user preferences

New Events

Βαλκανικές Χώρες

no event posted in the last week

Το Εργατικό Κίνημα στη Σερβία

category Βαλκανικές Χώρες | Ιστορία (γενική) | Γνώμη / Ανάλυση author Wednesday October 01, 2008 19:02author by Aleksandar S. Report this post to the editors

Και Πρώην Γιουγκοσλαβία - Μέρος Γ'

Το Τρίτ και τελευταίο μέρος του κειμένου του Aleksandar S. από την Επαναστατική Ομάδα Torpedo (που δεν υπάρχει πλέον). Αγγλική μετάφραση Will Firth.

Η περίοδος της «σοσιαλιστικής ανάπτυξης»

Καθησυχάζοντας την εργατική τάξη με ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ζωής, καταστέλλοντας βίαια κάθε μορφή εξέγερσης και – το πιο σημαντικό - ελέγχοντας κάθε μορφή εργατικής οργάνωσης, το CPY (αργότερα Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας - CLY) πέτυχε να αποπροσανατολίσει την εργατική τάξη, διαλύοντας κάθε απόπειρα ανεξάρτητης εργατικής οργάνωσης και εκκαθαρίζοντας τους μαχητικούς εργάτες και τους ριζοσπάστες θεωρητικούς.

Υπήρξε μια γενικευμένη τάση της γιουγκοσλαβικής εργατικής τάξης, να συστήνει αυτοδιαχειριζόμενες ενώσεις με τη δική της πρωτοβουλία, στη βάση εμπειριών από άλλους επαναστατικούς αγώνες ανά τον κόσμο. Ως απάντηση σ’ αυτό, ήδη από τα 1950, οι αρχές εισήγαγαν περιορισμένες μορφές αυτοδιαχείρισης στη βιομηχανία. Η εισαγωγή μιας περιορισμένης αυτοδιαχείρισης έδωσε στους εργάτες τη ψευδαίσθηση ότι είχαν το δικαίωμα να διευθύνουν και να σχεδιάζουν την παραγωγή και την πώληση των προϊόντων της επιχείρησής τους. Το πόσο πραγματική ήταν η βιομηχανική αυτοδιαχείριση μπορούμε να το δούμε καλύτερα στον παρακάτω πίνακα, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Nase Teme», τεύχος 3, 1983:

Αποφάσεις του κράτους - Αποφάσεις της κολλεκτίβας (σε ποσοστά επί τοις εκατό (%): Διαχείριση των επενδύσεων-αποθεμάτων: 80%–20%. Μισθοί των εργαζομένων: 60%-40%. Τελική τιμή του προϊόντος: 80%-20%. Εργασία: 50%-50%. Εισαγωγές-Εξαγωγές: 95%-5%. Πολιτική χρηματοδότησης: 90%-10%. Υπόλοιπα: 70%-30%
Στην κατάσταση αυτή όπου το παλιό καπιταλιστικό κράτος έχει αντικατασταθεί από έναν νέο κρατικό καπιταλισμό και, στην πραγματικότητα, δεν έχει επέλθει καμία επαναστατική αλλαγή, η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη, ήταν αναμενόμενο να εκφράσει σύντομα τη δυσφορία της.

Έτσι η πρώτη μεταπολεμική απεργία καταγράφεται στις 13-15 Γενάρη 1958 από τους ανθρακωρύχους στο Trbovlje και στο Hrastnik της Σλοβενίας. Περίπου 4.000 εργάτες παίρνουν μέρος στην απεργία που τερματίζεται νικηφόρα ή, μάλλον, με την ικανοποίηση των διεκδικήσεων των εργατών. Όμως τα βαθύτερα αίτια της απεργίας δεν έχουν εξαλειφθεί ούτε θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με καμία μελλοντική απεργία μέσα στα πλαίσια της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας.
Προκειμένου να απομονώσει και να αποδυναμώσει τον εργατικό ταξικό αγώνα και – πιο σημαντικό για την τάξη που βρίσκεται στην εξουσία - να τον παρεμποδίσει να διαδοθεί, όλες οι μορφές εργατικού αγώνα υποβλήθηκαν στη σιωπή των ΜΜΕ συνοδευόμενη από μια συντονισμένη παραπληροφόρηση.

Έτσι, η ηγεσία του CLY απέφυγε να μιλήσει για τις απεργίες μέχρι το 1969. Μέχρι τότε είχαν καταγραφεί πάνω από 2.000 απεργίες.

Δεν υπήρχαν παράνομα συνδικάτα στη Γιουγκοσλαβία ή, τέλος πάντων, δεν έχουμε πληροφορίες που να αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων. Το μόνο νόμιμο συνδικάτο που υπήρχε ήταν η Συνδικαλιστική Ένωση Γιουγκοσλαβίας. Η συμμετοχή της συνδικαλιστικής ηγεσίας στην οργάνωση των απεργιών ήταν προφανώς μηδενική, συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλες οι απεργίες στη Γιουγκοσλαβία ήταν ουσιαστικά άγριες απεργίες, άμεσα δημιουργημένες από την εργατική τάξη. Για να είμαστε σαφείς, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι παλαιοί μαχητές της εργατικής τάξης που είχαν στο μεταξύ γίνει όργανα του μόνου νόμιμου συνδικάτου, συμμετείχαν αρχικά στο πρώτο στάδιο της οργάνωσης μιας απεργίας. Όμως τέτοιοι άνθρωποι εκκαθαρίζονταν άμεσα από το συνδικάτο και απομονώνονταν βίαια, για να αντικατασταθούν από κάποιο «αποδεδειγμένα πιστό στο κόμμα», στην κυρίαρχη τάξη και στο καθεστώς, άτομο.

Προκειμένου να ικανοποιήσει τα αιτήματα των απεργών, να διατηρήσει την κοινωνική σταθερότητα στη χώρα και να καλύψει τις τεράστιες απώλειες της μη κερδοφόρας οικονομίας, η γιουγκοσλαβική ηγεσία αποφάσισε να πάρει δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ). Έτσι, η Γιουγκοσλαβία έπεσε στη γνωστή παγίδα της υποδούλωσης της οφειλής χρεών.

Σταδιακά, η γιουγκοσλαβική εργατική έχασε την ταξική της συνείδηση, ενστερνιζόμενη μια καταναλωτική κουλτούρα που της σερβιρίστηκε έξυπνα από τη Δύση. Σε τέτοια αποδυναμωμένη θέση βρισκόταν η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη όταν υποδέχτηκε τη δεκαετία του 1980, μια δεκαετία που επεφύλασσε σαρωτικές αλλαγές.

Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας

Τη δεκαετία του 1980, οι Γιουγκοσλάβοι εργάτες και αγρότες κατέβαιναν στους δρόμους απαιτώντας όλο και πιο συχνά μια καλύτερη ζωή, καλύτερες συνθήκες εργασίας, καλύτερη διαχείριση της βιομηχανίας και της χώρας συνολικά. Εξαιτίας των δυσχερών οικονομικών συνθηκών την εποχή εκείνη, που παρατείνονταν από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, παρατηρείται μια αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις (60% του πληθυσμού ζούσε από τη γεωργία, ενώ ταυτόχρονα μόνο το 38% ζούσε σε αγροτικές περιοχές). Υπήρξε, επίσης, ένα κύμα μετανάστευσης προς τη δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία.
Το 1980 η Γιουγκοσλαβία εισήλθε στο ΔΝΤ και στα 1981 πήρε ένα από τα μεγαλύτερα δάνεια που εγκρίθηκαν εκείνη την περίοδο. Χάρη στην άνοδο της τιμής των ορυκτελαίων στην παγκόσμια αγορά, τα χρέη της Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή έφτασαν τα 14 δις δολάρια ΗΠΑ. Μόλις το 1983 η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την αναπροσαρμογή των χρεών της. Το ΔΝΤ ζήτησε ως αντάλλαγμα τον επωμισμό των χρεών από μη κερδοφόρες επιχειρήσεις, οι οποίες για χρόνια διατηρούσαν την κοινωνική σταθερότητα στις περισσότερες περιοχές της χώρες. Επίσης, απαίτησε την απελευθέρωση των τιμών, μια άνοδο των επιτοκίων, και μια περαιτέρω υποτίμηση 25% του δηναρίου. Το διεθνές κεφάλαιο ξεκινούσε την επίθεσή του στη Γιουγκοσλαβία.

Ωστόσο, η απάντηση ήταν μια σειρά απεργιών κι εξεγέρσεων που κατέληξαν στη μείωση του αριθμού των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων που θα ρευστοποιούνταν τελικά, από 156 το 1979 σε 97 το 1985. Προκειμένου να χρηματοδοτηθούν μη κερδοφόρες επιχειρήσεις και να διατηρηθεί η κοινωνική σταθερότητα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε να εκδίδει μεγάλα ποσά χρημάτων χωρίς οικονομικό αντίκρισμα.

Μια από τις τελευταίες δραστηριότητες του νόμιμου συνδικάτου στη Γιουγκοσλαβία ήταν να υποστηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης στα 1986 να κλείσει τις μη κερδοφόρες επιχειρήσεις. Μετά από αυτό οι εργάτες δεν επέτρεψαν στο συνδικάτο να μιλάει στο όνομά τους.

Το 1986 εμφανίστηκε στη γιουγκοσλαβική πολιτική σκηνή ο Slobodan Milosevic, αμέσως μετά την επιστροφή του από τις σπουδές του στις ΗΠΑ. Την εποχή εκείνη ο Milosevic ήταν στέλεχος του CLY. Η σύγκρουση με το CLY που κατέληξε στην αποπομπή του άρχισε το 1987 στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών Σερβίας. Στο μανιώδες κυνήγι της εξουσίας, ο Milosevic έφτασε μέχρι τον εθνικισμό και τη στιγμή ακριβώς που οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας αναζητούσαν μια αλλαγή, αυτός ξεκίνησε διαδικασίες εκμηδένισης της αυτονομίας των επαρχιών στο εσωτερικό της Σερβίας (Βοϊβοντίνα και Κόσοβο) προκειμένου να ευνοηθεί η Σερβία. Στην αρχή, ο Milosevic είχε την εύνοια των ψηφοφόρων και αυτό ήταν αρκετό για να τον καταστήσει ικανό να πάρει την εξουσία από τα χέρια της παλιάς και ξεπερασμένης φράξιας του κρατικού καπιταλισμού. Ο Milosevic μάζεψε γύρω του έναν κύκλο πιστών υποστηρικτών ενδυναμώνοντας τη θέση του στη γιουγκοσλαβική ηγεσία, και την υπεροχή της Σερβίας μέσα στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Αυτό προκάλεσε δυσφορία ανάμεσα στις τοπικές καπιταλιστικές τάξεις στις υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, που όλο και πιο συχνά μιλούσαν πλέον για απόσχισή τους από τη Γιουγκοσλαβία και ανεξαρτητοποίηση. Ο Milosevic ενδυνάμωσε τις θέσεις αυτές με την συγκεντρωτική εθνικιστική πολιτική του. Για παράδειγμα, το 1989 συνέστησε σε μάνατζερ και επιχειρηματίες στη Σερβία να αποφεύγουν τα σλοβένικα προϊόντα και το 1990 προχώρησε σε ολοκληρωτικό εμπάργκο στις εισαγωγές προϊόντων από τη Σλοβενία και τη Κροατία.

Τέτοιου είδους εχθροπραξίες και διαμάχες ανάμεσα στις τοπικές καπιταλιστικές τάξεις το μόνο που έκαναν ήταν να αναζωπυρώνουν μια κατάσταση που ήταν ήδη τεταμένη. Εργάτες κι αγρότες, αποστερημένοι από τις παραδοσιακές ταξικές οργανώσεις τους για αλληλεγγύη και αγώνα, ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν σε δυο ή περισσότερες δουλειές ταυτόχρονα προκειμένου να επιβιώσουν και αποπροσανατολίζονταν ακόμα περισσότερο από την πίεση του καλπάζοντος πληθωρισμού. Έτσι, πείθονταν από τους εθνικιστές δημαγωγούς διαφόρων τάσεων, από διάφορους «δημοκράτες» που ζητούσαν αλλαγές και από ένα φάσμα νέων, εθνικών ηγετών. Αρχικά, αυτοί οι ηγέτες προσέλκυαν μάζες απογοητευμένων μελών της εργατικής τάξης που χρησιμοποιούσαν κατάλληλα ώστε να τους ανεβάσουν στην επιθυμητή πολιτική καριέρα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν νέα κόμματα παντού στη Γιουγκοσλαβία, το DEMOS στη Σλοβενία, το HDZ στην Κροατία, το SPO και πολλά ακόμη στη Σερβία, SDA στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη κλπ. Όλα τους κόμματα εθνικιστικής αντίληψης που έκαναν τα πάντα προκειμένου να γελοιοποιήσουν ολόκληρη την παράδοση της ταξικής σύγκρουσης.

Ως αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων με την γιουγκοσλαβική κόκκινη μπουρζουαζία και τα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου, ο πόλεμος δεν άργησε να ξεσπάσει στη Γιουγκοσλαβία το 1991.

1991: Η εργατική τάξη και ο πόλεμος

Πριν τον πόλεμο προηγήθηκε μια μαζική εθνικιστική-σοβινιστική εκστρατεία από τα ΜΜΕ. Πολιτικοί, συγγραφείς, δημόσια πρόσωπα, ακόμα και αθλητές και αθλήτριες ανταγωνίζονταν στην εξύμνηση των αρετών της «δικής τους» πατρίδας και του «δικού τους» λαού. Όλα τα διαθέσιμα μέσα επιστρατεύτηκαν για να εμφυσηθεί ο φόβος κι ο πανικός στους ανθρώπους. Ήταν απαραίτητο να προσελκύσουν αυτή την κρίσιμη ποσότητα του εθνικισμού προκειμένου να νομιμοποιηθεί ο πόλεμος.

Στις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ήταν κυρίως επαγγελματίες στρατιώτες και μισθοφόροι που διεξήγαγαν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός, ως είχε, δηλαδή τα παιδιά των εργατών και των αγροτών από ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία που βρίσκονταν σε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αρχικά δεν εμπλάκηκε σχεδόν καθόλου.

Έχει σημασία ότι σε έναν μεγάλο αριθμό εγκληματιών δόθηκε χάρη και αναμείχθηκαν στις πρώτες εχθροπραξίες. Υπήρχαν επίσης μισθοφόροι από πολλές χώρες, αρκετοί πολιτικοί εμιγκρέδες (όπως τα παιδιά των παλιών τσέτνικς ή των ουστάσι), και ένας μεγάλος αριθμός φασιστών ή νεοφασιστών. Ήταν, κυρίως, αυτές οι ομάδες που διέπραξαν τα εγκλήματα που έφεραν την προσοχή των ΜΜΕ στον πόλεμο, ο σκοπός τους ήταν να υποθάλψουν το μίσος και να δημιουργήσουν τεχνητές διαφορές μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν στην εργατική τάξη σε διάφορες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας.

Κάτι τέτοιο υπογραμμίζεται από το γεγονός της δημιουργίας μεικτών - εθνικά - πολιτοφυλακών που οργανώνονταν σε πόλεις και χωριά της Γιουγκοσλαβίας που πλήγησαν άμεσα από τον πόλεμο. Ο στόχος αυτών των πολιτοφυλακών ήταν να αποτρέψουν την ένταση και δεν ήταν σπάνιο να βλέπεις Κροάτες, Σέρβους και μουσουλμάνους να στέκονται στα οδοφράγματα μαζί για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο για αιώνες.

Οι τοπικοί εθνικιστές ηγέτες υποχρεώνονταν έτσι να πάρουν δραστικά μέτρα για να ελέγξουν τα απείθαρχα στοιχεία της «δικής τους» εθνικής ομάδας. Επιστράτευαν για το σκοπό αυτό μισθοφόρους, φανατικούς εθελοντές και κοινούς εγκληματίες.

Άνθρωποι από κάθε γωνιά της Γιουγκοσλαβίας αντιστέκονταν στον πόλεμο και στην εθνικιστική παράνοια. Μερικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι 100.000 έφυγαν από τη Σερβία εξ αιτίας του πολέμου. Στη Σερβία έχουν καταγραφεί περιστατικά μαζικής λιποταξίας όπου σύσσωμες στρατιωτικές μονάδες παράτησαν τις θέσεις τους και γύρισαν σπίτι. Υπάρχουν περιπτώσεις συλλογικών συνειδητών αρνήσεων κατάταξης, π.χ. στο χωριό Tresnjevac στη Βοιβοντίνα, όπου όλοι οι άνδρες κάτοικοι του χωριού αρνήθηκαν να καταταγούν το 1991, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, απόφαση που τους έφερε σε σύγκρουση με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Υπήρξαν επίσης μεγάλες διαδηλώσεις και φοιτητικές διαμαρτυρίες, αλλά δυστυχώς αυτή η αντίσταση ήταν αδύναμη και ανοργάνωτη.

Όλα τα συνδικάτα κι όλα τα πολιτικά κόμματα υποστήριζαν τον πόλεμο ή συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δημόσια άποψη εναντίον του πολέμου εξέφραζαν μόνο οι φιλειρηνικές οργανώσεις της μικροαστικής ευαισθησίας.

1993: Ερήμωση της Γιουγκοσλαβίας

Μετά την κατάρρευση της «Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», η Ομόσπονδη Δημοκρατία Γιουγκοσλαβίας (FRY) εγκαθιδρύθηκε, απαρτιζόμενη από τη Σερβία, με τις επαρχίες Βοϊβοντίνα, Κόσοβο και το Μαυροβούνιο. Ο πόλεμος είχε αφήσει τεράστια χάσματα στον προϋπολογισμό της FRY που έπρεπε να συμπληρωθούν. Η ηγεσία κατέφυγε στη χρήση του πληθωρισμού ως εργαλείο για το σκοπό αυτό. Τύπωσε τεράστιες ποσότητες τελείως άχρηστου πληθωριστικού χρήματος προκειμένου να πληρώσει τους μισθούς, να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα στην μαύρη αγορά, και να διαφυλάξει την κοινωνική σταθερότητα.
Η ανεξέλεγκτη εκτύπωση νέου χρήματος οδήγησε τον πληθωρισμό σε νέα υπερ-ύψη. Σταδιακά η μαύρη αγορά έγινε η μόνη αγορά που λειτουργούσε πραγματικά μέσα στην χώρα. Προς το τέλος του 1993 η αξία συναλλαγής του δηναρίου αυξήθηκε ακόμα και 100% σε μια ώρα σε σχέση με το γερμανικό μάρκο, που ήταν το κύριο νόμισμα της μαύρης αγοράς. Μέσα σ’ αυτή την εξαιρετικά ασταθή πολιτική και οικονομική κατάσταση ήταν σημαντικό να ενδυναμωθεί ο αγώνας των εργαζομένων. Το 1993 υπήρξε ένας ανείπωτος αριθμός απεργιών που έπληξε όλους τους κλάδους της οικονομίας, τόσο στο βιομηχανικό τομέα όσο και πέρα από αυτόν. Η μια απεργία ακολουθούσε την άλλη. Η κλιμάκωση έσπασε στο τέλος του 1993 με το κάλεσμα για γενική απεργία όπου τελικά συμμετείχαν όλοι οι εργαζόμενοι στην ενέργεια στη Σερβία, οι εργάτες των ορυχείων και οι σιδηροδρομικοί.

Οι αρχές βρέθηκαν υπό πίεση και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξαπάτηση του κόσμου μέσα από τα παιχνίδια του πληθωρισμού. Τον Γενάρη του 1994 εισήχθηκε το νέο δηνάριο. Ο πληθωρισμός έπεσε μέσα σχεδόν σε μια νύχτα, κάτι που αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο πληθωρισμός ήταν στην πραγματικότητα απόλυτα ελεγχόμενος. Όμως η εξαπάτηση του κόσμου δεν σταμάτησε. Ολόκληρη η περίοδος της εντατικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη Γιουγκοσλαβία από το ξεκίνημα της κρίσης των χρεών μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η αναίσχυντη εξαπάτηση δε σταμάτησε ποτέ, παρά μόνον άλλαξε μορφή.

Η εργατική τάξη το κατανόησε καθώς και την αναγκαιότητα μιας οργανωτικής μορφής αγώνα. Ανεξάρτητα συνδικάτα άρχισαν να δημιουργούνται, προσπαθώντας να λειτουργήσουν ανεξάρτητα από το κράτος και τα διάφορα πολιτικά κόμματα. Δυστυχώς, γοητευμένα από την αντικομμουνιστική ευφορία που έχει κυριεύσει τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, προσπαθούν επίσης να κρατήσουν αποστάσεις «ανεξαρτησίας» από την αναγκαιότητα του ταξικού αγώνα.

Προς το παρόν, όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα λειτουργούν ως αποκλειστικά οικονομικές ενώσεις των εργατών, παράγουν τη δική τους «δημοκρατική» δημαγωγία και τους ηγέτες τους, οι οποίοι με τον καιρό, κι αν αποδείξουν ότι είναι καλοί στην καταστροφή του εργατικού κινήματος, θα προαχθούν στις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται κοντά στην κυρίαρχη τάξη.

Από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα που ισχυρίζονται ότι είναι εργατικά κόμματα ή έχουν ένα ανάλογο όνομα, το μόνο που θεωρητικά αρνείται τον αγώνα για πολιτική εξουσία και θέτει ως στόχο του τον αγώνα της εργατικής τάξης είναι το μαρξιστικό-λενινιστικό «Partija Rada» («Κόμμα της Εργασίας»). Όλα τα υπόλοιπα κόμματα είναι βυθισμένα στο βούρκο του κοινοβουλευτισμού.

Η παρούσα κατάσταση στη FRY δεν είναι μοναδική και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα, δίχως να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες στον υπόλοιπο κόσμο. Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά μπορούμε να βρούμε παραλληλισμούς με την κατάσταση στο Μεξικό, σε μερικές ασιατικές χώρες, και στα κράτη που προέκυψαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Οι δυνάμεις της ‘καπιταλιστικής διεθνούς’ προφανώς στοχεύουν στην διάλυση του εργατικού αγώνα και στο σκοπό αυτό επιστρατεύουν τις προσπάθειές τους και την ένδοξη στρατηγική τους της καταστροφής του πνεύματος της εργατικής τάξης και της αποξένωσης της τάξης από τον εαυτό της. Ένα κλίμα αστάθειας δημιουργείται παντού, το οποίο συνοδεύεται από κρίσεις, σοκ και σύγχυση. Παντού δημιουργούνται νέοι ηγέτες με χίλια προσωπεία ώστε να ταιριάξουν σε χίλιους διαφορετικούς ρόλους, η μόνη λειτουργία τους, ωστόσο, είναι να διαχωρίσουν την εργατική τάξη, να την εξαπατήσουν με νέες αλυσίδες να την υποβάλλουν σε νέα εκμετάλλευση και φτώχεια. Οι προοπτικές της οργανωμένης εργατικής τάξης

Όπως είδαμε, δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο εργατικό κίνημα στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας με την εξαίρεση κάποιων μικρών, απομονωμένων ομάδων. Το επαναστατικό καθήκον των προοδευτικών δυνάμεων λοιπόν θα έπρεπε να είναι η δημιουργία ταξικών οργανώσεων και η σύνδεσή τους με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου. Δεν είναι εύκολο το καθήκον αυτό, όμως αποτελεί επιτακτική ανάγκη σήμερα, που το κράτος και οι διάφοροι πράκτορές του (όπως τα ελεγχόμενα από το κράτος συνδικάτα, τα αφεντικά και οι πολιτικοί) έχουν περάσει στην επίθεση. Έχοντας ολοκληρώσει ήδη μια ανθρωποσφαγή, είναι πλέον έτοιμο να καταργήσουν και να διαλύσουν τα δικαιώματα τα οποία οι εργαζόμενοι έχουν κερδίσει μέσα από αγώνες γενεών απλών εργαζομένων. Το σύστημα κρατικής καταστολής κι ελέγχου όχι μόνο έχει επανιδρυθεί μετά τον πόλεμο, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το καθήκον της αναδημιουργίας της ταξικής συνείδησης από το μηδέν.

Κάτι τέτοιο απαιτεί μια επανεξέταση του επαναστατικού κινήματος του παρελθόντος, της εύρεσης των σφαλμάτων του, της εργασίας για την επιμόρφωση των εργαζομένων μαζών και της συγκρότησης νέων οργανώσεων για τον αγώνα της τάξης. Ο εργατικός αγώνας δεν πρέπει ποτέ να περιορίζεται σε απλές διεκδικήσεις οικονομικών ρυθμίσεων. Πρέπει να βασίζεται σε μια ευρεία γνώση της υπάρχουσας κοινωνίας και των σχέσεων στο εσωτερικό της και σε μια κατανόηση του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης.

Στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι σημαντικό η εργατική τάξη να ιδρύσει τις δικές της οργανώσεις και, σε μια διεθνιστική βάση, να δημιουργήσει ένα ευρύ μέτωπο ενάντια στους τοπικούς εθνικισμούς και τις φράξιες της καπιταλιστικής τάξης που υπηρετούν αφοσιωμένα της τρέχουσα παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, την απάλειψη του πνεύματος τοπικών κομματιών της εργατικής τάξης, της ώθησης στη φτώχεια, την ακρίβεια, την εξάπλωση της υπαρξιακής ανασφάλειας σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής… Ο στόχος μας πρέπει να είναι να συνδεθούμε με τον γενικό αγώνα των εργατών παγκόσμια. Ο αγώνας δεν πρέπει να δίνεται μόνο σε ένα τοπικό επίπεδο με τοπικούς στόχους. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η εργατική τάξη στη Σερβία και σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία έχει ανάγκη την υποστήριξη συντρόφων από το εξωτερικό. Αυτή η βοήθεια μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Δε χρειάζεται να είναι αποκλειστικά υλική – συχνά είναι πολύ πιο χρήσιμο και κατάλληλο να συνδέεις έμμεσα ή άμεσα στοιχεία της εργατικής τάξης τα οποία δεν έχουν εξοικειωθεί ακόμα όπως στην περίπτωση των κομματιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Η βοήθεια από συντρόφους του εξωτερικού μπορεί επίσης να πάρει την μορφή της διάδοσης σε εμάς εμπειριών επαναστατικής οργάνωσης, την αναπαραγωγή υλικού για μας στα σερβο-κροατικά, την στήριξή μας να αποκτήσουμε έντυπο υλικό στη σερβο-κροατική που μπορεί να βρεθεί στο εξωτερικό… Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βοηθήσεις ένα αδύνατο κίνημα και οι επιλογές είναι αποκλειστικά στη φαντασία των συντρόφων που είναι πρόθυμοι να δράσουν.

Pozarevac, Σερβία, Νοέμβρης 1995

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό δεν αποτελεί ολοκληρωμένο έργο, αλλά μόνο ένα κομμάτι μιας πολύ πιο εκτεταμένης μελέτης..

Βιβλιογραφία 1) Trivo Indjic, ‘Anarchism in Yugoslavia’, in ‘BLACK FLAG’, 9/90. 2) Dr. Petar Milosavljevic, ‘Poloz**aj radnicke klase Srbije 1918-1929’, 1972, Belgrade. 3) Milica Milenkovic, ‘Sindikalni pokret u Srbiji 1918-1920’, 1971, Belgrade. 4) ‘Tokovi revolucije - Zbornik istorijskih radova, VIII’, 1972, Belgrade. 5) ‘Vidici’, no. 229, 1984, Belgrade. 6) Osteuropaarchiv, ‘Jugoslawien: Klassenkampf, Krise, Krieg’, 1992, Berlin.

This page has not been translated into Kurdî / کوردی yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]