user preferences

Ο γιακωβινισμός στη μαρξιστική σκέψη

category Διεθνή | Αριστερά | Γνώμη / Ανάλυση author Saturday October 22, 2011 19:34author by Massimo L. Salvador Report this post to the editors

Μέρος Α'

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο γιακωβινισμό και στη μαρξιστική σκέψη είναι τόσο ευρύ, ώστε χρειάζεται να περιορίσουμε σε σημαντικό βαθμό το θέμα και σε σχέση με αυτό τον περιορισμό να κάνουμε μια διευκρίνιση. Η έκθεσή μας περιορίζεται από τη μια πλευρά, στο να αναλύει με ποιο τρόπο ο γιακωβινισμός, σαν μοντέλο και σαν μύθος, επηρέασε τα διάφορα μοντέλα της μαρξιστικής σκέψης’ από την άλλη να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο μερικοί μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων του διεθνούς μαρξισμού, εξέτασαν και θεώρησαν το γιακωβινισμό.
russianrevo.jpg

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο γιακωβινισμό και στη μαρξιστική σκέψη είναι τόσο ευρύ, ώστε χρειάζεται να περιορίσουμε σε σημαντικό βαθμό το θέμα και σε σχέση με αυτό τον περιορισμό να κάνουμε μια διευκρίνιση. Η έκθεσή μας περιορίζεται από τη μια πλευρά, στο να αναλύει με ποιο τρόπο ο γιακωβινισμός, σαν μοντέλο και σαν μύθος, επηρέασε τα διάφορα μοντέλα της μαρξιστικής σκέψης’ από την άλλη να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο μερικοί μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων του διεθνούς μαρξισμού, εξέτασαν και θεώρησαν το γιακωβινισμό.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δύο ερμηνευτικοί πόλοι

Στη μαρξιστική σκέψη μπορούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε δύο κύριους, τύπους κρίσης: έναν αρνητικό και έναν θετικό. Σύμφωνα με τον πρώτο: ο γιακωβινισμός αντιπροσώπευε μια ουτοπιστική προσπάθεια, ιδεολογικο-πολιτικής φύσης, ν΄ αντιταχθεί στους νόμους της αστικής κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Στην προοπτική αυτή ο τερορισμός ήταν το σημάδι ενός μη ορθολογικού, στην ουσία ουτοπικού υποκειμενισμού. Ακόμα: ο γιακωβινισμός αντιπροσώπευσε το σχέδιο που αντέτασσε τη σφαίρα της πολιτικής στη σφαίρα της οικονομίας που χρησιμοποιούσε το κράτος για να ενδυναμώσει την κοινωνία των πολιτών. Κυρίως σ΄ αυτή την πιεστική λογική βρίσκεται η πηγή του τερορισμού, σαν υποκειμενική ισχύς της πολιτικής θέλησης.

Συνεχίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο γιακωβίνικος τερορισμός, σαν μη ορθολογική ουτοπιστική δύναμη συνεπάγεται, άπαξ και αλλοιωθεί, την ισορροπία ανάμεσα στη δομή και στην υπερδομή, ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος, την ανοικοδόμηση με μια μεταταλάντευση τερροροστικής φύσης που έχει αντίθετη όψη, όπως εμφανίστηκε με τον Θερμιδώρ, και όπως, κατά συνέπεια, μπορούσε να διαφυλαχτεί μέσω μιας σταθεροποίησης, όπως η Βοναπαρτιστική.

Ο δεύτερος τύπος κρίσης στηρίζεται στην ανατροπή του προηγούμενου. Κι αν ακόμη ως επί το πλείστον, εκφράζει την εκτίμηση πως ο ιστορικός γιακωβινισμός εξέφρασε τα όρια της ιστορικής ανωριμότητας, στην προσπάθεια να προσφέρει μια λύση στα προβλήματα της δημοκρατίας στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, κι επομένως τη βάση της αδιάλυτης αντίθεσης, από την άλλη πλευρά υπογραμμίζει το γεγονός πως ο γιακωβινισμός έθεσε ρωμαλέα την προβληματική του ξεπεράσματος των μειονεκτημάτων μιας νέας αριστοκρατίας που κι αυτή, επίσης, καταπιέζει το λαό το ίδιο όπως και η παλιά αριστοκρατία. Σ΄ ένα τέτοιου είδους πλαίσιο ο γιακωβινισμός προσλαμβάνει το χαρακτήρα του προοδευτικού ουτοπισμού, της δυναμικής που, αν δεν μπόρεσε να λύσει, τουλάχιστον έθεσε το πρόβλημα της κοινωνικής χειραφέτησης, με τέτοια δύναμη που, αν δε μπόρεσε να διευθετήσει τη λύση των προβλημάτων στην κοινωνικοοικονομική σφαίρα, όμως με τον κοινωνικό ουτοπισμό του αποκάλυψε– κι εδώ βρίσκεται η ρεαλιστική όψη του γιακωβινισμού- το πολιτικό κλειδί της ρύθμισης, σε επαναστατική φάση, των σχέσεων μεταξύ επαναστατών, μετριοπαθών και ανοικτά αντεπαναστατών, εσωτερικών και εξωτερικών.

Να λοιπόν που, στην ανέλιξη της οικονομικο-κοινωνικής ανωριμότητας, ο γιακωβινισμός εισήγαγε, ουσιαστικά στη σύγχρονη επαναστατική πράξη τα ακόλουθα μεγάλα μαθήματα: 1) ότι μια επαναστατική μειοψηφία μπορεί και πρέπει να διευθύνει την πλειοψηφία του λαού. 2) με ποιο τρόπο το επαναστατικό κράτος μπορεί και πρέπει να καταστέλλει τους μετριοπαθείς και τους αντεπαναστάτες. 3) με ποιο τρόπο το επαναστατικό κράτος πρέπει να αντικαθίσταται και να καταστέλλει τους εξωτερικούς εχθρούς. Τελικά, ο γιακωβινισμός είναι το ρεαλιστικό και θετικό μοντέλο άσκησης της επαναστατικής δικτατορίας. Ο τερορισμός γιακωβίνικου τύπου, που τίθεται σε εφαρμογή όχι από άτομα αλλά από την επαναστατική δύναμη, είναι ένα μέσο που σε κατάσταση ανάγκης κανείς συνεπής επαναστάτης δεν μπορεί να αποκηρύξει.

Στο σημείο αυτό είναι φανερές οι ερμηνευτικές κατηγορίες που οδήγησαν στο ένα ή στο άλλο συμπέρασμα, σε μια θετική ή σε μια κριτική εκτίμηση του γιακωβινισμού. Στον πρώτο τύπο κρίσης ανήκει η αντίληψη της οικονομικής ανάπτυξης και του πολιτικού αυταρχισμού που παίζει θεμελιώδη ρόλο. Γι΄ αυτόν ο γιακωβινισμός αποτελεί μια απόπειρα να εφαρμοστεί βία στην κοινωνία των πολιτών, με την ορθολογική χρήση της πολιτικής και κρατικής εξουσίας. Στον δεύτερο τύπο κρίσης ανήκει η αντίληψη της υποδειγματικής επαναστατικής ενεργητικότητας, που παίζει το θεμελιώδη ρόλο. Γι΄ αυτόν ο γιακωβινισμός είναι το μοντέλο του τρόπου με τον οποίο η επαναστατική δύναμη, συνδυάζοντας κεντρική εξουσία του κράτους και υποστήριξη των επαναστατημένων μαζών, μπορεί να συντρίψει τους εχθρούς της.

Οι δυο ερμηνευτικοί πόλοι που υπέδειξα αντιπροσωπεύουν τους τρόπους ερμηνείας, που συνυπάρχουν στις συγκεκριμένες θέσεις για τον γιακωβινισμό και που χαρακτηρίζουν τους μαρξιστές πολιτικούς διανοητές, που αποτελούν αντικείμενο της ανάλυσής μου. Αν και, κατά το πλείστον, αυτοί, είναι δύσκολο να διαιρεθούν με τρόπο σταθερό και διαρκή σε «αντιγιακωβίνους» μαρξιστές από τη μια και «φιλογιακωβίνους» από την άλλη. Παρέχουν διάφορες δυνατότητες: ένα συνεκτικό και επίμονο αντιγιακωβινισμό, έναν επίμονο φιλογιακωβινισμό, το πέρασμα από τον αντιγιακωβινισμό στον φιλογιακωβινισμό: πέρασμα που μπορεί να μην έχει διακηρυχθεί ανοιχτά, αλλά που ουσιαστικά, γι΄ αυτό πρόκειται. Τέλος μια «σοσιαλιστική» εκτίμηση του γιακωβινισμού σα μια νοθογενή σύμμειξη ουσιαστικού και επιθέτου, πάντοτε όμως θετική, με την έννοια ότι ο φιλογιακωβινισμός αντιπροσωπεύει έναν αναγκαίο δρόμο, ιστορικά και πολιτικά θετικό τον οποίο πρέπει να διατρέξουμε ώσπου να ωριμάσει ο σοσιαλισμός.

Επίσης, έχουμε το μαρξιστή που κρίνει την ένωση γιακωβινισμού και σοσιαλισμού σαν ολική αλλοίωση του δεύτερου όρου. Το μαρξιστή που κρίνει το σοσιαλισμό σαν κάθαρση του γιακωβινισμού από τα μειονεκτήματά του και σαν εξάγνισή του. Το μαρξιστή που βλέπει το γιακωβινισμό σαν ένα μη σοσιαλιστικό στάδιο, αλλά και όχι αντισοσιαλιστικό και σαν προπαρασκευή του σοσιαλισμού. Κάτω από άλλο πρίσμα για τους μεν, το γιακωβίνικο μοντέλο είναι ένα μοντέλο αστικής πολιτικής διεύθυνσης, που θέτει τη μειοψηφία πάνω από την πρωτοβουλία των μαζών, ένα μοντέλο βασισμένο στη σχέση μεταξύ της συνείδησης των λίγων και της έλλειψης συνείδησης από τους πολλούς, μεταξύ δράσης και παθητικότητας, μεταξύ διεύθυνσης και εξάρτησης.

Για τους άλλους, είναι ένα μοντέλο προλεταριακής πολιτικής ισχύος, αν και ιστορικά εκφράστηκε το 1793-94 σε μικροαστικά κοινωνικά και πολιτιστικά πλαίσια, στο μέτρο που οι γιακωβίνοι υπήρξαν δάσκαλοι του τρόπου με τον οποίο μια συνειδητή μειοψηφία μπορεί να ενεργεί για να απαλλάξει τις μάζες από την παθητικότητά τους, του τρόπου με τον οποίο μια μειοψηφία μπορεί να αποτελεί επαναστατική πρωτοπορία.Λέγοντάς τα όλα αυτά, γεννιέται ένα ακόμη θεμελιώδες ζήτημα. Αυτή η ουσιαστική αντινομία, παρούσα στη σκέψη των μαρξιστών στηρίζεται σε μια απόλυτη, αφηρημένη, θεωρητική αποσαφήνιση ή πρόκειται για κάτι άλλο; Θεωρώ, πως πρόκειται αναμφίβολα γι΄ αυτό το κάτι άλλο που προτίθεμαι να αποδείξω στην ανάλυση που ακολουθεί.

Μια αντίθεση στο εσωτερικό του μαρξιστικού συστήματος

Πριν από όλα, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε πως η άλυτη αντινομία φαίνεται καθαρά στη σκέψη των Μαρξ και Ένγκελς, αν και με τρόπο που μας επιτρέπει να πούμε ότι κλίνει υπέρ του αντιγιακωβινισμού, δίχως όμως, να περιορίζεται η σημασία του γιακωβινισμού. Αυτή η διπλή παρουσία –είναι αυτό που ήθελα να υπογραμμίσω- δεν είναι τέτοιου είδους ώστε να μας κάνει να βλέπουμε την πρώτη σαν οργανική και τη δεύτερη σαν περιθωριακή, σαν μια άνευ σημασίας αντίθεση. Αντίθετα, πρόκειται για μια παρουσία που στηρίζεται στην απόλυτη ένταση που ενυπάρχει στην μαρξιστική σκέψη, ανάμεσα στον αντικρατισμό και στον κρατισμό.

Όταν ο Μαρξ θεωρητικοποιεί την ολική απελευθέρωση της «κοινωνίας των πολιτών» από την προστασία του κράτους, όταν βλέπει αυτή την απελευθέρωση με τους όρους της ενότητας ανάμεσα στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του προλεταριάτου σαν τάξη, σαν μάζα νέου τύπου, που ξεπερνά τον παραδοσιακό τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας από μια μειοψηφία πάνω στην πλειοψηφία, όταν βλέπει την επανάσταση με τους όρους της ενότητας ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και στην συγκατάθεση της μάζας στο σοσιαλιστικό σχέδιο, τότε αυτός, υπογραμμίζει τον αντιγιακωβινισμό κι αντιλαμβάνεται τη βία σαν την κατάπτωση μιας ασθενικής αντιδραστικής εσωστρέφειας από τη μεριά μιας αναδυόμενης κρατικής κοινωνικο-οικονομικής δύναμης.

Ο γιακωβίνικος τερορισμός είναι υπερφίαλος, αντι-ιστορικός, είναι ένας τεχνητός υποκειμενισμός, καταδικασμένος σε αποτυχία. Όταν, αντίθετα αντιμετωπίζει το πρόβλημα του κράτους στην περίοδο της μετάβασης, τότε ο Μαρξ κλίνει υπέρ του γιακωβινισμού, με την έννοια ότι θεωρεί αναγκαία μια αποφασιστική συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του επαναστατικού κόμματος. Και φτάνει στο σημείο να εξυμνεί τον προλεταριακό τερορισμό επικαλούμενος θετικά τον γιακωβίνικο τερορισμό.

Τόσο ώστε οι δύο συγγραφείς να καταλήγουν σε μια σύγκριση που έχει για μας μεγάλη σημασία: «Όπως στη Γαλλία το 1793, σήμερα στη Γερμανία η πραγματοποίηση του αυστηρού συγκεντρωτισμού αποτελεί το κύριο καθήκον ενός κόμματος αληθινά επαναστατικού». Κι έτσι, αποκαλύπτεται η σημασία των κριτικών που οι Μαρξ και Ένγκελς κατεύθυναν ενάντια στην Κομμούνα του Παρισιού, ότι δε γνώριζε τον τρόπο να συγκεντρώνει την εξουσία και χάρη σ΄ αυτή να προχωρεί σε μια δριμύτατη δράση ενάντια στους εχθρούς της.

Ο αντιγιακωβινισμός της δεύτερης διεθνούς

Τη μαρτυρία ότι το μοντέλο της Γαλλικής επανάστασης συντηρείται αυτούσιο στη σοσιαλδημοκρατία, από εκείνους που έπρεπε να αποτελέσουν τη νέα μαρξιστική γενιά, τη γενιά δηλαδή που θα διέδιδε και θα συστηματοποιούσε το μαρξισμό και τις θεωρητικές κατευθύνσεις της δεύτερης διεθνούς, μας τη δίνει ο Karl Kautsky στο έργο Die materialistische Geschichtsauffassung του 1927. Ο Kautsky, αναφερόμενος στην περίοδο που μπήκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, γράφει: «Ήμαστε όλοι πεισμένοι ότι πηγαίναμε να συναντήσουμε μια νέα έκδοση της μεγάλης Γαλλικής επανάστασης, μόνο που το προλεταριάτο ήταν πιο ανεπτυγμένο. Η παρατήρηση αυτή είναι πολύ σημαντική για τους σκοπούς της συζήτησής μας, αν και ο Kautsky, αμέσως μετά, προσθέτει ότι το μοντέλο της μεγάλης επανάστασης συνυπήρχε προκαλώντας αβεβαιότητες με εκείνα του 1848 και του 1871.

Στην πραγματικότητα, στην περίοδο της δεύτερης διεθνούς στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, το γιακωβίνικο μοντέλο έχανε διαρκώς του μπροστά στα γεγονότα της ορμητικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που από τη μια πλευρά, προκαλούσε κοινοβουλευτικοποίηση και κοινοβουλευτισμό, και από την άλλη, έθετε στο κέντρο έναν επαναστατισμό που σε κάθε περίπτωση ήταν ουσιαστικά αντιγιακωβίνικος, αφού στηριζόταν στην ιδέα μιας μαζικής προλεταριακής επανάστασης που χειραφετείται από τα πρωτεία της πρωτοβουλίας των ελίτ. Με την έννοια αυτή, αντιγιακωβίνοι ήταν οι συνδικαλιστές επαναστάτες που βάθαιναν τις ρίζες τους στον αντιγιακωβινισμό του Προυντόν. Αντιγιακωβίνοι ήταν επίσης, οι επαναστάτες μαρξιστές, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ .

Όλοι ήταν ενωμένοι ενάντια στο γιακωβινισμό, αφού αυτός θεωρείται ως διεύθυνση που ασκείται πάνω στις μάζες, ενώ ο μαρξισμός γινόταν κατανοητός σαν πρωτοβουλία των μαζών που χειραφετούνται από το αστικό μοντέλο της πολιτικής του οποίου, ακριβώς, ο γιακωβινισμός θεωρείται μια παραλλαγή. Ο γιακωβινισμός σαν θετικό μοντέλο, επιστρέφει στη μαρξιστική σκέψη με τον Λένιν, που τον επανεκτιμά πλήρως, επειδή βλέπει σ΄ αυτόν ένα σπουδαιότατο παράδειγμα επαναστατικής διεύθυνσης. Αντίθετα αντιγιακωβίνοι στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία, είναι όλοι οι αντιλενινιστές. Δεν χρειάζεται να πούμε πως αντιγιακωβίνοι είναι οι ρεβιζιονιστές με τον Eduard Bernstein επικεφαλής.

Κι αρχίζουμε με τον Bernstein. Στο έργο του, «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας» (1899), διαβεβαιώνει πως στο «σύγχρονο σοσιαλιστικό κίνημα», υπάρχουν δύο θεμελιώδη ρεύματα: Το ένα «πασιφιστικό - εξελικτικιστικό», που βασίζει τη δράση του στη μέθοδο της οικονομικής οργάνωσης, και το άλλο συνομωτικό – τερροριστικό, που αποβλέπει στην απαλλοτρίωση με την πολιτική βία. Η μαρξιστική θεωρία αναζήτησε μάταια να ενσωματώσει τα δύο αυτά ρεύματα, καθ΄ εαυτά ασυμβίβαστα. Λοιπόν το τεροριστικό και συνομωτικό ρεύμα παροχεύτηκε στον Μαρξ και στον Ένγκελς κυρίως από το γιακωβινισμό μέσω του μπλανκισμού. Ενώ επαινούσε ανοιχτά τον Προυντόν για τον αντιγιακωβινισμό του, ο Bernstein μεμφόταν το Μαρξ και τον Ένγκελς ότι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το ασυμβίβαστο αυτών των δύο ρευμάτων και απένειμε στον εαυτό του το καθήκον να βρει τη θεραπεία.

Ο γιακωβινισμός του Λένιν

Αν με τον Bernstein εκφράστηκε στην παγκόσμια σοσιαλδημοκρατία ο αντιγιακωβινισμός της ρεφορμιστικής πλευράς, με τον Λένιν εκφράστηκε η πλήρης επανεκτίμηση του γιακωβινισμού. Είναι γνωστό πως αυτό έγινε με τη δημοσίευση στα 1902 του «Τι να κάνουμε;» και στη διάρκεια των συζητήσεων που αναπτύχθηκαν ενάντια στις θέσεις του Λένιν για την οργάνωση του κόμματος στο δεύτερο συνέδριο της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903, όπου οι συζητήσεις γύρω από το γιακωβινισμό – μπλανκισμό του Λένιν οξύνθηκαν. Μα κυρίως στην απάντηση που δίνει σε κείνους που τον αντιπολιτεύονταν, στο «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», του 1904ο Λένιν εκφράζει πλήρως το γιακωβινισμό του.

Αυτός ανυψώνει τους όρους «γιρονδίνοι», και «γιακωβίνοι», σε κατηγορίες για να μετρήσει και εκτιμήσει οπορτουνιστές και αυθεντικούς επαναστάτες στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας. Μα είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως θέση ενάντια στον Λένιν πήραν, στο θεωρητικό μέτωπο του παγκόσμιου σοσιαλισμού, όχι μονάχα με παραδειγματικό τρόπο ο νεαρός μενσεβίκος Τρότσκι, αλλά και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η πιο ενεργητική και πνευματώδης εκπρόσωπος της αντιρεβιζιονιστικής πτέρυγας από την νεότερη γενιά.

Και ας πάμε αμέσως στα φημισμένα κομμάτια του έργου του Λένιν του 1904. Ο Λένιν γράφει πολεμώντας τον Axelord, πως είναι πλέον διαδεδομένη συνήθεια στις διεθνείς φιλονικίες μεταξύ επαναστατών και οπορτουνιστών μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, να καταφεύγουν σε αναλογίες με την εποχή της γαλλικής επανάστασης. Λοιπόν, διαβεβαιώνει ο Λένιν, στη σοσιαλδημοκρατία έγινε ένα σχίσμα ανάμεσα στους μοντέρνους «γιρονδίνους» και στους μοντέρνους «γιακωβίνους». Μα προχωρεί σ΄ αυτό το κρίσιμο βήμα: «Αυτές οι τρομερές λέξεις: γιακωβινισμός, κτλ, δεν εκφράζουν άλλο παρά τον οπορτουνισμό γιακωβίνος, δεμένος αξεδιάλυτα με την οργάνωση του προλεταριάτου, που έχει συνείδηση των ταξικών συμφερόντων, είναι ακριβώς ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης.

Ο γιρονδίνος, που αγαπά ανοιχτά τη συντροφιά των καθηγητών και των γυμνασιακών, που φοβάται τη δικτατορία του προλεταριάτου, λαχταρά την απόλυτη αξία των δημοκρατικών διεκδικήσεων, είναι ακριβώς ο οπορτουνιστής». Το εγχείρημα του Λένιν – ήδη στο «Τι να κάνουμε;» μίλησε δηλωτικά και εκφραστικά για την αληθινή επαναστατική ηγεσία σαν ένα «λαϊκό βήμα» που σε αντίθεση προς το σοσιαλδημοκρατικό κορπορατιβίστικο πνεύμα, φροντίζει τα συνολικά συμφέροντα του κινήματος – συνίσταται λοιπόν, στην πλήρη ανάκτηση της γιακωβίνικης φύσης του μαρξισμού που επανεκτιμάται τώρα με σαφήνεια από αυτόν, κάτω από την ώθηση μιας πάλης που διεξάγεται με τους όρους κόμματος, που κλωνίζεται στο κλίμα της αυταρχίας. Και ο Λένιν επανεκτιμά το γιακωβινισμό σαν παράδειγμα: α) για την επαναστατική διεύθυνση των μαζών, και β) για το ότι δε φοβάται την ενεργητική προσφυγή στη δικτατορία.

Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να ξαναθυμηθούμε πως οι κριτικές που ο Λένιν ασκούσε στον ιστορικό γιακωβινισμό, στον μπλανκισμό και στους Ρώσους επαναστάτες της «Θέλησης του λαού», ήταν δεμένες με δύο στοιχεία: 1. την απουσία μιας κατάλληλης αντίληψης για την κοινωνική ανάπτυξη, και 2. τη συνεπαγόμενη έλλειψη συγκεκριμενοποίησης εκείνου του μέρους του λαού, του σύγχρονου προλεταριάτο, που μόνο μπορεί να υποστηρίξει το σοσιαλιστικό επαναστατικό κόμμα στην πάλη του για την εξουσία. Μα πρόκειται για μια κριτική που, ενώ αναγνωρίζει τον ουτοπισμό εκείνων των ρευμάτων, κατανοεί διαφορετικά εκείνο το σοσιαλδημοκρατικό γιακωβινισμό σαν, για να το πούμε έτσι, την επιτέλους αποκαλυφθήσα λύση στο ήδη γνωστά βαλμένο από τα επαναστατικά κινήματα των προηγούμενων εποχών, για το επαναστατικό πρόβλημα.

Ο γιακωβινισμός του Λένιν ήταν τόσο πιο οργανικός όσο αυτός συμμεριζόταν με το Ροβεσπιέρο την ιδέα πως η σωτηρία του λεού ή του προλεταριάτου, των μεγάλων μαζών επιτέλους, εξαρτάται από την επέμβαση μιας φωτισμένης μειοψηφίας, αφού οι μάζες αφημένες στην καθημερινότητα ή αυθορμητισμό τους είναι ένα ανοιχτό βάζο στα διάφορα και συχνά αντιθετικά περιεχόμενα. Βέβαια στον Λένιν του 1902 – 1904 εξακολουθούσε να υπάρχει μια επιφύλαξη για τη ζωτικότητα του γιακωβίνικου σχεδίου, αφού αυτός δεν το καθολικοποιεί ακόμα, όπως αντίθετα έκανε την εποχή που ακολούθησε την επανάσταση του Οκτώβρη, δηλαδή την εποχή της ανύψωσης του γιακωβινισμού – μπολσεβικισμού σε καθολικό μοντέλο.

Πριν να εξετάσω τις απαντήσεις του Τρότσκι και της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον λενινιστικό γιακωβινισμό με το σκοπό να υπογραμμίσω το βάρος που η γιακωβίνικη εμπειρία είχε στη σκέψη μαρξιστών που έστρεψαν αποφασιστικά τις πλάτες στον μπολσεβικισμό, θα ήθελα να θυμίσω ξανά τη θέση που εξέφρασε ο Plechanov στο δεύτερο συνέδριο της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903 (θέση που μετά ο Λένιν θα θυμίσει με δριμύτητα στον πατέρα του ρωσικού μαρξισμού, μετά τον Οκτώβρη) . Ο Plechanov είχε ανοιχτά υπερασπιστεί την προοπτική μιας προλεταριακής δικτατορίας ποτισμένης με γιακωβινισμό. Καθόρισε «θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας», ουσιαστική και καθόλου τυπική, την αρχή: salus populi suprema lex. Μια salus θεωρημένη και αμυνόμενη και με τον περιορισμό, αν θεωρείται αναγκαίο, «αυτής ή εκείνης της δημοκρατικής αρχής», ακόμη και της καθολικής ψηφοφορίας, με τον περιορισμό, κατά το παράδειγμα της περασμένης ιστορίας, των πολιτικών δικαιωμάτων των αντίπαλων τάξεων, με την διάλυση και του κοινοβουλίου ακόμη, που στηριζόταν σε μια πλειοψηφία εχθρική προς το επαναστατικό κόμμα. Μια διδαχή, του Plechanov, που ο Λένιν θα εφάρμοζε κατά γράμμα τη στιγμή της άσκησης της εξουσίας.

Η πολεμική του Τρότσκι και της Λούξεμπουργκ

Το βίαιο πλήγμα που ο Τρότσκι κατάφερε στον Λένιν με το «Τα πολιτικά καθήκοντα μας», του 1904 συνοψίζεσαι στην κατηγορία ότι ο τελευταίος επιδιώκει το ρόλο ενός νέου Ροβεσπιέρου, μέσα σ΄ ένα εργατικό κίνημα και σε μια σοσιαλδημοκρατία των οποίων το χαρακτηριστικό γνώρισμα βρίσκεται κυρίως σε μια πολιτική που πρέπει να δέσει τις εργατικές μάζες και το κόμμα με τρόπο αντίθετο από εκείνον που έδενε τους γιακωβίνους και το λαό. Ο Τρότσκι ξαναπιάνει μια γραμμή της σκέψης του Μαρξ, χρησιμοποιώντας ακόμα και τα λόγια του. Ο γιακωβινισμός είναι μια απόπειρα ανάπτυξης των «εσωτερικών αντιθέσεων» της αστικής κοινωνίας στο φως μιας ουτοπικής και αντιιστορικής ιδέας.

Η γκιλοτίνα αντιπροσώπευσε την αιματηρή υλοποίηση αυτής της ιδεολογικής ουτοπίας. Εμπνεόμενη από απόλυτες και φλογερές αξίες, οι γιακωβίνοι είχαν, ωστόσο «πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους ανθρώπους». Από εδώ πηγάζει το καθεστώς της «καχυποψίας» που τροφοδοτείται από την ιδέα της αρετής. Για τον Λένιν – Ροβεσπιέρο δεν ισχύουν παρά τα ίδια μέτρα και σταθμά: υποψιάζεται τον προλεταριακό αυθορμητισμό και θέλει να τον θέσει κάτω από το ηγεμονικό πνεύμα του και την αντίληψη που έχει για την αρετή. Γράφει ο Τρότσκι για τους σοσιαλδημοκράτες τύπου Λένιν: « Και να που η ορθοδοξία βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στην απόλυτη ¨αλήθεια¨ που ενέπνευσε τους γιακωβίνους.

Η ορθόδοξη αλήθεια προβλέπει τα πάντα, ακόμα και τα ζητήματα για τα οποία χρειάζεται εκλογή. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, πρέπει να αποκηρύσσεται. Βρίσκεται έξω παρά μέσα όποιος εμφανίζεται να αμφιβάλλει». Σ΄ αντίθεση οι γιακωβίνοι σοσιαλδημοκράτες είναι εκείνοι που συνδέουν κοινωνική ανάπτυξη, ανάπτυξη του πολιτικού κινήματος των εργαζομένων και ανάπτυξη της οργάνωσης. Είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η κοινωνική ωριμότητα, είναι κυρίως που λείπει από τους γιακωβίνους, δημιουργεί τους όρους της συναίνεσης, που εξαφανίζει τον τερορισμό και προσφέρει αυτόνομη δύναμη στις προλεταριακές μάζες για να επιβεβαιώσουν τη δική τους κοινωνικο – πολιτική ηγεμονία. «Να τι είναι αυτό που μας διακρίνει βαθιά από τους γιακωβίνους. Η επαναστατική εμπιστοσύνη είναι η συμπεριφορά μας στις σχέσεις μας προς τις στοιχειώδης κοινωνικές δυνάμεις, κι επομένως προς το μέλλον».

Όμοια ασυμβίβαστος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αντιγιακωβίνοι σοσιαλδημοκράτες κι οι γιακωβίνοι αντιλαμβάνονται τη δικτατορία του προλεταριάτου. Για τους πρώτους είναι απαραίτητο ¨να αναπτύξουμε και να ενθαρρύνουμε», την «αυτόνομη» δράση του προλεταριάτο, να το εθίσουμε στον «ενεργητικό και σταθερό έλεγχο», των επαναστατικών εξουσιών. Για τους δεύτερους εκείνο που μετρά είναι η δημιουργία «μιας οργάνωσης δυνατής και ικανής, που ασκώντας την εξουσία πάνω στο προλεταριάτο και μέσω αυτού πάνω στην κοινωνία, εξασφαλίζει το πέρασμα στο σοσιαλισμό». Τελικά, λέει ο Τρότσκι, οι πρώτοι σκέπτονται μια δικτατορία του προλεταριάτου, οι δεύτεροι μια «δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο».

Στα 1906 σ΄ ένα άλλο σημαντικό κείμενο, «Απολογισμοί και προοπτικές», ο Τρότσκι από τη μία πλευρά διατηρεί αμείωτο τον αντιγιακωβινισμό του, τόσο που να γράφει πως «ολόκληρο το σημερινό παγκόσμιο προλεταριακό κίνημα διαμορφώθηκε και δυνάμωσε στην πάλη ενάντια στις παραδόσεις του γιακωβινισμού». Από την άλλη πλευρά, όμως, κάτω από την επίδραση της ρωσικής επανάστασης και των κατηγοριών που απευθύνει ο «αναιμικός φιλελευθερισμός», στη σοσιαλδημοκρατία για «γιακωβινισμό», αρχίζει τώρα να υπερασπίζεται το γιακωβινισμό σαν μοντέλο επαναστατικής ενεργητικότητας που «παραμένει ζωντανό, σαν παράδοση στη λαϊκή μνήμη». Και το δίχως άλλο, δείχνει με τη «δικτατορία των ξεβράκωτων» ένα «μη μεταβατικό» επεισόδιο, τόσο ώστε να σημαδεύει με τη σημασία του τον αιώνα που έρχεται.

Οι σκληρές κριτικές που απευθύνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ ενάντια στα φιλογιακωβινικά κείμενα που εκφράζονται από τον Λένιν στο «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», στην ουσία είναι ίδιες με εκείνες του Τρότσκι. Αυτή αντιτείνει στον Λένιν πως «η σοσιαλδημοκρατία δημιουργεί έναν εντελώς διαφορετικό τύπο οργάνωσης από τους προηγούμενους των σοσιαλιστικών κινημάτων, όπως για παράδειγμα τα γιακωβίνικα – μπλανκιστικά μοντέλα».

«Η λενινιστική αντίληψη για την οργάνωση είναι μια μετατόπιση στις αστικές και καπιταλιστικές δομες. Δεν βασίζεται σε μια ανάπτυξη που οδηγεί στην αυθόρμητη αποδοχή, αλλά σε μια πειθαρχία στρατοπέδου». Ο Λένιν αυταπατάται πιστεύοντας ότι αντικαθιστώντας με την επαναστατική μειοψηφία την προλεταριακή μάζα μπορεί να περιμένει κάτι τέτοιο, εκτός ίσως στο έδαφος της γιακωβίνικης – μπλανκιστικής πολιτικής τεχνικής. Μόνο που η πρωτοβουλία μιας μειοψηφίας είναι ποιοτικά διαφορετική από την πρωτοβουλία της μάζας. Εξ΄ άλλου ο γιακωβίνος μπλανκιστής καθοδηγεί από τα πάνω το λαό σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ενώ το κίνημα των μαζών εκπαιδεύεται αυτό το ίδιο μέσω της επαναστατικής εμπειρίας και οργανώνεται κατά τη διάρκεια της πάλης. Διαχωρίζοντας καθαρά τη νέα γιακωβίνικη – μπολσεβίκικη θεωρία από τη σοσιαλδημοκρατική – μαρξιστική, η Λούξεμπουργκ γράφει: «Στην πραγματικότητα, η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι δεμένη με την οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά αυτή είναι το κυρίως κίνημα της ίδιας της εργατικής τάξης».

Μετά την επανάσταση του Οκτώβρη

Το 1917 έθεσε και πάλι τη συζήτηση της σχέσης μεταξύ γιακωβινισμού και μαρξισμού. Μα με το γιακωβινισμό μπήκαν στο χορό, και σε σχέση με τις εσωτερικές εξελίξεις της σοβιετικής ιστορίας, ο Θερμιδώρ και ο Βοναπαρτισμός. ΟΙ αντιπολιτευόμενοι ή εκείνοι που ασκούσαν κριτική στην μπολσεβίκικη επανάσταση ανέπτυσσαν την αντιπολίτευσή τους ή την κριτική τους στη βάση δύο κύριων επιχειρημάτων: η μπολσεβίκικη επανάσταση είναι ανώριμη, αφού στηρίζεται σ΄ ένα άνοιγμα ανάμεσα στην ανεπαρκή ανάπτυξη των δομών της ρωσικής οικονομίας και στην πολιτική δράση των μπολσεβίκων. Η προσπάθεια των μπολσεβίκων να προάγουν μια σοσιαλιστική πολιτική προσέκρουσε στην αντικειμενική πραγματικότητα και αντιπροσώπευσε έναν υποκειμενικό δυναμισμό, σημάδι του οποίου ήταν ο τερορισμός.

Ο μη ορθολογικός και ουτοπικός υποκειμενισμός χαράσσει ολόκληρη την μπολσεβίκικη πολιτική κι αποδυναμώνει στο θέμα της οργάνωσης έναν αυταρχικό χαρακτήρα, που κατευθύνεται από τα πάνω προς τη βάση. Η αναλογία ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το γιακωβινισμό τέθηκε. Αναγκαίο όμως να σημειώσουμε πως η αναλογία αυτή έχει όρια. Ενώ ο Μαρξ ασκούσε κριτική στο γιακωβινισμό επειδή ήθελε να φέρει πίσω την ιστορία επιβάλλοντας στην αστική ωριμότητα μια μη σύγχρονη ιδέα για την ισότητα, έτσι ώστε έγινε τροχοπέδη για την ανάπτυξη που είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Οι σοσιαλδημοκράτες αντιμπολσεβίκοι άσκησαν κριτική στους μπολσεβίκους για ένα άλλο αντίθετο ελάττωμα: ότι ήθελαν να εγκαταστήσουν ενώ απουσίαζε η ανάπτυξη, ένα σοσιαλιστικό ιδανικό που ακόμα ανήκε στο μέλλον. Όμως εκείνο που είναι κοινό και στις δύο θέσεις είναι η απόδοση, στο γιακωβινισμό και στον μπολσεβικισμό, του μύθου της «παντοδύναμης θέλησης», μια ορθολογική και ουτοπική προσέγγιση και μια ελιτίστικη – αυταρχική δράση.

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε πως αντιπολιτευόμενοι στον μπολσεβικισμό που βρίσκεται στην εξουσία και κριτικοί του νεο-γιακωβινικού μπολσεβικισμού είναι επίσης οι κομμουνιστές της αριστεράς που στρέφουν τις πλάτες στον μπολσεβικισμό στ΄ όνομα της προδομένης από τους μπολσεβίκους προλεταριακής δημοκρατία, μετά την πρώτη σοβιετική, φάση του μπολσεβικισμού. Όπως οι σοσιαλδημοκράτες τύπου Κάουτσκι ή Μάρτοβ, έτσι και οι κομμουνιστές της αριστεράς συγκεκριμενοποιούν στη νεογιακωβίνικη «αυταρχική κλίση», την προδοσία της δημοκρατίας, που όμως οι πρώτοι κατανοούν με έναν τρόπο, και οι άλλοι με τρόπο διαφορετικό, σύμφωνα με την αντίθεση: κοινοβουλευτική δημοκρατία και σοβιετική δημοκρατία.

Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι μετά τη χρήση της κατηγορίας του γιακωβινισμού, θα αρχίσει η χρήση των κατηγοριών του Θερμιδώρ και του βοναπαρτισμού: ότι –κι αυτό είναι άξιο προσοχής- για μερικούς όπως ο Κάουτσκι, θα χρησιμοποιηθούν για να καταγγελθεί η φύση της σοβιετικής εξουσίας, ήδη στη λενινιστική φάση, ενώ για άλλους όπως ο Τρότσκι, θα χρησιμοποιηθούν για να καταγγελθεί η κατάχρηση της εξουσίας σε μια διαφορετική ιστορική τομή, εκείνη που διαιρεί τη λενινιστική φάση από την μεταλενινιστική. Μα πρέπει να υπογραμμιστεί ακόμη, τουλάχιστον ένα σημείο. Ο Θερμιδώρ και ο βοναπαρτισμός στη Ρωσία θεωρούνται και από τον Κάουτσκι και από τον Τρότσκι σαν ένα έργο μετασχηματισμού του ίδιου του κόμματος, ενώ στη Γαλλία, Θερμιδώρ και βοναπαρτισμός είναι το προϊόν της καταστροφής του γιακωβινισμού.

Συνεχίζεται

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]