήματα ταξικής κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης βρίσκονται στην καρδιά του προβλήματος. Τα πιο προφανή εξ αυτών είναι τα συστήματα του καπιταλισμού και της ιδιοκτησίας γης. Για τους αναρχικούς, στο σύγχρονο κόσμο οι καπιταλιστές ή αστική τάξη είναι οι ισχυροί, αλλά σε μέρη με λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, παλιές προκαπιταλιστικές ελίτ γαιοκτημόνων (κυρίως κληρονομικές αριστοκρατίες ή ευγενείς) παίζουν κι αυτές σημαντικό ρόλο. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τις αναρχικές θέσεις για τους αγρότες χωρίς να σημειώσουμε ότι το σοσιαλιστικό πρόταγμα του αναρχισμού δεν είναι απλά αντικαπιταλιστικό, αλλά συμπεριλαμβάνει και την κριτική της γαιοκτησίας.Οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες είναι δυο ελίτ που που θα μπορούσαν άνετα να συνυπάρξουν - φυσικά, πολλοί από τους μεγάλους φεουδαρχίες μετατράπηκαν σε καπιταλιστές της αγροτικής βιομηχανίας - και η αναφορά στους καπιταλιστές με τον όρο «μεσαία τάξη» σε αναρχικά κείμενα του δεκάτου ένατου αιώνα θα πρέπει να γίνει αντιληπτή σε αυτό το πλαίσιο. Δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο «μεσαία τάξη» όπως χρησιμοποιήθηκε τον εικοστό αιώνα - δηλαδή για να προσδιορίσει τα στρώματα τις κοινωνίας που είχαν σχετική άνεση ή να αναφερθεί στα ενδιάμεσα στρώματα των ειδικευμένων επιστημόνων, των μικροεπιχειρηματιών και των μάνατζερ - αλλά κυρίως για να διαχωρίσει τους καινούριους καπιταλιστές από τους αριστοκράτες. Η ίδια χρήση του όρου μπορεί να βρεθεί και σε παλαιότερα Μαρξιστικά γραπτά, αν και σε γενικές γραμμές τα επόμενα χρόνια εξαφανίστηκε.

Οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές αποτελούν ουσιαστικό τμήμα της άρχουσας τάξης του σύγχρονου κόσμου αλλά, σύμφωνα με τους αναρχικούς, υπάρχει κι ένα τρίτο σκέλος: οι διαχειριστές του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η «γραφειοκρατική αριστοκρατία», αυτές οι «κυνικές γραφειοκρατικές τυραννίες» αποτελούν επίσης «εχθρό των λαών» και εμπλέκονται το ίδιο στην εκμετάλλευση και την καταπίεση των λαϊκών τάξεων103. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόεδροι, βασιλείς, στρατηγοί, βουλευτές, διευθυντές και δήμαρχοι αποτελούν τμήμα της άρχουσας τάξης ακριβώς όσο και οι εργοστασιάρχες.

Η ιδιοκτησία γης κι ο καπιταλισμός είναι άμεσα υπεύθυνοι για το ανέφικτο της «ολόπλευρης ισότητας κι αλληλεγγύης». Οι αναρχικοί θεωρούν τους αγρότες θύματα των γαιοκτημόνων: επειδή οι αγρότες γενικά δεν είχαν δική τους γη, αναγκάστηκαν να πληρώνουν ενοίκια με τη μορφή εργασίας, προϊόντων ή χρημάτων, στα μέρη όπου η ιδιοκτησία ανήκε σε επιχειρήσεις ή γαιοκτήμονες, ή να πληρώνουν φόρους, στα μέρη όπου η ιδιοκτησία ήταν κρατική η αγροτική. Και στις δυο περιπτώσεις, οι αγρότες αναγκάζονταν να αποδώσουν ένα μέρος από την παραγωγή τους σε κυρίαρχες ομάδες για να έχουν το δικαίωμα να καλλιεργούν τη γη στην οποία ζούσαν. Προκειμένου να επιβιώσουν, οι αγρότες συχνά αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο δανεισμό χρημάτων, ιδιαίτερα σε περιόδους ανέχειας, και να πουλούν αγαθά στην αγορά σε χαμηλές τιμές σε περιόδους συγκομιδής· επιπλέον, πολλοί αναγκάστηκαν να εισέλθουν στη μισθωτή εργασία για να τα βγάλουν πέρα. Παγιδευμένοι σε ένα πλέγμα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης, οι αγρότες αποτελούν μια καταπιεσμένη τάξη. Όπως ανέφερε ο Κροπότκιν:

Η χρυσή εποχή για τον μικροκαλλιεργητή έχει παρέλθει. Σήμερα σχεδόν δεν ξέρει πώς να τα βγάλει πέρα. Χρεώνεται, γίνεται θύμα του εμπόρου ζώων, του μεσίτη, του τοκογλύφου· τα γραμμάτια και οι υποθήκες καταστρέφουν ολόκληρα χωριά σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από τους τρομερούς φόρους που επιβάλλει το Κράτος και η κοινότητα. Οι μικροϊδιοκτήτες βρίσκονται σε άθλια κατάσταση· ακόμα κι αν ο μικροκαλλιεργητής παραμένει κατ' όνομα ιδιοκτήτης, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ενοικιαστής που πληρώνει κατόχους συναλλάγματος και τοκογλύφους104.

Ο Μπακούνιν παρατηρούσε το «ενστικτώδες μίσος» των αγροτών «για τους “καθωσπρέπει κυρίους” ... και τους αστούς γαιοκτήμονες, που απολαμβάνουν τους καρπούς της γης χωρίς να την καλλιεργούν με τα χέρια τους»105. Ο Κροπότκιν κατήγγειλε την αδικία ενός συστήματος στο οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να καλλιεργήσει μόνο αν «παραδίδει μέρος των προϊόντων του στο γαιοκτήμονα»106.Το σύστημα της γαιοκτησίας ήταν όσο ανυπόφορο ήταν ο καπιταλισμός, ο οποίος καταπιέζει την εργατική τάξη. Το πρόβλημα με τον καπιταλισμό δεν είναι η χρήση από μεριάς του τής σύγχρονης τεχνολογίας, αν και οι αναρχικοί τάσσονται υπέρ νέων τεχνολογιών που θα μπορέσουν να εξαλείψουν το μόχθο και να μειώσουν το χρόνο εργασίας. Το πρόβλημα είναι η διάχυτη κοινωνική αδικία και η καταπιεστική ιεραρχία που είναι ενσωματωμένες στο ταξικό σύστημα. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα βρίσκεται στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις κάτω από τις οποίες χρησιμοποιείται η τεχνολογία, όχι η τεχνολογία από μόνη της.

Οι καπιταλιστές και οι κρατικοί αξιωματούχοι ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και άρα ελέγχουν την καπιταλιστική παραγωγή. Ο Μπακούνιν αναρωτιόταν: «Είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε εδώ τα αδιάψευστα επιχειρήματα του Σοσιαλισμού, τα οποία δεν έχει καταφέρει να καταρρίψει μέχρι στιγμής κανένας αστός οικονομολόγος;», «Ιδιοκτησία» και «κεφάλαιο» στην «παρούσα μορφή τους» σημαίνουν ότι «ο καπιταλιστής και ο ιδιοκτήτης» έχουν την ισχύ και το δικαίωμα, το οποίο τους εγγυάται το κράτος, να «ζουν χωρίς να δουλεύουν» ενώ ο εργάτης βρίσκεται ήδη «στη θέση του δουλοπάροικου»107(Η σύγκριση μεταξύ εργάτη και δουλοπάροικου αναφέρεται από τον Μπακούνιν στους ανελεύθερους αγρότες της φεουδαρχικής Ευρώπης, οι οποίοι περιορίζονταν από το νόμο σε συγκεκριμένα κτήματα και τους απαγορευόταν η ελεύθερη μετακίνηση).Αυτό είναι το σύστημα της εκμετάλλευσης, το οποίο οι αναρχικοί κατανοούν ως μεταφορά των καρπών της εργασίας από μια παραγωγική τάξη σε μια κυρίαρχη αλλά μη παραγωγική. Οι εκμετάλλευση στον καπιταλισμό εφαρμόζεται στην εργασία και μέσω του μισθωτικού συστήματος. Ο εργάτης πληρώνεται με έναν μισθό ο οποίος θεωρητικά καλύπτει τις βασικές του ανάγκες. Όμως, η πραγματική αξία που παράγει ο εργάτης κατά την εργασία του είναι πάντα υψηλότερη από αυτήν της αμοιβής του· ένας φούρναρης, για παράδειγμα, συνεισφέρει στην παραγωγή αρκετών εκατοντάδων κιλών ψωμιού καθημερινά, αλλά αμείβεται με ένα χρηματικό ποσό που μπορεί αντιστοιχεί ακόμα και σε δυο φρατζόλες την ημέρα. Η διαφορά πηγαίνει στον καπιταλιστή που έχει το αρτοποιείο.Αντίθετα όμως με τον δουλοπάροικο, ο εργάτης ελέγχεται κυρίως μέσω της αγοράς εργασίας· μην έχοντας ιδιοκτησία πάνω στην οποία θα βασιστεί, ο εργάτης είναι αναγκασμένος να δουλεύει για άλλους και, όπως το έθεσε ο Μπακούνιν, η «τρομακτική απειλή της πείνας που κρέμεται πάνω απ' το κεφάλι του και την οικογένειά του, τον αναγκάζει να αποδεχτεί οποιονδήποτε όρο τεθεί από τους κερδοφόρους υπολογισμούς του καπιταλιστή». Η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι, για τον Μπακούνιν, «η δύναμη και το δικαίωμα να ζεις εκμεταλλευόμενος την εργασία κάποιου άλλου, το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι την εργασία αυτών που δεν κατέχουν ούτε ιδιοκτησία ούτε ούτε κεφάλαιο κι ως εκ τούτου αναγκάζονται να πουλήσουν την παραγωγική τους δύναμη στους κατόχους τους»108.

Για τον Κροπότκιν, «Ως συνέπεια του συστήματος της μισθωτής εργασίας», η «απότομη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ... έφερε σαν αποτέλεσμα μόνο την πρωτοφανή συσσώρευση πλούτου στα χέρια των κατόχων κεφαλαίου· παράλληλα, το μεγάλο πλήθος των εργατών αντιμετωπίζει την τεράστια αύξηση της φτώχειας και την ανασφάλεια για την ζωή όλων». Είναι «θλιβερή παρωδία» και «διαστρέβλωση», λέει ο Κροπότκιν, να αποκαλείται η σύμβαση εργασίας «ελεύθερη σύμβαση», διότι ο εργάτης την αποδέχεται από «καθαρή αναγκαιότητα», από τη «δύναμη» της ανάγκης109.Τουλάχιστον οι δουλοπάροικοι είχαν άμεσο έλεγχο πάνω στην παραγωγική διαδικασία και διευθετούσαν τους λογαριασμούς τους μέσω του χωριού. Ο μισθωτός εργάτης πάλι όχι. Ο δρόμος για τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης περνούσε πάντοτε μέσα από εξουσιαστικά εργασιακά καθεστώτα. «Από τη στιγμή που υπογράφεται η σύμβαση», υποστήριζε ο Μπακούνιν, «η σκλαβιά του εργάτη γίνεται διπλή», γιατί το «εμπόρευμα που πούλησε στον εργοδότη» είναι «η εργασία του, οι ατομικές του υπηρεσίες, οι παραγωγικές δυνάμεις του σώματός, του μυαλού και του πνεύματός του και είναι αδιαχώριστα απ' αυτόν - είναι ο ίδιος του ο εαυτός»:

Από τότε και στο εξής, ο εργοδότης θα τον παρακολουθεί, είτε άμεσα είτε μέσω ελεγκτών· κάθε μέρα κατά τις ώρες της δουλειάς και κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, ο εργοδότης θα είναι ο κύριος των πράξεων και των κινήσεών του. Όταν θα του λέει: «Κάνε αυτό», ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να το κάνει· όταν θα του λέει: «Πήγαινε εκεί», πρέπει να πάει. Αυτό δεν είναι που αποκαλείται δουλοπαροικία;110

Τέλος, η καταπίεση μέσω της αγοράς και της διαδικασίας της εργασίας συμπληρώνεται συχνά από ένα σύνολο μορφών υπεροικονομικών καταναγκασμών που επιστρατεύονται για τον έλεγχο και την υποθήκευση της εργατικής δύναμης: χρέος, έλεγχος των κινήσεων, καταναγκαστική εργασία κ.ο.κ.Το ζήτημα της διανομής είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα παραπάνω θέματα. Εντός του καπιταλισμού, τα αγαθά και οι υπηρεσίες διανέμονται μέσω της αγοράς· υπάρχουν αγαθά που πρέπει να αγοραστούν προτού χρησιμοποιηθούν. Προϋπόθεση για την πρόσβαση σ' αυτά αποτελεί η δυνατότητα πληρωμής και όχι η πραγματική ανάγκη. Ένας άνεργος χωρίς εισόδημα δεν έχει κανένα ιδιαίτερο δικαίωμα πάνω στα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζονται για να επιβιώσει κανείς, ενώ ο μισθός των εργατών είναι στην καλύτερη περίπτωση αρκετός ίσα για καλύψει τις βασικές τους ανάγκες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη φαινομενική κατάσταση «υπερπαραγωγής»: δηλαδή την παραγωγή περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών από αυτές που μπορούν να πωληθούν, καθώς η εργατική τάξη, ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, έχει περιορισμένη αγοραστική δύναμη. Άλλο ένα αποτέλεσμα είναι ο πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέκταση. Ο Κροπότκιν υποστήριζε ότι ένα σύστημα στο οποίο οι εργάτες «δεν έχουν τη δυνατότητα απόκτησης του πλούτου που παράγουν μέσω του μισθού τους», αυτή η τεχνητή κατάσταση υπερπαραγωγής, οδηγεί σε «πολέμους, διαρκείς πολέμους ... για την κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά», καθώς κάθε χώρα αναζητά νέες αγορές για τη διοχέτευση του πλεονάσματος αγαθών και υπηρεσιών της, βρισκόμενη απέναντι στις ελίτ άλλων χωρών111.Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι το ταξικό ζήτημα - αυτό που αποκαλούσε ο Μπακούνιν «κοινωνικό ζήτημα» - είναι δεσπόζον στη σκέψη του αναρχικού κινήματος. Κατά συνέπεια, οι αναρχικοί αντιλαμβάνονται την ταξική πάλη ως απαραίτητο τμήμα της κοινωνικής αλλαγής και βλέπουν στα θύματα της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης τους παράγοντες αυτής της αλλαγής.

Ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα «περιορισμένο πεδίο» της «οικονομικής οργάνωσης», πάνω στο οποίο δεν μπορούν να συμφωνήσουν οι αναρχικοί, όπως λέει ο Γούντκοκ112. Βρισκόταν πάντα, και παραμένει, στην καρδιά της αναρχικής κριτικής του σύγχρονου κόσμου. Ο ισχυρισμός του Μίλλερ ότι, ενώ οι αναρχικοί αντιτίθενται στα «υπάρχοντα οικονομικά συστήματα», διαφέρουν στο ζήτημα του αν πρέπει να καταργηθεί ο καπιταλισμός ή να αντικατασταθεί από μια απόλυτα ελεύθερη αγορά είναι το ίδιο προβληματικός, όπως και η προσπάθεια του Μάρσαλ να βρει καταφύγιο στην αναρχική παράδοση γι' αυτούς τους ακραίους φιλελεύθερους που υιοθετούν τον οξύμωρο προσδιορισμό «αναρχοκαπιταλιστές»113.

Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που έχει την πεποίθηση ότι η ανταγωνιστική ελεύθερη αγορά που βασίζεται στη μεγιστοποίηση του ατομικού συμφέροντος φέρνει τα βέλτιστα αποτελέσματα για τους περισσότερους ανθρώπους - πεποίθηση που είναι κεντρική στην τωρινή του ενσάρκωση, τον νεοφιλελευθερισμό - δεν είναι αναρχικός. Ο Στίρνερ, ο οποίος θεωρήθηκε ο Γερμανός Σμιθ και το έργο του Ο γερμανικός Ο Πλούτος των Εθνών ή και αντίστοιχος του Γάλλου οπαδού του Σμιθ, Ζ.Μπ. Σέι, δεν ήταν υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, παρά τους ισχυρισμούς του Μάρσαλ για το αντίθετο114. Αυτό που είχε κοινό με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, παρόλα αυτά, ήταν η αντίληψη ότι η ανεμπόδιστη αναζήτηση του προσωπικού οφέλους αποτελεί αυταξία, πράγμα που αποτελεί βασικό στοιχείο του μη παρεμβατικού καπιταλισμού.Αντίθετα, οι αναρχικοί περιφρονούν τον καπιταλισμό κι απεχθάνονται τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ο Μπακούνιν αναφερόταν στους φιλελεύθερους αποκαλώντας τους «παθιασμένους εραστές της ελευθερίας εκείνης που μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους» και «απαιτούν το απεριόριστο δικαίωμα να εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο και δυσανασχετούν με την κρατική παρέμβαση»115. Ο Κροπότκιν απέρριπτε τους «οικονομολόγους της μεσαίας τάξης» που προωθούν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς, στην οποία το κράτος θα πρέπει να αποφεύγει να εμπλέκεται. «Ενώ προσφέρει κάθε δυνατότητα στον καπιταλιστή να συσσωρεύσει πλούτο του εις βάρος των απροστάτευτων εργατών, η κυβέρνηση δεν προσέφερε ποτέ και πουθενά ... στους εργάτες την ευκαιρία “να κάνουν ό,τι θέλουν”». Σε ένα ταξικό σύστημα η ελεύθερη αγορά δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μέσο εκμετάλλευσης, κάτι που μπαίνει στην άκρη όποτε βολεύει την άρχουσα τάξη: «Η “μη παρέμβαση” και, ακόμη περισσότερο απ' αυτήν, η άμεση υποστήριξη, η βοήθεια και η προστασία, δεν υπήρξαν παρά μόνο χάριν των συμφερόντων των εκμεταλλευτών»116.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]