user preferences

Μια εισαγωγή στον αναρχισμό - Μέρος Α'

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Monday February 04, 2013 17:11author by Dmitri (republishing) - MACG (personal capacity) Report this post to the editors

Σύμφωνα με τον Ερρίκο Μαλατέστα

Μια εισαγωγή στον αναρχισμό σύμφωνα με τον Ερρίκο Μαλατέστα Αυτή είναι μια αναθεωρημένη εκδοχή της διάλεξης που δόθηκε στις 18 Νοέμβρη 2009 στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Σάιμον Φρέιζερ, στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά.
Το κείμενο αυτό είναι μια εισαγωγή στον αναρχισμό, όπως εξηγείται από έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του, τον Ιταλό αναρχικό Ερρίκο Μαλατέστα.
erricomalatesta.jpg

Μια εισαγωγή στον αναρχισμό σύμφωνα με τον Ερρίκο Μαλατέστα Αυτή είναι μια αναθεωρημένη εκδοχή της διάλεξης που δόθηκε στις 18 Νοέμβρη 2009 στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Σάιμον Φρέιζερ, στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά.

Το κείμενο αυτό είναι μια εισαγωγή στον αναρχισμό, όπως εξηγείται από έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του, τον Ιταλό αναρχικό Ερρίκο Μαλατέστα. Ο Μαλατέστα γεννήθηκε το 1853 και πέθανε το 1932. Παρέμεινε αγωνιστής αναρχικός περίπου για εξήντα χρόνια, από το 1871 οπότε ο αναρχισμός ξεκίνησε ως κίνημα εντός της Πρώτης Διεθνούς, έως το θάνατό του, λίγα χρόνια πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο τον οποίο οι ιστορικοί αποτιμούν ως το απόγειο του αναρχισμού. Η ζωή του Μαλατέστα, λοιπόν, εκτείνεται μέσα σε μια αξιοσημείωτη περίοδο της ιστορίας του αναρχισμού. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος του αγωνιστικού του βίου ως εξόριστος, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, και υπήρξε ηγετική φιγούρα όχι μόνο του Ιταλικού αναρχικού κινήματος αλλά και του διεθνούς αναρχισμού.

Το κείμενο αυτό είναι φτιαγμένο ως σχολιασμός σε μια από τις γνωστότερες μπροσούρες του Μαλατέστα, Αναρχία1. Η μπροσούρα δημοσιεύτηκε στην αρχική της μορφή το 1891 αλλά μια πρώτη εκδοχή της είχε δημοσιευθεί σε σειρές στο περιοδικό του Μαλατέστα Το Κοινωνικό Ζήτημα το 1884. Άρα η μπροσούρα είναι 125 ετών, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται νέες εκδόσεις τόσο έντυπες όσο και ηλεκτρονικές, σε διάφορες γλώσσες. Για ποιόν λόγο εισάγουμε τον αναγνώστη στην σκέψη του Μαλατέστα και στον αναρχισμό εν γένει μέσω της ανάγνωσης ενός ιδιαίτερου κειμένου, παρά μέσω μιας σύνοψης των ιδεών του Μαλατέστα; Η εξήγηση του τι εστί αναρχισμός προϋποθέτει δύο πράγματα. Το πρώτο και αρνητικό καθήκον είναι να διαλύσουμε τις στερεότυπες και υπερβολικές ερμηνείες που συχνά διαβάζουμε από συγγραφείς οι οποίοι γράφουν περί αναρχισμού χωρίς να τον κατανοούν. Το δεύτερο και θετικό καθήκον είναι να ερμηνεύσουμε τον αναρχισμό μέσα από τα λόγια των ιδίων των αναρχικών, ως αντίδοτο στα στερεότυπα. Το κείμενο Αναρχία του Μαλατέστα είναι ιδανικό και τα δύο καθήκοντα.

Τα γραπτά του Μαλατέστα που αποτελούνται από λίγες δημοφιλείς μπροσούρες και χιλιάδες άρθρων που βρίσκονται σκόρπια στον αναρχικό Τύπο, χαρακτηρίζονται από απλότητα και ταυτόχρονα βάθος. Το πρώτο γενικά έχει αναγνωριστεί ενώ το δεύτερο έχει παραμεληθεί. Ακριβώς εξαιτίας της δημοφιλούς του φύση το Αναρχία χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως από απλότητα στις παρουσιάσεις. Είναι γραμμένο σε γλώσσα απλή και εκφράζει ιδέες απλές. Για το λόγο αυτό είναι ιδανικό στην απεικόνιση της προέλευσης της στερεοτυπικής παραφιλολογίας και στην διάψευσή της, δείχνοντας ότι η απλότητα είναι απατηλή και ότι οι ιδέες βασίζονται σε στερεότερα εδάφη από όσα τους αναγνωρίζονται. Εδώ θα συζητηθούν οι θεωρητικές θεμελιώσεις της σκέψης του Μαλατέστα μέσω του σχολιασμού αποσπασμάτων του. Προκειμένου να υπογραμμίσουμε την θεωρητική συνάφεια των ιδεών του Μαλατέστα θα τις συγκρίνουμε με εκείνες των γνωστότερων και πιο “έμπιστων” στο ευρύ κοινό συγγραφέων του εικοστού αιώνα.

Τα παρόντα σχόλια είναι αυτάρκη και δεν απαιτούν την εξοικείωση του αναγνώστη με την μπροσούρα. Η σειρά με την οποία αναφέρονται τα αποσπάσματα του Μαλατέστα αντιστοιχούν στην αρχική τους ακολουθία, ώστε να αντανακλούν το δυνατόν καλύτερα τις αιτιάσεις του συγγραφέα. Εντούτοις συστήνουμε θερμά στον αναγνώστη να διαβάσει ολόκληρη την μπροσούρα του Μαλατέστα. Γενικότερα και στην προσπάθεια εκτίμησης ενός συγκεκριμένου γραπτού του Μαλατέστα, το παρόν κείμενο έχει στόχο την πρόκληση αρμόζουσας αναγνώρισης για ολόκληρο το έργο του, της οποίας η έκδοση ετοιμάζεται στην Ιταλία.
Παράδειγμα της προσλαμβανόμενης άποψης για τον αναρχισμό είναι τα “Συμπεράσματα” του βιβλίου Οι Αναρχικοί του Τζέιμς Τζολ που αποτελούν ακόμη την πιο δημοφιλή εισαγωγή στον αναρχισμό 2. Η αποτίμηση του αναρχισμού που επιχειρεί το συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου του Τζολ απεικονίζει εύστοχα τις κοινές ιδέες για τον αναρχισμό. Χωρίς να προσπαθήσω σύνοψη του κεφαλαίου, θα διαλέξω μερικά κεντρικά αποσπάσματα τα οποία αξιοσημείωτα για την γλώσσα που χρησιμοποιείται στις εκφραζόμενες ιδέες. Τα πάντα εξηγούνται με όρους ακραίους, πράγμα που δεν αφήνει χώρο σε λογικές απόψεις.

Για τον Τζολ “οι αντιφάσεις και οι ασυνέπειες της αναρχικής θεωρίας, η δυσκολία, αν όχι η αδυνατότητα να γίνουν πράξη φαίνεται ότι απεικονίζονται στην εμπειρία των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών”. Εντούτοις “ο αναρχισμός είναι ένα δόγμα το οποίο έχει προσελκύσει κάποιο αριθμό ανθρώπων κάθε γενιάς και οι ιδέες του εξακολουθούν να γοητεύουν”. “Ο αναρχισμός”, εξηγεί ο Τζολ, “είναι αναγκαστικά μια ιδεολογία του όλα ή τίποτα και συνεπώς έχει μικρότερη επιτυχία σε χώρες όπου εξακολουθεί να υπάρχει ελπίδα για κάποιο όφελος από το υπάρχον σύστημα”. Οι αναρχικοί “δεν έχουν ποτέ... οραματισθεί κάποιο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της υπάρχουσας κοινωνίας και της ολικής επανάστασης των ονείρων του” και “φαίνονται αντίθετοι με τις τάσεις κυριαρχίας των σύγχρονων οικονομικών οργανισμών”. Πολλές από τις απόψεις τους “φαίνεται ότι βασίζονται σε ένα ρομαντικό, οπισθοδρομικό όραμα μιας εξιδανικευμένης παρελθούσης κοινωνίας τεχνιτών και αγροτών και σε μια ολική απόρριψη των πραγματικοτήτων της κοινωνίας και των οικονομικών οργανισμών του εικοστού αιώνα”.

Όμως, ομολογεί ο Τζολ, “σε χώρες όπου η βιομηχανική ανάπτυξη δεν καθορίζει την συνολική κοινωνική δομή... οι ιδέες των αναρχικών ίσως να φαίνονται ότι είναι εφικτές”. Συμφωνώντας με τον Γάλλο κρατιστή Ζωρζ Κλεμανσώ, ο οποίος κάποτε ισχυρίστηκε ότι “λυπάται για όσους δεν ήσαν αναρχικοί στα είκοσί τους”, ο Τζολ δηλώνει ότι “η ενθουσιώδης και ακατάσχετη αισιοδοξία των αναρχικών δογμάτων πάντοτε θα γοητεύουν τους νέους για να εξεγερθούν ενάντια στις κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις των ενηλίκων”. Πράγματι, “οι δεκαετίες 1960 και 1970... έδειξαν ότι η αναρχική παράδοση δεν έχει πεθάνει”. Όμως “οι σύγχρονοι επαναστάτες, όπως και οι πρόγονοί τους, φαίνεται ότι διχάζονται από τη μια μεταξύ της πίστης τους για συνεργασία και ειρηνική κοινοτική ζωή και της πίστης τους από την άλλη στην άμεση βίαιη δράση”. Υπό αυτό το δίλημμα “οι τρομοκρατικές ενέργειες μπορεί να προκαλέσουν αναστάτωση και συμφορά”, αλλά “παρ' όλ' αυτά είναι λιγότερο αποτελεσματικός τρόπος αλλαγής των αξιών της υπάρχουσας κοινωνίας απ' ό,τι η συνεχής κριτική των κοινωνικών στόχων και αξιών μας από τους φιλοσοφικούς αναρχικούς”. Οι τελευταίοι επιδρούν ωφέλιμα “κάνοντάς μας να σκεφτούμε και πάλι τις πολιτικές και οικονομικές μας πεποιθήσεις”. “Όπως όλοι οι πουριτανοί”, καταλήγει ο Τζολ, “οι αναρχικοί κατάφεραν να μας κάνουν να ανησυχήσουμε λίγο για το είδος της ζωής μας”.

Το ευρέως διαδεδομένο στερεότυπο συνοψίζεται από το στίγμα του χιλιασμού, που συχνά συνοδεύει τον αναρχισμό μετά την εισαγωγή του από έναν άλλον σημαίνοντα διανοητή του αναρχισμού, τον Ε. Τζ. Χομπσμπάουμ 3. Η ωμή κεντρική ιδέα της ανάλυσης του Τζολ μπορεί να διαβαστεί ως εξής: οι αναρχικοί θέλουν μια τέλεια κοινωνία, δεν έχουν ιδέα πώς θα φτάσουν ως εκεί, αλλά δεν είναι ευχαριστημένοι με κάποιαν άλλη. Έχοντας χάσει κάθε έλλογο μέσο, έχουν δυο δρόμους να διαλέξουν: του ονειροπόλου ή του δυναμιτιστή. Εν ολίγοις, ο αναρχισμός είναι παράλογος. Όμως ποτέ δεν εξαφανίζεται. Ένας τρόπος διεξόδου από αυτό το ιστοριογραφικό παράδοξο, ως προς τον σαρκασμό του Κλεμανσώ, είναι να εξομοιωθεί ο αναρχισμός με ένα σπυρί: όλοι πρέπει να τον υπομένουμε. Άλλα επιδημιολογικά ανάλογα είναι οι αναφορές περί ελονοσίας η οποία εξαπλώνεται σε οπισθοδρομικές χώρες, ή περί γρίπης η οποία επανακάμπτει κυκλικά. Όπως και νά 'χει, η ασθένεια παρέχει ένα ωφέλιμη παρενέργεια: ανοσοποιεί την αστική κοινωνία έναντι του εφησυχασμού.

* * *

Σε αντίθεση με τις απόψεις που αναπαριστά η ερμηνεία του Τζολ, ας δούμε τι είναι η αναρχία και ο αναρχισμός κατά την άποψη του Μαλατέστα. Η μπροσούρα Αναρχία ξεκινά με έναν ορισμό της “αναρχίας”, τον πρώτο εκ των τριών ορισμών τους οποίους θα σχολιάσω παρακάτω:

Η λέξη Αναρχία προέρχεται από την ελληνική και κυριολεκτικά σημαίνει χωρίς κυβέρνηση: η κατάσταση ενός λαού που ζει χωρίς επίσημες αρχές, χωρίς κυβέρνηση. Αυτός είναι ένας ουδέτερος ορισμός, συμβατός τόσο με τις αρνητικές όσο και με τις θετικές ερμηνείες, ως μέγιστο χάος ή ως μέγιστη τάξη. Η διαφορά δεν είναι φιλολογική αλλά ουσιώδης και πραγματική. Εξαρτάται από την άποψη κάποιου αν η κυβέρνηση είναι ένα αναγκαίο μέσον της κοινωνικής ζωής. Κατά συνέπεια, ο Μαλατέστα συνεχίζει ορίζει τί είναι κυβέρνηση. Για εμάς η κυβέρνηση αποτελείται από το σύνολο των κυβερνητών· και οι κυβερνήτες - βασιλείς, πρόεδροι, υπουργοί, βουλευτές, κ.λπ. -... είναι όσοι διαθέτουν τη δύναμη, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, να κάνουν χρήση της κοινωνικής ισχύος, δηλαδή της φυσικής, διανοητικής και οικονομικής δύναμης ολόκληρης της κοινωνίας, ώστε να υποχρεωθούν όλοι οι άλλοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες εκείνων.

Ο ορισμός αυτός είναι παρόμοιος με την κλασσική ερμηνεία που δόθηκε τον δέκατο έβδομο αιώνα από τον Τόμας Χομπς στον Λεβιάθαν. Για τον Χομπς, Πολιτεία είναι “Ένα Πρόσωπο του οποίου το μεγάλο Πλήθος των Νόμων, μέσω αλληλοδεσμευόμενων Συμβολαίων μεταξύ των, έχουν αναχθεί ο καθένας σε Άρχοντα, με σκοπό να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τη δύναμη και τα μέσα τους, καθόσον πιστεύει ότι αυτές είναι επωφελείς, για την Ειρήνη και την Κοινή Άμυνα” 4. Όμοια με τον Χομπς ο Μαλατέστα κάνει και αυτός μια υπεραπλουστευτική προσέγγιση, όπου αφηρημένες συλλογικές έννοιες, όπως κυβέρνηση, αξιολογούνται με όρους συνόλων ατόμων. Για τον Χομπς Κράτος είναι το αποτέλεσμα των συμφωνιών μεταξύ ατόμων. Για τον Μαλατέστα κυβέρνηση είναι ένα σύνολο κυβερνητών.

* * *

Γιατί ο Μαλατέστα ανάγει την κυβέρνηση σε κυβερνήτες; Η κίνηση αυτή έχει αποχρώσες συνέπειες. Μια πρώτη συνέπεια είναι να τονιστεί ότι η κυβέρνηση είναι μια μικρή μειοψηφία. Μια δεύτερη και σημαντικότερη συνέπεια είναι να τονιστεί ότι η κυβέρνηση απαρτίζεται από ανθρώπους σαν όλους τους άλλους. Αυτό έχει να κάνει με την απάντηση σε ισχυρισμούς που δικαιολογούν την ύπαρξη της κυβέρνησης, όπως εξετάζει στη συνέχεια ο Μαλατέστα.

Πολλές και ποικίλες είναι οι θεωρίες με τις οποίες κάποιοι αναζητούν την εξήγηση και δικαιολόγηση της ύπαρξης της κυβέρνησης. Όμως όλες βασίζονται σε μια προκατειλημμένη άποψη, είτε το παραδέχονται ή όχι, ότι οι άνθρωποι έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και ότι μια εξωτερική, υψηλότερη αρχή απαιτείται ώστε να υποχρεωθεί ένα μέρος του λαού να σέβεται τα συμφέροντα κάποιου άλλου, θεσπίζοντας και επιβάλλοντας αυτόν το κανόνα επικοινωνίας μέσω του οποίου αντιτιθέμενα συμφέροντα μπορούν να επιλυθούν και μέσω του οποίου κάθε άτομο θα επιτύχει την μέγιστη ικανοποίηση με τις λιγότερο δυνατόν θυσίες.

Πρόκειται βασικά για μια χομπσιανή άποψη η οποία αντιμετωπίζει την κυβέρνηση ως ηθικολογική. Για τον Χομπς “η συνθήκη της απλής Φύσης, δηλαδή, της απολύτου Ελευθερίας, όπως η δική τους που δεν είναι ούτε Κυρίαρχοι, ούτε και Υποκείμενα, είναι η Αναρχία... : Οι Κανόνες με τους οποίους οι άνθρωποι καθοδηγούνται να αποφύγουν τη συνθήκη αυτή, είναι οι Κανόνες της Φύσης”.

Οι Κανόνες της Φύσης μπορούν να συνοψιστούν στο ρητό “Μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θέλεις να κάνουν εκείνοι σε σένα”. Η κυβέρνηση χρειάζεται για να ακολουθούν οι άνθρωποι τους κανόνες της φύσης. “Αν υποθέταμε ότι ένα μεγάλο Πλήθος ανθρώπων συναινεί στην επιτήρηση της Δικαιοσύνης και των άλλων Νόμων της Φύσης, χωρίς την ύπαρξη κάποιας κοινής Δύναμης να τους προκαλεί δέος· θα μπορούσαμε να υποθέσουμε το ίδιο για όλο το Ανθρώπινο είδος· και τότε δεν θα χρειαζόταν ούτε Πολιτική Κυβέρνηση, ούτε Πολιτεία καθόλου· διότι θα υπήρχε Ειρήνη δίχως υποταγή” 5.

Ο Μαλατέστα έχει διαφορετική άποψη. Για αυτόν κυβέρνηση σημαίνει καταπίεση. Οι αιτίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: οι κυβερνήτες, όπως έχει ισχυριστεί ο Μαλατέστα, έχουν τη δύναμη “να υποχρεώσουν τον καθένα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους”. Αν, όπως ισχυρίζεται ο Χομπς, οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται ηθικά όταν δεν υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη που τους προκαλεί το δέος, τότε οι κυβερνήτες, άνθρωποι σαν όλους τους άλλους και χωρίς περιορισμούς, δεν συμπεριφέρονται ηθικά.

Για να κατανοήσουμε, όμως, πλήρως τον ρόλο της κυβέρνησης πρέπει να έχουμε μια ευρύτερη εικόνα, διότι η κυβέρνηση δεν είναι η μόνη μορφή καταπίεσης.

Υπάρχουν δύο τρόποι καταπίεσης του ανθρώπου: είτε άμεσα με ωμή χρήση βίας, με φυσική βία· ή έμμεσα, αποστερώντας του τα μέσα διαβίωσης και φέρνοντάς τους, έτσι, σε κατάσταση συνθηκολόγησης. Ο πρώτος βρίσκεται στην ρίζα της εξουσίας, δηλαδή στο πολιτικό προνόμιο· ο τελευταίος αποτελεί την προέλευση της ιδιοκτησίας, δηλαδή το οικονομικό προνόμιο...

Ο ισχυρισμός αυτός είναι σημαντικός διότι μας δείχνει πόσο εσφαλμένη είναι η απλή αντιμετώπιση του αναρχισμού αντίθεση με την κυβέρνηση. Η παραπάνω διατύπωση εκφράζει την κεντρική ιδέα κάθε μορφής σοσιαλισμού: “ο καθένας που είναι φτωχός, είναι δούλος”. Η τυπική ισότητα είναι κοροϊδία όταν υπάρχει υλική ανισότητα, η οποία δημιουργείται από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων της παραγωγής, και προστατεύεται από τον νόμο.

Η ιδέα αυτή έχει εκφραστεί με ωραίο τρόπο από τον Ανατόλ Φρανς: “Ο νόμος, στην μεγαλειώδη του ισότητα, απαγορεύει στους πλούσιους αλλά και στους φτωχούς να κοιμούνται κάτω από γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί” 6. Οι απόψεις, λοιπόν, του Μαλατέστα περί οικονομικές και πολιτικής καταπίεσης υπογραμμίζουν ότι ο αναρχισμός είναι μια μορφή σοσιαλισμού. Αυτή, επίσης, είναι και η προέλευση του αναρχισμού. Ο αναρχισμός γεννήθηκε ως κίνημα μέσα στην Πρώτη Διεθνή όπου οι αναρχικοί, που εκπροσωπούνταν από τον Μιχαήλ Μπακούνιν, συγκρούστηκαν με τους μαρξιστές. Πριν, όμως, η Διεθνής διασπασθεί οι αναρχικοί αυτοαποκαλούνταν απλά σοσιαλιστές, διότι για εκείνους αναρχισμός και σοσιαλισμός ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Οι ρίζες, επομένως, του αναρχισμού ως κινήματος είναι οι ίδιες με εκείνες τουσοσιαλισμού.

Δεν θα συζητήσω ποια μορφή εξουσίας εμφανίστηκε πρώτη, αν και ο Μαλατέστα κάνει ορισμένες νύξεις επί του θέματος. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι δύο εξουσίες, η πολιτική και η οικονομική, πάντοτε γίνονται σύμμαχοι.

Επιστρέφοντας στην κριτική της κυβέρνησης, αντί να δίνουμε έμφαση στην αντίθεση μεταξύ μιας χομπσιανής φυσικής κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την αντίθεση συμφερόντων και παγκόσμιου πολέμου και μιας κατάστασης ειρήνης που δημιουργείται από την κυβέρνηση, ο Μαλατέστα υπογραμμίζει την συνέχεια μεταξύ των δύο:

Αν η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένας αγώνας μεταξύ ανθρώπων, πρέπει να υπάρχουν νικητές και νικημένοι και η κυβέρνηση, που αποτελεί βραβείο αυτού του αγώνα και μέσο εγγύησης και διαιώνισης στους νικητές των αποτελεσμάτων της νίκης τους, σίγουρα δεν θα περιέλθει στα χέρια εκείνων που έχασαν, είτε ο αγώνας βασίστηκε στην φυσική δύναμη, ή είναι διανοητικός ή έγινε στο πεδίο της οικονομίας. Κι εκείνοι που πάλεψαν για να νικήσουν, δηλαδή, για να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες από τους άλλους και για να κερδίσουν προνόμια και δύναμη, σίγουρα δεν θα την χρησιμοποιήσουν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των νικημένων και για να περιορίσουν την εξουσία τους καθώς και την εξουσία των φίλων και υποστηρικτών τους.

Με άλλα λόγια η κυβέρνηση δεν αποτελεί αντίδοτο του κοινωνικού αγώνα αλλά αποτέλεσμά του.

Μια διαφωνία σχετικά με αυτό είναι εκείνη του Αμερικανού φιλοσόφου Ρόμπερτ Νόζικ ο οποίος μας δείχνει πώς η κυβέρνηση προκύπτει από την φυσική κατάσταση, όπως έχει περιγράψει ήδη ο Τζων Λοκ: “Από την αναρχία που δημιουργούν οι αυθόρμητες ομαδοποιήσεις, οι ενώσεις αλληλοπροστασίας, η διαίρεση της εργασίας, οι πιέσεις των αγορών, οι οικονομίες κλίμακας και τα έλλογα ατομικά συμφέροντα εγείρεται κάτι που μοιάζει πολύ με ένα μικρό κράτος ή με μια ομάδα διακριτών μικρών κρατών” 7.

Ο Μαλατέστα και οι αναρχικοί διαφέρουν από συγγραφείς σαν τον Χομπς και τον Νόζικ ως προς την εικασία το ατομικό συμφέρον και ο αγώνας είναι νόμοι της φύσης. Ο Μαλατέστα, αντίθετα, έχει διττή άποψη για την κοινωνία:

Τα ζωντανά πλάσματα στη φύση έχουν δυο τρόπους επιβίωσης και βελτίωσης της ζωής τους. Ο πρώτος είναι ο ατομικός αγώνας έναντι των στοιχείων της φύσης και έναντι άλλων ατόμων του ιδίου ή άλλου είδους· ο άλλος είναι μέσω της αλληλοβοήθειας, μέσω της συνεργασίας που μπορεί να περιγραφεί και ως ένωση στον αγώνα εναντίον όλων των ανταγωνιστικών προς την ύπαρξη, την ανάπτυξη και την ευζωία των εταίρων, φυσικών παραγόντων.

Ο Μαλατέστα, λοιπόν, διατυπώνει έναν θεμελιώδη δυϊσμό μεταξύ δυο αρχών: του αγώνα και της συνεργασίας. Αυτός είναι ένας άλλος σημαντικός ισχυρισμός. Πρώτα απ' όλα, αψηφά το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο οι αναρχικοί πιστεύουν στην φιλάγαθη ανθρώπινη φύση. Το στερεότυπο αυτό δεν υποστηρίζεται μόνο από σχολιαστές εχθρικούς προς τον αναρχισμό, αλλά και από τους λεγόμενους μετα-αναρχικούς θεωρητικούς που εμπνέονται από μεταμοντέρνες ιδέες δανεισμένες από την Γαλλική φιλοσοφία και κατεδαφίζουν την κατηγορία αυτή εναντίον του “κλασικού” αναρχισμού. Για τον Μαλατέστα, αντίθετα, οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως δύο τάσεις.

Δεύτερον, το ίδιο το γεγονός ότι ο Μαλατέστα ερμηνεύει την κοινωνική εξέλιξη με όρους ατομικής προδιάθεσης είναι σημαντικός, όπως θα δούμε παρακάτω. Για τον Μαλατέστα η συνεργασία είναι η καθαυτό ουσία της κοινωνίας, όπως υποβάλλει η κοινή ετυμολογία των δύο λέξεων. Δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ζωή χωρίς την συνεργασία:

Όσον αφορά τον Άνθρωπο, η συνεργασία (εθελοντική ή υποχρεωτική) είναι το μόνο μέσον προόδου, ανάπτυξης και ασφάλειας· και ο αγώνας -κατάλοιπο των προγόνων μας- δεν έχει αποδειχθεί μόνο άχρηστο στην εξασφάλιση της ατομικής ευμάρειας, αλλά είναι και επιβλαβής για τον καθένα, για νικητές και ηττημένους.

Εδώ πρέπει να εξεταστεί ένα άλλο στερεότυπο για τον αναρχισμό και απαιτεί μια σύντομη παρέκβαση. Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι οι αναρχικοί είναι απερίφραστα αντίθετοι με την οργάνωση. Εντούτοις υποστηρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ζωή εκτός κοινωνίας, δηλαδή χωρίς συνεργασία. Η συνεργασία με την σειρά της είναι συνώνυμη της οργάνωσης. Εν ολίγοις, η οργάνωση είναι η ουσία της ανθρώπινης ζωής. Είναι αλήθεια ότι δεν εγκωμιάζουν ανεπιφύλακτα όλοι οι αναρχικοί την οργάνωση όπως ο Μαλατέστα. Στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση περί οργάνωσης μεταξύ των αναρχικών ήταν η πιο μακροχρόνια και η πιο επίμονη.

Παρ' όλα αυτά ο ισχυρισμός ότι όλοι οι αναρχικοί ήσαν αντίθετοι με την οργάνωση είναι απλώς λανθασμένη. Επιπλέον ακόμη και όσοι αντετίθεντο με την οργάνωση στο όνομα της ατομικής αυτονομίας, ποτέ δεν το έκαναν με τον αδέξιο τρόπο που αποδίδεται στους αναρχικούς από τις κριτικές. Στην πραγματικότητα πολλοί από τους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν από αντι-οργανωτικούς αναρχικούς επαναλήφθηκαν στην κοινωνιολογική φιλολογία του εικοστού αιώνα, π.χ. η συζήτηση του Ρόμπερτ Μίτσελ για τον “σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας” και η συζήτηση του Ρόμπερτ Μέρτον για τα αποτελέσματα της συμμόρφωσης σε νόμους που επιφέρει η γραφειοκρατία 8. Μια άλλη παρανόηση σχετικά με τους αντι-οργανωτικούς είναι ότι υποστηρίζουν την απεριόριστη αυθαιρεσία του ατόμου. Παρότι υπολήπτονται την ατομική αυτονομία, υποστηρίζουν εν γένει τον αναρχικό κομμουνισμό, όπως και πολλοί από τους οργανωτικούς αντιπάλους τους. Η πραγματική αντίθεση ήταν αν τα μέσα αγώνα του παρόντος πρέπει να είναι κυρίως συλλογικά ή ατομικά.

Ο Μαλατέστα κάνει διάκριση μεταξύ της “εθελοντικής” και “υποχρεωτικής” συνεργασίας. Ο καταναγκασμός είναι και αυτός μια μορφή συνεργασίας και επομένως μιας κοινωνίας. Με αυτή τη διάκριση ο Μαλατέστα αναγνωρίζει την διαφορά μεταξύ μιας φυσικής κατάστασης γενικευμένου αγώνα και της κοινωνίας, έστω και μιας καταναγκαστικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα δεν θεωρεί τον καταναγκασμό ως τον μόνο τρόπο πραγματοποίησης της συνεργασίας. Αντίθετα, διατυπώνει μια εξέλιξη από “την συσσωρευμένη και εκπεφρασμένη εμπειρία των γενεών... που μέσω της ενοποίησης με τους άλλους ανθρώπους θα ενισχυθούν η ατομική ασφάλειά τους και η ευζωία τους” στα κοινωνικά αισθήματα της “συμπάθειας, φιλίας, αγάπης” που συνοψίζονται στην ιδέα της αλληλεγγύης, η οποία τελικά ανεξαρτητοποιείται από την υλική πρόοδο που παρέχει η συνεργασία.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πώς η ιστορική αφηγηματική του Μαλατέστα αντιπαραβάλλεται ξεκάθαρα εκείνης του θεμελιωτή του δεξιού φιλελευθερισμού, Φρίντριχ φον Χάγιεκ. Η σύγκριση είναι κατά κύριο λόγο ενδιαφέρουσα διότι οι δύο συγγραφείς, όπως θα δείξω σε λίγο, έχουν κοινά σημεία αλλά διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Για τον Μαλατέστα, ο αγώνας είναι “ένα απομεινάρι των προγόνων μας”. Για τον Χάγιεκ, η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός είναι “κατάλοιπα του ενστικτώδους και επιφυλακτικής μικρο-ηθικής της μικρής ομάδας”. Μέσα σε μεγάλες ομάδες “η παλαιά παρόρμηση των έμφυτων αλτρουιστικών ενστίκτων δυσχεραίνει τον σχηματισμό εκτενέστερων εντολών” 9. Όπως θα δούμε, η αντίθεση αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση της διαφοράς μεταξύ αναρχισμού και δεξιού φιλελευθερισμού.
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση για τις απόψεις του Μαλατέστα σχετικά με τον αγώνα και τη συνεργασία, πρέπει να πούμε ότι η ιστορική αφηγηματική του Μαλατέστα δεν σημαντική τόσο για την ειλικρίνειά της, η οποία βεβαίως πρέπει να διερευνηθεί, όσο για τα πρακτικά συμπεράσματά της: αλληλεπιδρώντας με τους άλλους ανθρώπους όλοι μας έχουμε να κάνουμε μια θεμελιώδη επιλογή μεταξύ αγώνα και συνεργασίας, μεταξύ ιδίου συμφέροντος και αλληλεγγύης.

* * *

Ο τρόπος δράσης των ατόμων εξαρτάται όχι μόνο από τις δικές τους θεμελιώδεις επιλογές, αλλά και από τις επιλογές και συμπεριφορές των άλλων. Συνήθως αυτό αποκαλείται “στρατηγική αλληλεπίδραση”. Πριν δούμε τι λέει ο Μαλατέστα επ' αυτού θα παραθέσω, εν είδη εισαγωγής, ένα απόσπασμα από το βιβλίο Οι Αρραβωνιασμένοι, μια διάσημης νουβέλας του Ιταλού Αλεσσάντρο Μαντσόνι. Ένα πλήθος διαδηλώνει σε κάποια πλατεία. Ξαφνικά ανακοινώνεται ότι ο κυβερνήτης έρχεται για να τους μιλήσει: “Και όλοι ανασηκώθηκαν στις μύτες των ποδιών τους και έστρεψαν κοιτώντας προς την κατεύθυνση απ' όπου αναμενόταν η αναπάντεχη ετούτη άφιξη. Όλοι ανασηκωμένοι είδαν τα ίδια 10 ακριβώς που θα είχαν δει αν κρατούσαν τις φτέρνες τους στο έδαφος.

Όμως έτσι είχε γίνει: όλοι τους ανασηκώθηκαν”. Η κατάσταση αυτή είναι ένα παράδειγμα διαφόρων αντίστοιχων που συμβαίνουν στην κοινωνική ζωή και εμπλέκουν επιλογές μεταξύ εγωισμού και αλτρουισμού. Οι κοινωνικοί επιστήμονες την ονομάζουν Δίλημμα του Κρατούμενου, από ένα από τα πρώτα παραδείγματα όπου περιγράφηκε αυτή η κατάσταση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιος έχει την καλύτερη θέα αν είναι ο μόνος που θα ανασηκωθεί και την χειρότερη αν είναι ο μόνος που δεν θα ανασηκωθεί. Αλλά καθώς όλοι ανασηκώνονται είναι χειρότερα από ό,τι θα ήταν αν όλοι παρέμεναν ορθοί, αφού βλέπουν τα ίδια και δεν είναι άνετα. Με πολιτική φρασεολογία, κάποιος που ανασηκώνεται πλεονεκτώντας από το γεγονός ότι όλοι οι άλλοι παραμένουν όρθιοι -δηλαδή και τεχνικά μιλώντας, κάποιος που αποστατεί ενώ όλοι οι άλλοι συνεργάζονται- ονομάζεται μοναχικός καβαλάρης. Το πρόβλημα του “μοναχικού καβαλάρη” θεωρείται ο κύριος λόγος που απαιτείται μια κυβέρνηση για να διασφαλίσει τη συνεργασία όλων στην παροχή των συλλογικών αγαθών. Έχοντας κατά νου το μοντέλο Μαντσόνι και το πρόβλημα του μοναχικού καβαλάρη, ας δούμε τι έχει να πει ο Μαλατέστα για την αλληλεγγύη και το ίδιον συμφέρον.

Αλληλεγγύη είναι η κατάσταση κατά τη οποία ο Άνθρωπος πετυχαίνει τον μέγιστο βαθμό ασφάλειας και ευζωίας· και γι' αυτό ο εγωισμός, δηλαδή η αποκλειστική έγνοια κάποιου για τα δικά του συμφέροντα, ωθεί τον Άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία προς την αλληλεγγύη· ή θα λέγαμε καλύτερα, εγωισμός και αλτρουισμός (φροντίδα για τα συμφέροντα των άλλων) συντήκονται σε ένα μοναδικό συναίσθημα, όπως συμπίπτουν τα συμφέροντα του ατόμου και εκείνα της κοινωνίας. Ο Μαλατέστα εδώ απλώς δηλώνει κάτι στο οποίο συμφωνούν οι πολιτικοί θεωρητικοί και απεικονίζει το απόσπασμα του Μαντσόνι: ότι η καθολική συνεργασία -όλοι κρατούν τις φτέρνες τους στο έδαφος- είναι ο καλύτερος τρόπος διασφάλισης της μέγιστης ευημερίας όλων των ατόμων ταυτόχρονα. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και υπό εγωιστική προοπτική, είναι επιθυμητό να διαδίδονται όσο το δυνατόν ο αλτρουισμός και η συνεργασία.

Ο Μαλατέστα συνεχίζει: Η κατανόηση της χρησιμότητας της συνεργασίας που θα έπρεπε να οδηγήσει στον θρίαμβο της αλληλεγγύης σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, αντίθετα αναβίωσε την ιδιωτική ιδιοκτησία και την κυβέρνηση, δηλαδή την εκμετάλλευση της εργασίας ολόκληρης της κοινότητας από μια προνομιούχο τάξη. Παρέμενε συνεργασία, έξω από την οποία δεν είναι εφικτή η ανθρώπινη ζωή· αλλά ήταν ένας τρόπος συνεργασίας επιβεβλημένος και ελεγχόμενος από ολίγους για τα δικά τους συμφέροντα. Ο Μαλατέστα εδώ περιγράφει μια ασύμμετρη κατάσταση, συγκρινόμενη με την ιδανική περίπτωση της καθολικής συνεργασίας. Ο Μαλατέστα αναφέρεται στην κυβέρνηση και τους καπιταλιστές. Τους περιγράφει ως προνομιούχο μειοψηφία που απομυζά την συλλογική εργασία όλων. Δεν συνεισφέρει στην εργασία αυτή, ενώ την ίδια στιγμή εξαναγκάζει όλους τους άλλους να συνεργαστούν. Πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την μειοψηφία; Εμποδίζει την εμφάνιση του ατομικισμού ή μήπως είναι οι ίδιοι ατομικιστές;

Είδαμε και νωρίτερα ότι ο Μαλατέστα αντιμετωπίζει την κυβέρνηση όχι σαν ένα ενιαίο όλον αλλά ως κάτι που αποτελείται από άτομα. Ας δούμε γιατί. Θεωρώντας τους κυβερνήτες ως άτομα εφαρμόζει τις αντιλήψεις που οι πολιτικοί θεωρητικοί εφαρμόζουν σε “συνήθεις” κοινωνικούς παράγοντες. Όταν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζεται σαν ένας εξωγενής παράγοντας που παρεμβαίνει στις στρατηγικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών πρωταγωνιστών θεωρείται υπό ριζικά διαφορετικό φως.
Ο αναρχικός ισχυρισμός έχει ως εξής: οι ατομικιστές απομυζούν τους συνεργαζόμενους. Ιδανική κατάσταση γι' αυτούς είναι η συνεργασία όλων των άλλων. Έτσι, η καλύτερη συνθήκη για έναν ατομικιστή είναι να μπορεί να επιβάλλει την συνεργασία. Αντίθετα, οι ανθρώπινοι παράγοντες που επιβάλουν την συνεργασία αναζητούν την μεγιστοποίηση των ωφελειών τους. Εν ολίγοις, οι ατομικιστικές επιδιώξεις και η κυβέρνηση είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, μάλλον, παρά αλληλοαποκλειόμενες διότι και οι δυο προϋποθέτουν εγκατάλειψη της συνεργασίας, ενώ βασίζονται στην συνεργασία όλων των άλλων. Οι κυβερνώντες δεν είναι ηθικολόγοι, αλλά αυθαίρετοι ατομικιστές. Για να συνεχίσουν να είναι τέτοιοι πρέπει να εξαναγκάσουν όλους τους άλλους να συνεργαστούν. Η κυβέρνηση δεν απομακρύνει τον αυθαίρετο ατομικισμό αλλά τον μονοπωλεί.

Ο Μαλατέστα αποδίδει μεγάλες συνέπειες στο ιστορικό γεγονός της συνεργασίας “που επιβάλλεται και ελέγχεται από ολίγους για ίδιον προσωπικό όφελος”:
Από το γεγονός αυτό δημιουργείται η μεγάλη αντίφαση η οποία πληροί τις σελίδες της ανθρώπινης ζωής, μεταξύ των τάσεων για ένωση και συντροφικότητα ώστε να κατακτήσει και να προσαρμόσει των εξωτερικό κόσμο των Ανθρώπινων αναγκών και να ικανοποιήσει τα αισθήματα στοργής - και της τάσης για διαίρεση σε μονάδες χωριστές και εχθρικές...

Ο Μαλατέστα εδώ περιγράφει μια στρατηγική αλληλεπίδραση της σημερινής κοινωνίας ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης των δυο τάσεων τις οποίες διαπιστώνει. Με δυο λόγια, η ιστορία περιγράφεται ως αγώνας μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, ως ταξικό αγώνας. Είναι φανερό το κοινό σημείο με την μαρξιστική ανάλογη άποψη και εκκινεί από το γεγονός, το οποίο έχω ήδη υπογραμμίσει, ότι μαρξισμός και αναρχισμός πηγάζουν από τις ίδιες σοσιαλιστικές ρίζες. Την ίδια στιγμή υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις αντίστοιχες θεωρήσεις της ιστορίας ως ταξικού αγώνα οι οποίες, με τη σειρά τους, αντικατοπτρίζουν τις βαθιές θεωρητικές διαφορές που καθιστούν τις δυο τάσεις του σοσιαλισμού χωριστές.

Για τον Μαρξ η κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων καθορίζεται από την κοινωνική τους θέση η οποία, με τη σειρά της, καθορίζεται κυρίως από τους οικονομικούς παράγοντες. Αντίστοιχα ο σχηματισμός του προλεταριάτου ως συμπαγούς συνόλου, συνειδητοποιημένου των κοινών ταξικών συμφερόντων του, καθορίζεται κυρίως από την ανάπτυξη των υλικών συνθηκών που παράγουν πόλωση και ομογενοποίηση των τάξεων. Η διαδικασία περιγράφηκε ως ιστορικά αναγκαία και ανεξάρτητη από τις επιθυμίες του ατόμου. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν: “Ο κομμουνισμός για εμάς δεν είναι μια κατάσταση οι οποία πρέπει να καθιερωθεί, ένα ιδανικό στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταρρίπτει την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Οι συνθήκες της κίνησης αυτής είναι αποτέλεσμα των υπαρχόντων προκειμένων”11. Εν ολίγοις, οι Μαρξ και Ένγκελς αποδίδουν μια εύγνωστη πορεία στην ιστορία, στην βάση μιας ολιστικής θεώρησης της κοινωνίας.

Αντίθετα, ο Μαλατέστα εντάσσει τους κύριους παράγοντες των κοινωνικών διαδικασιών στην ιδιοσυγκρασία του ατόμου, μάλλον, παρά σε κατηγορηματικές λειτουργίες παραγωγής οι οποίες αυτοεπιβάλλονται στα άτομα. Η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία μορφοποίησε συλλογικά την κοινωνία εν συνόλω, παρά το αντίθετο. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει αναγκαία ανάπτυξη στην ιστορία και το μέλλον είναι ανοικτό και απροσδιόριστο. Ο Μαλατέστα τρέφει μια “εθελοντιστική” θεώρηση της κοινωνίας.

Αντίθετα με ένα άλλο χονδροειδές στερεότυπο, εθελοντισμός δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πετάξουμε αν το θελήσουμε. Αντίθετα, ο Μαλατέστα αναγνωρίζει ότι η ατομική επιθυμία είναι ένας παράγων αδύναμος στην ζωή και την ιστορία. Το αντίδοτο σε τέτοιους περιορισμούς είναι η επιστήμη και η συνεργασία. Οι επιστήμες έδειχναν ότι περιορίζουν την ελευθερία συντρίβοντας τις ιδιόρρυθμες επιθυμίες και σχέδια, στην πραγματικότητα όμως αύξησαν τις ικανότητες του ανθρώπου και την αποτελεσματική ελευθερία. Παρόμοια η συνεργασία, ακόμη κι όταν ήταν ελεύθερη και εθελοντική, φαίνεται ότι περιόριζε την αυτονομία των ατόμων αλλά στην πραγματικότητα βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσης μέσω των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας. Στο βαθμό που οι υλικές συνθήκες είχαν κοινωνική προέλευση, ήταν το αποτέλεσμα μιας
περίπλοκης αλληλεπίδρασης ατομικών επιθυμιών. Όσο αυτή η αλληλεπίδραση των επιθυμιών διαποτιζόταν από τον ανταγωνισμό, η ατομική επιθυμία περιοριζόταν δραματικά. Εντούτοις και στο βαθμό που ο ανταγωνισμός έδινε τη θέση του στην συνεργασία, η ατομική επιθυμία ενισχύονταν. Όσο τα άτομα συνεργάζονταν και έθεταν κοινούς στόχους καθόριζαν και την πορεία της κοινωνίας. Από την άλλη, ουδεμία κοινωνική αλλαγή αναμενόταν αν η επιθυμία γι' αυτήν δεν ήταν συνειδητή. Αυτή είναι η ουσία του εθελοντισμού του Μαλατέστα.

Ο εθελοντισμός ήταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του αναρχισμού του Μαλατέστα, αλλά δεν ήταν κοινός σε όλους τους αναρχικούς. Η τρέχουσα πρότυπη εικόνα της αναρχικής θεωρίας έχει επηρεαστεί περισσότερο από τις επιστημονικές ιδέες του Ρώσου αναρχικού Πέτρου Κροπότκιν. Σε αντίθεση με την πίστη του Μαλατέστα στην ανοικτότητα και απροσδιοριστία της ιστορίας, ο Κροπότκιν βλέπει τον αναρχισμό ως μέρος μιας ευρύτερης κοσμικής τάσης προς την αρμονία· εξισώνει την αναρχία με την “φυσική τάξη”. Ο αναρχισμός είναι μια “παγκόσμια αντίληψη βασιζόμενη σε μηχανική εξήγηση όλων των φαινομένων”, τόσο των φυσικών όσο και των κοινωνικών, και η αναρχική ιδέα “δεν είναι μια Ουτοπία δομημένη σε μια a priori μέθοδο για κάποιες προσδοκίες που εκλαμβάνονται ως αρχές”, αλλά εξάγεται “από την ανάλυση των τάσεων οι οποίες ήδη υφίστανται”12. Αντίθετα, ο Μαλατέστα αναμένει την έλευση της αναρχίας από την ανάπτυξη των αισθημάτων αλληλεγγύης στον υψηλότερο βαθμό. Σκεφτόταν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αλλά δεν το θεωρούσε δεδομένο.
Ο Μαλατέστα περιγράφει την κοινωνία που είναι αποτέλεσμα των παραπάνω, ως εξής:

Από την ελεύθερη συμμετοχή όλων, μέσω των αυθόρμητων ομαδοποιήσεων των ανθρώπων σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους, από τα κάτω προς τα πάνω, από το απλούστερο προς το περιπλοκότερο, ξεκινώντας από τα πιο επείγοντα συμφέροντα και καταλήγοντας στα πιο απομακρυσμένα και γενικά, η κοινωνική οργάνωση μπορεί να εμφανίσει την λειτουργία η οποία θα είναι η καλύτερη διαβίωση για τους ανθρώπους και η μεγαλύτερη ελευθερία για όλους και θα παρασύρει το σύνολο της ανθρωπότητας σε μια κοινότητα συντροφικότητας και θα τροποποιείται και θα βελτιώνεται σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες περιστάσεις και τα μαθήματα από την εμπειρία.

Αυτή η κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων, αυτή η κοινωνία των φίλων είναι η Αναρχία. Ο δεύτερος ορισμός της αναρχίας ως “κοινωνίας φίλων” ίσως φανεί αφελής αλλά είναι προνοητικός. Μπορούμε να τον εκτιμήσουμε συγκρίνοντάς τον με την καθιερωμένη διχοτομία που θεωρείται θεμελιώδης για την κοινωνική ζωή: εκείνης μεταξύ χάους και του νόμου. Με ποια πλευρά αυτής της διχοτομίας τίθεται μια κοινωνία φίλων; Με καμία. Οι φίλοι όντως ενεργούν συλλογικά, αλλά δεν διευθύνονται από κανένα νόμο. Έτσι, η νοούμενη ως θεμελιώδης διχοτομία πλήρης. Στην πραγματικότητα μπορούμε να συνάγουμε μια άλλη διχοτομία, η οποία θέτει το χάος και τον νόμο στην ίδια πλευρά. Και οι δυο θεωρούν την κοινωνική ζωή ότι βασίζεται στον φόβο.Η “αναρχία”, με την υποτιμητική έννοια, είναι μια κατάσταση οικουμενικού πολέμου, στην οποία όλοι φοβούνται όλους. Ο νόμος, σύμφωνα με τον ορισμό του Χομπς, είναι ο φόβος του καθενός για ένα τι, μια “κοινή Ισχύς που προκαλεί σε όλους δέος”. Αντίθετα, μια κοινωνία φίλων χαρακτηρίζεται από την απουσία φόβου.

* * *

Στο σημείο αυτό ο Μαλατέστα εξετάζει μια πιθανή αντίρρηση στον ισχυρισμό ότι η αναρχία είναι η μόνη μορφή κοινωνίας στην οποία πραγματοποιείται πλήρως η οικουμενική αλληλεγγύη: μόλις η αλληλεγγύη αντικαταστήσει τον αγώνα και η διαίρεση των τάξεων απαλειφθεί, γιατί η κοινωνική ζωή να μην μπορεί να συμπεριλάβει μια κυβέρνηση η οποία θα εκπροσωπεί τα συμφέροντα της κοινωνίας ως όλου; Αυτή είναι η ουσία των μαρξιστικών ισχυρισμών για την κυβέρνηση.

Ο Μαλατέστα απαντά: Η κυβέρνηση... είναι ήδη μια προνομιούχος τάξη και αποκομμένη από τους ανθρώπους. Όπως θα έκανε κάθε εξουσιοδοτημένο σώμα, θα αναζητούσε ενστικτωδώς την επέκταση των δυνάμεών της πέραν του δημοσίου ελέγχου, ώστε να επιβάλλει τις δικές της πολιτικές και να δώσει προτεραιότητα στα δικά της συμφέροντα. Έχοντας θέση προνομιούχο η κυβέρνηση τίθεται σε αντιπαράθεση με τον λαό του οποίου η δύναμη την εξουδετερώνει.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν το ήθελε η κυβέρνηση, δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλους ακόμη κι αν κατάφερνε να ικανοποιήσει μερικούς. Πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό της έναντι των δυσαρεστημένων και χρειάζεται για τον λόγο αυτόν την υποστήριξη ενός τμήματος του λαού. Και τότε η παλιά ιστορία της προνομιούχου τάξης η οποία εμφανίζεται μέσω της συνεργασίας με την κυβέρνηση ξεκινά από την αρχή και, στην περίπτωση αυτή, αν δεν κατέχει την γη θα αποκτήσει οπωσδήποτε θέσεις-«κλειδιά» ειδικά δημιουργημένα και θα καταπιέσει και θα εκμεταλλευτεί όχι λιγότερο από την καπιταλιστική τάξη.

Νωρίτερα ο Μαλατέστα είχε υποστηρίξει: “Ακόμη κι αν υπήρχαν άνθρωποι με απεριόριστη καλοσύνη και γνώση, ακόμη κι αν υποθέταμε, πράγμα που δεν έχει παρατηρηθεί στην ιστορία, ότι οι δυνάμεις διακυβέρνησης βρίσκονταν στα χέρια των ικανότερων και ευγενέστερων ανάμεσά μας, τι οφέλη θα προσέθεταν τα κυβερνητικά αξιώματα; Μήπως, αντίθετα, θα παρέλυε και θα κατέστρεφε τα οφέλη αυτά αφού θα υπάρχει ανάγκη οι άνθρωποι της κυβέρνησης να ασχολούνται με τόσα πολλά ζητήματα τα οποία δεν κατανοούν και πάνω απ' όλα λόγω της σπατάλης ενέργειας για να διατηρηθούν στην εξουσία και τους φίλους τους ικανοποιημένους· να ελέγχουν τους δυσαρεστημένους και να υποτάσσουν τους εξεγερμένους;”

Αυτοί ήσαν καθιερωμένοι αναρχικοί ισχυρισμοί. Οι αναρχικοί απέρριπταν ως την ιδέα της κοινωνικής μηχανικής ως μέσου χειραφέτησης, διότι υπερεκτιμά την δύναμη της επιστημονικής γνώσης και δημιουργεί προνομιούχες τάξεις. Το ίδιον συμφέρον της τάξης αυτής, η μεγάλη αξία που δίνει αυτή στην ηγεσία της για το κοινό καλό και οι απρόβλεπτες δευτερεύουσες συνέπειες της δράσης της στην κοινωνία συμβάλλουν στην κατεύθυνση να αφιερώνει η ελίτ μια ολοένα αυξανόμενη δραστηριότητα προς κατασταλτικές λειτουργίες και στην δημιουργία μιας άλλης προνομιούχου τάξης γύρω από αυτήν για να την υποστηρίζει. Η κυβέρνηση, την οποία βλέπουν οι μαρξιστές ως μέσον χειραφέτησης το οποίο θα εγκαταλειφθεί μετά την επίτευξη του στόχου, θα μετατραπεί, αντίθετα, σε στόχο καθαυτό διαιωνιζόμενο και ισχυροποιούμενο.

Οι αναρχικοί ισχυρισμοί θυμίζουν έντονα τον “νόμο της ετερογένειας των στόχων” που ορίστηκε το 1897 από τον Γερμανό ψυχολόγο Wilhelm Wund. Ο νόμος αυτός λέει ότι, η σχέση μεταξύ πραγματικών φαινομένων και ιδεατών στόχων “είναι τέτοια ώστε, πάντοτε εγείρονται δευτερεύοντα φαινόμενα τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την πρώτη ιδέα του στόχου. Τα νέα αυτά φαινόμενα εισάγουν νέες σειρές κινήτρων και έτσι τροποποιούν τους παλαιούς στόχους ή προσθέτους νέους” 13. Το φαινόμενο αυτό αναφέρεται στην κοινωνιολογία ως “οι απρόβλεπτες συνέπειες των σκόπιμων κοινωνικών ενεργειών”. Σχετική είναι και η έννοια της μετάθεσης των στόχων, όπου τα μέσα τείνουν να γίνουν τα ίδια στόχοι. Και οι δυο απόψεις είναι παρούσες στην αναρχική κριτική του Μαρξιστικού κράτους.

Την ίδια ιδέα την οποία προέβλεψαν οι αναρχικοί αναγνωρίζουμε σε μεταγενέστερες αναλύσεις των υφιστάμενων σοσιαλιστικών κρατών από κριτικές της φιλελεύθερης παράδοσης, όπως του Friedrich von Hayek και του Karl Raimund Popper. Η κριτική του Χάγεκ συνδέει τις θέσεις του Μαρξ για τον κρατικό σχεδιασμό με την άποψη που έχει για την επιστήμη η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από τον μεθοδολογικό του ολισμό. Από την υπόθεση ότι η κοινωνική διαδικασία μπορεί να κατανοηθεί ως σύνολο προέρχεται η μη ρεαλιστική πεποίθηση ότι, ολόκληρη η γνώση για τις κοινωνικές διεργασίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε μια συστηματικώς ολοκληρωμένη μορφή 14. Ο Πόππερ συγκρίνει τις “κλιμακούμενες” και “ολιστικές” προσεγγίσεις με την κοινωνική μηχανική. Για αυτόν η ολιστική προσέγγιση, η οποία “στοχεύει στην αναδιαμόρφωση 'ολόκληρης της κοινωνίας' σύμφωνα με ένα καθοριστικό σχέδιο ή προσχέδιο” είναι αδύνατη: “όσο μεγαλύτερες είναι οι επιχειρούμενες ολιστικές αλλαγές, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απρομελέτητες και αναπάντεχες επιπτώσεις, ασκώντας στην ολιστική μηχανική την μέθοδο του αυτοσχεδιασμού.” Η μέθοδος αυτή “οδηγεί στο διαβόητο φαινόμενο του απρογραμμάτιστου σχεδιασμού” 15.

Συνεχίζεται

This page has not been translated into Français yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]