"RealPolitik" (Μέρος 4)
Μια αναρχοκομμουνιστική πολιτική ανάλυση της σ`
"RealPolitik" - Μια αναρχοκομμουνιστική πολιτική ανάλυση της συγκυρίας
Μια ανάλυση πάνω στην πολιτική συγκυρία και μια πρόταση για ένα Πλαίσιο Διαλόγου πάνω στην Οργάνωση των δυνάμεων του Κοινωνικού Επαναστατικού Αναρχικού Κινήματος
ΜΕΡΟΣ 2ο
Εμείς, οι Αναρχικοί: Πριν καταπιαστούμε με το καθ’ αυτό ζητούμενο δηλαδή την πολιτική παρουσία και την κοινωνική παρέμβαση λόγω και έργω του αναρχικού χώρου θα πρέπει να κάνουμε κάποιες απαραίτητες παρατηρήσεις, ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις.
Αφ’ ενός το «Εμείς» στην αρχή αυτής της παραγράφου προσδιορίζεται διττά. Πρώτον, εμείς, ως αναρχικοί, ως σύνολο ατόμων δηλαδή που ασπαζόμαστε μια κοινή ιδεολογία και ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα απελευθέρωσης και αναδημιουργίας της κοινωνίας σε νέες βάσεις, και δεύτερον εμείς ως τμήμα του καταπιεσμένου τμήματος της κοινωνίας. Αυτό το εμείς δηλαδή υποδηλώνει τόσο το πολιτικό όσο και το κοινωνικό. Αυτή η αναφορά γίνεται καθώς είμαστε πεπεισμένοι ότι όποιος ξεχνά το κοινωνικό καταλήγει γραφικός και απομονωμένος ενώ όποιος ξεχνά το πολιτικό κινδυνεύει να καταλήξει ένας ακίνδυνος βυζαντινολόγος των κοινωνικών αντιφάσεων χωρίς να έχει κάποιο μέτρο να ζυγίσει πιο είναι το μπροστά και πιο το πίσω στην υπόθεση της απελευθέρωσης.
Από το σύνολο του αναρχικού «χώρου», το φάσμα δηλαδή που συγκεντρώνει όλων των ειδών τις διαφορετικές αναγνώσεις των αναρχικών ιδεοτύπων, το ρεύμα που έχει δείξει σε πραγματικές περιστάσεις και ιστορικές συγκυρίες ότι κατανοεί σε βάθος και αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της διαλεκτικής σύνθεσης ανάμεσα στον πολιτικό ρόλο και την κοινωνική ταυτότητα είναι ο κοινωνικός επαναστατικός αναρχισμός, ο οποίος συγκροτείται κυρίως από τις τάσεις του αναρχοκομμουνισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού και στηρίζεται στη συνεργασία συνήθως των δυο αυτών τάσεων.
Ειδικότερα για την Ελλάδα θα μπορούσαμε να εντάξουμε σε αυτό το ρεύμα και κάποιες ομαδοποιήσεις που ενώ προέρχονται από την ιστορική μήτρα του α/α χώρου -στον οποίο τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού αναρχισμού ήταν μάλλον μειοψηφικά- έχουν κατανοήσει και υιοθετήσει κάποιες βασικές αρχές του κοινωνικού αναρχισμού. Σε αυτό το πολιτικό ρεύμα και στις συλλογικότητες που εκφράζονται από αυτό απευθύνεται αυτό το κείμενο.
Σε αυτό το σημείο νομίζω θα ήταν χρήσιμη μια τελική αποσαφήνιση των ιδεολογικών και οργανωτικών αφετηριών του πολιτικού ρεύματος του κοινωνικού αναρχισμού.
α. «Όλοι οι αναρχικοί είναι κομμουνιστές, όλοι οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί» (Κροπότκιν) όπου με τον όρο «αναρχικοί», περιγράφεται η σχέση με την πολιτική ισονομία δηλαδή την ελευθερία, και με τον όρο «κομμουνιστές», περιγράφεται η στάση του κινήματος υπέρ της οικονομικής ισονομίας, η παραπάνω θέση αποτελεί το χρονολογικά επόμενο διαλεκτικό συμπλήρωμα του:
β. «Ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό, είναι προνόμιο και αδικία, Σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία είναι σκλαβιά και τυραννία. (Μπακούνιν) Δεν μπορεί δηλαδή να νοηθεί πολιτική ισότητα και ελευθερία χωρίς οικονομική ισότητα και ότι η οικονομική ισότητα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή από μόνη της συνθήκη ανατροπής της αδικίας. Εδώ η ελευθερία σημαίνει την άρνηση της δημιουργίας μιας διαχωρισμένης εξουσίας σε μια κατά τα άλλα σοσιαλιστική κοινωνία λόγω της εξακολούθησης της διαφοράς μεταξύ διευθυντή-διευθυνόμενου.
Από εδώ συνάγεται ότι όλοι οι κοινωνικοί αναρχικοί είναι υπέρ της Άμεσης Δημοκρατίας δηλαδή υπέρ της συμμετοχής του συνόλου του πληθυσμού στην αυτοκυβέρνηση, δηλαδή στην κοινωνική Αυτοδιεύθυνση, γνωρίζοντας ασφαλώς ότι η πραγματική Άμεση Δημοκρατία αυτή δηλαδή που έχει δικαίωμα απόφασης και δεν αποτελεί απλά ένα εργαλείο διασκέδασης άνισων συζητήσεων, μπορεί να νοηθεί μόνο σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, δηλαδή στον κομμουνισμό.
γ. Το αναρχικό κίνημα ή θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο πρωτοπόρο τμήμα του εργατικού κινήματος ή θα είναι τίποτα. (Ντουρρούτι) Το κοινωνικό επαναστατικό αναρχικό κίνημα πάνω απ’ όλα έχει συνείδηση ότι αποτελεί κομμάτι του πιο καταπιεζόμενου κομματιού της κοινωνίας. Η μοίρα του είναι άρρηκτα δεμένη με την μοίρα του κινήματος της πλειοψηφούσας τάξης των καταπιεσμένων, της εργατικής τάξης[11] και των συμμάχων της (άνεργοι, φτωχοί φοιτητές, αγρότες, και μετανάστες). Όσο υπάρχει καπιταλισμός, όσο δηλαδή η εξουσία ασκείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο βιοπολιτικής διαχείρισης των μαζών, ο οποίος εδράζει την δύναμή του κυρίως στην οικονομική επιβολή η βασική αντίθεση παραμένει Κεφάλαιο-Εργασία και αυτό αποτελεί την βάση της αδικίας που πρέπει να ανατραπεί.
Με βάση αυτά τα πρώτα χαρακτηριστικά που συγκροτούν μια ιδεολογική αφετηρία, μπορούμε να προσεγγίσουμε και το ζήτημα της χρησιμότητας της κοινωνικής παρέμβασης αλλά και της πολιτικής στράτευσης ώστε να προκύψει η διασφάλιση ότι οι ιδέες και οι πολιτικές του κοινωνικού αναρχισμού θα καταλήγουν όντως να παλεύονται και να ζυμώνονται με τις ευρύτερες μάζες των καταπιεσμένων στρωμάτων και δεν θα μένουν συζητήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελούν ένα συναποφασισμένο πρόγραμμα πάλης για την κατάκτηση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Οι κοινωνικοί αναρχικοί θα πρέπει λοιπόν σταθερά να συμμετέχουν στην Αναρχική Πολιτική Οργάνωση όπου θα διαμορφώνουν την ιδεολογική και πολιτική τους αντίληψη. Επίσης συμμετέχουν στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους (εργατικοί χώροι, σχολεία, πανεπιστήμια, γειτονιές κλπ) μέσω Σωματείων, Συλλόγων, Συνελεύσεων, μετωπικών σχημάτων κ.ά. ώστε να υπερασπίζονται δημόσια και ανοιχτά τις πολιτικές θέσεις τους, να δηλώνουν την υποστήριξή τους στους αγώνες και τις διεκδικήσεις των καταπιεσμένων, να συζητούν πάνω σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα με τους συναδέλφους τους ώστε να γίνονται κατανοητές οι ιδεολογικές θέσεις του Αναρχισμού και οι πολιτικές θέσεις της Οργάνωσης.
Τέλος οι κοινωνικοί αναρχικοί συμμετέχουν στο κίνημα μέσω του δρόμου. Με την οργάνωση και την συμμετοχή στις λαϊκές διαδηλώσεις, στις γενικές απεργίες, στις εκδηλώσεις και σε όσα αφορούν την μαζική έκφραση σε δημόσιο χώρο και λόγο, επισημαίνοντας πάντα την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια τους αντιστεκόμενοι στις σειρήνες αυτοδιάλυσης μέσα σε ευρύτερους κοινωνικούς συνασπισμούς χωρίς πρόγραμμα, πάντα όμως χωρίς ελιτισμούς και λογική απομονωτισμού.
Είναι μάλλον αδύνατον να εκπληρώσει κάποιος την αποστολή της κοινωνικής διάδοσης των Αναρχικών Ιδεών εάν εγκαταλείπει την συμμετοχή και την πάλη σε κάποιο από αυτά τα τρία επίπεδα, καθώς κάποιος που συμμετέχει απλά στις πορείες είναι ένας απλός αγωνιστής, κι όποιος συμμετέχει σε έναν σύλλογο ή σε ένα σωματείο είναι απλά ένας συνδικαλιστής. Ως γνωστόν αγωνιστές πόσο μάλλον συνδικαλιστές έχουν να επιδείξουν πολλοί ακόμα πολιτικοί σχηματισμοί πέρα των Αναρχικών.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που αντιμετώπισε το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα, και το οποίο τελικά περιόρισε για πολλά χρόνια το κίνημα στα επίπεδα «χώρου» είναι η αποκλειστική συμμετοχή των αναρχικών σε αναρχικές ομάδες. Δεδομένου δε ότι αυτή η συμμετοχή ήταν αποκλειστική, [αρνούνταν δηλαδή την οργανική συμμετοχή σε κοινωνικά μέτωπα], διαμόρφωνε de facto την ίδια την ομάδα σε άλλο ένα κύτταρο του life-style αναρχισμού άσχετα με το που ακριβώς τοποθετούσε την θεωρητική της αφετηρία.
Το φάσμα, του κόσμου το οποίο συμμετείχε αποκλειστικά σε αναρχικές ομάδες και συλλογικότητες χωρίς να δοκιμάζει την ιδεολογικοπολιτική του αναζήτηση στο κοινωνικό ξέφωτο, κατέληξε είτε φαντασμένος μικροαστός ή μικροαστός με φαντασία. Στην πρώτη περίπτωση ως φαντασμένος γίνεται μια αυτόκλητη πρωτοπορία που μόνο στόχο έχει την καλή σχέση με την βία όλων των ειδών, από επεισόδια σε πορείες μέχρι ένοπλες οργανώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να έχουν επιρροή και επίδραση στη χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία στέλνοντας παράλληλα πολλούς αγωνιστές στη φυλακή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και καθήμενος σε κάποια κατάληψη, ή στέκι, ή κοινωνικό χώρο οραματίζεται την ζωή στην αναρχική κοινωνία του μέλλοντος. Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι που πρέπει να κλείσει για να αναβαθμιστεί ο αναρχικός χώρος σε αναρχικό κίνημα. Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει να αναβαθμιστούν τα πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά, να μπολιαστούν με την ιδεολογία του κοινωνικού αναρχισμού και να εκφραστούν αποκρυσταλλωμένα μέσα στο κίνημα και έξω από αυτό στην κοινωνία.
Πιο πάνω αναφέραμε ότι η δομή αυτή καθ’ αυτή δεν έχει ιδιαίτερο νόημα αν δεν κατακτηθεί πλήρως από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, το περιεχόμενο του πολιτικού προγράμματος που την συγκρότησε. Στον αναρχικό χώρο όμως το ζήτημα της δομής παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις καταλαμβάνοντας πολύ σημαντικό χώρο καθώς δεν έχουν αποκαθοριστεί ακόμα βασικές γραμμές πάνω στο θέμα, τους πώς γιατί και για ποιόν κάνουμε πολιτική, στη βάση φυσικά του «κάνουμε πολιτική για να ζήσουμε και δεν ζούμε για να κάνουμε πολιτική».
Πέρα, τέλος πάντων από την βάση αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στη δομή και το περιεχόμενο, είναι το πολιτικό περιεχόμενο που θα επικαθορίσει τον τρόπο δομής και οργάνωσης. Γιατί αν, ας πούμε, το πολιτικό περιεχόμενο μιλά για ένα διάχυτο πολυμορφικό αντάρτικο κίνημα αναμέτρησης με τον καπιταλισμό τότε σίγουρα η δομή που θα υιοθετηθεί δεν θα είναι μια συγκροτημένη μαζική και κοινωνική πολιτική οργάνωση, αλλά οι μικροί πυρήνες που δεν σχετίζονται απαραίτητα ιδεολογικά μεταξύ τους. Εάν από την άλλη στόχος είναι, -όπως στην περίπτωση του κοινωνικού αναρχισμού- το κάλεσμα προς τα καταπιεζόμενα στρώματα σε ένα ν ιδεολογικό-πολιτικό και κοινωνικό αγώνα με όρους συγκροτημένης αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό, και όλους τους θεσμούς εξουσίας, ώστε να μπορέσει να δημιουργηθεί η βάση συγκρότησης μιας νέας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας στη βάση της πολιτικής και οικονομικής ισότητας, τότε ναι, είναι όχι μόνο πιθανό αλλά και απαραίτητο αυτό το πολιτικό πλαίσιο να απολαμβάνει της στήριξης μιας Ενιαίας Πολιτικής Οργάνωσης των Αναρχικών αλλά και όλων των Κοινωνικών μετώπων και Αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση συγκροτώντας ένα πλατύ λαϊκό και ανταγωνιστικό εργατικό και ελευθεριακό κίνημα.
Με βάση την ελληνική πραγματικότητα όπως έχει αυτή διαμορφωθεί, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης ιεραρχείται πλέον ως πρώτη προτεραιότητα, καθώς σε συνθήκες κρίσης η μη οργάνωση του ρεύματος του κοινωνικού αναρχισμού μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία του να παράσχει την οποιαδήποτε αποτελεσματική βοήθεια στους καταπιεσμένους κι έτσι να οδηγηθεί στον μαρασμό και την εξόντωση. Η RealPolitik των Αναρχικών οφείλει να έχει αφετηρία της την ανάγκη οργανωτικής έκφρασης.
Με βάση αυτή την ίδια πραγματικότητα του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, θα πρέπει οι ομάδες συγγένειας, οι καταλήψεις, τα στέκια, οι πολιτικές ομάδες, οι συνεταιρισμοί, οι θεματικές συνελεύσεις και πρωτοβουλίες και όλα τα κύτταρα, που σήμερα συγκροτούν τον «χώρο» και αντιλαμβάνονται το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα να υπερβάλλουν εαυτούς εντασσόμενα σε μια ενιαία Ομοσπονδία Αναρχικών και να αποτελέσουν τις συνελεύσεις βάσης της σε όλη την Ελλάδα, οργανωμένες κατά τόπο, προσπαθώντας ειλικρινά να κατακτήσουν ένα ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα με βάση τόσο τις αρχές του ελευθεριακού κινήματος όσο και τις σύγχρονες ανάγκες των καταπιεσμένων αλλά και την γενικότερη πολιτική και κοινωνική συγκυρία.
Ο αναρχικός χώρος έχει δείξει ότι εμφορείται από τα απαραίτητα κοινωνικά ένστικτα και ότι έχει το απαραίτητο νεύρο ώστε να μπορεί να αποτελεί μια χρήσιμη και ενίοτε λειτουργική διαδικασία στον αγώνα των καταπιεσμένων ενάντια στο Κράτος και το Κεφάλαιο.
Η αναβάθμισή του σε Κίνημα μέσω της συγκρότησης του σε σταθερές οργανωτικές μορφές μπορεί να τον ωριμάσει πολιτικά ώστε μεγαλώνοντας και διευρύνοντας την ιδεολογική του επήρεια σε νέα ακροατήρια να παράξει ακόμα πιο επικίνδυνες καταστάσεις απέναντι στους εχθρούς του, το Κράτος και το Κεφάλαιο, καταστάσεις που ειδικότερα σε συνθήκες κρίσης οι καταπιεσμένοι, δείχνουν να έχουν ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Το ιστορικό ελευθεριακό κίνημα έχει δώσει τα απαραίτητα εργαλεία για την επεξεργασία μιας τέτοιας οργανωτικής μορφής. Οργανωμένη από τα κάτω η τοπική συνέλευση αποτελεί το κύτταρο και το αποφασιστικό όργανο των μελών της, με έναν ευρύτερο συντονισμό σε επίπεδο πόλης και ένα Πανελλαδικό Συνέδριο Αντιπροσώπων που θα αποτελεί το Συντονιστικό του Κινήματος σε Πανεθνικό επίπεδο. Οι αποφάσεις θα παίρνονται με πλειοψηφία και όχι με την φασίζουσα [ομοιομορφική] και μικροαστική [φιλοατομικιστική και εγωιστική κατά βάθος] διαδικασία της ομοφωνίας.
Αυτή η συγκρότηση σήμερα είναι αναγκαία κι απαραίτητη γιατί είναι η μόνη που μπορεί να σχεδιάσει και να εκφράσει ένα συνεκτικό Πολιτικό Πρόγραμμα των Αναρχικών. Άλλωστε ποτέ πριν τόσοι πολλοί αναρχικοί στην Ελλάδα δεν ζητωκραύγασαν υπέρ μιας οργάνωσης που δεν έχει καν δημιουργηθεί ακόμα, υπέρ της Ομοσπονδίας Αναρχικών.
Ποιο είναι όμως αυτό το πολιτικό πρόγραμμα το οποίο πρέπει να κληθεί να συγκροτήσει και να εκφράσει πολιτικά και κοινωνικά αυτή η οργάνωση; Εδώ η συμβολή μας μπορεί να είναι μόνο σε επίπεδο ανοιχτού διαλόγου, καθώς πολλοί εγκέφαλοι πρέπει να παιδευτούν δημιουργικά και διαλεκτικά για να καταστεί δυνατή η ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου. Οπότε οι παρακάτω παράγραφοι θα έχουν την υφή παρατηρήσεων πάνω σε αυτό ειδικά το ζήτημα.
Τι να κάνουμε; Το βαθύ και αιώνιο ερώτημα επανέρχεται επιτακτικότερα κάθε φορά που οι ράγες της κοινωνικής ομαλότητας βρίσκουν νέα εμπόδια και κλυδωνίζουν το σύνολο των επιβατών της, την ίδια την κοινωνία.
Στόχος μας πρέπει να είναι να αναπτύξουμε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που θα στηρίζετε σε πραγματικές λύσεις και προτάσεις οι οποίες θα απαντούν στα πραγματικά προβλήματα των φτωχών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ι πολιτικές χαράξεις πρέπει να απηχούν πάντα σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες που πυροδοτούν κοινωνικές δυναμικές σε μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Ειδάλλως κινδυνεύουμε άμεσα κι εμείς να καταλήξουμε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Ακόμα σήμερα το πιο μαζικό κομμάτι των καταπιεσμένων είναι οι εργαζόμενοι και πάνω τους πρέπει να πατήσει η βασική πολιτική μας αντίληψη. Διεξάγουμε διαρκή πόλεμο με την κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία και εκμεταλλευόμενοι την κρίση προπαγανδίζουμε στην πράξη τις ιδεολογικές μας αρχές. Ο λαός έχει βαρεθεί τα συνθήματα, θέλει πράξεις. Διεξάγουμε πόλεμο και με τα υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατίας όλων των αποχρώσεων, που θέλουν το λαό επαίτη, ψηφοφόρο και αποχαυνωμένο ή εκκοσμικευμένο χριστιανό που περιμένει τη λύτρωση στη Δευτέρα παρουσία.
Συνεργαζόμαστε με τα κομμάτια εκείνα που λόγω ταξικής θέσης, η οποία αλλάζει ραγδαία σε συνθήκες κρίσης, είναι πολύ πιθανό να παρατήσουν τις σοσιαλδημοκρατικές αιτιάσεις και να περάσουν στο επαναστατικό στρατόπεδο.
Παίρνουμε γενναία απόφαση συμμετοχής στα Σωματεία και τους Συλλόγους [διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει] προσπαθούμε να δημιουργούμε παντού αγώνες και δομές-κυψέλες κοινωνικών στηριγμάτων που ταυτόχρονα αποτελούν σύμμαχο των Αναρχικών αντιλήψεων. Στηρίζουμε τα Ταξικά Σωματεία Βάσης, συμμετέχουμε και ιδρύουμε καινούργια.
Το Σωματείο Βάσης λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά με γενικές συνελεύσεις γιατί θέλουμε να συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, κι όχι κάποιοι να αποφασίζουν για το σύνολο.
Το Σωματείο Βάσης έχει ταξική σύνθεση. Δηλαδή δεν μπορεί να είναι στο Σωματείο και το αφεντικό και ο εργαζόμενος. Όπως κι αν είναι το αφεντικό στην συμπεριφορά του αυτό δεν αναιρεί τη θέση του ως εχθρού μας. Άλλωστε τα αφεντικά έχουν τα δικά τους σωματεία που στόχος τους είναι να χτυπάν τους εργαζόμενους και τα Σωματεία μας.
Το Σωματείο Βάσης έχει συγκεκριμένα αιτήματα για τον κλάδο του, αλλά αποτελεί και διαφωτιστικό όργανο των εργαζομένων για την πολιτική και κοινωνική αυτομόρφωση των μελών του. Παλεύει δηλαδή συγκεκριμένα ζητήματα όπως να μην γίνονται απολύσεις στον κλάδο, να μην υπάρχει μαύρη εργασία, να εγγράφει και να προστατεύει συμβασιούχους και επισφαλείς εργαζομένους αλλά πρέπει τα μέλη του να διαπαιδαγωγούνται πολιτικά ώστε να συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα, καμία βοήθεια ούτε από το Κράτος, ούτε από τα κόμματα, ούτε από την ίδια την ΓΣΕΕ και τα μεγάλα συνδικαλιστικά μορφώματα. Γιατί αυτά έχουν διαβρωθεί από εργατοπατέρες, δηλαδή ταξικούς εχθρούς.
Μέσα από τα ταξικά Σωματεία Βάσης παλεύουμε για: την αποδόμηση του ιδεολογήματος της αστικής τάξης που επανέρχεται σε περίοδο κρίσης στο προσκήνιο περί “εθνικής ενότητας”.
Δεν υφίσταται εθνική ενότητα, υπάρχει μόνο η εργατική τάξη και το κεφάλαιο τα συμφέροντα των οποίων είναι δια παντός αντίθετα και μόνο η επικράτηση του ενός επί του άλλου είναι ρεαλιστική λύση.
το βάθεμα της κρίσης στην κατεύθυνση της εργατικής εξέγερσης και ολικής ανατροπής του καπιταλιστικού υπάρχοντος. Γνωρίζουμε ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει και εκμετάλλευση. Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε την κρίση σαν ευκαιρία μετατροπής της από οικονομικό εργαλείο του κεφαλαίου προς εκβιασμό των εργαζομένων, σε μια πολιτική και κοινωνική κρίση που θα μας βγάλει σε θέσεις επαναστατικής και ριζοσπαστικής σύγκρουσης με τον καπιταλισμό.
την ξεκάθαρη και συνολική καταδίκη της ΓΣΕΕ που είτε σαν δομή (γραφειοκρατία, κρατικό όργανο) είτε σαν περιεχόμενο πάλης (κατάπτυστες συλλογικές συμβάσεις) έχει διαβεί εδώ και χρόνια τον Ρουβικώνα της ταξικής αντιπαράθεσης συμβαδίζοντας με το κεφάλαιο και εμφανίζεται πλέον ανοιχτά σαν ταξικός αντίπαλος επιφορτισμένος με το ρόλο του προχωρημένου φυλακίου της αστικής τάξης στο εργατικό, προλεταριακό κίνημα. Κριτική ρήξης με το ΠΑΜΕ-ΚΚΕ σαν γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό οργανισμό που δεν διεκδικεί άμεσες εργατικές νίκες που θα ανοίξουν τον δρόμο στη ανατροπή του καπιταλιστικού υπάρχοντος, αλλά μέσα από το πλαίσιο πάλης του καταλήγει να προτείνει «εθνικά υπεύθυνες λύσεις ».
Εποπτικό όργανο των παραπάνω πολιτικών αποτελεί πάντα η άμεση, δυναμική και κοινωνική δράση.
Προσπαθούμε τον συντονισμό των Σωματείων και Πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση του να διασπάσουμε τη ΓΣΕΕ και να δημιουργήσουμε δική μας Επαναστατική Εργατική Συνομοσπονδία, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουμε την αυτοτελή πολιτική μας δράση.
Στόχος είναι να συσπειρώσουμε το πιο δυναμικό και εξαθλιωμένο κομμάτι του προλεταριάτου και του πρεκαριάτου που αποτελεί κομμάτι των νέων εργατικών φιγούρων που συγκροτούν το σύγχρονο προλεταριάτο. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι θα εκφράσουμε ταξικές συσσωματώσεις όπως ας πούμε τους διοικητικούς-κρατικούς υπαλλήλους. Δεν γίνεται και δεν θέλουμε. Ο μόνος τρόπος σύνδεσης με αυτά τα κομμάτια είναι μέσω της θέσης που θα πάρουν στην τελευταία και πιο οξυμμένη φάση του ταξικού ανταγωνισμού μετά από μια χρεοκοπία που θα οδηγήσει ένα κομμάτι τους -που δεν έχει προφτάσει να κάνει χρήματα- κοντά στην οριστική προλεταριοποίηση. Ακόμα κι έτσι όμως 10 και 20 χρόνια παρασιτικής καλοπέρασης με βυσματικούς όρους κομματικής εξάρτησης δεν ξεχνιούνται σε ένα μαγικό βράδυ.
Στους εργοστασιακούς χώρους πρέπει να στηριχτούν οι αγώνες που θα προκύψουν λόγω της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης σε συνθήκες κρίσης, σε συνθήκες δηλαδή αποανάπτυξης και αναδιαμόρφωσης των όρων εκμετάλλευσης των δυνάμεων της εργασίας ώστε να ανοίξει νέος κύκλος πρωτογενούς κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Στόχος μας πρέπει να είναι να αναδεικνύουμε και να κάνουμε κατανοητό ότι οι αγώνες που εμφορούνται από την αιτηματολογία, άρα καθοδηγούνται από κάποιας μορφής σοσιαλδημοκρατική ηγεσία [συνήθως το ΚΚΕ] αποτελούν έναν φαύλο κύκλο ο οποίος αντικειμενικοποιεί την εργατική δύναμη και πολιτική και την κάνει εμπόρευμα διαχειρίσιμο από την «ηγεσία της» σε ένα άλλο εντελώς άσχετο πολιτικό πεδίο, αυτό της κεντρικής πολιτικής σκηνής από το οποίο οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα, καθώς επίδικο της κεντρικής πολιτικής σκηνής είναι η εξουσία και η ίδια η αντικειμενικοποίηση της προλεταριακής δράσης από τους μεσάζοντες αποτρέπει οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής των καπιταλιστικών συμφερόντων υπέρ του κόσμου της εργασίας.
Άρα πάντα πρέπει να δείχνουμε ότι ακόμα και να κερδίσουν κάποια αιτήματα αυτά θα είναι προσωρινά και επιφανειακά, στην επόμενη στροφή όπου οι δυνάμεις του Κεφαλαίου θα κατακτήσουν νέες δυνάμεις από την υποβάθμιση των δυνάμεων της εργασίας, διαδικασία που θα συντελεστεί λόγω των συνθηκών ενδοταξικού ανταγωνισμού που θα διαμορφώσουν για την εργατική τάξη και τους ανέργους της, αυτά τα ζητήματα θα ξανατίθενται, μέχρι οι εργάτες να ηττηθούν. Άρα υπερασπιζόμαστε πάντα ακόμα και στον πιο μικρό αγώνα την προοπτική της Εργατικής Αυτοδιαχείρισης ακόμα και ως Ιδεολογικό Σύμβολο. Δηλαδή ακόμα κι αν δεν υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες για την αυτοδιαχείριση παρόλα αυτά οι εργάτες πρέπει να είναι με αυτή, να είναι υπέρμαχοι της Αυτοδιαχείρισης, να την κατανοούν και να την αποζητούν. Σε πρώτο στάδιο πρέπει να διαμορφωθούν πρωτοβουλίες Αλληλεγγύης από την Αναρχική Οργάνωση και τα Εργατικά Σωματεία σε όλους τους εργατικούς αγώνες, και Διαρκής Συνέλευση Αλληλεγγύης [με τη συμμετοχή γειτονιών σωματείων, οργανώσεων κλπ] σε οποιοδήποτε χώρο μπορέσει να περάσει σε διαδικασία Αυτοδιαχείρισης.
Στον ιδιωτικό τομέα, επιδιώκουμε την σύγκρουση επί τόπου. Δεκάδες αγώνες έχουν ήδη ξεσπάσει και θα ξεσπάσουν ακόμη περισσότεροι. Τόσοι όσο ποτέ άλλοτε. Κυρίως στους τομείς του επισιτισμού αλλά και σε άλλους κλάδους, όπου το πρεκαριάτο δείχνει πιο δυναμικά στοιχεία πάλης. Μέσα από τα Σωματεία μας και τις Επιτροπές πρέπει να ασκήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη εργατική τρομοκρατία, με σαμποτάζ, απεργίες, διαδηλώσεις, φυσική βία απέναντι στα αφεντικά και τους μπράβους τους. Είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι που διατρέχουν κίνδυνο επιβίωσης και δέχονται την εργοδοτική τρομοκρατία να θεωρούν ότι απέναντί της υπάρχει ένας οργανισμός που μπορεί να αντιτάξει τη δική του τρομοκρατία. Ακόμα κι εκεί, ακόμα και στην πιο μικρή επιχείρηση, για το πιο μικρό αίτημα εμείς πρέπει να βάζουμε πρώτο το ζήτημα της Αυτοδιαχείρισης. Το συνδικαλιστικό μας πλαίσιο περιορίζεται σε δυο κουβέντες «ζητάμε τα πάντα» εφόσον τα αφεντικά δεν μπορούν να τα δώσουν γιατί τότε φυσικά θα έπαυε ο παρασιτικός τους ρόλος διεκδικούμε να αναλάβουμε εμείς την παραγωγή και την διεύθυνση. Εάν ας πούμε το αφεντικό μπορεί να δίνει 1500Ε μισθό τότε ο ρόλος μας είναι να ζητάμε 1501Ε που δεν μπορεί να δώσει και να πάμε σε σύγκρουση, αλλιώς γνωρίζουμε ότι το 1500Ε στην επόμενη στροφή μπορεί να γίνει -καλή ώρα- 200Ε χωρίς ένσημα και 12ωρο. Κεντρικό πρόταγμά μας είναι η αλλαγή του τρόπου παραγωγής.
Στον πρωτογενή τομέα και την αγροτική παραγωγή, πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν ευρύτερα κατανοητό ένα πλαίσιο που ενέχει ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ξεκινώντας από την αφετηρία ότι η «εποχή των επιδοτήσεων» έχει παρέλθει καθώς ολοκλήρωσε την καταστροφική αποστολή της να δημιουργήσει δηλαδή παραγωγούς εξαρτημένους από το μακροοικονομικό σχέδιο των διεθνών οργανισμών της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Ουσιαστικά η όλη διαδικασία υπήρξε το ανάλογο μακρύ χέρι του βιοπολιτικά σοσιαλδημοκρατικού φορντικού μοντέλου αποξένωσης του αγρότη-παραγωγού από την ίδια τη διαδικασία παραγωγής του εκάστοτε εργατικού προϊόντος. Το σχέδιο για την ανάπτυξη μιας άλλης παραγωγής στην αγροτική καλλιέργεια επαναφέρει συν τοις άλλοις δειλά-δειλά την επανοικειοποίηση του τρόπο παραγωγής από τους επίδοξους παραγωγούς[12].
Η δε κρίση και το κλείσιμο της κάνουλας χρηματοδότησης από τον κρατικό και ευρωπαϊκό κορβανά μειώνει τη δυναμική της εξαρτημένης εργασίας και δημιουργεί νέους συσχετισμούς υπέρ της αυτοαπασχόλησης των παραγωγών έναντι των αγροτικών καρτέλ που κυρίως εκμεταλλευόντουσαν τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστών.
Η προσπάθεια επανάπτυξης του εθνικού γεωργικού δικτύου σε νέες βάσεις, πρέπει να περάσει μέσα από την δημιουργία ανεξάρτητων από την κρατική και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση συνεταιρισμών συλλογικής ιδιοκτησίας της γης.
Αυτή είναι μια πολιτική πρόταση η οποία ενώ δημιουργεί μια διέξοδο πάνω στο ζήτημα της ανεργίας και της τροφοδότησης, παράλληλα καταδεικνύει μπροστά στα μάτια των πιο δύσπιστων αγροτών τα ωφελήματα που μπορούν να προκύψουν μέσα από την αλλαγή του τρόπου παραγωγής. Οι ακομμάτιστοι συνεταιρισμοί είναι το πρώτο μικρό μα απαραίτητο βήμα, η βάση από την οποία μπορούν να τεθούν με πιο ρεαλιστικούς όρους ζητήματα πάνω στο πώς, για ποιόν και γιατί παράγουμε κάτι, ενώ μπορεί να συζητηθεί και πρέπει -επιτέλους- ανοιχτά το θεμελιώδες ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Είναι μέσα στα πλαίσια των αγροτικών ταξικών συνεταιρισμών που πρέπει να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία, και η εκμετάλλευση των ακτημόνων, και των ντόπιων ή/και μεταναστών αγροτών γης. Εδώ πρέπει να γίνει μια βασική υποσημείωση γύρω από το κίνημα της πατάτας. Το κίνημα αυτό άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση την οποία δεν μπορούμε να αφήσουμε με τίποτα έξω από αυτή την ανάλυση. Μια ρεαλιστική αναρχική πολιτική πρέπει να αντιληφθεί τα θετικά και αρνητικά που ενέχει η όλη διαδικασία και να καταθέσει μια πρόταση που θα υπερασπίζεται στην πράξη τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών γενικότερα.
Είπαμε και πιο πάνω ότι αφ’ ενός το κίνημα της πατάτας μπορεί να δώσει μια θετική ιδεολογική χροιά πάνω στο ζήτημα της παραγωγής καθώς καταδεικνύει με έργα ότι οι έμποροι-μεσάζοντες είναι παράσιτα που δεν χρειάζονται απολύτως σε κανέναν. Μια καθ’ αυτό αναρχική πολιτική και ιδεολογική θέση. Η διεύρυνση όμως αυτής της σωστής θέσης με όρους κοινωνικής επιβολής των εργατικών συμφερόντων έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά της. Όπως είπαμε και πιο πάνω μπορούμε να δούμε την όλη διαδικασία ως μια θετική βάση η οποία παρήχθη ως αποτέλεσμα μιας ταξικής συνεργασίας ανάμεσα στη μικρομεσαία αγροτιά και κομμάτια της εργατικής τάξης. Προς το παρόν όμως σήμερα το πάνω χέρι σε αυτή τη συνεργασία το έχουν τα μικρομεσαία στρώματα και όχι οι εργάτες. Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμα δεν έχει μπει κανένα ζήτημα πάνω στο πως παράγονται τα εν λόγω προϊόντα.
Και όταν λέμε πως δεν εννοούμε τις σάχλες περί υγειονομικού των εμπορικών επιμελητηρίων, αλλά με ποιες εργασιακές συνθήκες παράγονται στο χωράφι τα προϊόντα. Είναι προβληματικό π.χ. οι παραγωγοί ντομάτας της Μανωλάδας να θεωρούνται κοινωνικοί ευεργέτες εάν μειώσουν την τιμή του προϊόντος ενώ έχουν στη δούλεψή τους εργάτες τους οποίους τους βασανίζουν και τους αφήνουν νηστικούς για μέρες.
Το θέμα με λίγα λόγια δεν είναι να δημιουργήσουμε μια Κίνα μέσα στη χώρα για να επιβιώσει ένα κομμάτι της εργατικής τάξης εις βάρος του πιο υποβαθμισμένου κομματιού της. Κι εδώ είναι που μπαίνει ένα εξόχως πολιτικό θέμα. Η πρόταση που πρέπει να κατατεθεί δεν είναι φυσικά η καταδίκη της διαδικασίας συναλλαγής παραγωγού-καταναλωτή αλλά η εμβάθυνση και ο κοινωνικός έλεγχος. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Όταν ξεκίνησε αυτό το κίνημα, η πρώτη παραγγελία δόθηκε από μια συνέλευση αγωνιζόμενων πολιτών στην Κατερίνη. Σήμερα βλέποντας που μπορεί να φτάσει το πράγμα και προσπαθώντας λυσσασμένα να ενσωματώσει [ακόμα και την ύστατη ώρα] διαδικασίες βάσης, το κράτος ανέλαβε την διανομή και οργάνωση του πράγματος μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτό είναι εγκληματικό.
Δείχνει ότι ο εργαζόμενος κόσμος δεν έχει κατανοήσει τίποτα από τα διδάγματα που του έδωσε η ίδια η πραγματικότητα της κρίσης. Το να αναλάβουν οι δήμοι την οργάνωση της διανομής είναι μια τακτική σοσιαλδημοκρατικής παρέμβασης στη βάση της οικονομικής αποανάπτυξης που κυριαρχεί. Με απλά λόγια, σήμερα που δεν υπάρχει περίπτωση το κράτος να ανεβάσει τους μισθούς κανενός, επιφορτίζει τους δήμους να αναλάβουν την οργάνωση της διανομής των συναλλαγών ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές για όσο αυτό θεωρηθεί σκόπιμο. Επειδή δεν μπορεί να καταστείλει άμεσα ένα τέτοιο κοινωνικά αναγκαίο κίνημα αυτομείωσης των τιμών στα ήδη πρώτης ανάγκης προσπαθεί να το αποικήσει με θεσμικές δυνάμεις ώστε να τα ξεφορτωθεί αργότερα μέσω των δούρειων ίππων του, τους δήμους.
Οι δήμοι όχι μόνο δεν μπορούν να ελέγξουν τους παραγωγούς αλλά μπορούν κάλλιστα να δημιουργήσουν νέες σχέσεις διαφθοράς. Ποιος θα ελέγχει τις τιμές ώστε αυτές να μην αυξάνονται; Ποιο κοινωνικό σώμα θα αποτελεί ένα διαρκές εποπτικό όργανο της διαδικασίας ώστε να μην χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα των δήμων για τη δημιουργία φαινομένων διαφθοράς που θα κλονίσουν και εν τέλει θα καταστρέψουν την όλη διαδικασία; Ένας τρόπος υπάρχει και αυτός είναι η λαϊκές συνελεύσεις των πολιτών.
Το όλο ζήτημα πρέπει να επανέλθει στα χέρια των λαϊκών συνελεύσεων οι οποίες πρέπει να ελέγχουν τις τιμές των παραγωγών, να προτιμούν τους συνεταιρισμούς για τη προμήθεια προϊόντων και να διασφαλίζουν την σωστή και οργανωμένη διανομή.
Αλλιώς, όπως κάθε άλλη φορά που ένα κίνημα βάσης ήρθε σε επαφή με κρατικό χρήμα, έτσι και τώρα το κίνημα θα πεθάνει από το σφιχτό εναγκαλισμό της θεσμικής εξουσίας. Η οποία ταυτόχρονα θα μπορεί να καμαρώνει ότι έδωσε φτηνό φαί στο λαό, εξαργυρώνοντας στις κάλπες τα λαμόγια-δήμαρχοι μια υπηρεσία στην οποία και αυτοί έχουν παρασιτικό ρόλο. Οι φτωχοί πρέπει να βγάλουν ένα βασικό δίδαγμα από την όλη υπόθεση. Δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα από κανέναν, δεν μπορείς να είσαι ένας απλός καταναλωτής που θα τρέχει όπου υπάρχει καλύτερη προσφορά.
Πρέπει να συμμετάσχεις. Δημιούργησε -αν δεν υπάρχει- λαΐκή συνέλευση στη γειτονιά σου, συμμετείχε αν υπάρχει, αγνόησε τους κομματικούς ταγούς που ξεφυτρώνουν στις λαϊκές διαδικασίες, σκέψου σαν εργάτης, σαν φτωχός απομόνωσε τους πλούσιους δεν έχουν ανάγκη από φτηνή πατάτα, διαπραγματεύσου με αγροτικούς συνεταιρισμούς, στήσε το δικό σου δίκτυο διανομής, έλα σε επαφή με άλλα παρόμοια εγχειρήματα, μην έρθεις ποτέ σε επαφή με κρατικούς φορείς εξουσίας όποιοι κι αν είναι αυτοί. Μάθε πως λειτουργούν οι συνεταιρισμοί, στήριξε συλλογικοποιημένες μορφές παραγωγής, απομόνωσε τους μεγαλοπαραγωγούς που είναι και μεγαλοεκμεταλλευτές, μάθε που πηγαίνουν τα χρήματα που πληρώνεις. Ενδιαφέρσου για τον άνεργο συνάνθρωπό σου, ίδρυσε νέους συνεταιρισμούς. Μην περιμένεις ο δήμαρχος να τα κανονίσει, οι δήμαρχοι στην πρώτη ευκαιρία θα τα ξευτιλίσουν –όπως έκανε το κράτος με τους δημόσιους οργανισμούς- για να απογοητευτείς και να τα παρατήσεις. Να ένας ρεαλιστικός τρόπος για να πάρει η εργατική τάξη το πάνω χέρι σε αυτό το αλισβερίσι.
Όσον αφορά το πανεπιστήμιο και γενικότερα το χώρο της παιδείας πρέπει να κατανοηθεί πρώτα απ’ όλα ότι δεν είναι τα πανεπιστήμια και οι σπουδαστικοί χώροι γυάλες όπου στο εσωτερικό τους δημιουργούνται ιδιαίτερες καταστάσεις άσχετες με τα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό πεδίο. Αντιθέτως η κατάσταση στα πανεπιστήμια αντικατοπτρίζει τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία.
Η πάλη μας μέσα στους χώρους μάθησης πρέπει να διεξαχθεί όχι πια γύρω από συντεχνιακά αιτήματα αλλά γύρω από το βασικό ταξικό ζήτημα της πρόσβασης των φτωχών στη γνώση. Το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα οφείλει να μετατραπεί -και έτσι μόνο θα μπορέσει να υπάρξει ως επαναστατικό κίνημα νεολαίας- σε οργανικό τμήμα του εργατικού κινήματος. Το να θες να κάνεις καλύτερο το πανεπιστήμιο σήμερα μέσα στον καπιταλισμό είναι σα να θέλεις να κάνεις καλύτερο τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ένα αναδιαρθρωμένο πανεπιστήμιο σε ακόμη πιο προωθημένες καπιταλιστικές βάσεις δεν θα έχει τίποτε να δώσει πια στους φτωχούς.
Θα είναι αποκλειστικά η ταξική θέση η οποία θα καθορίζει τις θέσεις και όχι μια επίπλαστη «ικανότητα». Και γι’ αυτή την ανατροπή δεν θα ευθύνονται μόνο τα δίδακτρα και το κόστος σπουδών που θα υψώσουν νέους αδιαπέραστους ταξικούς φραγμούς στην παιδεία, αλλά και οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν. Εφόσον δηλαδή το πανεπιστήμιο πάψει να «δίνει δουλειά» στους αποφοίτους, τότε θα είναι απλά ένα αχρείαστο βάρος για την λαϊκή οικογένεια, που αποσπά το παιδί από την πραγματική μάχη του να βρει μια οποιαδήποτε σκατοδουλειά πληρωμένη με ψίχουλα. Το πανεπιστήμιο θα ξαναγίνει μια πολυτέλεια για την εργατική τάξη, όπως ήταν κάποτε. Ο συλλογικός νους των εργαζομένων θα απορρίψει την προσπάθεια εισαγωγής των παιδιών στο πανεπιστήμιο. Η καπιταλιστική κρίση οδηγεί στην ανεργία τους επιστήμονες, και δημιουργεί μια πελώρια δεξαμενή εξειδικευμένου προλεταριάτου. Η εντατικοποίηση των σπουδών θα σταματήσει για τα παιδιά της εργατικής τάξης και θα ξεκινήσει η εντατικοποίηση της εργασίας με όρους στρατοπέδου συγκέντρωσης για όσους «τυχερούς» θα έχουν μια θέση στα σύγχρονα «Τreblinka» και δεν πεταχτούν απ’ ευθείας στο περιθώριο μέσω της άμισθης σκλαβιάς.
Η επαναφορά της αξίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορεί να επανακτηθεί μόνο μέσα από την ανατροπή του τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, όταν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα παράγουν επιστήμονες ικανούς να εργάζονται υπό το καθεστώς της κοινωνικοποιημένης συλλογικής εργασίας, μορφή παραγωγής η οποία θα εξαλείψει για πάντα την ανεργία.
Είναι γι’ αυτό το λόγο που πρέπει το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα όχι μόνο να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα αλλά να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού προγράμματος πάλης με στόχο την κομμουνιστική παραγωγή. Οι Αναρχικοί, η Οργάνωσή τους, τα Σωματεία του κινήματος και οι σύλλογοι θα πρέπει να δημιουργήσουν και δικά τους ελευθεριακά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία θα εκπαιδεύουν τα παιδιά του λαού τουλάχιστον όσο διαρκεί αυτή η φάση διαμόρφωσης του νέου ταξικού πεδίου πάλης γύρω από την εκπαίδευση με όρους οικονομικής παραγωγής, καθώς μετά την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τα πανεπιστήμια θα ταυτίζονται με τα αυτοδιευθυνόμενα κοινωνικά ελευθεριακά ιδρύματα, αντικατοπτρίζοντας και πάλι την νέα κοινωνική συνθήκη που έχει διαμορφωθεί. Όσα παιδιά -και θα είναι πολλές χιλιάδες αυτά- δεν μπορούν να συμμετέχουν στην δημόσια εκπαίδευση -εάν υπάρχει ακόμα αυτή- θα πρέπει να καταρτίζονται ώστε να μπορούν να βρίσκουν δουλειά μαθαίνοντας παράλληλα και το μάθημα του αγώνα μέσω των αυτόνομων προγραμμάτων εκπαίδευσης των ελευθεριακών ιδρυμάτων [13].