user preferences

Ο γιακωβινισμός στη μαρξιστική σκέψη

category Διεθνή | Αριστερά | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday October 22, 2011 19:50author by Massimo L. Salvador Report this post to the editors

Μέρος Β'

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο γιακωβινισμό και στη μαρξιστική σκέψη είναι τόσο ευρύ, ώστε χρειάζεται να περιορίσουμε σε σημαντικό βαθμό το θέμα και σε σχέση με αυτό τον περιορισμό να κάνουμε μια διευκρίνιση. Η έκθεσή μας περιορίζεται από τη μια πλευρά, στο να αναλύει με ποιο τρόπο ο γιακωβινισμός, σαν μοντέλο και σαν μύθος, επηρέασε τα διάφορα μοντέλα της μαρξιστικής σκέψης’ από την άλλη να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο μερικοί μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων του διεθνούς μαρξισμού, εξέτασαν και θεώρησαν το γιακωβινισμό.
2349778765_71f3b48b0d.jpg

Ο ύμνος στη γκιλοτίνα

Για μια ακόμα φορά ο Λένιν δίχως ενδοιασμούς, παίρνει το μέρος των γιακωβίνων, για να διακηρυχτεί ο νεογιακωβίνος σαν αυθεντικός σοσιαλιστής επαναστάτης. Τον Ιούνιο του 1917, παίρνει το μέρος των γιακωβίνων δίχως επιφυλάξεις..»Το ιστορικό μεγαλείο των αληθινών γιακωβίνων, των γιακωβίνων του 1793, συνίσταται στο γεγονός ότι αυτοί ήταν οι «γιακωβίνοι με το λαό», με την επαναστατική πλειοψηφία του λαού, με τις πιο ανεπτυγμένες επαναστατικές τάξεις του καιρού τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι εδώ ο μπολσεβικισμός γίνεται κατανοητός σαν ένας γιακωβινισμός που πρέπει να επαναλάβει το έργο αυτού του τελευταίου σε κοινωνικές βάσεις, αλλά καινούριες, ακολουθώντας τη συνέχιση του μοντέλου της πολιτικής διεύθυνσης.

Λίγο αργότερα, ο Λένιν επαναλαμβάνει τη συζήτηση για τους γιακωβίνους. Και λέει σαφέστατα πως οι επαναστάτες προλετάριοι είναι οι γιακωβίνοι του ΧΧ αιώνα. Και ποιο είναι το σημείο στο οποίο ο Λένιν διαπιστώνει την ταυτότητα γιακωβίνοι-επαναστατικές δυνάμεις του ΧΧ αιώνα; Στην πλήρη συμφωνία πάνω στο πώς ασκείται η δικτατορία. «Οι γιακωβίνοι του 1793 μπήκαν στην ιστορία σαν ένα μεγάλο παράδειγμα αληθινά επαναστατικής πάλης των εργαζόμενων τάξεων και των καταπιεσμένων ενάντια στην τάξη των εκμεταλλευτών, επικυριαρχώντας σε ολόκληρη την κρατική εξουσία. Οι γιακωβίνοι δε θεωρούνται πλέον ουτοπιστές σε σχέση με το ζήτημα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και γίνονται ένα ρεαλιστικό μοντέλο σε σχέση με το ζήτημα της κρατικής εξουσίας, με τους όρους της δικτατορίας.
Δεδομένων όλων αυτών, ο Λένιν εκφράζει εκείνο που, στο φως της περιόδου του μπολσεβικισμού, εμφανίζεται σαν αληθινή και χαρακτηριστική λενινιστική ουτοπία. Λέει πως ο γιακωβινισμός των σοσιαλιστών επαναστατών δε θα χαρακτηρίζεται από τη βία. «Οι γιακωβίνοι του ΧΧ αι. δε θα στείλουν τους καπιταλιστές στην γκιλοτίνα». Θα είναι αρκετό να φυλακιστούν μια χούφτα καπιταλιστές για να στραγγαλιστεί η αντίδραση.

Ο γιακωβινισμός είναι «ένα από τα ανώτερα σημεία στα οποία έφτασε η καταπιεσμένη τάξη στην πάλη της για τη χειραφέτησή της». Γι΄ αυτό η στάση υπέρ ή ενάντια στο γιακωβινισμό αποτελεί ένα μέτρο για να μετρηθεί ποιος είναι ένας αληθινός σοσιαλιστής επαναστάτης και ποιος δεν είναι. «Είναι χαρακτηριστικό της αστικής τάξης να μισεί το γιακωβινισμό. Είναι χαρακτηριστικό της μικρο-αστικής τάξης να τον φοβάται». Εδώ ο γιακωβινισμός βγαίνει έξω από την ιστορία της μικρο-αστικής τάξης κι εξομοιώνεται tout court με την ιστορία των καταπιεσμένων λαϊκών τάξεων, αφού –είναι πάντα ο Λένιν- στο πέρασμα της εξουσίας στην επαναστατική τάξη, καταπιεσμένη», βρίσκεται «η ουσία του γιακωβινισμού».

Όταν ο Λένιν, και αφού ξεπεράστηκε η ουτοπία ενός γιακωβινισμού δίχως τερορισμό, θα περάσει στο υμνολόγιο της προλεταριακής γκιλοτίνας, τότε ο μπολσεβικισμός θα αποκτήσει περισσότερο παρά ποτέ τα προσόντα του ολοκληρωμένου νεογιακωβινισμού: μια αναλογία που γίνεται όλο και πιο στενή από την ιδεολογική όψη της σαφέστατης εντολής, το Μάρτη του 1919, ότι η μπολσεβίκικη εξουσία δρα για το λαό, όχι μέσω του λαού. Θα ήθελα πάντως να σημειώσω ότι ο γιακωβινισμός του Λένιν, στα χρόνια που αρχίζουν από το 1917 ως τα 1919 – 1920, πέρασε από δύο διαφορετικές φάσεις: πρώτα η σοβιετική φάση και μετά εκείνη που χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική εξάλειψη του περιεχομένου των σοβιέτ. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη φάση, ο Λένιν παρέμεινε ένας γιακωβίνος, με την έννοια πως ποτέ δεν υποτάχτηκε στον αυθορμητισμό-κυριαρχία του λαού.

Το 1917, και με την μπολσεβίκικη εξουσία να αγωνίζεται ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, προκαλούν μια ολική αλλαγή στην αντιγιακωβίνικη προοπτική του Τρότσκι. Αυτός ακολουθεί τον τύπο της γιακωβίνικης –μπλανκιστικής λενινιστικής οργάνωσης, που τόσο εχθρευόταν προηγουμένως, στη διάρκεια της δεύτερης ρωσικής επανάστασης. Μετά την Τρίτη επανάσταση, την κατάληψη της μπολσεβίκικης εξουσίας, σε σχέση με τον μπολσεβίκικο τερρορισμό και με την πάλη ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς της επανάστασης, ο Τρότσκι επανεκτιμά το γιακωβίνικο μοντέλο. Αρκεί η παράθεση μερικών κομματιών από το «Τερορισμός και κομμουνισμός» που δημοσίευσε σε απάντηση προς το ομώνυμο έργο του Κάουτσκι.

Η γκιλοτίνα που στα 1904 αποτελούσε σημάδι της αδυσώπητης επαναστατικής ενέργειας των γιακωβίνων του ΧΧ αι. και ξαναεπαναλαμβάνει την έκφραση του Λένιν. «Όποιος εξ΄ ορισμού αποποιείται τον τερορισμό – αποποιείται δηλαδή τα μέτρα καταπίεσης κι εκφοβισμού της ένοπλης αντεπανάστασης – πρέπει να αρνηθεί κάθε ιδέα πολιτικής υπεροχής της εργατικής τάξης και να απαρνηθεί την επαναστατική δικτατορία της. Όποιος αποποιείται τη δικτατορία του προλεταριάτου αποποιείται τη σοσιαλιστική επανάσταση και σκάβει το λάκκο του σοσιαλισμού». Καθ΄ όμοιο τρόπο, η «σιδερένια δικτατορία των γιακωβίνων» αποκτά μια θετική αξία και γίνεται ένα προηγούμενο της «σκληρότητας της δικτατορίας του προλεταριάτου στη Ρωσία». Κι ο Κάουτσκι, που απεχθάνεται τον τερορισμό, είναι ένας «γιρονδίνος» μπροστά στους μπολσεβίκους «γιακωβίνους».

Η δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο

Στις αναλύσεις που κάνουν για την μπολσεβίκικη πολιτική οι Κάουτσκι, Λούξεμπουργκ και Μάρτοβ, ο γιακωβινισμός των μπολσεβίκων αποτελεί για όλους ένα σημάδι πολιτικής μη προλεταριακής , μη μπολσεβίκικης: είναι το σημάδι ενός αστικού τρόπου για να κατανοείται και να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της εξουσίας. Μα οι κριτικές αυτές αν στηρίζονται σε έναν κοινό παρονομαστή, διαφοροποιούνται βαθιά όχι μόνο στο πνεύμα που εκφράζουν, στις αξίες που βρίσκονται στη βάση τους, αλλά, κυρίως, στην αντίληψη για τη δημοκρατία που αποτελεί τον όρο για την κρίση πάνω στους μπολσεβίκους. Επίσης, ένα άλλο σημείο βαθιάς απόκλισης, είναι πως για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ η ρωσική επανάσταση δεν είναι το προϊόν ενός υποκειμενικού δυναμισμού σε σχέση με την ανωριμότητα της ρωσικής κοινωνίας, αλλά μιας πολιτικής υποκειμενικά λανθασμένης.

Στο κείμενό της στα 1918, «Η ρωσική επανάσταση» η Λούξεμπουργκασκεί κριτική στους μπολσεβίκους για τη μη σοσιαλιστική αγροτική πολιτική τους, και ιδιαίτερα στους Λένιν και Τρότσκι για την εξαφάνιση της προλεταρικής δημοκρατίας κι επομένως τους κατατάσσει στους γιακωβίνους, δηλαδή στους επαναστάτες φυσικά, μα που δε χειραγωγούνται με το αστικό πρόγραμμα και τις πολιτικές τεχνικές των αστών επαναστατών. Αλλά η βαρύτερη κατηγορία που απευθύνει η Λούξεμπουργκ στους Λένιν και Τρότσκι είναι ότι αποθαρρύνουν την παρουσία του σοσιαλισμού: την πρωτοβουλία των μαζών, με την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας μειοψηφίας, με την επιβολή ενός προγράμματος από τα πάνω, με τη χρήση των όπλων του τερορισμού. Ο κεντρικός πυρήνας της κατηγορίας της συνοψίζεται στο εξής:

Η σιωπηρή προϋπόθεση της θεωρίας για τη δικτατορία, με την λενινιανή-Τροτσκιστική έννοια, συνίσταται στο ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι μια υπόθεση για την οποία υπάρχει μια όμορφη συνταγή στις τσέπες του επαναστατικού κόμματος που απαιτεί μόνο την ενεργητική εφαρμογή της. Εκείνο που συμβαίνει όμως, είναι η απώλεια του δημόσιου ελέγχου, η αλλοίωση, μια μορφή εξουσίας από τα πάνω, που απαιτεί τα πάντα κι επιτυγχάνει ελάχιστα από τα κάτω κι επομένως κατρακυλά σε ένα αποθαρρυντικό τερορισμό, στο κλείσιμο της πνευματικής ζωής, στη δικτατορία μιας χούφτας αρχηγών που κυβερνά «πάνω στο αδρανές σώμα των μεγάλων μαζών, μια εργατική ελίτ. Αυτό που προκύπτει είναι μια διοίκηση κλίκας, μια δικτατορία φυσικά, μα όχι του προλεταριάτου, αλλά η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή μια δικτατορία καθαρά αστικού τύπου, με την πλήρη σημασία της γιακωβίνικης εξουσίας».

Ο ιστορικός αρχηγός του μενσεβικισμού, ο Julius Martov, στο έργο του «Παγκόσμιος Μπολσεβικισμός», του 1919, επαναλαμβάνει κι αυτός επίσης, αποδίδοντάς της μια κεντρική θέση, τη σύγκριση γιακωβινισμού-μπολσεβικισμού. Όπως είναι πολύ γνωστό, ο Μάρτοβ ήταν αντίθετος προς τις αρχές του μπολσεβικισμού, προς έναν τύπο οργάνωσης σαν αυτόν που αντιλαμβανόταν ο Λένιν. Στην επικυρωμένη μπολσεβίκικη εξουσία, ο Μαρτόβ καταλόγιζε πως ο μπολσεβικισμός στηρίζεται, όπως ο γιακωβινισμός, στη σχέση ανάμεσα σε μια «συνειδητή μειοψηφία» και σε μια «ασυνείδητη πλειοψηφία», πάνω στην ιστορική σχέση της συνέχειας με τις επαναστατικές θεωρίες που αντιλαμβάνονται την δικτατορία σαν «μέσο σωτηρίας του λαού από τον αντιδραστικό φιλισταισμό που είναι έμφυτος σ΄ αυτόν».

Μα ο πρωτότυπος τρόπος με τον οποίο ο Μαρτόβ διαβάζει μπολσεβικισμού και γιακωβινισμού βρίσκεται σε ένα άλλο σχόλιο, ότι δηλαδή η «γιακωβίνικη-μπλανκιστική ιδέα της δικτατορίας μιας κομματικής δικτατορίας», που αναγεννήθηκε από τον μπολσεβικισμό, εκφράζεται με το συνδιασμό που αυτός πέτυχε, μεταξύ των σοβιέτ και του κόμματος. Ο Μαρτόβ δε βλέπει στο Λενινισμό την μπλανκιστική-γιακωβίνικη φύση σ΄ αντίθεση με τη σοβιετική, αλλά σε αρμονία. Η ουσία του λενινισμού είναι ότι αρνείται τα πλουραλιστικά σοβιέτ,ότι θέλησε να περιορίσει τα σοβιέτ σε εργαλεία του κόμματος και αφού πέτυχε να αποκτήσει τον έλεγχό τους να οικοδομήσει μια ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία, τα σοβιέτ αποτελούν τη βάση που εξαρτάται από μια μονοκομματική διεύθυνση.

Με την έννοια αυτή, τα σοβιέτ, οι εργοστασιακές επιτροπές των φτωχών κλπ, παίζουν στο μπολσεβίκικο σύστημα τον ίδιο ρόλο που στο γιακωβίνικο σύστημα είχαν τα δίχτυα των επιτροπών και των club πάνω στα οποία στηριζόταν η δικτατορία των γιακωβίνων. Στη βάση αυτής της ανάλυσης, ο Μαρτόβ, κατέληγε στο συμπέρασμα πως μόνο επιφανειακά μπορούσαν οι μπολσεβίκοι να επικαλούνται το μοντέλο της Κομμούνας του Παρισιού, ενώ στην πραγματικότητα, η «γενεαλογία των σοβιέτ με τον τρόπο που αυτοί την κατανοούσαν και τη χρησιμοποιούσαν αναγόταν στην Κομμούνα του 1793-94».

H ανάλυση του Κάουτσκι

Ο Καρλ Κάουτσκι είναι εκείνος που κατά κανόνα χρησιμοποιεί τις κατηγορίες του «γιακωβινισμού», του «Θερμιδωρ», του «βοναπαρτισμού», για να ερμηνεύσει την ιστορική περίοδο του μπολσεβικισμού στην εξουσία. Ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει την ανάλυση του νεαρού Μαρξ για τον γιακωβινισμό. Όπως ο Μαρξ είδε το γιακωβινισμό με όρους ουτοπίας, της αντιιστορικότητας, του αποχαλιναγωγημένου υποκειμενισμού, της λατρείας της θέλησης για να αντικαταστήσει την απουσιάζουσα βάση στην κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ο Κάουτσκι αποδίδει τα ίδια ελαττώματα στον μπολσεβικισμό του οποίου το πρώτο αμάρτημα βρίσκεται στο γεγονός πως η «δικτατορία του προλεταριάτου, που αυτοί κήρυσσαν και ασκούσαν, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μεγαλειώδη απόπειρα να πηδήσουν τις αναγκαίες φλασεις της ανάπτυξης και να τις εξαφανίσουν με διατάγματα». Η κοινωνικοοικονομική ανωριμότητα περιείχε, καθ΄ ευατή, αναπόφευκτες συνέπειες : ότι με την απουσία οικονομικής ανάπτυξης απουσιάζουν η κοινωνική βάση και η πολιτική συγκατάθεση που είναι απαραίτητες για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό: ότι επομένως η επανάσταση θα καταπνιγόταν στον δεσποτισμό μιας προλεταριακής ελίτ και ενός δικτατορικού κόμματος.
Πάνω στη θεμελιώδη αυτή αναλυτική προϋπόθεση, ο Κάουτσκι, ενώ υπογραμμίζει όμοια με τη Λούξεμπουργκ πως μια δικτατορία της μειοψηφίας αντιπροσωπεύει μια τυπική μέθοδο της αστικής τάξης, εξάγει τα συμπεράσματα διαβεβαιώνοντας ότι, αφού μπήκαν στο δρόμο της «αστικής επανάστασης», δηλαδή στο γιακωβινισμό, τότε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το συμπέρασμα πως «η επανάσταση τελειώνει αναγκαστικά με την κυριαρχία ενός Κρόμβγουελ ή ενός Ναπολέοντα. Μα από ποια κοινωνική ομάδα θα προέλθει ο Ρώσος Ναπολέων; Αργότερα ο Κάουτσκι θα δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στο «Terrorismus und Kommunismus» του 1919, σκεπτόμενος αναμφίβολα τον Λένιν, παρατηρεί πως ο προορισμός του Ροβεσπιέρου ήταν να έλθει σε ρήξη με το κύμα της αντιπολίτευσης που ξεσηκώθηκε είτε από τη μεριά των μετριοπαθών είτε από τη μεριά των ριζοσπαστών: ρήξη που θα ξανάφερνε την επανάσταση στις φυσικές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις.

Με το πέρασμα των χρόνων, αφού ο μπολσεβικισμός επέζησε και σταθεροποιήθηκε στην εξουσία ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του, -να το σημείο- ο Λένιν αναδείχτηκε ένας Ροβεσπιέρος που άντεξε πολιτικά και είχε επιτυχία, ο Κάουτσκι κατασκευάζει μια ερμηνευτική γραμμή που αποδίδει στον μπολσεβικισμό την πρωτοτυπία να είναι μαζί γιακωβινισμός και Θερμιδωρ, κι αργότερα βοναπαρτισμός: να είναι συνολικά και η δύναμη που κατάστρεψε τους εχθρούς του και η αντίδραση, μια «θεωρία και πράξη καθαρά αντιδραστικού χαρακτήρα», μια αντίδραση που την οικονομική ανωριμότητα , για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς , συνοδεύει μια υπερ συγκέντρωση του κράτους, που αποτελεί την ουσία του γιακωβίνικου-βοναπαρτικού κράτους και την άρνηση του κράτους –κομμούνα. Μόνο που –εξακολουθεί ο Κάουτσκι- ο σοβιετικός βοναπαρτισμός όχι μιας ανεπτυγμένης χώρας, όπως ήταν η ναπολεόντεια Γαλλία, αλλά της «πιο καθυστερημένης μεταξύ των μεγάλων κρατών της Ευρώπης».

Από εδώ πηγάζει η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του γεννώμενου σοβιετικού μιλιταρισμού και «ιμπεριαλισμού» και το πνίξιμο της Γεωργίας από τη μεριά του, αποτελεί εμφανή ένδειξη, για το υπόλοιπο του κόσμου. Ο Λένιν και ο Τρότσκι αντιπροσωπεύουν τους «ύπατους» μιας Ρωσίας που έχει μπει στη φάση της αστυνομικής-μιλιταριστικής υπατείας». Τελικά, αφού η ρωσική επανάσταση είναι μια επανάσταση σε μια χώρα καθυστερημένη, που δεν είναι σε θέση να εισάγει το σύγχρονο σοσιαλισμό, η ουσιαστική φύση της, από πολλές απόψεις και «μορφές», βρίσκεται πολύ κοντά προς εκείνες που προσέλαβε η «μεγάλη γαλλική επανάσταση στο τέλος του 18ου αι.».

Οι γιακωβίνοι, επομένως, αποτελούν αναγκαία αναφορά για να κατανοηθούν οι μπολσεβίκοι. Μόνο ο δικός τους τερορισμός κομματιάστηκε από τον τερορισμό των θερμιδωριανών. Ενώ οι μπολσεβίκοι έγιναν αυτοί οι ίδιοι δήμιοι. Οι γιακωβίνοι, για να κατευθύνουν την πολιτική τους, βασισμένη στη «δικτατορία των τεροριστών», οικοδόμησαν έναν ισχυρό στρατό και μια νέα πολιτική αστυνομία, που στη συνέχεια έπεσαν στα χέρια των διαδόχων τους. Αντίθετα, οι μπολσεβίκοι οικοδόμησαν ένα κράτος, ένα στρατό, μια αστυνομία, που χαρακτηριστικό τους ήταν ο υπερσυγκεντρωτισμός και που, αφού χρησίμευσαν ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, έγιναν τα μέσα για τη δεσποτική καταστολή του ίδιου του προλεταριάτου, αυτών των ίδιων μπολσεβίκικων φραξιών που ήσαν αντίθετες προς τους δικτάτορες αρχηγούς, στις διάφορες φάσεις των εσωτερικών αγώνων του μπολσεβικισμού.

Ακόμα σε πλήρη λενινιστική περίοδο, ολοκληρώθηκε στο εσωτερικό του μπολσεβικισμού μια «βοναπαρτιστική» καμπή, η ιστορικοπολιτική ιδιαιτερότητα της οποίας βρίσκεται κυρίως στο γεγονός πως, ενώ στη Γαλλία Θερμιδωρ και βοναπαρτισμός σήμαιναν το θρίαμβο των άλλων κομμάτων πάνω στο νικημένο γιακωβίνικο κόμμα, το μπολσεβίκικο κόμμα έδρασε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αυτό το ίδιο το όργανο του περάσματος «από την επανάσταση στην αντεπανάσταση».

Για τον Κάουτσκι αν ήδη ο Λένιν με την πολιτική του οδήγησε στο πέρασμα στο βοναπαρτισμό, Ο Στάλιν σταθεροποιημένος στην εξουσία, οδήγησε στο πέρασμα από τον αρχικό βοναπαρτισμό στον θριαμβεύοντα βοναπαρτισμό της καισαρικής φάσης. Στα 1930-31 ο Κάουτσκι συνεχίζει να επεξεργάζεται ευρύτατα (και μαζί με αυτόν κι άλλοι) τις κατηγορίες της γαλλικής ιστορίας της εποχής της επανάστασης και το βοναπαρτισμό για να εξηγήσει τα γεγονότα της σοβιετικής ιστορίας.

Επιστρέφοντας στο δεδομένο πως οι μπολσεβίκοι μεταμορφώθηκαν από γιακωβίνους σε βοναπαρτιστές, ο Κάοιτσκι διαβεβαιώνει πως ως το «πραξικόπημα» τους μπορούσαν να θεωρούνται γιακωβίνοι, μα πως, αφού κατέκτησαν την εξουσία, σε αντίθεση προς το αρχικό τους πρόγραμμα, έγιναν τότε βοναπαρτιστές. Αναλύοντας σε σχέση προς το βοναπαρτισμό το σταλινισμό, αυτός υπογραμμίζει πως, αυτός ο τελευταίος, δεν είχε καν το ιστορικο-καθολικό προοδευτικό χαρακτήρα που αντιθέτως είχε το καθεστώς του μεγάλου Ναπολέοντα.
Αυτός ο τελευταίος μόνο από πολιτική άποψη υπήρξε «αντεπαναστάτης, εκεί όπου ο σοβιετικός βοναπαρτισμός, στηριζόμενος σε μια καθυστερημένη δομή, προσέλαβε το χαρακτήρα της αντεπανάστασης στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο’ αφού έβαλε συνδικάτα, εργοστασιακά συμβούλια κι ολόκληρο τον παραγωγικό μηχανισμό στο στο ζουρλομανδύα μιας γραφειοκρατίας ανίκανης και διεφθαρμένης». Ως εκ τούτου σε πολεμική με τους μενσεβίκους και τους σοσιαλδημοκράτες που συνέχιζαν να βλέπουν στους σταλινικούς τους προοδευτικούς γιακωβίνους, επαναλαμβάνει πως ο Στάλιν, δεν ήταν αρχηγός μιας χώρας που έφτασε στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μα ο αρχηγός μιας αυλής στραταρχών και «αρχόντων» του κόμματος. «Τι άλλο λοιπόν πρέπει να κάνει ο Στάλιν για να φτάσει στο βοναπαρτισμό; Πιστεύετε πως θα έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο που ο Στάλιν θα στεφόταν τσάρος;

Οι αυταπάτες του Otto Bauer

O αυστρομαρξιστής leader Otto Bauer προσφεύγει, κι αυτός επίσης, στον παραλληλισμό γιακωβίνοι-μπολσεβίκοι. Σύμφωνα με την ερμηνεία του, ο γιακωβινισμός – μπολσεβικισμός, από τη μία μεριά, είναι μια εμπειρία που καθρεφτίζει τη ρωσική καθυστέρηση, και που επομένως δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα καθολικής εμπειρίας. Από την άλλη, ένα προοδευτικό μέσο για να δημιουργηθούν στη Ρωσία οι συνθήκες του σοσιαλισμού. Αυτού του είδους η θέση εκφράζεται καθαρά στο έργο του «Μπολσεβικισμός ή σοσιαλδημοκρατία;», στο οποίο η περίοδος της γαλλικής επανάστασης ανάμεσα στο 1789 και το 1793 συγκρίνεται με την περίοδο της ρωσικής επανάστασης ανάμεσα στο 1917 και το 1920.

Όμοια είναι η αντιφεουδαρχική εκμοντερνιστική αποστολή, όμοια είναι και η κυριαρχία της πόλης πάνω στο ύπαιθρο, μόνο που στο χώρο της μικροαστικής γιακωβίνικης δικτατορίας υπάρχει η δικτατορία των μπολσεβίκων, οι οποίοι είναι «οι προλετάριοι μιας μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας». Ο Bauer ί με τον Κάουτσκι στο γεγονός πως στη σοβιετική Ρωσία υπάρχει «η δικτατορία μιας μικρής μειοψηφίας του λαού πάνω σε ολόκληρη τη λαϊκή μάζα». Μα αντιτάσσει ότι, αυτό είναι»μια ιστορική αναγκαιότητα όπως υπήρξε στη Γαλλία η εποχή της Συμβατικής».

Στη διάρκεια της περιόδου του δεύτερου μισού των χρόνων του ΄30 ο Bauer επιμένει στην ερμηνεία που έδωσε το 1920, και συνεχίζει να τη θεωρεί ισχύουσα και για τον Στάλιν επίσης. Διαφορετικά από όλους εκείνους, αρχίζοντας από τους Μαρξ και Ένγκελς, που θεωρούσαν τους γιακωβίνους ουτοπιστές που αντιτάχτηκαν στις αναπόφευκτες εξελίξεις της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, ο Bauer αντίθετα, θεωρεί τους γιακωβίνους σαν εκείνους που κυρίως χάρη στην «προσωρινή τεροριστική δικτατορία», έσωσαν την επανάσταση και της εξασφάλισαν «την εκπλήρωση που ανατέθηκε σ΄ αυτούς από την ιστορία». Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Bauer συμφωνεί με τον Λένιν πάνω στο ότι ο γιακωβινισμός είναι ένα μη ακυρωτέο παράδειγμα επαναστατικής ενέργειας για τους σοσιαλιστές.

Τόσο ώστε, στο κλίμα της αποθάρρυνσης που προκλήθηκε από το ρήγμα του ρεφορμισμού, την έλευση του ναζισμού, από την επιτυχία του σταλινισμού, στο «Ανάμεσα σε δυο πολέμους», ο Bauer γράφει, σε προφανή αντίθεση με τις προηγούμενες θέσεις του, πως –και μέσω του γιακωβινισμού επανεξετάζει, καθολικοποιώντας την ρωσική εμπειρία- κυρίως η γιακωβίνικη εμπειρία «υποχρεώνει να θεωρήσουμε πως θα είναι απαραίτητη μια προσωρινή δικτατορία του προλεταριάτου, θεμελιωμένη στον τερορισμό για να εκπληρώσει το τεράστιο καθήκον να καταστρέψει τον καπιταλισμό και να θεμελιώσει τη σοσιαλιστική κοινωνική τάξη».

Η αλλαγή του Gramsci

Τελειώνω με μια γρήγορη εξέταση της θέσης του Gramsci για τον γιακωβινισμό. Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να κάνουμε είναι ότι αυτός ανήκει στην παράταξη εκείνων που, παρατηρώντας την εξέλιξη ή την αλλαγή των χαρακτηριστικών θέσεων απέναντι στη σχέση μάζες και κόμμα, πέρασαν από τον αντιγιακωβινισμό στον φιλογιακωβινισμό.

Ο αντιγιακωβινσμός του νεαρού Gramsci αποκαλύπτεται πολύ καλά από ένα σχόλιο που γράφει στο τέλος του Απλίλη του 1917. Είναι πεισμένος πως το επαναστατικό προτσέσο που άρχισε στη Ρωσία το Φλεβάρη πρέπει να καταλήξει στο σοσιαλισμό. Και χαιρετίζει αυτή την επανάσταση που οφείλει να βρει τη συμπλήρωσή της στο σοσιαλισμό σαν επανάσταση που «αγνόησε» (και θα αγνοήσει) «τον γιακωβινισμό», που χαρακτηρίζεται, απ΄ αυτόν, σαν «φαινόμενο καθαρά αστικό», φαινόμενο «εξουσιαστικό», που δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε ένα προτσέσο απελευθέρωσης των μεγάλων μαζών, που ελπίζουν σε μια μεγαλύτερη ελευθερία, αποποιούμενες ακριβώς τη γιακωβίνικη προοπτική «της δικτατορίας μιας μειοψηφίας τολμηρής και αποφασισμένης για όλα, προκειμένου να θριαμβεύσει το πρόγραμμά της».
Μετά την άνοδο των μπολσεβίκων στην εξουσία και τη διάλυση της συνταγματικής συνέλευσης, ο Gramsci επιμένει να κρίνει τον γιακωβινισμό σαν ένα καθαρά «αστικό φαινόμενο». Η διάλυση της συνταγματικής συνέλευσης δεν αποτελεί ένα «επεισόδιο γιακωβίνικης βίας», επειδή δεν αποτελεί ένα φαινόμενο απόλυτου αυταρχισμού. Μ΄ αυτή τελικά, θυσιάζεται η μορφή της αστικής αντιπροσώπευσης , μα σε αντάλλαγμα εκφράζεται με πληρότητα μια άλλη, υψηλότερη, μορφή δημοκρατίας: η σοβιετική. Οι μπολσεβίκοι είναι μια μειοψηφία προορισμένη να γίνει «απόλυτη πλειοψηφία». Γενικά ο Gramsci του 1919-1920 συνδέεται με την επέκταση των μορφών της συμβουλιακής δημοκρατίας, τελικά με την ιδέα του πρωταγωνιστικού ρόλου των μαζών σε σχέση με εκείνον του κόμματος. Γι΄ αυτό παραμένει ουσιαστικά ένας αντιγιακωβίνος.

Είναι η ήττα του μαζικού κινήματος το 1919-1920 στην Ιταλία και στην Ευρώπη, είναι η γέννηση του κομμουνιστικού κόμματος σε συνδυασμό αποδεκτή «γιακωβίνικη» πολιτική των μπολσεβίκων που βρίσκονται στην εξουσία, οι πραγματικότητες που οδηγούν τον Gramsci να κάνει μια βαθιά μεταβολή, που τον μεταμορφώνει σε έναν φιλογιακωβίνο με τη λενινιστική έννοια. Τελικά, η «μπολσεβικοποίηση» του Gramsci συνεπάγεται την γιακωβινικοποίησή του. Από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των συμβουλίων σε κείνον του κόμματος. Από τον αντιγιακωβινισμό στον γιακωβινισμό. Σε συνθήκες στις οποίες το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να προπαρασκευάσει την επανάσταση, να φωτίσει τις μάζες, να εξαλείψει την αντίδραση όχι μόνο της αστικής τάξης μα και του σοσιαλιστικού κόμματος, να που ο Gramsci κάνει δική του τη φόρμουλα του Λένιν: οι κομμουνιστές είναι οι νέοι γιακωβίνοι, οι σοσιαλιστές οι νέοι γιρονδίνοι.
Το 1921 που το κομμουνιστικό κόμμα «συνεχίζει τις παραδόσεις των γιακωβίνων της γαλλικής επανάστασης ενάντια στους γιρονδίνους», «οι κομμουνιστές είναι γιακωβίνοι για το συμφέρον του προλεταριάτου και των αγροτικών μαζών, που προδίδονται από τους σοσιαλιστές, όπως έναν αιώνα πριν που προδόθηκαν τα συμφέροντα της επαναστατικής τάξης από τους γιρονδίνους». Είναι βήματα εύγλωττα και διαφορούμενα εκείνα του 1917-1918 κι αυτά που ως τώρα παρέθεσα.

Η μαγεία του ολοκληρωτικού κράτους

Στα «Τετράδια της φυλακής», ο Gramsci αναπτύσσει με μεγάλο πλούτο αρθρών την ιστορικο-πολιτική κρίση του για το γιακωβινσμό. Κι εδώ γίνεται κατανοητός σαν θετικό μοντέλο, σαν ιδρυτικό στοιχείο της θεωρίας και της πράξης του νέου κόμματος. Πριν απ΄ όλα, ανάγκη είναι να σημειώσουμε πως ο Gramsci χαράσσει μια συγκεκριμένη γραμμή που συνδέει το γιακωβινισμό με την ιταλική πολιτική παράδοση. Όταν παρουσιάζεται ευκαιρία εξομοιώνει το μάθημα του Μακιαβέλλι με εκείνο των γιακωβίνων. Μακιαβέλλι και γιακωβίνοι προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια αυθεντική «λαϊκή – εθνική συλλογική θέληση», βλέποντας σ΄ αυτή αμυδρά τις προϋποθέσεις για την πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση και την είσοδο των λαϊκών μαζών στην πολιτικο-κοινωνική σκηνή. Ο Gramsci φτάνει στο σημείο να θεωρήσει τους γιακωβίνους σαν «μια κατηγορηματική ενσάρκωση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι».

Στα «Τετράδια» ο Gramsci αποκρούει δραστικά κάθε κατηγορία για έλλειψη πραγματισμού και ορθολογισμού που κατευθύνεται ενάντια στους γιακωβίνους. Αντίθετα, αυτός θεωρεί τους γιακωβίνους σαν ένα παράδειγμα εξαιρετικού ρεαλισμού. Οι γιακωβίνοι ήσαν υπερρεαλιστές, διαβεβαιώνει. Αυτός θερεί τη γλώσσα τους και την ιδεολογία τους όχι σαν μια εκδήλωση ασάφειας, αλλά σαν μέσο αποτελεσματικής κινητοποίησης των «απαραίτητων πολιτικών ενεργειών για τους σκοπούς της επανάστασης». Με αυτή την έννοια δίνει μια αντίθετη κρίση προς εκείνη του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία οι γιακωβίνοι αντέταξαν στην αστική κοινωνία των πολιτών ένα ιδεολογικο-πολιτικό σχέδιο που δεν ήταν συναφές με την ανάπτυξη της πρώτης, επειδή βλέπει στους γιακωβίνους εκείνους που εργάζονται για να «παγιοποιήσουν και να καταστήσουν διαρκή την άνοδο της επαναστατικής τάξης στην εξουσία».

Μόνο βγάζοντάς τους έξω από το ιστορικό τους περιβάλλον, οι γιακωβίνοι μπορούν να θεωρηθούν φρενολόγοι και με αφηρημένες ιδέες. Κατά την κρίση του Gramsci, αντίθετα, οι γιακωβίνοι είναι οι αληθινοί θεμελιωτές του σύγχρονου κράτους και του σύγχρονου έθνους στη Γαλλία. Αυτός ο σκοπός επιτεύχθηκε –κι εδώ βρίσκεται η πλήρης σημασία του γιακωβινισμού σαν μοντέλο της δικτατορίας- κυρίως χάρη στην ικανότητα του κόμματος του Ροβεσπιέρου να «εκμηδενίσει τις αντίπαλες δυνάμεις ή τουλάχιστον να τις καταστήσει αδύναμες ώστε η αντεπανάσταση να γίνει αδύνατη». Αν οι γιακωβίνοι –συνεχίζει ο Gramsci- άσκησαν βία, το έκαναν στα πλαίσια της θετικής ιστορικής ανάπτυξης. Ώστε η δικτατορική ενέργεια τους ήταν ένα απελευθερωτικό στοιχείο και μη αντι-ιστορικό. Αυτοί υπήρξαν ρεαλιστές τύπου Μακιαβέλλι και καθόλου δεν είχαν αφηρημένες απόψεις. Ο αποκαλούμενος δογματισμός των γιακωβίνων, για τον Gramsci ήταν, στην πραγματικότητα η παρουσία των συμφερόντων της κοινωνικής ομάδας τους.

Ο κομμουνιστής Ηγεμόνας

Η ροβεσπιεριστική, επίσης, απόπειρα να εισάγει τη λατρεία του ανώτατου Όντος, θεωρείται θετική από τον Gramsci. Αυτός που έχει κατά νου το κομμουνιστικό σχέδιο για μια ηθική και πνευματική μεταρρύθμιση στις μάζες, η οποία συγκολλά ολοκληρωτικά κοινωνία πολιτών και κράτος, βρίσκει σε κείνη την απόπειρα των γιακωβίνων ένα προηγούμενο στοιχείο μεγάλης αξίας. Και να σημειώσουμε πως ο Gramsci αναλύοντας ακριβώς τη «γιακωβίνικη πρωτοβουλία να θεσπίσουν τη λατρεία του ανώτατου Όντος», την κρίνει σαν ένα έργο που οι γιακωβίνοι μπόρεσαν να θέσουν, κι επομένως έχει τον «απελπισμένο» χαρακτήρα της αναζήτησης της μεταρρύθμισης. Ένα παράδειγμα όμως, γόνιμο και καθόλου αρνητικό. Εκείνο που οι γιακωβίνοι προσπάθησαν να κάνουν με τη λατρεία του ανώτατου Όντος ήταν να «φτιάξουν μια ταυτότητα ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία των πολιτών», να ενοποιήσουν δικτατορικά τα ιδρυτικά στοιχεία του κράτους στην πιο οργανική και ευρύτερη έννοια», «να σφίξουν στη γροθιά τους όλη τη λαϊκή και εθνική ζωή». Όμοια, οι γιακωβίνοι, έθεσαν τις βάσεις της χειραφέτησης του κράτους από την εκκλησία, του σχηματισμού του «σύγχρονου λαϊκού κράτους».

Μια τελευταία ένδειξη του τρόπου με τον οποίο ο Gramsci χρησιμοποιεί την κατηγορία του γιακωβινισμού για να κρίνει την εθνική ιστορία. Αν ο γαλλικός γιακωβινισμός είναι γι΄ αυτόν ένα μοντέλο κινητοποιήσεων των αστικών και αγροτικών λαϊκών μαζών για να δοθεί μια νέα βάση, σύγχρονη, στο αστικό κράτος, το κόμμα της δράσης, στο Risorgimento, αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο ανικανότητας για να ασκήσει ένα προοδευτικό ρόλο γιακωβίνικου τύπου. Το κόμμα της δράσης, αγνοώντας το αγροτικό ζήτημα, δεν μπόρεσε να αντιπαραθέσει μια συγκεκριμένη πρωτοβουλία σε κείνη των μετριοπαθών. Οι ιταλικές αγροτικές μάζες παρέμειναν δίχως μία καθοδήγηση, ακριβώς γιακωβίνικου τύπου. Ο Gramsci γράφει: «Στο κόμμα της δράσης δεν υπάρχει τίποτα που να ταιριάζει με τη γιακωβίνικη διεύθυνση, με την αλύγιστη θέληση να γίνει ιθύνουσα δύναμη».

Είναι φανερό πως ολόκληρο το γκραμσιανό σχέδιο για την ηθική και πνευματική μεταρρύθμιση των μαζών, την κινητοποίηση, έργο του κόμματος, του προλεταριάτου, των αγροτών και των διανοούμενων, την τροποποίηση, μέσω της δικτατορίας, των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και κράτους σ΄ ένα πλαίσιο «ολότητας», τέτοιο που να καθιστά συναφή δομή και υπερδομή, πάνω στο θεμέλιο της κατάργησης των ατομικών και ιδιαίτερων συμφερόντων, διαμορφώνεται σαν ανάληψη και εκπλήρωση από τη μεριά του κομμουνιστή Ηγεμόνα, μιας πολιτικής συζήτησης, που τέθηκε ήδη από το Μακιαβέλλι και ακολουθήθηκε σε ιστορική κλίμακα από τους γιακωβίνους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Gramsci έβλεπε στον Λένιν το νέο Ροβεσπιέρο. Αυτός υιοθέτησε έτσι τη σύγκριση που είχε κάνει μεταξύ των δύο, ο νεαρός Τρότσκι το 1904, μετατοπίζοντας όμως την εκτίμηση από τον αρνητικό πόλο στον θετικό.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]