user preferences

Αναρχικός Κομμουνισμός και Ελευθεριακός Κομμου

category Διεθνή | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Thursday June 14, 2012 08:43author by Dmitri (republishing) - 1 of Anarkismo Editorial Groupauthor email ngnm55 at gmail dot com Report this post to the editors

Αναρχικός Κομμουνισμός και Ελευθεριακός Κομμουνισμός
Οι Αναρχικοί Κομμουνιστές απορρίπτουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ της δομής και του εποικοδομήματος, θεωρώντας το Κράτος ως εποικοδόμημα που μεταμορφώνεται διαρκώς λόγω της εξελισσόμενης φύσης του ίδιου του καπιταλισμού
310529_10150370391278578_692448577_8443663_435835918_n.jpg

Ο ιστορικός υλισμός ως εργαλείο ανάλυσης

Κάθε δραστηριότητα σχεδιασμένη ώστε να μεταμορφώσει τη σημερινή κοινωνία με σκοπό την οργάνωση της κοινωνικής ζωής έτσι ώστε όλοι, άτομα και συλλογικότητες, να μπορούν να ζουν ελεύθερα από την αναγκαιότητα προϋποθέτει ότι υπάρχει μια μέθοδος ανάλυσης της σύγχρονης κατάστασης. Για εμάς, η μέθοδος αυτή είναι ο ιστορικός υλισμός.

Ο ιστορικός υλισμός, ως τρόπος ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων, σύμφωνα με τους Marx, Engels αλλά και τον Bakunin, αποτελεί την κοινή κληρονομιά των εκμεταλλευομένων σε όλο τον κόσμο, όπως αυτή έχει γίνει κατανοητή μέσα από τους αγώνες τους μετά την Βιομηχανική Επανάσταση. Από την περίοδο εκείνη και μετά το προλεταριάτο διαμορφώθηκε ως τάξη κυρίως λόγω των μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων, την απόσπαση των φτωχών χωρικών από την επαρχία και την καταστροφή της χειροτεχνίας εξαιτίας των μεταβαλλόμενων παραγωγικών διαδικασιών. Ωστόσο, με την ανάλυση των τάξεων ανακαλύπτουμε μεταξύ των εκμεταλλευομένων και την πρώτη διαίρεση μεταξύ των βασικών τάσεών τους: της Αναρχικής και της μαρξιστικής τάσης.

Η πρώτη έλαβε υπόψη της τη συνεχή αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις συνειδητοποιώντας ότι η μάζα του αστικού προλεταριάτου και οι φτωχοί αγρότες (εξανδραποδισμένοι από την ανάπτυξη του κεφαλαίου), θα ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν μια ριζική και εξισωτική μεταμόρφωση της κοινωνίας προκειμένου να βρουν μια λύση στις υλικές τους ανάγκες.

Η δεύτερη είδε στους προλεταρίους των εργοστασίων το μοναδικό εχθρό του Κεφαλαίου και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων την προοδευτική προλεταριοποίηση των εκμεταλλευομένων, με συνέπεια μόλις το Κεφάλαιο έφθανε στο μέγιστο δυνατό επίπεδο ανάπτυξής του, θα προέκυπτε και το αντίστοιχο επίπεδο ανάπτυξης του προλεταριάτου. Η εντυπωσιακά ανταγωνιστική αυτή αντίφαση θα επιλυόταν αναγκαστικά με την επανάσταση, τη στιγμή της σύνθεσης των διαδικασιών της ιστορικής ανάπτυξης.

Εντέλει, οφείλουμε να αναλογιστούμε το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δομής και εποικοδομήματος καθώς αυτό διαχωρίζει τη μαρξιστική ερμηνεία της κατάστασης από την ιστορικά υλιστική ερμηνεία των Αναρχικών Κομμουνιστών. Ο Marx περιγράφει αόριστα μόλις τη σχέση αυτή, προκαλώντας έτσι ένα ευρύ φάσμα ερμηνειών από τους οπαδούς του, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό θεωρούν ότι η σχέση αυτή έγκειται στην απόλυτη εξάρτηση του εποικοδομήματος από τη δομή. Η φανερότερη συνέπεια αυτής της διαφοροποίησης μπορεί να ειδωθεί στην αντίληψή τους για το Κράτος. Το Κράτος θεωρείται από τους μαρξιστές ως το εποικοδόμημα που παράγεται από τη δομή του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Ως τέτοιο, το Κράτος πρέπει να κατακτηθεί και να μεταμορφωθεί, τοποθετώντας το στην υπηρεσία της εργατικής τάξης ως εργαλείο οικοδόμησης του Σοσιαλισμού. Το Κράτος αυτό, ελεγχόμενο από το κόμμα, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε οποιαδήποτε επανεμφάνιση της μπουρζουαζίας και τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την επιτυχημένη ανάπτυξη του Σοσιαλισμού και στη συνέχεια του Κομμουνισμού. Καθώς το Κράτος μεταμορφώνει σταδιακά την οικονομική δομή του, θα δημιουργηθούν και οι συνθήκες για την εξαφάνισή του. Αυτή είναι η αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας που ωθεί τον Μαρξιστικό διαχωρισμό του οικονομικού αγώνα από τον πολιτικό αγώνα.

Οι Αναρχικοί Κομμουνιστές απορρίπτουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ της δομής και του εποικοδομήματος, θεωρώντας το Κράτος ως εποικοδόμημα που μεταμορφώνεται διαρκώς λόγω της εξελισσόμενης φύσης του ίδιου του καπιταλισμού. Θεωρούμε ακόμη ότι το εποικοδόμημα παράγει το ίδιο τις σχετικές επιδράσεις στη δομή. Κατά συνέπεια, πιστεύουμε ότι η χρήση του Κράτους είναι ασύμβατη με τον σκοπό της καταστροφής του. Και ως συνεπείς υποστηρικτές του ιστορικού υλισμού, πιστεύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μαρξισμός ξεπερνά την αντίφαση μέσων-σκοπών δεν είναι παρά ένα ακόμη κόλπο της διαλεκτικής. Καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας τους, οι Αναρχικοί Κομμουνιστές επιμένουν πως το εργαλείο μετάβασης στο Σοσιαλισμό δεν μπορεί να είναι άλλο από την ίδια την πράξη της επανάστασης, τον εξοπλισμένο λαό και τη διευρυμένη παντού πρακτική της αυτο-οργάνωσης.

Για τους Αναρχικούς Κομμουνιστές, αυτό σημαίνει ότι δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ του οικονομικού αγώνα και του πολιτικού αγώνα, και ότι θα πρέπει διαρκώς να αγωνιζόμαστε για την ένωση των δυο, ανασυνθέτοντας έτσι την αντίφαση στο πεδίο της υπεράσπισης των υλικών και των ιστορικών αναγκών των εκμεταλλευομένων.

Οργανωτικός Δυϊσμός

Η σχέση μεταξύ των μαζών και των πιο συνειδητών στοιχείων τους (την πρωτοπορία) αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα αναφορικά με την εκπόνηση της επαναστατικής στρατηγικής. Η απουσία λύσης σε αυτό το πρόβλημα, ή των λανθασμένων λύσεων, έγκειται πίσω από όλες τις ιστορικές αποτυχίες κάθε επαναστατικού σχεδιασμού, ή αλλιώς, αποτελεί τη βάση των αποτυχιών σε εκείνες τις χώρες όπου οι επαναστάσεις γνώρισαν κάποια αρχική επιτυχία. Καμία σχολή του Μαρξισμού δεν έχει καταφέρει ως τώρα να διευκρινίσει τη σχέση αυτή στην ουσία της, ενώ από την πλευρά των Αναρχικών, η a Penni απόρριψη της έννοιας της πρωτοπορίας (μια λέξη που προκαλεί την ανεπιθύμητη ιδέα της εξουσίας), έχει προ πολλού αναστείλει οποιαδήποτε λεπτομερή εξήγηση. Ο μοναδικός διαυγής στοχασμός στο ζήτημα, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει δυο σχεδόν αιώνες από τότε, είναι αυτός του Penni.

Μια ορθή θεωρία για τις ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένες υλικές ανάγκες μας δείχνει ότι η ικανοποίησή τους στο εσωτερικό του καπιταλισμού αποτελεί αντίφαση και, κατά συνεπεία, η αναζήτηση επίλυσης τους συνιστά την βάση για τον ορισμό της επαναστατικής στρατηγικής και την οργάνωση του προλεταριάτου στον εργασιακό χώρο (τη μαζική οργάνωση). Το καπιταλιστικό σύστημα από την πλευρά του, έχει τελειοποιήσει μια σειρά εργαλείων με τα οποία μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειές του από τις εργατικές διεκδικήσεις, έτσι ώστε να είναι απόλυτα ουτοπικός ο ισχυρισμός ότι οι υλικές ανάγκες και η ικανοποίησή τους θα μπορούσαν αυτόματα να προκαλέσουν το τέλος του ήδη κλονισμένου από τις εσωτερικές του αντιφάσεις, καπιταλισμού. Ο αγώνας για τις υλικές ανάγκες πρέπει επίσης να αποτελεί σπόρο ταξικής συνειδητοποίησης, καθώς και τη βάση στην οποία μια λεπτομερής στρατηγική για την επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα να μπορεί να εδραιωθεί. Πρέπει επίσης να είναι μια επαναστατική στρατηγική, η οποία να μπορεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολιτική ανάπτυξη του προλεταριάτου στον αγώνα του, εξασφαλίζοντας την αύξηση της έντασης στους αγώνες αυτούς ως μέρος μιας στρατηγικής διαδικασίας που θα το κατευθύνει προς τον σκοπό της επανάστασης. Η οργάνωση είναι κατά συνέπεια απαραίτητη για την ανάπτυξη της στρατηγικής, ενώ η οργάνωση αυτή των επαναστατών προλεταρίων πρέπει να βασίζεται στην κοινή θεωρία. Αυτός είναι ο οργανωτικός δυϊσμός.

Η Μαζική Οργάνωση

Με τον όρο μαζική οργάνωση εννοούμε την οργάνωση με την οποία οι μάζες δημιουργούν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Θα μπορούσαμε να το εξηγήσουμε αυτό καλύτερα προσπαθώντας να ορίσουμε την κατ’ εξοχήν μαζική οργάνωση: το εργατικό σωματείο. Σχηματίζεται στον εργασιακό χώρο λόγω των συγκεκριμένων αναγκών των εργαζομένων που συγκροτούν την ολομέλειά του ελέγχοντάς το άμεσα. Τα χαρακτηριστικά που το διακρίνουν είναι τα εξής: ετερογένεια, λόγω του γεγονότος ότι σκοπός του, ανεξάρτητα από τις πολιτικές ιδέες των μελών του, δεν είναι να ενώσει τους ανθρώπους που είναι ήδη μέλη του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλά να ενώσει όλους τους εργαζομένους που έχουν κοινά συμφέροντα προς υπεράσπιση με την άμεση δράση, κάτι με το οποίο εννοούμε την από πρώτο χέρι διαχείριση των αγώνων τους και τη συμφωνία ως προς τα αιτήματα, ως σταθερή πρακτική. Με άλλα λόγια, εντός του εργατικού σωματείου, το οποίο εγγυάται τον έλεγχο εκ μέρους των εργαζομένων. Το εργατικό σωματείο, ως μαζική οργάνωση, αποτελεί κατά συνέπεια ένα εργαλείο στα χέρια των εργαζομένων για τη βελτίωση των οικονομικών τους συνθηκών καθώς και για την κοινωνική τους χειραφέτηση, μέσω του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Σε όλα αυτά, πρέπει να θυμόμαστε ότι η χειραφέτηση των εργαζομένων αποτελεί καρπό του διαρκούς αγώνα τους και όχι τόσο της αναμασημένης προπαγάνδας ή των ιδεολογικών πεποιθήσεων. Πρέπει ακόμη να θυμόμαστε ότι η άμεση δράση, ουσιώδης πρακτική στον αγώνα για τις ανάγκες μας, αποτελεί εγγύηση πως το σωματείο δεν θα εξελιχθεί σε πιόνι του ενός ή του αλλού κόμματος, και ότι η λήψη αποφάσεων δεν θα ανεξαρτητοποιηθεί ποτέ από την συνέλευση των εργατών. Από αυτό προκύπτει το εξής:

«η οργάνωση των εργαζομένων πρέπει να έχει έναν τελικό σκοπό και έναν άμεσο στόχο. Ο τελικός σκοπός πρέπει να είναι η επανασελιδοποίηση του κεφαλαίου από τους εργαζομένους, με άλλα λόγια, την επιστροφή της υπεραξίας στους παραγωγούς της, και από αυτούς, προς όλες τις ενώσεις τους, όλων όσων έχει παράγει ο μόχθος της εργατικής τάξης, όλων όσων δεν θα είχαν άλλη αξία χωρίς την εργασία των εργαζομένων. Ο άμεσος στόχος πρέπει να είναι η διεύρυνση του πνεύματος της αλληλεγγύης μεταξύ των καταπιεσμένων και της αντίστασης ενάντια στους καταπιεστές τους, η διατήρηση του προλεταριάτου σε εγρήγορση ως προς τον διαρκή αγώνα των εργαζομένων σε όλες τις μορφές του, και η υφαρπαγή από τους καπιταλιστές σήμερα όλων όσων είναι εφικτό να κατακτηθούν ως προς την ευημερία και την ελευθερία τους, όσο λίγα και αν είναι αυτά».
(Fabbri)

Η Εσπεσιφιστική (Especifista) Οργάνωση

Η εσπεσιφιστική οργάνωση, αντίθετα, συγκροτείται από τα μέλη της μαζικής οργάνωσης που μοιράζονται την ίδια θεωρία, την ίδια στρατηγική και παρόμοιες ιδέες ως προς την τακτική. Σκοπός αυτής της οργάνωσης είναι, από τη μια πλευρά, να αποτελέσει βάση δεδομένων της ταξικής μνήμης και, από την άλλη, να εκπονήσει μια κοινή στρατηγική, η οποία θα διασφαλίζει τη διασύνδεση όλων των αγώνων της τάξης και τους οποίους μπορεί να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει. Έχοντας πει αυτό, μπορούμε εύκολα να τεκμηριώσουμε τα σφάλματα που έχουν οδηγήσει τόσο στη λενινιστική αντίληψη του κόμματος (μια πολιτική οργάνωση που έγκειται υπεράνω των μαζών), και στην ιδέα ότι η εσπεσιφιστική οργάνωση αποτελεί απλά το σύνδεσμο μεταξύ των διαφόρων αγώνων χωρίς να διαθέτει στρατηγική ή δικό της επαναστατικό σχέδιο. Στην πρώτη περίπτωση, το κόμμα-καθοδηγητής σχηματίζεται από στοιχεία που δεν αποτελούν απαραίτητα μέρος της μαζικής οργάνωσης και είναι κατά συνεπεία εξωτερικά ως προς αυτό. Εδραιώνει έτσι μια πολιτική γραμμή η οποία μεταδίδεται στις οργανώσεις, όμοια με κινητήριο ιμάντα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο φόβος του εκφυλισμού στον αυταρχισμό προκαλεί τον ουσιαστικό ρόλο της εκπόνησης μιας επαναστατικής στρατηγικής να χάνεται από τον ορίζοντα. Τα μέλη της εσπεσιφιστικής οργάνωσης πρέπει να φέρουν μαζί τους τη στρατηγική αυτή στην καρδία της οργάνωσης της εργατικής τάξης ώστε οι δράσεις της οργάνωσης να είναι αποτελεσματικότερες.

Η ανάγκη για την ύπαρξη της εσπεσιφιστικής οργάνωσης, οι σκοποί και οι ρόλοι της, έχουν ήδη διατυπωθεί με σαφήνεια από τον Bakunin

«(···) η οργάνωση των μαζών, η δυναμική διάδοση της επωφελούς όρασης της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εργαζομένων σε αυτές, θα αρκούσε για έναν έστω ανά δέκα εργαζομένους στο ίδιο επάγγελμα ώστε να αποτελέσει μέλος του αντίστοιχου τομέα. Αυτό είναι σαφές. Σε περιόδους μεγάλων οικονομικών κρίσεων, όταν το ένστικτο των μαζών, πυροδοτημένο σε βαθμό ανάφλεξης, διανοίγεται προς κάθε ευδιάθετη έμπνευση, όταν αυτές οι ορδές των ανθρώπων, των σκλαβωμένων, των υποταγμένων, των τσακισμένων αλλά ποτέ καταβεβλημένων, εξεγείρονται επιτελούς ενάντια στα δεσμά τους, αλλά νοιώθουν αποπροσανατολισμένοι και ανίκανοι καθώς είναι εντελώς αποδιαργανωμένοι, δέκα ή είκοσι ή τριάντα άνθρωποι που συμφωνούν απόλυτα και είναι καλά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, που γνωρίζουν που πάνε και τι θέλουν, θα καταφέρουν εύκολα να φέρουν στο μέρος τους, δυο ή τριακόσιους ή περισσοτέρους ακόμη. Το είδαμε να συμβαίνει πρόσφατα στην Παρισινή Κομμούνα. Η πραγματική οργάνωση, η οποία είχε μόλις ξεκινήσει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν ήταν αρκετή ώστε να δημιουργήσει μια αξιοθαύμαστη ικανότητα αντίστασης».

και ακόμη,

«(···) θα μπορούσε κάποιος να έχει αντιρρήσεις ως προς αυτόν τον τρόπο οργάνωσης της επιρροής της Διεθνούς επί των λαϊκών μαζών λόγω του ότι φαίνεται να επιθυμεί την εδραίωση στα ερείπια της παλιάς τάξης και των υπαρχόντων κυβερνήσεων ένα νέο σύστημα εξουσίας και μια νέα κυβέρνηση. Αλλά αυτό θα ήταν σοβαρό σφάλμα. Η κυβέρνηση της διεθνούς, εάν υφίσταται πράγματι μια τέτοια κυβέρνηση, ή μάλλον της οργανωμένης δράσης της στο πλευρό των μαζών, θα είναι πάντα διαφορετική από κάθε κυβέρνηση και από κάθε δράση κάθε Κράτους λόγω της ουσιαστικής αυτής ιδιότητάς της. Δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από την οργάνωση της δράσης (ανεπίσημα και χωρίς να ενδύεται οποιαδήποτε εξουσία ή οποιαδήποτε πολιτική δύναμη, καθώς είναι απόλυτα φυσική), μιας λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμης ομάδας ατόμων καθοδηγούμενων από την ίδια αρχή και εργαζομένων προς τον ίδιο σκοπό, πρώτα στην δράση των μαζών, και αργότερα μόνο, μέσω της λιγότερο ή περισσότερο τροποποιημένης γνώμης της προπαγάνδας της διεθνούς, βάσει των επιθυμιών τους και των ενεργειών τους».

Αυτά είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά της εσπεσιφιστικής οργάνωσης:

Μια οργάνωση η οποία αποτελεί εσωτερικό μέρος της μαζικής οργάνωσης και όχι εξωτερική προς αυτήν σημαίνει ότι τα μέλη της εσπεσιφιστικής οργάνωσης πρέπει να είναι μάχιμοι ταξικοί αγωνιστές. Δεν υποκαθιστά τις μάζες στην επαναστατική δράση, αλλά περισσότερο ενεργοποιεί την πολιτική τους ανάπτυξη, την επιθυμία τους για αυτοδιαχείριση και αυτο-οργάνωση, οδηγώντας στον επαναστατικό σχεδιασμό. Πρόκειται για μια εμπνέουσα, ενεργητική δύναμη στο εσωτερικό της μαζικής οργάνωσης, στην οποία και προσθέτει την στρατηγική της.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που τα μέλη της εσπεσιφιστικής οργάνωσης είναι και μέλη της μαζικής οργάνωσης, ως μέλη της μαζικής οργάνωσης φέρνουν τις απόψεις τους προκειμένου να συντονιστεί στρατηγικά η δράση των μαζών, με σκοπό την προσέγγιση του επαναστατικού στόχου με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο.

Η Σχέση μεταξύ Πρωτοπορίας και Μάζας

Ποια είναι η σχέση που θα πρέπει να αναπτυχθεί μεταξύ της εσπεσιφιστικής οργάνωσης και της μαζικής οργάνωσης, μεταξύ της πρωτοπορίας και της μάζας, μεταξύ της αναρχικής οργάνωσης και του εργατικού σωματείου; Δεν αρκεί η εφαρμογή της συνταγής της διαλεκτικής σχέσης, μιας και κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε στην απόκρυψη του διαχωρισμού μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού αγώνα, μεταξύ της ταξικής συνείδησης και της τάξης. Επιτρέψτε μας ωστόσο να δηλώσουμε ευθύς εξαρχής ότι καθώς τα μέλη της εσπεσιφιστικής οργάνωσης είναι ταυτόχρονα μέλη και της μαζικής οργάνωσης, ο μη διαχωρισμός τους είναι εγγυημένος. Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η σχέση αυτή με όρους της Δεύτερης Διεθνούς, επειδή είναι φανερό ότι ο οικονομικός αγώνας είναι επίσης και πολιτικός, γεγονός που χτυπά στην καρδιά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, και οι κατακτήσεις του αγώνα πρέπει να γίνουν αντικείμενο υπεράσπισης με την συμπερίληψή τους ως μέρος της συνολικής στρατηγικής για τη δράση (η οποία δεν είναι απαραίτητα η στρατηγική της εσπεσιφιστικής οργάνωσης, αλλά θα γίνει τέτοια καθώς το επίπεδο της ταξικής συνείδησης αναπτύσσεται στις μάζες και η δουλειά των μελών της θα γίνεται όλο και καλύτερη και πιο εξειδικευμένη). Πρόκειται ακόμη για την εγγύηση ότι η κατάκτηση του Κράτους δεν προτείνεται ως τρόπος πυροδότησης της μετάβασης στον σοσιαλισμό, ευνοώντας έτσι τον πολιτικό και κομματικό αγώνα επί των οικονομικών αιτημάτων. Η μαζική οργάνωση κατά συνέπεια θα χάσει την λειτουργία της ως κινητήριος ιμάντας της εσπεσιφιστικής οργάνωσης, και, αντίθετα, θα αναδειχθεί σε τόπο συζήτησης της στρατηγικής, όπως αυτή ορίζεται από την εσπεσιφιστική οργάνωση ενάντια στις στρατηγικές που προτείνουν τα άλλα κόμματα ή οργανώσεις, αλλά περισσότερο από όλα αντιμετωπίζοντας την στρατηγική αυτή σύμφωνα με τις απαιτήσεις για δράση, το επίπεδο ανάπτυξης των μαζών και των πραγματικών τους αναγκών.

Ο ρόλος της εσπεσιφιστικής οργάνωσης δεν αναγνωρίζεται με οποιονδήποτε επίσημο τρόπο στο εσωτερικό της μαζικής οργάνωσης. Δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, μια αναγνωρισμένη, θεσμοποιημένη ηγεσία, η οποία, ως τέτοια, θα μπορούσε να επιβάλλει λύσεις υποκρινόμενη (όπως κάνουν οι λενινιστές), ότι εκπροσωπεί τα πραγματικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Αποτελεί μόνο ένα σημείο διαλόγου και εμβάθυνσης πολιτικά ομοιογενών συντρόφων οι οποίοι προετοιμάζουν και οριστικοποιούν την εργασία και τις προτάσεις τους στη βάση της ανάλυσης και της ιδεολογίας τους, χωρίς να περιμένουν ότι θα γίνει αποδεκτή αυτή στην βάση της εκπροσώπησης, αλλά μόνο χάρη στο γεγονός ότι γίνεται ελεύθερα αποδεκτή μέσω του διαλόγου στο εσωτερικό της μαζικής οργάνωσης. Οποιαδήποτε αποδοχή των Αναρχικών Κομμουνιστικών ιδεών αποτελεί επιπλέον απόδειξη της ορθότητάς τους. Οποιαδήποτε άρνηση αποδοχής τους τονίζει ένα σφάλμα ανάλυσης εκ μέρους των Αναρχικών Κομμουνιστών και απαιτεί από αυτούς την αναθεώρηση της στρατηγικής ή της τακτικής.

Απομένει ένα τελευταίο ζήτημα προς διευκρίνηση. Η μαζική οργάνωση δεν δημιουργείται από την εσπεσιφιστική οργάνωση καθ’ ομοίωσή της, δεν είναι ένα παιχνίδι ώστε να την επηρεάζει ή ένας τόπος αποκλειστικά για επαναστάτες προλεταρίους. Με αλλά λόγια, δεν πρόκειται για την επαναστατική μαζική οργάνωση. Μια τέτοια οργάνωση θα αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ της οργάνωσης και της μάζας. Αρχικά, θα εκπροσωπούσε μόνο την αυτοπεριχαράκωσή της από την εσπεσιφιστική οργάνωση, η οποία θα ήταν έτσι ιδεαλιστική, αναμένοντας από το προλεταριάτο να αποδεχτεί την ιδεολογία της απλά και μόνο επειδή είναι η καλύτερη και η επαναστατικότερη - μια μορφή πολιτικά ανίκανης δογματικής απλούστευσης. Δεύτερον, θα αποτελούσε ένα κοινό σημείο συζητήσεων για την πρωτοπορία, μειώνοντας και αποστειρώνοντας τον εσωτερικό διάλογο και αποκρύπτοντας στο εσωτερικό της ένα όραμα των μαζών που χρειάζονται εκπολιτισμό, μαζών ανίκανων για επαναστατική δράση, ενός απλού και ξεκάθαρου στρατού προς καθοδήγηση από τον νικητή της διαλεκτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικοποιημένων στοιχείων. Ο διάλογος πρέπει να πραγματοποιείται στο ευρύτερο δυνατό επίπεδο, όχι στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, μόνο σε εκείνο το επίπεδο θα μπορέσει να υπάρξει σωστή αξιολόγηση των γραμμών που υιοθετούνται από τις διαφορές εσπεσιφιστικές οργανώσεις.

Ο Αναρχικός Κομμουνισμός και ο Ελευθεριακός Κομμουνισμός σήμερα

Η εμπειρία της Ισπανίας άφησε επίσης τα σημάδια της και στο Ιταλικό Αναρχικό κίνημα παρά τους αυστηρούς περιορισμούς στη δραστηριότητά του που προέκυψαν ως συνεπεία της φασιστικής καταπίεσης. Η κληρονομιά της βραχύβιας αλλά καρποφόρας Unione Comunista Anarchica Italiana (αργότερα γνωστής και ως Unione Anarchica Italiana] εγκολπώθηκε το 1943 από ομάδες που ενώθηκαν ως Federazione Comunista Anarchica Italiana (Ιταλική Αναρχική Κομμουνιστική Ομοσπονδία).

Μαζί με το ιστορικό μέρος του Ιταλικού Αναρχικού κινήματος το οποίο ωφελήθηκε από τις διάφορες εμπειρίες των Ιταλών Αναρχικών Κομμουνιστών στην περίοδο που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν δυο ακόμη τάσεις (αν και όλες θα σύγκλιναν αργότερα στην δημιουργία της οργανωτικής σύνθεσης Federazione Anarchica Italiana): την Federazione Comunista Libertaria Alta Italia (FCLAI - Ομοσπονδία Ιταλών Ελευθεριακών Κομμουνιστών της Βόρειας Ιταλίας), τα μέλη των οποίων ήταν Αναρχικοί Κομμουνιστές, και στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα σημαντικού μεγέθους περιθώρια των γενικότερα ελευθεριακών στοιχείων που είχαν πλησιάσει περισσότερο το Αναρχικό κίνημα χάρη στην Αντίσταση, καθιστώντας την FCLAI μια οργάνωση η οποία δεν ήταν αμιγώς Αναρχική Κομμουνιστική στη στρατηγική και τη θεωρία, αλλά ένας μικρός, ατομιστικός (ή παρόμοια) χώρος ο οποίος ελέγχονταν από ανθρώπους όπως ο Cesare Zaccaria και άλλοι, και κατέληξε να αποπροσανατολίζει πολλούς μάχιμους Αναρχικούς Κομμουνιστές με τις θέσεις του, καταλήγοντας σε μια κατά κύριο λόγο μηδενιστική μορφή πολιτικής. Από το Συνέδριο της Carrara και μετά, προχώρησαν στην κατάληψη των ηγετικών θέσεων στην οργάνωση καταλήγοντας στην ολοκληρωτική καταστροφή κάθε ταξικής θέσης στο εσωτερικό του κινήματος, με κάποιους από τους συντρόφους να ωθούνται στα ρεφορμιστικά κόμματα της αριστεράς. Η ήττα που το Αναρχικό Κομμουνιστικό κίνημα υπέφερε κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, οι συνέπειες της οποίας συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του ‘70, απαντήθηκαν από ένα τμήμα μάχιμων αγωνιστών οι οποίοι στα νιάτα τους είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση, και είχαν πιστέψει στις λέξεις-«κλειδιά» που είχαν διατυπωθεί μετά τον πόλεμο. Μετά την ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στις μηδενιστικές θέσεις που είχαν προκύψει στο παρασκήνιο, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πέρα από τη διασύνδεση με την τάξη στην βάση της υπεράσπισης των υλικών και ιστορικών αναγκών της, το κίνημα είχε αποτύχει στην αναδόμηση των θεωρητικών εκείνων αρχών και την αναλυτική παράδοση που θα μπορούσε να συνδέσει το κίνημα με την Αναρχική παράδοση (από την Πρώτη Διεθνή έως τον Αναρχο-Συνδικαλισμό και τον αγώνα κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης).

Η εμπειρία των Gruppi Anarchici di Azione Proletaria (GAAP - Αναρχικών Προλεταριακών Ομάδων Δράσης) ήταν πολύ σημαντική για το Αναρχικό και προλεταριακό κίνημα και παρήγαγε θεωρητικό και άλλο υλικό το οποίο άξιζε κάθε προσοχής. Στο διεθνές επίπεδο, οι GAAP συνδέθηκαν με την Pensee et Bataille (Οργάνωση Σκέψης και Μάχης), η οποία αναπτύχθηκε με παρόμοιο τρόπο στη Γαλλία. Οι δυο οργανώσεις ίδρυσαν επίσης την βραχύβια Ελευθεριακή Κομμουνιστική Διεθνή.

Το θεμελιώδες σφάλμα των συντρόφων αυτών ήταν ότι δεν κατανόησαν την ανάγκη για ιδεολογική, μεθοδολογική και πρακτική διασύνδεση με την ιστορική κληρονομιά του Αναρχικού Κομμουνισμού. Η πεποίθησή τους ότι οι ίδιοι ήταν κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, ήταν υπεύθυνη για την αποτυχία τους να αποδεχτούν τα οφέλη μιας ιστορίας πλούσιας σε εμπειρία και ανάλυση, η οποία θα είχε εξασφαλίσει την διασύνδεσή τους με τις μάζες ως ένα ουσιώδες ιστορικό συμπλήρωμα των εργατικών και αγροτικών κινημάτων. Επιτρέποντας σε άλλους το μονοπώλιο και την επικυριαρχία σε αυτό το πεδίο και αφήνοντας στους αναθεωρητές του Αναρχισμού να κάνουν ό,τι θέλουν, διέπραξαν ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά και πολιτικά σφάλματα. Η προοδευτική απώλεια της πολιτικής τους ταυτότητας αποτέλεσε απλά την άμεση συνέπεια αυτής της επιλογής. Η σταδιακή αποδυνάμωσή τους ως μάχιμων επαναστατών ήταν συνέπεια της απώλειας της επαφής τους με τον Αναρχισμό και την Αναρχική Κομμουνιστική κληρονομιά της κουλτούρας και του αγώνα. Αναπόφευκτα, η προοδευτική απομόνωσή τους δημιούργησε στειρότητα στο εσωτερικό της οργάνωσης, η οποία, περιβαλλόμενη, από την μια πλευρά, από τον αναθεωρητικό Αναρχισμό και, από την άλλη, από τον εξίσου αναθεωρητικό Μαρξισμό, οδήγησε στη δημιουργία του Ελευθεριακού Κομμουνισμού (τη σύνθεση Αναρχισμού και Μαρξισμού) όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

Η απάντηση των GAAP στην κατάσταση αυτή το 1956 ήταν η ένωσή τους με άλλες μαρξιστικές ομάδες για το σχηματισμό Azione Comunista (Κομμουνιστικής Δράσης), ενός πολιτικού χώρου ο οποίος θα επιβίωνε μόνο ως η αριστερίστικη φράξια του Partito Comunista Italiana (PCI - Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας- ΡΟΙ) μέχρι το 1961, όταν οι πρώτες μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες εμφανίστηκαν στην Ιταλία. Από την χρονιά εκείνη και έπειτα, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά του PCI έγινε όλο και πιο ισχυρή. Μια ομάδα διανοουμένων και συνδικαλιστών ίδρυσαν τότε μια νέα περιοδική έκδοση, την «Quaderni Rossi» και υπό την στιβαρή ηγεσία του Raniero Panieri, θα ανακάλυπταν ξανά τις εμπειρίες του ταξικού αυθορμητισμού. Το Partito Socialista di Unita Proletaria (PSUP - Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας), γεννημένο από το αριστερό ρήγμα στο Partito Socialista Italiana (PSI – Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας), ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με τη συλλογή και την καθοδήγηση αυτής της εμπειρίας, προσφέροντας σε κάποιους διανοουμένους και συνδικαλιστές την ευκαιρία να εκδώσουν το περιοδικό Classe Operaia (1964-66). Αυτό σηματοδότησε μια περίοδο ενότητας μεταξύ κάποιων μαρξιστών, οι οποίοι είχαν πια συνείδηση των ελλειμάτων του παραδοσιακού μαρξισμού στην ενασχόλησή του με τα προβλήματα που προέκυπταν από τον ταξικό αγώνα και τους συντρόφους που ήταν μέχρι πρόσφατα μέλη του συνδικαλιστικού ή Αναρχικού Κομμουνιστικού κινήματος.

Το 1968, τα γεγονότα του Μάη στη Γαλλία άρχισαν να επιδρούν και στην Ιταλία, η οποία έως τότε ακολουθούσε άλλη εξελικτική πορεία. Οι πολιτικοί παράγοντες που προαναφέρθηκαν άρχισαν να εκδηλώνουν το στίγμα τους και βασικά ήταν οι μόνοι έτοιμοι για την σύγκρουση. Στην Πίζα, γεννήθηκε η Potere Operaio και, μετά την διάσπαση στις γραμμές της η Lotta Continua και η Centro Carlo Marx. Στις οργανώσεις αυτές (εκτός από την Centro Carlo Marx. η οποία ενώθηκε με το PCI το 1975, εξελισσόμενη στο ακροδεξιό κομμάτι της), εμφανίστηκε το πλέον δηλητηριώδες μείγμα λενινισμού και αυθορμητισμού.

Η κρίση σε αυτές τις οργανώσεις και σε άλλες που είχαν σχηματιστεί στα αριστερά του PCI, σε συνδυασμό με την αδυναμία του Αναρχικού κινήματος γενικότερα να ανακαλύψει από την αρχή την αυθεντική του καταγωγή στον Αναρχικό Κομμουνισμό αναφορικά με τη θεωρία και την πολιτική πρακτική, έδωσε ώθηση σε μια μάζα πολιτικών ακτιβιστών, οι οποίοι κατανόησαν την αυθόρμητη συμπεριφορά των μαζών ως κομβικής σημασίας για την επανάσταση. Το νέο «αυτόνομο» κίνημα προσελκύσε πρώην μέλη της παλιάς Potere Operaio, πρόσφυγες από έναν αριθμό νεολενινιστικών πολιτικών οργανώσεων και ένα σημαντικό αριθμό Αναρχικών ομάδων (την ομάδα Kronstadt από την Νάπολη, την FCL στην Ρώμη, κ.ά.), οι οποίες είχαν προσπαθήσει να ανακαλύψουν από την αρχή τον Αναρχικό Κομμουνισμό με την εξέταση των ιδεών της Οργανωτικής Πλατφόρμας, αλλά σύντομα εγκατέλειψαν (όπως και οι GAAP) το πεδίο του Αναρχισμού και κατέληξαν να αποτελούν μέρος του υβριδικού κόσμου του Ελευθεριακού Κομμουνισμού. Στη φάση αυτή, ο όρος «Ελευθεριακός Κομμουνισμός» δεν ήταν πλέον συνώνυμος του Αναρχικού Κομμουνισμού (όπως ίσχυε μέχρι τα τέλη του 1940), αλλά είχε λάβει πλέον νέο νόημα. Τώρα δήλωνε μια θεωρία στην οποία η ανάλυση του ρόλου της εσπεσιφιστικής οργάνωσης, της μαζικής οργάνωσης και της σχέσης μεταξύ των δυο, δεν συνέπιπτε πια με την Αναρχική Κομμουνιστική θεωρία και πράξη. Εισήχθηκαν στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης, τέτοια όπως το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλισμού μόλις έφθανε στο υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξής του, την αυτόματη φύση των αγώνων αναφορικά με την οικονομική φάση, και την άποψη της τρέχουσας κρίσης ως της τελικής κρίσης του καπιταλισμού.

Έχοντας πει όλα αυτά, είναι σαφές ότι πρέπει να αποφύγουμε τα σφάλματα που έχουν γίνει έως τώρα. Αφήνοντας κατά μέρος το πως ονομάζονται οι διάφορες οργανώσεις, έχουμε ανάγκη συνεχούς εξέτασης του περιεχομένου τους. Χρειαζόμαστε ακόμη τη διατήρηση των δεσμών μας με την αναλυτική κληρονομιά του Αναρχικού Κομμουνισμού. Μαζί, πρέπει να προσδιορίσουμε τα διάφορα σταδία της οργανωτικής διαδικασίας τα οποία θα μπορέσουν να επιτρέψουν στον Αναρχικό Κομμουνισμό να εξασφαλίσουν ότι κάθε εδαφική ομάδα μπορεί να επιδράσει ουσιαστικά στους αγώνες μέσω μιας στρατηγικής που βασίζεται σταθερά σε μια κοινή θεωρία.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]